Munchen 1972

Μικρό μπόι η χειμωνιάτικη ημέρα στο Μόναχο της Γερμανίας. Απόσωνε το φως της, όταν πρωτομπήκα και στην πανσιόν «Apollo» Gontriger Stvabve 52, που ενοικίαζε επιπλωμένα δωμάτια.
Ένα μέτριο δωμάτιο, με ξύλινη επένδυση, με δίφυλλη ξύλινη ντουλάπα, προσθήκη, και δυο βαθειά παράθυρα, σε βαθείς τοίχους.
Έσκυβα ο μισός, τεντώνοντας το λαιμό μου, για να φτάνουν τα μάτια μου να δουν τη χορταριασμένη αυλή, ή την άσφαλτο του δρόμου, ολοκάθαρα. Έβλεπα, χωρίς οι απ’ έξω να με ξεχωρίζουν, έστω σα διάγραμμα σκιάς. Ήταν μια νέα για μένα γνώση, μια ιδιαίτερη αίσθηση, να μη με βλέπουν, όπως ακριβώς, όταν θα κρυφοκοίταζα από την τρύπα της κλειδαριάς τα μυστικά ενός άλλου προσωπικού χώρου.
Και εκείνες οι κουρτίνες κατεβατές, με το αβέβαιο άσπρο χρώμα, πολυκαιρισμένες, τρυφερές μισομάλλινες, αμέσως τις ένοιωσα, μικρές παρωπίδες, που κρύβανε ένα ολόκληρο κόσμο ζωντανό, εμένα, από άλλα πλάσματα ζωντανά, τους άλλους… Άλογοι, ξένοι άνεμοι, σε άδειο δωμάτιο να διασταυρώνονται, και σπερματικοί βορεινοί αέρηδες μαζί, να δημιουργούν κοινά πεπρωμένα, σ’ έναν μεσόγειο σταράτο, που έχοντας την ευλογία των θεών του φωτός της χώρας του, βρέθηκε στην καρδιά της βροχερής χειμωνιάτικης Ευρώπης…
Μια άλλη ημέρα, το πρωί, ο ήλιος παγωμένος χρύσωνε με φως το καμαράκι μου. Μισή ημέρα το έλουζε με το φως του, κι αυτό έλαμπε γλυκά σα κομμάτι ψημένης καραμέλας. Και στο υπόλοιπό της, το απομεσήμερο, έμενε ψευτοφωτεινός ο χώρος του, με τη διάχυτη παντού να λαχνίζει μυρωδιά και γεύση τσιγάρου και μπύρας, από ένα κολλητό «μπιστρό» και η μουσική του «a pari» του Υβ Μοντάν, να μοιράζεται με τους αχνούς της νόστιμης Lebensuppe… Ένα γειτονικό δασάκι, από τα πολλά του Μονάχου, πολύ πράσινο, μου δάνειζε τη γεύση της στυφής χλωροφύλλης από σημύδα και η μυρωδιά από πευκοβελόνες, να ποτίζει χορταστικά τα πνευμόνια μου. Έμπαινες μέσα στο πάρκο και χαιρόσουν την ομορφιά του. Από μονοπάτια λίθινα βάδιζες, ανέβαινες μικρές ανηφοριές, έστριβες σε μικρά λακκώματα, κι ο νους σου αγρυπνούσε, ισορροπώντας μέσα στη μαγευτική γαλήνη του πάρκου, αλάργα από τη βουή του κόσμου… Ήταν το φιλικότερο τοπίο ενός Έλληνα Beamter…
Στρογγυλοστρώθηκε το πρωινό, το φως  κατέβηκε στους δρόμους κι ο κόσμος, ένας κόσμος από εργάτες και εργάτριες, έτρεχαν κοπαδιαστά για τις δουλειές του, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά ψωμί, γελώντας και μιλώντας βιαστικά, αποσώνοντας με μισόλογα τις τελευταίες παραγγελίες και πεθυμιές στο σύντροφο, συνάδελφο εργάτη.
Παράθυρα άνοιγαν, εξώπορτες τρίζανε και η πολιτεία ξυπνούσε, με το πρωινό αγιάζι παγωμένο, σαν ξένο χέρι, να κρυσταλλώνει τα πρόσωπα και να τα τσιτώνει. Φύσηξε αεράκι, σταυρώθηκαν και έσμιξαν οι μυρωδιές του δρόμου και μύρισε ψημένο ψωμί εκεί γύρω… Κατάφωτος, καθαρός έλαμπε στην πάροδο ο φούρνος.
