Μικρό μπόι η χειμωνιάτικη ημέρα στο Μόναχο της Γερμανίας. Απόσωνε το φως της, όταν πρωτομπήκα και στην πανσιόν «Apollo» Gontriger Stvabve 52, που ενοικίαζε επιπλωμένα δωμάτια.
Ένα μέτριο δωμάτιο, με ξύλινη επένδυση, με δίφυλλη ξύλινη ντουλάπα, προσθήκη, και δυο βαθειά παράθυρα, σε βαθείς τοίχους.
Έσκυβα ο μισός, τεντώνοντας το λαιμό μου, για να φτάνουν τα μάτια μου να δουν τη χορταριασμένη αυλή, ή την άσφαλτο του δρόμου, ολοκάθαρα. Έβλεπα, χωρίς οι απ’ έξω να με ξεχωρίζουν, έστω σα διάγραμμα σκιάς. Ήταν μια νέα για μένα γνώση, μια ιδιαίτερη αίσθηση, να μη με βλέπουν, όπως ακριβώς, όταν θα κρυφοκοίταζα από την τρύπα της κλειδαριάς τα μυστικά ενός άλλου προσωπικού χώρου.
Και εκείνες οι κουρτίνες κατεβατές, με το αβέβαιο άσπρο χρώμα, πολυκαιρισμένες, τρυφερές μισομάλλινες, αμέσως τις ένοιωσα, μικρές παρωπίδες, που κρύβανε ένα ολόκληρο κόσμο ζωντανό, εμένα, από άλλα πλάσματα ζωντανά, τους άλλους… Άλογοι, ξένοι άνεμοι, σε άδειο δωμάτιο να διασταυρώνονται, και σπερματικοί βορεινοί αέρηδες μαζί, να δημιουργούν κοινά πεπρωμένα, σ’ έναν μεσόγειο σταράτο, που έχοντας την ευλογία των θεών του φωτός της χώρας του, βρέθηκε στην καρδιά της βροχερής χειμωνιάτικης Ευρώπης…
Μια άλλη ημέρα, το πρωί, ο ήλιος παγωμένος χρύσωνε με φως το καμαράκι μου. Μισή ημέρα το έλουζε με το φως του, κι αυτό έλαμπε γλυκά σα κομμάτι ψημένης καραμέλας. Και στο υπόλοιπό της, το απομεσήμερο, έμενε ψευτοφωτεινός ο χώρος του, με τη διάχυτη παντού να λαχνίζει μυρωδιά και γεύση τσιγάρου και μπύρας, από ένα κολλητό «μπιστρό» και η μουσική του «a pari» του Υβ Μοντάν, να μοιράζεται με τους αχνούς της νόστιμης Lebensuppe… Ένα γειτονικό δασάκι, από τα πολλά του Μονάχου, πολύ πράσινο, μου δάνειζε τη γεύση της στυφής χλωροφύλλης από σημύδα και η μυρωδιά από πευκοβελόνες, να ποτίζει χορταστικά τα πνευμόνια μου. Έμπαινες μέσα στο πάρκο και χαιρόσουν την ομορφιά του. Από μονοπάτια λίθινα βάδιζες, ανέβαινες μικρές ανηφοριές, έστριβες σε μικρά λακκώματα, κι ο νους σου αγρυπνούσε, ισορροπώντας μέσα στη μαγευτική γαλήνη του πάρκου, αλάργα από τη βουή του κόσμου… Ήταν το φιλικότερο τοπίο ενός Έλληνα Beamter…
Στρογγυλοστρώθηκε το πρωινό, το φως κατέβηκε στους δρόμους κι ο κόσμος, ένας κόσμος από εργάτες και εργάτριες, έτρεχαν κοπαδιαστά για τις δουλειές του, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά ψωμί, γελώντας και μιλώντας βιαστικά, αποσώνοντας με μισόλογα τις τελευταίες παραγγελίες και πεθυμιές στο σύντροφο, συνάδελφο εργάτη.
Παράθυρα άνοιγαν, εξώπορτες τρίζανε και η πολιτεία ξυπνούσε, με το πρωινό αγιάζι παγωμένο, σαν ξένο χέρι, να κρυσταλλώνει τα πρόσωπα και να τα τσιτώνει. Φύσηξε αεράκι, σταυρώθηκαν και έσμιξαν οι μυρωδιές του δρόμου και μύρισε ψημένο ψωμί εκεί γύρω… Κατάφωτος, καθαρός έλαμπε στην πάροδο ο φούρνος.
