ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ...

Είναι φορές, εικόνες που ξάφνου αντικρίζεις, σε βρίσκουν απροετοίμαστο και τότε κύματα δυνατής συγκίνησις συνεπέρνουνε όλο σου το είναι και σε φεταφέρουνε στους άυλους κόσμους της εφιαλτικής ονειροφαντασίας, όπου δάκτυλα χωρίς σάρκα αγγίζουνε τις χορδές της ψυχή σου.
Πολλές φορές δεν είναι πάντοτε μεγάλο αυτό που σε αναστατώνει, τις πιότερες φορές είναι μικρό, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, μια σιωπή κει που περίμενες λόγια, μια εικόνα απ' τη φύση, μια φωτογραφία εφημερίδος.
Όμως οι συγκινήσεις αυτές της στιγμής μένουνε χαραγμένες εντός σου μαζί με άλλες κι' αδελφωμένες, το ίδιο σήμαντρο χτυπάνε, ηχώ της ψυχής σου, που με πίκρα σε σου κάνουνε να σκέπτεσαι πόσο ασήμαντη γίνηκε στις μέρες μας, που θέλουμε να τις καυχόμαστε ειρηνικές, μια ζωή οποιοδήποτε ανθρώπου, έστω λευκού, 'η μαύρου ή κίτρινου ή νέγρου.
Κάτι τέτοιο, δυστυχώς προ ημερών είδαμε και διαβάσαμε στις εφημερίδες όπου δυο λεβέντες του Νοτίου Βιετνάμ, κρατούσαν ένα κοκκαλιάρη και πεινασμένο Βιετ Κονγκ, τον οποίον σε τριε διαδοχικές εικόνες, πνίγανε μέσα σε ένα πυθάρι γεμάτο με νερό και με λεζάντα από κάτω, ότι με τέτοια παραδείγματα προσπαθούν οι Αμερικάνοι να σταματήσουν το ανρώπινο κύμα που επανρώνει τις αντάρτικες ομάδες...
Με πόνο, με αηδία, με φρίκη τα μάτια κολλήσανε πάνω στη φωτογραφία και το μυαλό ζαλισμένο από τον οπτικό εφιάλτη, φαντάσθηκε την αγωνία, τον πεδεμό, ον πόνο, τον ρόγχο της ζωής, που αγωνίζεται να κρατηθεί την ύστατη στιγμή με αργόσυρτη, άρυθμη αναπνοή σαν σφύριγμα ανατριχιαστικό, που μοιάζει με κλάμα ή με την πνοή του βορριά ανάμεσα στη βοή της νεροποντής. Κάτι που μοιάζει με τον ψίθυρο των φύλλων των κυπαρισσιών ενός νεκροταφείου. Ή ακόμα κάτι σαν μακρυνό κάλεσμα, σαν κάλεσμα από τον άλλο κόσμο...
Άνομα εγκλήματα, προσπάθειες σπασμωδικές, που δηλώνουν και φανερώνουν στα μάτια του κόσμου, τους σκοπούς και τις τάσεις για το απώτερο μέλλον, ενός κράτους που θέλει να συγκαταλέγεται μεταξύ των προηγμένων και πολιτισμένων κρατών, και μάλιστα όταν πρώτο αυτό καταδίκασε την φασιστικήν δεξία των ναζί στα εγκλήματα των στρατοπέδων Άουσβιτς-Νταχάου και κρέμασε τους αρχηγούς των, στην πολύκροτη δίκης της Νυρεμβέργης. Αλλά τότε επρόκειτο για άλλους...
Σήμερα τα επαναλαμβάνει και το ίδιο, σε πλείστες όσες περιοχές του πλανήτη μας, με το πρόσχημα  της Ελευθερίας των Λαών, μιας ελευθερίας όμως νόθου, αμφιβόλου ποιότητος και φυσικά σάπιας και βρωμερής προελεύσεως, σαν τους προστάτες της, και σαν τα χυδαία και διεφθαρμένα καθεστώτα που την αποδέχονται, με αρχηγούς δικτατορίσκους, πουλημένους και ξεπεσμένους, σαν καλή ώρα ναχουμε, τον πρώην δικό μας ΦΥΓΑΔΑ, που σε προχθεσινά φύλλα εφημερίδων ακόμη, εδήλωσεν ότι αν δεν ξεκαθαριστεί  η υπόθεση Λαμπράκη, αδυνατή να επιστρέψει, αφορμήν βρίσκων φοβούμενος όμως την λαϊκήν οργήν, που σήμερα έχει οριμάσει και ως θεία Νέμεσις θα επιπέση πάνω του αφανίζοντας από προσώπου γης, έναν αρχιφσίστα ονειρευόμενον καταστάσεις παρόμοιες με την οκταετίαν που διανύσαμεν, για να ικανοποιεί αρρωστημένας προσωπικάς φιλοδοξίας  του και να εξυπηρετή τα ¨καλά και άγια συμφέροντα" κομματαρχών, εργολάβων, και φυσικώτατα συγγενών του
ΕΛΑΤΕ ΚΥΡΙΕ ...

ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 17 Μαΐου 1965

ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ

Κάποιος απαλός άνεμος, κάτι σαν χάδι, άρχισε να δροσίζει τις καρδιές μας. Ένας βραχνάς καταθλιπτικός φεύγει, και μια ημέρα μεγάλη σε λίγο ανατέλλει...
Τα τελευταία σκοτάδια αρχίζουν να τραβιούνται βιαστικά στο κάλεσμα μιας καινούργια και Μεγάλης Ημέρας. Ο Θεός της Ελλάδας μας σε λίγο θα χαμογελά ευτυχισμένος αναπολώντας...
Άνοιξις και τότε. Η φύσις χαδιάρα, σκόρπιζε τα κάλλη της με απλοχεριά και χαμογελούσε ηδονικά, όπως άκουγε να τριζοβολούν ερωτιάρικα οι σπόροι στο χώμα, χύνοντας το σπέρμα τους μέσα στον μεγαλύτερο μητρικό κόλπο που λέγεται Γη...
Αισιοδοξίαι παντού. Ο Αγών που επί τόσα χρόνια εκυοφορείτο, ξέσπασε, υψώθηκε η Σημαία. Η Λευτεριά η πανώρια αυτή Θεά, άρχισε να στροβιλίζεται στον τρελό χορό της, ξεσηκώνοντας ξι' αναστένοντας καρδιές που την αποζητούν.
Η ζωή απόκτησε Νόημα, Πίστη κι' Ελπίδα. Οι ραγιάδες ξύπνησαν. Και το ξύπνημά τους, ήταν θεϊκό, τρομαχτικό, βίαιο. Συντρίμμια το πέρασμά τους, καταστροφή, πανικός. Και παντού Νίκη. Νίκη στην Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αράχωβα, Χάνι της Γραβιάς, ολοκαυτομα το Μεσσολόγγι, θυσία η Νάουσα, Τιτάνες οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, ημίθεοι οι Ψαριανοί και οι Χίοι, πολέμαρχοι οι Σουλιώτες... Γνήσιοι απόγονοι, εκλεκτής και υψηλής ράτσας, που στους κοινούς κινδύνους ενωμένοι αποτελούν θαύματα υψηλά, σχεδόν ακατόρθωτα, σαν τους Αρχαίους Σπαρτιάτες και Αθηναίους, που αιώνιοι εχθροί, στην δυσκολότερη καμπή της υπάρξεως των πόλεων των, επιτελέσανε το καθήκον των ασχέτως αν ανήκαν κι' οι Εφιάλται, που δυστυχώς και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν.
Όμως η φυλή μας θριαμβέυει. Συνεχίζει την πορεία της πάντα μπροστά, μ' ότι εκλεκτό διαθέτει. Κι' απόθεμα υπάρχει άφθονο. Λίγες ώρες μένουν από του να θαυμάσουμε σώματα, τα ευθυτενή, τα ξεχειλίζοντα υγεία, τα ηλιοκαή, το χαραλτηριστικότερο γνώρισμα της φυλής μας, να παρελαύνουν μπροστά μας, ενώ άυλοι φωτοστέφανοι ηρώων θα φαντάζουν στα μέτωπά τους και το ρυθμικό βάδισμά τους, με τον βρόντο του, θα ξυπνά όλους τους νεκρούς των απείρων  πολέμων μας, δίνοντάς τους την ευκαιρία από ψηλά, δια μια ακόμη φορά να σκύψουν τα βλέμματά τους και να δουν, ότι η Ελλάς, η Μαγική αυτή Χώρα, η Αιώνια, η Ακατάλυτη, η Μεγάλη, υπάρχει και εξακολουθεί την πορεία της, προς Δόξαν αιωνίαν.
Σ' αυτούς τους νεκρούς του 21 και σε όλους τους άλλους νεκρούς των παλαιοτέρων και νεοτέρων χρόνων, ας στραφεί η σκέψις μας , και η υπάρχουσα σε όλους μας, μυστική φωνής της Ελληνικής συνειδήσεως, ας πει δυο λόγια, κάτη σαν μνήμη ή σαν προσευχή.
Ήρωες και Γαινάρχαι της λευτεριάς μας. Εμείς που είμαστε παιδιά σας, σαρξ εκ της σαρκός σας, σας ευγνωμονούμε δια το θείο δώρο της λευτεριάς που μας χαρίσατε. Μας διδάξατε, ότι η ζωή αξίζει, όταν μπορεί κανείς να την θυσιάζει στα μεγάλα ιδανικά του ανθρώοπου, ου είναι η Λευτεριά, η Διακιοσύνη, η Δημιουργία, η Τιμή. Σας υποσχόμεθα ότι το βαρύ αυτό έργο που μας επωμίσατε, την συνέχεια δηλαδή του έργου σας, θα το φέρουμε εις πέρας: όχι μόνον επί του ποπεδίου της τιμής με τα όπλα στο χέρι, αλλά και επί των άλλων πεδίων. Και να γίνουμε οι δημιουργοί μιας καινούργιας ειρηνικής επανάστασις, ενός καλλίτερου και ελπιδοφόρου αύριου τόσο απαραίτητου για μια ευτυχισμένη ζωή των απογόνων σας και απογόνων μας, μακρυά από το καθημερινό άγχος, ενός αβαίβεου μέλλοντος, με την Δαμόκλειο σπάθη, του αγνώστου σε σας, Ατομικού πολέμου.
Αιωνία σας η μνήμη.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 21 Μαρτίου 1966

ΑΛΗΘΙΕΣ

Κρυφά-κρυφά, κάποιο δάκρυ, άρχισε να φαίνεται στις άκρες των ματιών του. Γρήγορα προσπάθησε να το κρύψη. Μου μιλούσε αρκετή ώρα, και εγώ τον άκουγα, προσπαθώντας να καταλάβω, γιατί αυτός ο άνθρωπος, ήθελε μέσα μου να ζωντανέψη το θρησκευτικό μου, συναίσθημα, να με κάνη να σκεφτώ, ότι εκτός από την ανεξικακία και την αγάπη στον πλησίον μας, υπάρχουν και οι παλιές φωνές, η παράδοσις, οι τύποι. Οι τύποι που δεν είναι απλές και άδειες μορφές, αλλά είναι η αναγκαστική εξωτερίκεψης μιας βαθειάς μας συγκίνησις είναι το σώμα της ψυχής μας, η βάσις της ψυχικής μας ουσίας, που δεν θα' χε που να πιαστή και θα χάνουνταν, αν έλειπαν αυτοί. Χωρίσαμε.
Ποσο δίκαιο είχε!!! Τα περασμένα είναι οδηγοί στα τωρινά, και δημιουργούν τα μελλούμενα!!!
Τα περασμένα αντιπροσωπεύουν δ΄ύο χιλιάδες ολόκληρα χρόνια, αφ' 'ότου γεννήθηκε το δικό μας Πιστεύω, πάνω σε μια θαυμάσια ουμανιστική διδασκαλία αγάπης, που ως βάσι της είχε τον άνθρωπο, τον "πλησίον".
Τα τωρινά δύσκολα να τα κρίνωμε, όμως μπορούμε κάτω από το πνεύμα αυτής της έντονης σε ρυθμό εποχής, μπορούμε να παραδεχθούμε, ότι μήτε εξαφάνησις, μήτε αθανασία υπάρχει, αλλά αφανίζεται ο καιρός και τόπος, το πρόβλημα αλλάζει μορφή, φτάνει στην ανώτατη του μορφή που ξεπερνά τον ανθρώπινο λόγο. Οι επόμενες εκατονταετηρίδες θα κρίνουν.
Όμως με βάσι τα σημερινά δεδομένα, τα μελλούμενα, δεν πρόκειται, είναι βέβαιον αυτό, να ακολουθήσουν την συνέχεια των δύο χιλιάδων χρόνων. Κάτι είναι που δεν πάει καλά, και νοσεί αθεράπευτα.
Χάθηκαν ίσως εκείνοι οι Άνθρωποι, οι Φορείς, οι Κήρυκες, οι Πατέρες, οι Απολογηταί, οι Μάρτυρες. Η Εκκλησία βρίσκεται σε κατάσταση μελαγχολίας, αναποφασιστικότητας και οδεύει αργά μεν, προς το παρόν, αλλά σίγουρα προς το χάος και την απομόνωση.
Κάποτε υπήρξαν χρόνοι, που το Ράσο, το ευλογημένο αυτό Ράσο, ανέμιζε σε κάθε ανθρώπινη εκδήλωση, είτε κυμματίζοντας πάνω σε Πύργους και Τείχη, είτε λασπωμένο σερνώτανε δίπλα σε άκληρους αρρώστους, φτωχούς, χήρες, και σκούπιζε τις μύτες και τα μάτια ορφανών παιδιών, που άφηνανπάνω του τα στίγματά τους, κι' όμως μοσχοβολούσε Λιβάνι.
Έτσι λοιπόν, κι' η πόλις μας σ' αυτά τα τελευταία χρόνια, είχε καμάρι της, ένα απλό, άσημο, άγνωστο στους πολλούς ρασοφόρο.
Έναν αγωνιστή, και κήρυκα, όχι μπομποδών εκφράσεων και χειρονομιών κληρικό, με υστερικές κραυγές έντονης θηλυπρέπειας, αλλά σεμνό και με λασπωμένα παπούτσια, που ξέροντας την αποστολή του, δημιούργησε ολόκληρο κτηριακό συγκρότημα, όπου βρίσκουν άσυλο, μόρφωση και τροφή, μικρά άδεια στομαχάκια.
Παιδιά απόκληρα, ορφανά, που η δύνη της ζωής, ίσως να τα καταντούσε ρεμάλια, τρομαγμένα στο βλέμμα του κληρικού αυτού βρίσκανε την αγάπη, κι' ο νους τους ηρέμησε και ημέρεψε και έγινε ένας ήσυχος λύχνος μέσα στο χάος.
Και όμως η κεφαλής της Εκκλησίας εδώ στη Βέροια άμοιψε τον άξιο αυτόν κληρικό, με την απόλυσί του, υπό τ΄ύπον "πιξ - λαξ".
Δεν απομ΄νει τώρα τίποτα άλλο, να γκρεμισθεί κ΄λαθε ι που εδημιούργησε αυτός ο λευίτης, για να μην μείνη πια τίποτα όρθιο, που να θυμίζει το πέρασμά του.
Σκέπτομαι ότι θα πρέπει προσεχώς, στο εγγύς μέλλον να επανέλθω. Αυτό ας το σκεφθούν, οι υποκινηταί της απολύσεως, του άξιου ιεροδιακόνου. Είναι καθήκον της συνειδήσεώς μου και απάιτησις όλου του φτωχού και πεινασμένου κόσμου της πόλεώς μας.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 14 Μαρτίου 1966