Από κατακορφής πυκνός καταρράχτης έπεσε στο στομάχι η πείνα και ζητούσε το ξόρκι της, τα μικρά πεντανόστιμα Brotchen…
Τα δέντρα του δρόμου, σουρομαδημένα από φύλλα, μ’ ελάχιστα από αυτά νάχουν μείνει στα λιανοκλάδια της κορυφής και να κρέμονται. Περίμεναν ένα πιο δυνατό άνεμο να τα αποκλαδίσει, να τα μαδήσει και λεύτερα, αιωρούμενα άβαρα, να καθίσουν στις οροφές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων ή στους ώμους των διαβατών για λίγο να ακουμπήσουν.
Ξέχωρα φιλόνια το χώμα της Βαναρίας, μια σκούρο καστανό, μια μαύρο πίσσα ανάρια σαλεύει και φουσκώνει τους σπόρους της γης. Είναι χώμα που μασήθηκε, χωνεύτηκε και χρόνια, αιώνια τώρα, καρπίζει.
Άγνωστο το τσαλαβούτημα στις λάμπες στους δρόμους του Μονάχου. Μπορεί να λιώνουν τα σύννεφα, ο ουρανός να γίνεται νερό και να αδειάζει τα νερά του, σαν καλοκαιρινή, δική μας μπόρα στις από κάτω του αλαφρογραμμένες πράσινες πλαγιές, άγρια και απότομα. Σφουγγάρι το χώμα, μερεύουνε οι κήτες των χειμάρρων και υψηλά, στα αποσούρανα οι Άλπεις, ολοτσίτσιδες και γυμνές μέχρι τα μισά τους, αντιδονούν το δικό τους βογγητό, βγάζουν φυσερό και τα πάνω πατώματα του αέρα τα μετακινούν, κουνούν τα σύννεφα, τα χωρίζουν και φανερώνουν το Εντελβάις του κόσμου, τον ήλιο… Αυτός προβάλει αγαθός, καλοσυνάτος κι η γη αναμερίζεται, λουσμένη από δάκρυα χαράς… Κάπου εκεί στις θεοκατοίκητες κορυφές των Άλπεων, κρεμάστηκε ανάερο, μακρύ σαν χέρι βουνίσιου Θεού, το ιριδένιο πλεχτό κασκόλ τους, το κεντημένο από φως και τη διάθλασή του, στους βρόχινους ατμούς…
Τα βράδια και τις σχόλες σπούδαζα σε μοναχικούς περιπάτους στον κόσμο. Ψυχή και σώμα αρμοδεμένα, πελάγωνα με τις ομορφιές των γυναικών, κοίταζα θαμπωμένος τις γερμανίδες, με το πρόσωπό τους το όμορφο, λευκό, ζυμωμένο με το γάλα, με ελαφρά υψωμένα τα ζυγωματικά τους, και βλέφαρα βελούδινα να χαϊδεύουν απαλά τα γαλάζια ή πράσινα μάτια. Όμορφες γυναίκες, πλέανε μέσα σε μια εφηβική ηλικία και γοητεία, ακόμη και οι μεγαλύτερες. Τα κορμιά τους δίσταζαν, ανάμεσα στην κοπέλα και στη γυναίκα, και πάντα κοντοκουρεμένες οι μεγαλύτερες με πρόσωπο σοβαρό, αρμονικό, μόλις και μετά βίας τις έκανες είκοσι χρονών. Στο βιαστικό πέρασμά τους, ο αέρας γύρω τους άλλαζε, γινόταν το χνώτο τους ένα μ’ αυτόν, και σου ξυπνούσαν και τις πέντε αισθήσεις… Τις πέντε ανοιχτές πόρτες της ζωής… Διάχυτη η γοητεία τους, μ’ ένα μαγευτικό τρικύμισμα ονείρου άφηνε τον θαυμασμό να ξεχειλίζει και χωρίς να τις γνωρίζεις, αγαπούσες σ’ αυτές τον έρωτα που θα ένιωθες γι’ αυτές… Γυναίκες με σπαθάτο το κορμί τους, ντυμένο με άνεμο και σάρκα, υψηλά στη μέση του στέρνου, ύψωναν ένα βαρύ στήθος με ορθωμένους δύο καστανούς κάλυκες. Βόρειες, αλλά έδιναν την εντύπωση ενός υποτροπικού κλίματος, όπου οι ερωτικοί μουσώνες δεν σταματούν ποτέ…
Είχαν την αίσθηση ειδικά στην πολυκοσμία των δρόμων, ότι βρισκόμουν σε μια κιβωτό που περιείχε δείγματα ψυχών, από κάθε όμορη χώρα, ένα συνεχές και αδιάλειπτο αρμένισμα, σε ράτσες και γλώσσες, που ενώ μιλούσαν για τα πιο κοινά θέματα, σιγά και μυστικά, που τα ξέρουμε και τα λέμε όλοι, μέσα μου έμενε η εντύπωση, ότι λέγανε κάτι σπουδαίο, πολύ σπουδαίο, στην άγνωστη για μένα δική τους γλώσσα.