Από κατακορφής πυκνός καταρράχτης έπεσε στο στομάχι η πείνα και ζητούσε το ξόρκι της, τα μικρά πεντανόστιμα Brotchen…
Τα δέντρα του δρόμου, σουρομαδημένα από φύλλα, μ’ ελάχιστα από αυτά νάχουν μείνει στα λιανοκλάδια της κορυφής και να κρέμονται. Περίμεναν ένα πιο δυνατό άνεμο να τα αποκλαδίσει, να τα μαδήσει και λεύτερα, αιωρούμενα άβαρα, να καθίσουν στις οροφές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων ή στους ώμους των διαβατών για λίγο να ακουμπήσουν.
Ξέχωρα φιλόνια το χώμα της Βαναρίας, μια σκούρο καστανό, μια μαύρο πίσσα ανάρια σαλεύει και φουσκώνει τους σπόρους της γης. Είναι χώμα που μασήθηκε, χωνεύτηκε και χρόνια, αιώνια τώρα, καρπίζει.
Άγνωστο το τσαλαβούτημα στις λάμπες στους δρόμους του Μονάχου. Μπορεί να λιώνουν τα σύννεφα, ο ουρανός να γίνεται νερό και να αδειάζει τα νερά του, σαν καλοκαιρινή, δική μας μπόρα στις από κάτω του αλαφρογραμμένες πράσινες πλαγιές, άγρια και απότομα. Σφουγγάρι το χώμα, μερεύουνε οι κήτες των χειμάρρων και υψηλά, στα αποσούρανα οι Άλπεις, ολοτσίτσιδες και γυμνές μέχρι τα μισά τους, αντιδονούν το δικό τους βογγητό, βγάζουν φυσερό και τα πάνω πατώματα του αέρα τα μετακινούν, κουνούν τα σύννεφα, τα χωρίζουν και φανερώνουν το Εντελβάις του κόσμου, τον ήλιο… Αυτός προβάλει αγαθός, καλοσυνάτος κι η γη αναμερίζεται, λουσμένη από δάκρυα χαράς… Κάπου εκεί στις θεοκατοίκητες κορυφές των Άλπεων, κρεμάστηκε ανάερο, μακρύ σαν χέρι βουνίσιου Θεού, το ιριδένιο πλεχτό κασκόλ τους, το κεντημένο από φως και τη διάθλασή του, στους βρόχινους ατμούς…
Τα βράδια και τις σχόλες σπούδαζα σε μοναχικούς περιπάτους στον κόσμο. Ψυχή και σώμα αρμοδεμένα, πελάγωνα με τις ομορφιές των γυναικών, κοίταζα θαμπωμένος τις γερμανίδες, με το πρόσωπό τους το όμορφο, λευκό, ζυμωμένο με το γάλα, με ελαφρά υψωμένα τα ζυγωματικά τους, και βλέφαρα βελούδινα να χαϊδεύουν απαλά τα γαλάζια ή πράσινα μάτια. Όμορφες γυναίκες, πλέανε μέσα σε μια εφηβική ηλικία και γοητεία, ακόμη και οι μεγαλύτερες. Τα κορμιά τους δίσταζαν, ανάμεσα στην κοπέλα και στη γυναίκα, και πάντα κοντοκουρεμένες οι μεγαλύτερες με πρόσωπο σοβαρό, αρμονικό, μόλις και μετά βίας τις έκανες είκοσι χρονών. Στο βιαστικό πέρασμά τους, ο αέρας γύρω τους άλλαζε, γινόταν το χνώτο τους ένα μ’ αυτόν, και σου ξυπνούσαν και τις πέντε αισθήσεις… Τις πέντε ανοιχτές πόρτες της ζωής… Διάχυτη η γοητεία τους, μ’ ένα μαγευτικό τρικύμισμα ονείρου άφηνε τον θαυμασμό να ξεχειλίζει και χωρίς να τις γνωρίζεις, αγαπούσες σ’ αυτές τον έρωτα που θα ένιωθες γι’ αυτές… Γυναίκες με σπαθάτο το κορμί τους, ντυμένο με άνεμο και σάρκα, υψηλά στη μέση του στέρνου, ύψωναν ένα βαρύ στήθος με ορθωμένους δύο καστανούς κάλυκες. Βόρειες, αλλά έδιναν την εντύπωση ενός υποτροπικού κλίματος, όπου οι ερωτικοί μουσώνες δεν σταματούν ποτέ…
Είχαν την αίσθηση ειδικά στην πολυκοσμία των δρόμων, ότι βρισκόμουν σε μια κιβωτό που περιείχε δείγματα ψυχών, από κάθε όμορη χώρα, ένα συνεχές και αδιάλειπτο αρμένισμα, σε ράτσες και γλώσσες, που ενώ μιλούσαν για τα πιο κοινά θέματα, σιγά και μυστικά, που τα ξέρουμε και τα λέμε όλοι, μέσα μου έμενε η εντύπωση, ότι λέγανε κάτι σπουδαίο, πολύ σπουδαίο, στην άγνωστη για μένα δική τους γλώσσα.