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Πιστεύαμε κάποια μέρα, ότι θάρθη σύντομα ο καιρός που σάν Έλληνες θα νιώθαμε και μεις την χαρά που νιώθει καθείς, όταν ύστερα από χρόνια χωρισμού, σμίγει με τα αδέλφια του.
Είταν μια ενμόμυχη πάντα ευχή μας νάρθη η ώρα που η Ελλάς των 113 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων θα ηυξανε την επιφάνειάν της, με το νησί μας, την Κύπρο.
Πόσοι αγώνες... Τί θυσίες...Οι Έλληνες πάντα με το πλευρό των συμμάχων στις δύσκολες ώρες, ανταμείβονταν  με λόγια, πλούσια σε υποσχέσεις ψεύτικες... σαν γυναικείους όρκους σαν χαρές και σαν λύπες... σαν χαμόγελα και σαν δάκρυα... σαν απογοητεύσεις και σαν προσδοκίες... σαν εφιάλτες και σαν όνειρα του αλκοόλ...
Και μεις πιστεύαμε... Ελπίζαμε... Ξεσηκωθήκαμε.
ΚΑΡΑΟΛΗΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, φωτεινά ορόσημα ανδρείας και ολοκαυτώματος, στήνουν χορό γενναίων, με τις άυλες μορφές τους πάνω από το νησί τους. Και ξαφνικά η Κύπρος πουλιέται. Το καλοκαιρινό πανηγύρι της χαράς μεταβάλλεται σε φθινόπωρο, που τα πάντα παραλύουν κάτω από το προμήνυμα του τέλους... Το καταπράσινο χρωματιστό πανηγύρι των ελπίδων ξεθωριάζει και γίνεται κίτρινη απελπισία... Κάπου-κάπου, μέσα απ' τα λόγια του πρώην μεγάλου μας Ανδρός, ή κατά την ακριβή ονομασία  Κυρίου Τρουχίλλιου, λάμπει λίγο ξεθωριασμένο χρυσάφι στα βάθη του ορίζοντα της δύσεως φυσικά για το πολύ απώτερον μέλλον, όμως δεν παύουν τα σύννεφα να καιροφυλακτούν να παγιδέψουν οδυνηρά την τελευταία απόπειρα χαράς, τα υπόλοιπα των ξεφτισμένων μας ελπίδων.
Τα τελευταία μας γέλια πνίγηκαν γιατί στέρεψαν οι πηγές της αισιοδοξίας... Και γύρω από την αιώρα των Κυπρίων Νεκρών μας, προβάλλοντας από τις σελίδες του Μύθου η Αφροδίτη, ήρθε να χορέψη, μέσα σε σύννεφο από λιβάνι, που το πεθαμένο τους όνειρο που την έκανε πιο σκοτεινή, με ο νεκρικό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη της με παράπονο.
Τώρα πάλι η Κύπρος βρίσκεται "εν γρηγόσει" από καιρό.
Τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο ίσως.
Οι Αμερικάνοι δολοπλοκούν, η Δημοκρατική Κυβέρνησις πιεζόμενη ολιγωρεί και ο πολύς και μεγάλος Ο.Η.Ε. σιγκοντάρει το παιχνίδι, των κυρίων του Αμερικάνων με κάτι θολούς τρόπους, παράξενες αποφάσεις, ανισσόροπα σχέδια, και τέλος Εκθέσεις τύπου κ. Πλάζα μετά της γραμματέως του, που ειδικά αυτή η τελευταία έκθεσις αμαυρώνει την ανθρώπινη νοημοσύνη και δικαιοσύνη, παραδεχόμενη μεν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως ενός υπόδουλου λαού, ανούμενη δε ούτο για τον Κυπριακό λαό ειδικά, ίσως επειδή για τον εμπνευστή της ο ποδόγυρος μιας αποδεδειγμένης πράκτορος της Ιντελλιτζες Σέρβις, είναι το υλικό αντιστάθμισμα για την πορωμένη και διαφθαρμένη τύπου Αμοράλ συνείδησι του. Και μή χειρότερα.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 19 Απριλίου 1965

ΠΑΝΤΟΤΕΙΝΟ ΣΤΙΓΜΑ...