Χανόμουν εύκολα τη νύχτα. Έπαιρνα λάθος δρόμο, άδειο δρόμο κάποια στιγμή. Προσπαθούσα να προσανατολισθώ, έστηνα τ’ αυτί μου και αφουγκραζόμουν. Άκουγα την ήσυχη ανάσα της άγνωστης γειτονιάς που κοιμόταν, και το αχνό φως του δρόμου να τρεμοπαίζει, στις κρεμαστές λαιμαργιές από μικρά λαμπιόνια. Την απόλυτη σιγή, διέκοπταν τα δικά μου, σκληρά τακούνια και η σκιά μου προς-πίσω, πάν-κάτω, διαγραφότανε στους βαμμένους με απαλά χρώματα τοίχους. Συνοδά, ντεκόρ χρωμάτων… Κι όλο αυτό έμοιαζε με κοκκινωπό αντιφέγγισμα μιας εμβρυακής ζωής, της δικής μου ζωής που άρχιζε στο Μόναχο. Προχωρημένα μεσάνυχτα. Ένα «καφέ» ακόμη ανοιχτό και το ραδιόφωνό του με της Μαρίας Κάλας στο τραγούδι «sola perduta e abbandonata» μάγευε βραχνά, τους ίσκιους της νύχτας. Ανταριασμένη η καρδιά. Δάκρυσε…
Η φουρτούνα του χιονιού στο Μόναχο είναι μοναδική. Βλέπεις την τρομερή όργητα της φύσης, μέσα σε ανατρανισμένο μόλις φως, ασυνήθιστο για μας, και τον ήλιο θαμπό ανακρεμασμένο λοξά από τις πέτρινες, σχιστές κορφές των Άλπεων, τυλιγμένο σε βαλτίσια ομίχλη. Κάπου εδώ άσπριζε ο ορίζοντας. Το χιόνι κατέβαινε αδιάκοπα καταχνιά τα είχε σκεπάσει όλα. Τα μαυριδερά σημάδια, χαμηλές ιτιές, στην κοίτη του ποταμού Isar, άρχισαν να χάνονται και το κολλαριστό σεντόνι-χιόνι, σκέπαζε τις βουνοπλαγιές του όμορφου Karmisch. Οι χιονονιφάδες, στούπες χιονιού πια, χόρευαν τρελά στον ορίζοντα, που μόλις άρχιζε και τέλειωνε δίπλα σου, σ’ ένα στρόβιλο χορού, με ταχύτητα, πανικόβλητες… Κρυοβιονικά νυστέρια, οι παγωμένες ριπές χιονιού και αέρα, πλήτανε το πρόσωπο, πονούσες και μετά πέφτανε άτονες στο χώμα, αναμένοντας τις επόμενες πολλές να στοιχηθούν όλες μαζί, σε μαλακό βαμβακένιο στρώμα.
Ένα ρολόι καμπαναριού, γλυκoκάμπανο, με συρτό τον ήχο του, χτύπησε. Άθελά μου άρχισα να μετρώ τους χτύπους και η μουσικότητά τους, ήταν ένα «ρελαντί» αρμονίας, ένας ήρεμος χόχλος ήχων, ανάσα Θεού, στα κοχύλια των αυτιών της καρδιάς μου. Άλλο μεγάλο ρολόι ακολούθησε από τη «kapoutsine strabe». Βαθύ μπάσο, ασκητικό, σαν την περίκλειστη μονή, με τα υψηλά τείχη της εκκλησίας των καπουτσίνων, μέσα στην καρδιά του Μονάχου.
Πλούσιο το Μόναχο στις εκκλησιές. Πολλοί και μεγάλοι ναοί, πανύψηλοι, γίγαντες πέτρινοι. Αγκαλιασμένες τεχνοτροπίες, Ρωμανικού και Γοτθικού ρυθμού, αφήνουν τα εκατοντάδες χρόνια από κατασκευή τους, να συσσωρεύονται, χαρίζοντάς τους την αίγλη του δυνατού και αιώνιου. Μυστηριώδεις πηγές δυνάμεων ξεκινούν και παλιγυρνούν στην αρχέγονη αφετηρία της δημιουργίας και διατηρούν τη λάμψη της αρχικής κατασκευής των. Ναοί από πέτρα και σίδηρο, λόγχες κατακόρυφες, βέλη που στοχεύουν το Θεό σε αρμονία διαστάσεων…
Μια αξιοπρέπεια και μια περηφάνια διαχέεται, χωρίς καμία δεητική προσπάθεια στην κατασκευή τους, την ξεχώριζα και θαύμαζα όταν με τις ώρες χανόμουν νοητικά μέσα τους… Θόλοι, που φαίνονται οικείοι, στα μέτρα μου, και ήσαν ξένοι, με πολλά-πολλά μέτρα υψηλότεροι… Κολώνες με σωστές αναλογίες, ανθρώπινες κι όμως χρειάζονταν τρεις ή τέσσερις άνδρες να τις αγκαλιάσουν.
Γιγάντιοι πυλώνες να ξεπετάγονται από τη γη, να αποδιώχνουν το βάρος τους, προς τα πάνω, μαζί με τα γήινα τελλουρικά ρεύματα του μάγματος του κέντρου της γης. Ρεύματα ιερά, ικανά να αφυπνίσουν τους ανθρώπους, προς την πνευματική ζωή. Σ’ αυτά τα πέτρινα σκάφη τα τεράστια, που οι κορφές τους χάνονται στο κόρφο του Αβραάμ, είναι ναοί που κρατούν τον πιστό όρθιο. Να μη σκύβει όταν μπαίνει σ’ αυτούς, γιατί ορθό θέλει τον άνθρωπο εμπρός του ο Θεός. Καμία οικοδομική γραμμή στον εσωτερικό των ναών, δεν τον πιέζει να σκύβει, αλλά τον ανατάσσει… Τα δε σχέδια των ναών, όταν μεταπίπτουν στην καμπύλη, στην ανεπαίσθητη αυτή προβολή της ζωντανής αρμονίας, που χαρίζει ενέργεια ώστε το βάρος να αναιρεί το βάρος κι ότι βαραίνει να υψώνεται και να πετά, δίνει ανάστημα στον άνθρωπο, αφαιρώντας το βάρος του, με τη μιμητική δύναμη που αποφορούν οι πέτρινες λόγχες.