Συμπόνια συνάνθρωποι... Μια κραυγή οδύνης ας ακουστή απ' όλους μας, γι' αυτούς που σήμερα πάσχουνε, εξ αιτίας του πρόσφατου κακουργήματος των Γιάγκηδων, των δύστυχων Βιετναμέζων.
Οι καϋμένοι οι άνθρωποι! Χρόνια τώρα πολεμούν τα σάπια και ανήθικα καθεστώτα, που τους επιβάλλουν οι Αμερικάνοι, εν ονόματι της Ελευθερίας, και τώρα που η δύναμη γιγάντεψε, και θέριεψε κι' άπλωσε ρίζες και αρχίζει να καρποφορή, πετώντας έξω από την χώραν τους κάθε ξένο και μιαρό, τους τσάκισαν χτυπώντας αδιάκριτα νέους, γέρους, παιδιά, γυναίκες, βρέφη, με το ύπουλο και απαίσιο όπλο τν χημικών αερίων. Φαντασθήτε κτηνωδία!!! Φρίκη!!!
Χιλιάδες άνθρωποι να τρέχουν έξαλλοι να γλυτώσουν. Από ποιόν; Από τον αέρα. Να κυλιούνται κάτω και να μουγκρίζουν, όλοι μια μάζα, χλωμοί, γεμάτοι σπασμούς, τυφλοί, σχεδόν πεθαμένοι.
Η γλώσα να πρίζεται, τα χείλη να σκάνε, το λαρύγγι τους να καίη, τα μάτια να δακρύζουν και τσιπλιάζουν, τα πνευμόνια να ασφυκτιούν,  τα χέριανα κινούνται σπασμωδικά πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, τα δάκτυλα να συσπώνται και τέλος να χαλαρώνονται ήρεμα-ήρεμα, βρίσκοντας την απολλύτρωσι.
Κι' είναι ένας ήσυχος λαός, πράος, γεμάτος ανεκτικότητα.
Δεμένος με την γή του, αγωνίζεται να ζήση. Οι σκέψεις του περιορίζονται στο παρόν. Ο ήλιος υψώνεται, εκεί κάθε μέρα σ' έναν καινούργιο κόσμο, όπου το χθες ξεχνιέται, γίνεται ένα τίποτα, μηδέν μαζί με την νύζτα που πέρασε, κι' όπου το αύριο έρχεται χωρίς αγωνίες, αφού τίποτα δεν χτίζεται πάνω του.
Αγαπημένοι με τον Βούδδα τους, πιστεύουν στο Νιρβάνα την απόλυτη εξαφάνηση, την αθάνατη ένωση του σύμπαντος, που ξεπερνά τον ανθρώπινο λόγο.
Κι' έρχονται οι Γιάνκηδες, τους διαιρούν. Εγκαθιστούν στο ένα τμήμα την πολυθρύλητη και πολύγνωστη για το τέλος της Οικογένεια των Κ. Νου ξοδεύουν οι τελευταίοι τον ιδρώτα του λαού σε φανφάρες, σε Σαλόνια, και μονίμως εγκαθίσταται η τρομοκρατία και η βία.
Καθολικοί οι ίδιοι, συχαίνονται τον Βούδδα. Οι παπάδες τους ωργιάζουν στην προπαγάνδα. Μα ο λαός μένει πιστός στους δικού του ιερωμένους στους απλούς, στους λιτούς, στους ασκητάδες, στους μύστας της ηδονής του Νιρβάνα, που γίνονται στο τέλος φωτεινοί Πυρσοί. Αηδιάζει στην θέα και στην πίστη μιας ξένης θρησκείας, γεμάτη από παπάδες με χοντρά φιλήδονα χείλια και φαρδειά γυναικεία καπούλια.
Χρόνια τώρα ο πόλεμος μαίνεται. Κι' είναι πόλεμος άγριος, πρωτόγονος, τρομερός. Η μάζα του λαού, σε λίγο θα έψαλλε τα επινίκεια, κόντευε η ώρα της νίκης, του λυτρωμού, έφθανε η μεγάλη στιγμή ...
Ώσπου τα χημικά αέρια κάνουν το  θαύμα τους. Ο λαός πληρώνει και πληρώνει ακριβά, με το ίδιο Τάλαντον της ζωής του, που το χάνει οδυνηρά, αδυσώπητα, αμείλικτα.
Βρέφοι χάνουν το φως τους, τυφλώνονται, χωρίς να δουν την ομορφιά της πλάσης γίνονται αιώνια θύματα κάποιου κακού Τελώνειου.Των Αμερικάνων. Νέων. τα χέρια τους μένουν παράλυτα χωρίς να μπορούν στο εξής να κρατούν στιβαρά το αλέτρι οργώνοντας τη γη, ανδρών τα πόδια αχρηστεύονται μή μπορώντας πια να εξοικονομήσουν τα προς  τοζην.
Και το πελώριο Άγαλμα της Ελευθερίας, με τον Πυρσό στο χέρι, μπρος στο λιμάνι της NEW JORK - λαμπρή ειρωνεία - φωτίζει τον Καταστατικό Χάρτη του Ο.Η.Ε. με τις πομπώδεις λέξεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΙΣΟΤΗΣ - ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ που υπόσχεται μεταξύ των λαών, αλλά αυτό δεν εμποδίζει ένα δύο μεγάλους, να μισούν εν ονόματι της Ελευθερίας, να καταπολεμούν, να πιέζουν και να φθονούν εν ονόματι της Ισότητος και τέλος να καίνε τα κορμιά και να σκορπούν χημικά αέρια εν ονόματι τη Αδελφωσύνης. Αλήθεια, περίεργα πράγματα...


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 5 Απριλίου 1965

ΑΣ ΜΗΝ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΝΕ...

Θεέ μου, ας μην ξαναρχότανε... Την φρίκη του την νοιώσαμε, την ζήσαμε, την α ι σ θ α ν θ η κ α μ ε, ίσα με το μεδούλι μας, και κει μέσα αλαφιασμένη ρίζωσε, κόλλησε, έγινε "Σαρξ εκ της σαρκός μας", πόνος αδυσώπητος και τόσα χρόνια μας τυραννά σαν μια φοβερή Ερινύα με μίσος...
Ο πόλεμος... Ο Θεός της σύγχρονης εποχής. Δεν υπάρχει χρόνος, μήνας, ώρα, λεπτό που σε κάποια έστω κι' απόμερη γωνιά της γης να μην έχει απλώσει τα φοβερά πλοκάμια του πίνοντας αίμα ανθρώπινο, ζεστό, αχνιστό αίμα.
Ηδονίζεται ρουφώντας το χουγιαστά, με σφύριγμα χαράς μέχρι κάτω, μεθάει, τραγουδάει, γελάει με γέλιο που το σιγκοντάρουν χιλιάδες σφαίρες, οβίδες, βόμπες. Μέσα Σατανικά... που κρύβουν στην κοιλιά τους τον θάνατο βαλμένον από "Σοφούς" που κατανάλωσαν ώρες και ώρες για να τα κάνουν πιο φοβερά, πιο θανατερά.
Τί μίσος Θεέ μου... Το ανθρώπινο γένος χωρισμένο στα δύο, ο ένας φορά Τουρμπάνι κι' όχι Καπέλλο, γιατί ο ένας είναι Κόκκινος κι' ο άλλος Άσπρος.
Και κόσμος χάνεται συνεχώς νέοι γεμάτοι ζωή που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το Τάλαντον που τους προίκισε η φύσις, κρυμμένοι βαθιά μέσα σε χαρακώματα, με μια καρδιά που φτεροκοπάει από φόβο, σαν βρεγμένα πουλιά τρέμουν, λιγούν, και παιθένουν, με τις κοιλιές ανοιγμένες, με τα μυαλά τιναγμένα και χυμένα έξω, και τις παλάμες ανοιγμένες, προς τα επάνω, για μια ύστατη φορά οργισμένοι εύλογα, κακίζουν έναν, κάποιον, γνωστόν ή άγνωστον Θεόν, που επιτρέπει να γίνωνται αυτά, επειδή οι άνθρωποι από δημιουργίας έγιναν "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" ίδιοι του... Κι' ίσως, ποιός ξέρει, άγνωσται αι "βουλαί το Υψίστου" μπορεί κι' ο ίδιος να τους εμφύσησε μια δόσι έχθρας, από τότε που έδιωξε τους Πρωτόπλαστους από τους Κήπους της Εδέμ.
Κι' η έχθρα αυτή σήμερα με αληθινό πρόσωπο, ωργανωμένη, ωπλισμένη, σχεδόν πάνοπλη, κυριαρχεί κι' αυτής ακόμη της Αγάπης που κήρυξε ο Μεσσίας.
Φοβερό το κακό. Η πρόοδος του πολιτισμού μας αγριεύει περισσότερο, θεριεύει τις αρπακτικές μας τάσεις, όλο και πιο πολύ και σαν ξέσπασμα βρίσκουμε τον πόλεμο.
Μα ας ελπίσουμε, ότι σύντομα οι λαοί θα καταλάβουν ότι με τους πολέμους δεν κυριαρχούν σε τίποτα, και η Ειρήνη θα εδραιωθή για πάντα στον πλανήτη μας, κάνοντας την ζήση μας ποιο όμορφη.
Είθε να είμαστε οι τελευταίοι, που γνωρίσαμε τον πόλεμο. Κι' είθε η ευεργετική λήθη, κάποια μέρα, ύστερα από χρόνια να μας κάνη, μέσα από τους ατμούς της λησμονιάς, να αρχίζουμε να διηγώμαστε πολέμους σαν παραμύθι στα εγγόνια μας, αρχίζοντας "μια φορά και έναν καιρό..."

ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 15 Μαρτίου 1965

Σκηνές νεανικού Ρομαντισμού

Σε συνέχεια με όσα έγραψα, στο προηγούμενο θέμα μου, για το Αυγουστιάτικο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου, σχεδόν την ίδια, περίπου χρονικά εποχή, μέσα εκεί στην δεκαετία του 1950, στου μακρινούς, για τώρα, ροδώνες της νεότητας μου, σχεδόν έφηβος, ήμουν νέος, περίεργος, πλούσιος σε ιδέες και… νηστικός.
Ανήσυχος και ερευνητικός, έψαχνα, πάλευα και τελειωμό δεν είχα. Άυπνα νιάτα. Το θηρίο μέσα μου σωσμό δεν είχε…
Η Πλατωνική πενία και ο Πλατωνικός πόρος, ασίγαστα και σχεδόν τυραννικά, γεννούσαν μέσα μου τον έρωτα, που τα όνειρά του, σχεδόν πάντα, χτιζότανε πάνω σε βασανιστικές χίμαιρες, μάταιες ελπίδες, και γκρεμιζότανε μέσα σε καταρράκτες νυκτερινών λαμπερών άστρων. Η αναζήτηση ζούσε παράλληλα με την ελπίδα. Το ελπιδοφόρο αύριο, γινότανε κουραστικό και απροσδιόριστο χανόταν στον χρόνο μέσα..
Θυμάμαι: Ωραία νύχτα, νύχτα αγάπης.
Χαμογέλασε γλυκά στην μέθη της. Ανόητοι και απαλοί στίχοι από τα παραμύθια του Όφμαν. Προσωρινή ανάσα, μια θαλάσσια αύρα της Βαρκαρόλας του, ένα ατλάζι του πελάγου στην άκρη, που μου θύμιζε την απλωσιά της θάλασσας, τις καθαρές αμμουδιές της, απλωμένες ανάσκελα, την απέραντη, την άσωστη…τη χωρίς τέλος. Και γεννιότανε πάλι η ελπίδα από την αρχή.
Ο Λοχίας Κωστούλας, με τη απορία του, γιατί η κωλοφωτιά έχει το «φωσάκι» πίσω, ενώ πετά προς τα εμπρός, μου έφερνε τις πνοές των ανέμων από τη «ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ» του Στρατή Μυριβήλη και οι «Ραβδιστάδες» του και οι «Μαζώχτρες» στην πρωινή αχλή της Μυτιλήνης, μακρινές σκιές, ρόδινες σκιές, με ιριδισμούς σε απόσταση και χρόνο, να παρουσιάζουν το φαινόμενο Ντόπλερ. Να μακραίνουν και να μικραίνουν, για τους «Προσκυνητάδες της Λαγνείας».
Μετά, Σοπενάουερ, Μπέρξον, Καντ, και ο τρομερός Νίτσε από τον μεγάλο μας Καζαντζάκη. Ανάστατη η ψυχή μου…έτρεχα να κρυφτώ, χανόμουν. Ο Θεός είναι απόγονος και όχι πρόγονος του ανθρώπου, πέθανε ο Θεός και αιώνιος είναι ο θάνατός του, κήρυττε ο Νίτσε. Η Γέννηση της τραγωδίας, ο Αιώνιος Γυρισμός, ο Υπεράνθρωπος, η δεκάχρονη τρέλα του, το Μάτι του Θεού, και το ένα μάτι του Κοντούζωφ, που διέλυσε τον Κορσικανό μετά την μάχη του ποταμού Μπερεζίνα, μέσα στον Ρωσικό χειμώνα.
Και ο Άγιος να είναι εκεί, δίπλα μου, με τη μεγάλη του εκκλησιά, που τότε μύριζε τρυγημένη κερήθρα, μοσχομύριζε αγνό αγιασμένο κερί, και σήμερα απορρυπαντικά.
Στις μαγιάτικες, δροσερές Κυριακές, η φωνή του Παπά- Θανάση Κοντόπουλου, δυνατή γλυκιά σε μινόρε, σε μάγευε, και το Τέμπο του Πέτρου Καζινάρη στο Χερουβικό, άφηνε με τις ανάσες του, να ξεχωρίζει η φωνή του Αρχιμανδρίτη Κύριλλου Σοφτά, «εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ο Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού, και εν θρόνω υπήρχες Χριστέ μετά Πατρός και Πνεύματος πάντα πληρών ο απερίγραπτος…».
Και πάλι ο Πέτρος Καζινάρης, μελωδικός, τέλειος γνώστης της Μουσικής Βυζαντινής Τέχνης, συνέχιζε το Χερουβικό, όταν «Ως Ζωηφόρος, ως Παραδείσου ωραιότερος όντος, και Παστάδος πάσης Βασιλικής, αναδέδειχτε λαμπρότερος Χριστέ ο Τάφος σου» συμπλήρωνε από το βάθος του Ναού, ο αρχιμ. Κύριλλος Σοφτάς .
Και το μυστήριο συνετελείτο. Νάτος ο Θεός μέσα από την Ελληνική Γλώσσα, την ικανή, την μοναδικά ικανή, που μπορεί να περνά από το ωραίο στο υπέροχο, με τις Δοτικές της και τις Κλητικές της…
Στην ευχή, την ύστατη ώρα, στο μένω δεν μένω, στο φεύγω δεν φεύγω, στο ζω ή τελειώνω, λίγο πριν τη μοιραία κορύφωση του τέλους, στο μυαλό μου, στη σκέψη μου να μένουν οι Δοτικές:
«Εδιψησε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω, και ανύδρω…»


Ο Στέφος και κάτι ψιλά…..