Λίγο πριν το τέλος των υψηλών παραθύρων, εκείνα τα μοναδικά πολύχρωμα υαλοστάσια, μεγάλες επιφάνειες γυαλιού, τα ονομαστά βιτρό, να γίνονται η έγχρωμη φραγή, στο άπλετο του ήλιου φως, από εμπρός, και πίσω τους, τα ίδια βιτρό, φωτοδότες να διαχέουν την έγχρωμη απόδοσή τους, και απαλό το φως πια, να χαρίζει το σύνθετο σε συνδυασμούς χρωμάτων παζλ, όχι στο κενό ή στους ήχους των χώρων του ναού, αλλά στους αντίλαλους του θεοσταλμένου αρμόνιου, σε συνθέσεις με ορατόρια Βach και Mendelssohn, μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα τρόπαια της ανθρώπινης ελπίδας…
Ο κελτικός οκτάγωνος θρύλος του Graal, με τους χορούς των Δρυίδων να εποπτεύει και να κυριαρχεί, και μόνος πλάνητας, μέσα στους ιερούς χώρους αυτούς να προσθέτει μια έκτη αίσθηση…
Την εξαφάνιση και απουσία της κελτικής παρουσίας της πατρικής ορδής και την αναβίωση της αδελφότητος του υιού, σ’ ένα τοτεμικό γεύμα. Η λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό, και η ένθεη αλλοφροσύνη των μυστών-πιστών, καλουπώνονται, φορμάρονται μέσα σ’ αυτά τα ιερά μνημεία. Η τράπεζα δε του Μυστικού Δείπνου, που είναι η τράπεζα της θυσίας του υιού, αποκτά τη θεία σύσταση, γίνεται θεότητα, που μετουσιώνει τη σάρκα του και το αίμα, σε καθαγιασμένη όστια…
Έχουν  βγει στο δρόμο οι θύμισες και ξετυλίγουν το κουβάρι μιας ορισμένης χρονικά ζωής. Με το ουρανοθάλασσο των αναμνήσεων θα τα ξαναπούμε…



  1. Βeamter= υπάλληλος
  2. Brotchen= ψωμάκι μικρό στρόγγυλο
  3. Karmisch= περίφημη πλαγιά των Άλπεων
  4. Graal= το χαμένο δισκοπότηρο του Ναού του Σολομώντα
  5. Sola pertduta e abbantonata= μόνη, έρημη και εγκατελειμμένη.

Ξεπετάγματα στο βουνό...

Μεσάνυχτα περασμένα με κρύο «πειρουνάτο» να σε κεντά, όλα έξω ήσαν άφωτα, γαλαζόσταχτα μέσα στην ομίχλη που από νωρίς το βράδυ είχε τυλίξει τα σοκάκια. Ήθελε ακόμη πολλές ώρες να χαράξει, έριξα τα μάτια μου στον ουρανό, τον αστρονόμισα και πρόβλεψα ότι η μέρα που θα ερχότανε, θάτανε καθαρή και ασυννέφιαστη, με τις αχτίνες του ήλιου, λόγω χειμώνα λοξές και μακρινές, να υπόσχονται μια νέα ημέρα του Θεού, όμορφη στα βουνά κυνηγώντας.
Οι ξερολιθιές, τα πουρνάρια, τα παλιούρια στα περδικοτόπια του Βερμίου, όπως και τα λαγοβούνια με τα κρεμαστά πλάγια, στα φουσκωτά χαμηλά κέδρα να γιατακιάζει ο λαγός, με ντορούς φρέσκους, κοντινούς, πρωινούς και οι πεθυμιές του νου να στεριώνουν για εντυπωσιακά κυνήγια, με μερακλίδικες ιχνηλασίες, ξεφωλιάσματα και πολύωρες διώξεις με βεργολύγερα, σβέλτα περήφανα σκυλιά. Κυνήγια όμορφα ποιοτικά, αλλά και αποτελεσματικά με απαιτήσεις σε αντανακλαστικά ακαριαία σχεδόν. Όπου σκέψης και άμεση βολή, όπου ίχνος παλμού σκέψης να μετατρέπεται σε μηχανισμό πυροδότησης.
Σκοπευμένες ντουφεκιές, με ανάκρουση μικρή, λόγω αυλού της κάνης, και η κεφαλή του κλείστρου περιστρεφόμενη, να κλειδώνει μπροστά στη γεμάτη πάλι θαλάμη του όπλου διπλά, με μισή σπαστή στροφή, όταν ο κρότος από τις δύο πρώτες ντουφεκιές μόλις χανόνταν…
Κουραστικό το ανέβασμα λοξό το βάδισμα στην πλαγιά, όχι κατακόρυφο, για να μένει μια ανάσα απόθεμα στα πνευμόνια. Κι ο αέρας ο πρωινός ξέκοβε τη δύναμή του και πετούσε ελαφρύς και δεν σφύριζε. Η φύση αποκαμωμένη από τον νυχτερινό της αγώνα γλάρωσε με τη μακαριότητα που τη χαρακτηρίζει κι απολάμβανε το ήσυχο ξημέρωμα με τις θαμπές ώρες του πρωινού. Οι πρώτες κλωστίτσες του ήλιου, μικρές χαρακιές φωτός, ποδιαφωτίσανε γύρω τα κέδρινα αραιά θάμνα, με τις ξαφνιασμένες πάχνες επάνω τους, να παίρνουν δρόμο βιαστικές και να γίνονται αχνιστά ανάερα δρολάπια, που σε κάθε αστρόφεγγη νύχτα με επιμέλεια ντύνουν και την ημέρα με τις θερμές αναλαμπές της σχιστόπετρας, γδύνουν το βουνό.
Το πρωινό ημίφως αντιστεκότανε ακόμη στο φως και πάλευε. Η πρώτη πετροπέρδικα αναστέναξε, μετά κακάρισε και το μεταλλικό της κελάηδημα έγινε αφορμή να ξεσπάσει από γύρω ένα πανδαιμόνιο μικρών σπαστών φωνών, ένα χαχάρισμα τελικά, και η χαρά κύλησε από τις νυχτωμένες ακόμη φυλλωσιές των κέδρων, μέσα στις μυρωδιές του βουνού από θυμάρι και φλισκούνι και την ανατολή του ήλιου…
Στο μονοπάτι μπροστά μου ξεχώρισαν οι δύο πρώτοι «κότσοι» αρσενικά γκεσέμια και πίσω τους κοπαδιαστό σε γραμμή, ακολουθούσαν οι θηλυκές με τις πουλάδες, φρέσκα περδικόπουλα. Τα γκιζερούσαν οι οδηγοί τους, από τα περδικομονοπάτια, για τις χωμάτινες «κοπάνες» τις αφράτες «κυλίστρες».
Μπροστά στο ακρορύνιο του σκύλου μου οι αναθυμιάσεις της σάρκας του θηράματος τον σταματήσανε. Φέρμαρε κοκαλωμένος, ακίνητος με το βλέμμα να «αστράφτει» προς την πηγή της αναθυμίασης…
Κι άρχισε το παιχνίδι μεταξύ τους. Οι πέρδικες χαμηλωμένες να κοταρίζουν κι ο σκύλος μου να σέρνεται φερμάροντας τα πουλιά… Περίμενε την εντολή μου. Κι όταν αυτή δόθηκε, η BREDA ψήλωσε, τρεμόπαιξε στο μάτι η κάνη, ίσιαξε κι άρχισε να βήχει ξερά… Εκπαιδευμένο θηραματοφόρο το σκυλί μου, τέσσερις φορές ήρθε με γεμάτο το στόμα.
Απέναντι στις πυκνές οξιές, που χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου, «πλακώσανε» μερικές πέρδικες. Μάγουλο φιλημένο που κοκκίνισε έμοιαζε η πλαγιά κι ήταν ήρεμη και τόσο αθώα, που το κομμάτι αυτής της πλαγιάς, νόμιζε ότι ξεκόλλησε από κάποια παραδείσια περιοχή και στήθηκε εδώ μπροστά… Ο σκύλος μου, μακριά ξαναφέρμαρε. Νευρικός σήκωσε τα ξεκομμένα, από το μεγάλο κοπάδι πουλιά, κι αυτά γοργοφτέρουγα, δυνατά στο ξεπέταγμά τους, πολύβουα, ζήτησαν προστασία στη φυγή, στην απότομη κατωφερική πλαγιά, στη μεγάλη κλίση… Το όπλο επώμισε, ήρθε η ακίδα σκόπευσης στο μάτι, αλλά χάθηκε «η στιγμή» και οι πέρδικες μακριά πια, στα ριζά της πλαγιάς, στίγματα κινούμενα, ζυγαριασμένες, με τα φτερά τους FLAPS, φρέναραν ψάχνοντας πυκνούρα να κρυφτούν.
Κονάκι μου το βουνό, στις σχόλες και τις Κυριακές, μ’ έμαθε να ζω λεύτερος, χωρίς να κουτσουρεύω ψυχή και σώμα, αλλά μαζί εναρμονισμένα να πορεύονται και να μετατρέπουν την ελπίδα στο νου, βεβαιότητα στη γη. Όπως ακριβώς το μαυλιστικό κυνήγι με την αβεβαιότητα, αν θα συναντήσεις το θήραμα, κι όταν το συναντούσες το καρδιοχτύπι της επιτυχίας ήταν σαν τον έρωτα. Απόλυτη εξάρτυση και των δύο, από τη δική σου γοητεία το πρώτο και στην κυνηγετική σου ικανότητα, το δεύτερο.