Έβλεπα τον τεράστιο φωτερό του όγκο, με τις σκούρες χλωρασιές του, τα δάση, σαν τον αντίκριζα από τις χαμηλωσιές και τις ισάδες του κάμπου, να φαντάζει μακρινός, μέσα στα ύψη χαμένος και την απεραντοσύνη του ουρανού…
Σύννεφα τον περιδιάβαζαν, άλλοτε βιαστικά, ανεμοπόρα και άλλοτε αργά, και με τις ώρες ξεροστάλιαζαν ακίνητα, στις άκρες του, κρεμασμένα αυτά, σαν ρούχα που τα αποξέχασαν πάνω στα σχοινιά μιας αυλής…
Και την ώρα της αντάρας, σε χειμωνιάτικους καιρούς, μια μπαμπακερή καλύπτρα, να τον κρύβει από πάνω-κάτω, απ’ τις κορφές του, μέχρι τις υπώρειες του, ήσυχα, απόλυτα και ολότελα…
Τότε δεν υπήρχε τίποτε να ξεχωρίσεις ή να δεις, εκτός από την απόσταση από μένα μέχρις εκεί ή την υποψία ότι γκρίζοι λόφοι γυμνοί, δασωμένοι λόφοι πράσινοι, άγνωστα φαράγγια δύσκολά σε πρόσβαση, κρυβόταν πίσω από πάλλευκο προσωρινό χειμωνιάτικο σεντόνι. Τους δε λύκους να ουρλιάζουν και να ταράζουν τις γαλήνιες σκυπηρές σκοτεινές νύχτες, με νότες χαμηλές, άγριες, υψηλές, μετά να σβήνουν και η κακοφωνία αυτή να γίνεται αχός, να παρασύρεται από τον άνεμο, να φεύγει και οι νύχτες να ξαναγίνονται ήσυχες, έστω και χωρίς την συντροφιά ενός μοναχικού φεγγαριού. Λοιπόν ήρθε η ώρα να περπατήσω και να πατήσω κι εγώ αυτό που από χρόνια πίσω, μακρινά λάτρευα. Το όνειρό μου, Το βουνό Βέρμιο…
Μαζί με τον αδελφό μου, τον Κλέωνα, ζωσμένος με τα απαραίτητα, και στον ώμο κρεμασμένο το παλιό FIN LONTON, του πατέρα, πρωτοανέβηκα στους πρώτους λόφους του, ανηφόρησα τις πρώτες απανωτές υπώρειες του και έφτασα στην κορυφή, εκεί πάνω από την Κουμαριά. Το «καστρί».
Κάτω χαμηλά απλωνότανε δάση και οξιές και δρυς. Η νύχτα σελαγούσε ακόμη, τις μικρές πρωινές ώρες.
Διάβαινε γρήγορα και ένα μοναχικό αστέρι διακρινότανε πλάγια στον ουρανό. Κάτω χαμηλά, δίπλα μας το κελάρυσμα του νερού, που σε νεροφαγιά κυλούσε, άφηνε ένα ήσυχο ήχο να πλανιέται τριγύρω, κι ένας μαυροκότσιφας τίναξε τα φτερά του… και πέταξε.
Το φεγγάρι έγερνε προς το τέλος του, λαμπερό ακόμη στην κύρτωση του ορίζοντα, μα φαινότανε σαν ξεχασμένο φανάρι πάνω και ψηλά, από το βουνό. Ο Καρά-Ντερές, το φαράγγι με τα κάθετα τοιχώματα-πλαγιές του, φάνταζαν κατάμαυρα στον φόντο του ουρανού και αχνά, ακόμη μακριά φαινότανε σαν υποψία τα ισώματα του Καρά-Τσαΐρι.

Απέναντι το Βρωμοπήγαδο με τον δρόμο του, ωσάν Μαίανδρος, να το διασχίζει, ενώ αριστερά μας και απέναντι ο Αγελαδόσταυρος με τις πλαγιές του. Λόφοι και ισώματα με κατάσπαρτες αγριολεύκες που με φόντο τον ορίζοντα έμοιαζαν αναποδογυρισμένοι πολυέλαιοι εκκλησίας….
Το φως της ημέρας έριχνε όλο και πιο δυναμικά, γρήγορα και παρήγορα την παρουσία του. Ξημέρωνε. Μπροστά στην ομαλή πλαγιά, ένας ξυλοκόπος, πρωινός, έπιασε δουλειά κι έβλεπα το τσεκούρι του να ανεβοκατεβαίνει και με κάποια καθυστέρηση άκουγα του ήχους, αλλοιωμένους από την απόσταση…
Φάνηκε πάνω από το φαράγγι ένα γεράκι να κάνει αργούς και μεγάλους κύκλους, όταν ξαφνικά από το πουθενά τρία λαγόπουλα αθόρυβα στα πατήματά τους, σαν ίσκιοι, με ρουθουνίσματα, αργά μεθοδικά, με τέχνη ψάχνανε για ντορό λαγού, και πίσω τους ερχότανε ο Στέφανος.
Έτσι γνώρισα τον φίλο του αδελφού μου, Στέφανο Γεωργιάδη, από το χωριό Κουμαριά. Έναν θαυμάσιο άνθρωπο, και σπουδαίο κυνηγό, λαγοκυνηγό.            Αψεγάδιαστος στο ντουφέκι, δεν είχε καμία σχέση με ανάλογους καψομπαρουτάδες λαγοκυνηγούς της εποχής εκείνης. Μαζεύοντας κλαδιά από εκεί τριγύρω, άναψε σύντομα φωτιά, που σε λίγο φούντωσε, μεγάλωσε κι άφησε την πύρα της να απλωθεί απάνω μας στοργικά. Οι φλόγες έπαιζαν, δημιουργώντας παράξενες, απόκοσμές σκιές μέσα στο πρωινό ημίφως, καθώς τις κινούσε ένας απαλός αέρας που φυσούσε ανάμεσα στις βελόνες των χαμηλών κέδρων και στα φύλλα των δένδρων.
Τότε ο Στέφανος, θέλησε να μιλήσει με τα παιδιά του…..
Έτσι μας είπε. Πήγε λίγο παράμερα και βάζοντας τις παλάμες των χεριών του, σαν χωνί γύρω από το στόμα του, άρχισε να βγάζει ένα ουρλιαχτό, μιμούμενος ακριβώς τους λύκους… Μετά την δεύτερη επανάληψη, ήρθε η απάντηση. Πρώτα από μακριά, ένα συρτό ουρλιαχτό λύκου, μονόλυκου, και μετά από παντού, από τις γύρω πλαγιές, από τον Καρά-Ντερέ κάπου χαμηλά, από τις κορφές που χάνονταν προς το Ξερολίβαδο… Από τις χαμηλωσιές του Βρωμοπήγαδου, εκεί που ανταμώνουν τα πυκνά πουρνάρια και τα αδιάβατα παλιούρια, μετά νιάματα και τα χωράφια της ιδιοκτησίας Σπανού.
Μετά όλα ησύχασαν. Ένα μοναχικό, ξεχασμένο ορτύκι φώναξε ερωτικά μέσα στο πρωινό, αλλά δεν πήρε απάντηση…
Άφωνος μάρτυς, κυριολεκτικά άλαλος, έφερα στον νου μου, κάτι παρόμοιο που αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Τα μυστικά του Βάλτου», όπου ο Γιατρός Αντωνάκης, εξαφάνιζε από προσώπου γης, τα σκυλιά των χωριών του Βάλτου των Γιαννιτσών, για λίγες ώρες.
Η φωτιά χώνεψε, έσβησε και εμείς ξεκινήσαμε ανεβαίνοντας ψάχνοντας για θηράματα, ξεφωλιάσαμε δυο λαγούς και κοπάδια από πέρδικες τρομαγμένες από του σκύλους, ζητούσαν σαν προστασία στο βάθος της χαράδρας. Μετά από ώρες, ψηλά στο ξέγναντο και στις ράχες του Βερμίου, ζητήσαμε τον ανασασμό, την στάση με το κολατσιό.