Θόρυβος και βήματα που πατούσανε σε μικρά πετρόβολα του μονοπατιού, ακούστηκαν. Ένας βιαστικός χαλικισμός, λίγες δρασκελιές μονάχα, και φάνηκε εμπρός μου το ζευγάρι των κυνηγών.
Ήταν φίλοι μου, ανδρόγυνο, λιγνομεσάτοι, χαρούμενοι, φωτινά πρόσωπα όμορφα, που μαργαριτώνονταν με στάλες ιδρώτα, από τον σκληρό κοπιώδη ανήφορο της πλαγιάς. Πρωτοπόροι για τότε, ανδρόγυνο κυνηγοί, κανονικά με άδειες κυνηγιού και οπλοφορίας, πιάνανε τις βουνίσιες ρούγες, όταν ακόμη αγρυπνούσε ο Αυγερινός και τσιτώνονταν οι πέρδικες. Κι όταν τα βουνά ρόδιζαν στις πρώτες αχτίδες του ήλιου, οι «μπηχτές» ντουφεκιές της όμορφης τρίσφαιρης καραμπίνας “SKODA” στα χέρια του Διονύση, άφηναν τα πουπουλένια σημάδια στην πλαγιά, με πετυχημένες βολές και γέμιζε η τσάντα… Προλάβαινε και το ασημί «ZIGLINAS» όπλο, στα χέρια της γυναίκας του Πόπης, να καπνίσει. Κι ο αχνός της κάνης έκανε μικρές τουλίπες στον ήλιο, αλληλοδιάδοχοι μικροί κρίκοι τελειωμένοι…
Εκεί στις ερημιές των βουνών ένιωθα μόνος, αλλά ήρεμος, κι ένας βαρύς όγκος, ο μάνταλος, μια χοντρή μπάρα, έπεφτε πίσω μου, έκλεινε την πόρτα και κανένας δεν μπορούσε να χωρέσει στη μοναξιά μου. Ακόμη και τη ξαφνική βουνίσια βροχή την έβρισκα καλοδεχούμενη, βρεχόμουνα, αλλά την άκουγα έξω από μένα, τ ην άκουγα ίσως μόνον να πέφτει πάνω στα δρύινα φύλλα και στις πλατύσκιες οξιές. Άλλες φορές, η βροχή ήταν σιγανή-σιγανή, ποτιστική, κι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά, ακουμπούσε το πρόσωπο της γης και το φιλούσε δακρυσμένα… Το τριμμένο ξερόχωμα του βουνού βρεχότανε αθόρυβα, τα μόριά του πυκνώνανε, συνετίθεντο, γίνονταν σώμα και οι φυραμένες φλέβες, οι στεγνές και ξηρές, άρχιζαν να πάλλουν μέσα στη χωμάτινη σάρκα, κι αυτή να μαλακώνει και να γίνεται ζύμη λάσπης, που μετουσιωμένη από το Θεό κατέληγε, άλλαζε σε μήτρα ζωής, που έδενε τον σπόρο, του φύτριζε μετά τον άνθιζε και τον κ άρπιζε, κι η ζωή αλάργαρε κι η ομορφιά αλάργαρε και το φως αλάργαρε κι όλα μαζί αυτά, ψαχούλευαν το Θεό, στη γη…
Μπροστά από το κοπάδι προπορευότανε η μυρωδιά του. Ο αέρας βαρύς, κουδουνάτος, μύριζε μαντρί. Μπαμπακένιες τουλίπες τα πρόβατα, σελάγιζαν την πλαγιά που ανέβαινα. Κράτησα το σκυλί μου, σταυρώθηκα στο μονοπάτι, με τον τράγο του κοπαδιού. Μόλις που μ’ ένιωσε δίπλα του ο περήφανος μπροστάρης, ο γκεσέμης, ο μπροσταρότραγος. Όλος δύναμη, έφερνε την αφεντιά του κορφάτη, και το κοπάδι του ακολουθούσε μ’ εμπιστοσύνη σμιγμένο κι όχι κροσσάτο κι απλωτό. Σήκωνε το βαρύ κεφάλι του και ξεμασκάλιζε διαλεχτά νεοκλάδια πουρναριού, ακονίζοντας πλαγιαστά τις μασέλες του. Κι οι προβάτες, αναγαλλιάζανε, με ρουθούνια υγρά, στην καυτή ζεστή πεθυμιά που λίγωνε τις κοιλιές τους. Περίμεναν τη σειρά τους, ήταν η τραγίσια ανάσα του, που τις μέρευε, τις αλάφρωνε βουβά, τις ετοίμαζε για να ξεριζώσουν τα σπλάχνα τους, σε συνέχεια της ζωής… Πίσω στο μαντρί ξεχασμένα τα ξεπεσμένα γκεσέμια, όλο παλιά πλέμπα και χάλι, γεμάτα «συντριβή» με μυαλά και σπλάχνα όπως τα  θέλουν τα γεράματα, αδειανά, περίμεναν το μακελάρη τους. Φτηνοκρέατα δηλαδή…
Αθώρητες ακόμη κορφές βουνών μπροστά μου. Κάπου-κάπου σε ξανοίγματα του καιρού, με τη βιαστική βουνίσια άσπρη αντάρα, να αλλάζει θέση και σχήμα, σα ρούχο, πλούσιας γκαρνταρόμπας, αφόρετης κι αδοκίμαστης πρόβας σε ατελιέ, τις ξεδιάλυνα…
Και στην αργή επιστροφή, την κουρασμένη το ίδιο περήφανα με περίμεναν στα ριζά τους, τα βουνά. Όμορφα με μυστήρια δάση, καταπράσινα, τυφλές, πιεσμένες δυνάμεις πορολίθαρα μέσα στο χώρο και στο αιώνιο χρόνο, που τον υλοποιούν το μάτι και το φως, προκλητικά αστόχαστα, απροσκύνητα, άναρχα, ακατατοίκητα, ασυμβίβαστα στιβαρά, πέτρινες μορφές, έρωτες λευτεριάς…
Τα ’βλεπα και τα ’νιωθα να στέκονται γιγάντια μόνα, ανεξάρτητα στημένα εκλεκτικά άνετα, χωρίς η εκλεκτική άνετη ανεξαρτησία τους να δεσμεύει τη φύση. Να είναι λεύτερες δυνάμεις έξω από τη λίγουρη σκλαβιά της λευτεριάς, μουραγίσια ξέμπαρκα καΐκια πολυπλάνητα, χωρίς έρμα και καρίνα, σε κορυφές κυμάτων αιωρούμενα λυτρωτικά, λυτρωμένα από τα δεσμά της λύτρωσης… Και τα κοσμικά βάθη του ουρανού τα απέραντα, λεύτερα από τα όρια της απεραντοσύνης…
Εξωπραγματικά μονοπάτια, μακριά από το λογικό και πού κοντά στην παραφροσύνη, με όμοιους φλεγόμενους στοχασμούς, ισκιόμαχες αστραπές, νοητικές περιπλανήσεις και αγωνίες, στήνουν, ψηλώνουν και πυργώνουν τειχιά και καμάρες. Δοξαροτές καμάρινες  προσδοκίες και όνειρα, σε ανυπόταχτες ανθρώπινες ψυχές, μέσα σε άδειο αέρα, λεύτερες χωρίς οδηγό, χωρίς Μαήσιο ασφαλή τριγωνοσούρτη, για να ορίσουν τ’ άφταστα, τα μέχρι εδώ ή εκεί…
Πισωγύρισαν, ανεπετάρισαν έντρομοι, κι άρχισαν να συμμαζεύονται, γρήγορα, δειλοί στοχασμοί, στα ασφαλή σύνορα του ανθρώπινου μυαλού και νου, σε ορατό κόσμο προσιτό, αφήνοντας τον ξεστρατισμένο και λάθος, πίσω…
Γαλήνεψε η καρδιά, την ηρέμισε το γλυκό σκηνικό με την ημαθιώτικη πεδιάδα που ξεχώριζε χαμηλά και τον έναστρο ουρανό, που σαν χιλιαμάτης νυχτερινός στρατοκόπος λόξιζε, και αναμέριζε το κακό συναπάντημα, με τον βράχο του πυραμιδωτό και το μεγάλο πυρετό του Εγκατίν…