Πιο δίπλα μια μικρή ραχούλα, προς στιγμή φάνηκε να καπνίζει, όπως ένα σκούρο συννεφάκι που την κάλυψε περαστικό…
Το βαρύ σέρτικο Νο 7 Παπαστράτος άνοιξε και δυο τσιγάρα του βρήκαν τη θέση τους ανάμεσα στα δάκτυλα του Στέφου και του αδελφού μου. Κι είπανε πολλά για τώρα, για σήμερα και για αύριο. Έτσι κουβέντα να κάνουν στην ανάπαυλα. Μα όταν θυμηθήκανε τα παλιά, εκεί κοντά 1943-44, 22 μήνες γεμάτους, τότε γύρω μας ξαφνικά όλα άλλαξαν, δεν άλλαξαν αλλά έγιναν ονόματα, όπως Αρσούμπαση Πλαλίστρα, Αλή Χότζα κι ακόμη Εiμπιλί, Καλύβια, Καστανιά, Γεωργιανοί, Τριπόταμος, κυνηγητά και μάχες ανταρτοομάδων του ΕΛΛΑΣ με γερμανικά αποσπάσματα.
Ρωτούσα, ρουφούσα και μετρούσα, κατάπινα αποστάσεις, πλαγιές, υψώματα, με το μάτι μόνο, αχόρταγος, άπληστος κάνοντας τα χιλιόμετρα μέτρα…μια χεριά δίπλα μου, μια δρασκελιά ακόμη…
Κι ο αδελφός μου, μου εξηγούσε και μού ’δειχνε τα μέρη και τις τοποθεσίες, όπου μπροστά από λίγα χρόνια, κουβαλώντας το Γερμανικό πολυβόλο – τουρτούρα, το Maschine Gewehr 42, λάφυρο από την Wermacht σε προηγούμενη μάχη, δίπλα και μαζί με τον Καπετάν Μαύρο, ενταγμένος στο ΕΛΛΑΣ κυνηγούσανε του Γερμανούς, στα ψηλοράχια του Βερμίου.
Δεν μιλούσα και κατάπινα τις διηγήσεις του, άπληστα, αχόρταγα όπως προείπα, αφού με τα λόγια του μέσα μου, εσώψυχα εδημιουργήτο μια παράξενη και άξενη άβυσσος ερημιάς, εκεί όπου δεν υπήρχε ερημιά πριν.
Ήταν η ερημιά αυτή που μένει, μετά από τον αγώνα, τη μάχη το ξέσκισμα, το ασταμάτητο τρεχαλητό, τον πόνο και το κλάμα. Ήταν η ερημιά που μένει, όταν ο ορίζοντας αρχίζει να τρέμει, και να χορεύει μπροστάρης και τα βουνά και τα χαμηλοφάχια και τα υψώματα στο Seelow, πριν από το Βερολίνο, να γίνονται ρευστά, να ισοπεδώνονται, από τις χιλιάδες τανκς του Ζούκωφ και του Κόνιεφ, και μετά το Άσπρο ‘Άλογο του Ζούκωφ, με τον ίδιο καβαλάρη, στην Κόκκινη Πλατεία, να περνά μπροστά από το Κρεμλίνο και η Σημαία των Ναζί στα πόδια του ατσάλινου Στάλιν…
Ήταν η ερημιά αυτή που μένει όταν προδώσουν και προδοθούν τα όνειρα…
Ήταν το άδειασμα μιας ψυχής….

Υ.Γ. Ο Κλέων και ο Στέφος, χρόνια τώρα μου λείπουν….

Εφημερίδα "Βέροια", 21.10.2009

Στιγμιότυπα από το παλιό πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου

Σε κάτι χρόνια πίσω, χρόνια παλιά, ξυπνούν οι θύμισες εκεί κάπου αυτές αναδεύονται, στριφογυρνούν, λυνοδένονται, πατούν αθόρυβα και στραταρίζουν λικνιστικά. Η ομίχλη του χρόνου που παρεμβαίνει, την κυνηγάει ο άνεμος, τη διώχνει κι όλα τα λούζει το φως σαν να ναι σήμερα. Κάπου εδώ κοντά.
Μιλώ για τη γιορτή της πόλης μας, που παλιά ήτο γεγονός. Αυγουστιάτικο. Ίσως αρκετοί γράψανε και περιγράψανε την πανέμορφή αυτή εβδομάδα. Ο καθένας όπως τα έζησε και τα θυμότανε. Ας είναι.
Στον καιρό του χρόνου, η μυρωδιά του ψημένου- καβουρντισμένου φιστικιού, η οσμή από την καμένη ζάχαρη, από το ζεστό μαντολάτο και από το αέριο της φωτιστικής ασετιλίνης, είναι το αέναο της ροής του, που φτάνει μέχρι σήμερα σαν γεύση πικρόξυνη στον λαιμό. Και αυτός στεγνώνει.
Στενά δρομάκια, αφύσικα μικρά από πρόχειρες κατασκευές, σκηνές στημένες με πάνινα ανοίγματα – πόρτες, τραπεζάκια μικρά ή μεγάλα με κομμένα γυναικεία κεφάλια πάνω τους, γεμάτα χαμόγελα, μαντεία με κάτασπρα περιστέρια, που προσέφεραν χαρτάκια πολύχρωμα, τυχερά και τα ξύλινα κουτιά σε τρίποδα με το «Πανόραμα του Αιώνα». Κύριοι εδώ βλέπετε!!!
Πιο πέρα οι γύφτοι μα τα χάλκινα, κορνέτες και τρομπόνια ξεφωνίζανε σκοπούς – χορούς τοπικούς και τα μικρά διαβολάκια θεατές μπροστά τους, ζουπίζανε και γλύφανε αγουρίδες σταφύλια. Και η μουσική σταματούσε απότομα γιατί τα επιστόμια γεμίζανε σάλια, και γινότανε χαλασμός – χαμός.
Ο μπερντές που έκλεινε την είσοδο των Σκηνών – μουσικών θεάτρων, άνοιγε για να μπει κάποιος και έβγαινε ένας θόρυβος μουσικής που θύμιζε λικνιστικό ρυθμό ανατολίτικης μουσικής, που χαρακτηρίζει την απαθή νωθρότητα, την νιρβάνα της υποταγής στη μοίρα.. Δίπλα άλλη μουσική, άλλα κλάματα από ακορντεόν, το μεγάφωνο στη διαπασών έστελνε τις νότες σε ρυθμό τριών τετάρτων να χτυπούν το πάνινο ταβάνι υψηλά, μετά κατέβαιναν, ακουμπούσαν στη γη, χοροπηδούσαν και γινόταν κονιορτός που έλιωνε μέσα στ’ αυτιά του κόσμου.
Και η απανταχού παρούσα μυρωδιά της ασετιλίνης να χώνεται στα ρουθούνια έντονα, όταν γύρω έσκαζαν τα κανονάκια με κρότους, και γδούποι απο τις γροθιές στου μοχλούς δυνάμεως σε ζάλιζαν. Το καλάρισμα της μπίλιας πάνω στις πλατιές ρουλέτες και η φωνή «ποντάρετε παρακαλώ», καλούσαν τους λάτρεις της τύχης σε δοκιμή. Όπως και οι προσκλήσεις, γεμάτες στόμφο, από κράχτες του κάθε θεάματος.

Μικρές πρόχειρες ταβέρνες – καφενεία, στημένες όπως-όπως σε γωνιές, προσέφεραν καφέδες και μεζέδες από τηγανιτά χοιρινά συκώτια και άλλα. Όρθιος δε ο «ταβερνιάρης» έπλενε τα μικρά καφεπότηρα – ρακοπότηρα, με τα δυο του δάχτυλα μόνο, ακατάδεκτα, από την κρεμαστή μικτή βρυσούλα, «τη βουσκίνα»
Κάπου εκεί κοντά, πάνω στη δημοσιά και η ταβέρνα των Αφών Δημητριάδη, γραφική έδινε το παρών.
Three o clock - Τρείς το πρωί.
Δυο τρείς παρέες γλεντζέδων Βεροιωτάδων φιλοξενούνται και τιμούν ιδιαίτερα το περίφημο κοκορέτσι τους, νοστιμότατο μεζέ, με τέχνη φτιαγμένο. Μερακλωμένοι σιγοντάρουν τον Νίκο Γούναρη στο «Κάιρο», τραγούδι από το Μισίρι της Αραπιάς φερμένο. Μετά ο Φώτης Πολυμέρης, και ακολουθούσε ο Άλκης Παγώνης . Απόλυτη μαγεία…. Κατάνυξη ; Ίσως….
Στις απέναντι σαχνισιές που στηρίζουν τους Βεροιώτικους οντάδες, τα ανοιγμένα παράθυρα αφήνουν τις νότες να ακουμπούν στ’ αυτιά των μισοκοιμισμένων ζευγαριών και κάπου- κάπου μικρές, κοντές, καυτές ανάσες φανερώνουν τη ζωή.
Την ίδια ζωή, που την επόμενη εβδομάδα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, θα ξαναπάρει τον παλιό, συνηθισμένο ρυθμό της μονοτονίας . Με λιγότερο κέφι και ίσως, με νερωμένο κρασί.

Εφημερίδα "Βέροια", 29.07.2009

Βιβλιοπαρουσίαση

Με την ευκαιρία της έκδοσης του Μυθιστορήματος του Γιώργου Τσαλέρα, «Στον καιρό των Καταιγίδων», ο Δημήτρης Κλήμης μας έστειλε το ενδιαφέρον κείμενο, με το οποίο παρουσίασε το Βιβλίο και που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Βέροια» της 8ης Ιουλίου 2009. Το παραθέτουμε.
Διάβασα το Μυθιστόρημα του Γιώργου Τσαλέρα, «Στον καιρό των καταιγίδων».
Βεροιώτης αυτός, Βεροιώτης και εγώ. Σχεδόν της ίδιας γενιάς. Η Ιστορία του βιβλίου, ξετυλίγεται στην παλιά, γλυκιά μας Βέροια. Γνώριμοι οι τόποι και οι χώροι, όπως και η υποψία για γνωστά πρόσωπα, καθημερινά. Πρόσωπα, που άφησαν τα ίχνη τους στην Βέροια έντονα, με τον τρόπο της βίωσης τους στην καθημερινότητα και τα γραπτά τους κείμενα, πεζά ή άλλα, στη βιβλιοθήκη μετά.
Τον πρώτο, τον θυμάμαι έντονα ακόμη: Λάτρης και οπαδός του Βάκχου, καθημερινά έθυε σ’ αυτόν, από γυάλινους κρατήρες, σε γραφικούς ονομαστούς ναούς παρόδων.
Τον δεύτερο, ως δάσκαλο, καθηγητή τότε, τον συναντώ και βλέπω σήμερα ακόμη. Χαρακτηριστική η γκριμάτσα του, με το μόνιμο πικροχαμόγελο στα χείλη, κάτι σαν παραδοχή και κατανόηση για τα μικρά, πολύ μικρά πάθη και τις αδυναμίες, προϊόν μεγάλης περισυλλογής και ύστερης, τελικής αποδοχής.
Έντονα παίζει και ο Έρωτας μαζί τους, στα χρόνια αυτά. Μικροί Πάνες και Σειληνοί στήνουν χορούς ξέφρενους κοντά τους και οι Σάτυροι τους καλούν. Στον πρώτο, στην εφηβεία, τα πρώτα βέλη, τα πρώτα σκιρτήματα, προβάλλουν και στοχεύουν νου και καρδιά. Ολοκληρωτικά και ολοκληρωμένα. Στον δεύτερο, ωριμότερα και πιο όψιμα, αλλά το ίδιο έντονα. Και οι δυο Έρωτες, μετρημένοι όχι με βολτ αλλά με αμπέρ, έχουν διάρκεια και τέλος. Το οποιοδήποτε τέλος. Άσχημο ή καλό.
Τα πολιτικά, θεωρίες και θεωρήσεις, ιδέες και Μαρξ, αλλά και η ντάτσα του Στάλιν, ενώνουν και χωρίζουν τους δύο φίλους. Κοσμοθεωρίες και κοσμοθεωρίες ! !
Με τους ομολογητές και τους απολογητές, με τους ιεραπόστολους και τους Απόστολους, με τους Μάρτυρες και τους Οσιομάρτυρες, με τα ξερονήσια και τις επαύλεις. Την σχέση τους, αυτά τα σύννεφα των κοσμοθεωριών καιροφυλακτούν να την παγιδέψουν οδυνηρά σε απομάκρυνση και απομόνωση, να την κλονίσουν.
Έτσι από την μία, όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Και από την άλλη, όλα είναι ΨΕΜΜΑΤΑ. Ο Περίφημος Γερμανός φυσικός Βέρνερ Χαϊζεμπέρκ ( W. Heisenberg ) στην «Απροσδιοριστία» του, μαζί με τα κβάντα, ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια και άλλα τέτοια πολλά, μας δίνει την τρίτη λύση: «Όλα είναι μόλις αλήθεια, Όλα είναι μόλις ψέμματα…»
Γενικά η έκδοση είναι ένα όμορφο, βατό βιβλίο. Με γλώσσα, ωραία ελληνικά, σε τρέχει, σε οδηγεί, δεν θέλεις να το τελειώσεις, όπως, π.χ., στη σελίδα 36! «Μονάχα η σιωπή και το ατελείωτο λευκό του χιονιού…».
Πρέπει, λοιπόν, να διαβαστεί, ιδιαίτερα από τους Βεροιώτες και από τις Βεροιώτισες. Το αξίζει, για πολλούς λόγους, προαναφερθέντες ή όχι…>>

Εφημερίδα "Βέροια", 08.07.2009