Χανόμουν εύκολα τη νύχτα. Έπαιρνα λάθος δρόμο, άδειο δρόμο κάποια στιγμή. Προσπαθούσα να προσανατολισθώ, έστηνα τ’ αυτί μου και αφουγκραζόμουν. Άκουγα την ήσυχη ανάσα της άγνωστης γειτονιάς που κοιμόταν, και το αχνό φως του δρόμου να τρεμοπαίζει, στις κρεμαστές λαιμαργιές από μικρά λαμπιόνια. Την απόλυτη σιγή, διέκοπταν τα δικά μου, σκληρά τακούνια και η σκιά μου προς-πίσω, πάν-κάτω, διαγραφότανε στους βαμμένους με απαλά χρώματα τοίχους. Συνοδά, ντεκόρ χρωμάτων… Κι όλο αυτό έμοιαζε με κοκκινωπό αντιφέγγισμα μιας εμβρυακής ζωής, της δικής μου ζωής που άρχιζε στο Μόναχο. Προχωρημένα μεσάνυχτα. Ένα «καφέ» ακόμη ανοιχτό και το ραδιόφωνό του με της Μαρίας Κάλας στο τραγούδι «sola perduta e abbandonata» μάγευε βραχνά, τους ίσκιους της νύχτας. Ανταριασμένη η καρδιά. Δάκρυσε…
Η φουρτούνα του χιονιού στο Μόναχο είναι μοναδική. Βλέπεις την τρομερή όργητα της φύσης, μέσα σε ανατρανισμένο μόλις φως, ασυνήθιστο για μας, και τον ήλιο θαμπό ανακρεμασμένο λοξά από τις πέτρινες, σχιστές κορφές των Άλπεων, τυλιγμένο σε βαλτίσια ομίχλη. Κάπου εδώ άσπριζε ο ορίζοντας. Το χιόνι κατέβαινε αδιάκοπα καταχνιά τα είχε σκεπάσει όλα. Τα μαυριδερά σημάδια, χαμηλές ιτιές, στην κοίτη του ποταμού Isar, άρχισαν να χάνονται και το κολλαριστό σεντόνι-χιόνι, σκέπαζε τις βουνοπλαγιές του όμορφου Karmisch. Οι χιονονιφάδες, στούπες χιονιού πια, χόρευαν τρελά στον ορίζοντα, που μόλις άρχιζε και τέλειωνε δίπλα σου, σ’ ένα στρόβιλο χορού, με ταχύτητα, πανικόβλητες… Κρυοβιονικά νυστέρια, οι παγωμένες ριπές χιονιού και αέρα, πλήτανε το πρόσωπο, πονούσες και μετά πέφτανε άτονες στο χώμα, αναμένοντας τις επόμενες πολλές να στοιχηθούν όλες μαζί, σε μαλακό βαμβακένιο στρώμα.
Ένα ρολόι καμπαναριού, γλυκoκάμπανο, με συρτό τον ήχο του, χτύπησε. Άθελά μου άρχισα να μετρώ τους χτύπους και η μουσικότητά τους, ήταν ένα «ρελαντί» αρμονίας, ένας ήρεμος χόχλος ήχων, ανάσα Θεού, στα κοχύλια των αυτιών της καρδιάς μου. Άλλο μεγάλο ρολόι ακολούθησε από τη «kapoutsine strabe». Βαθύ μπάσο, ασκητικό, σαν την περίκλειστη μονή, με τα υψηλά τείχη της εκκλησίας των καπουτσίνων, μέσα στην καρδιά του Μονάχου.
Πλούσιο το Μόναχο στις εκκλησιές. Πολλοί και μεγάλοι ναοί, πανύψηλοι, γίγαντες πέτρινοι. Αγκαλιασμένες τεχνοτροπίες, Ρωμανικού και Γοτθικού ρυθμού, αφήνουν τα εκατοντάδες χρόνια από κατασκευή τους, να συσσωρεύονται, χαρίζοντάς τους την αίγλη του δυνατού και αιώνιου. Μυστηριώδεις πηγές δυνάμεων ξεκινούν και παλιγυρνούν στην αρχέγονη αφετηρία της δημιουργίας και διατηρούν τη λάμψη της αρχικής κατασκευής των. Ναοί από πέτρα και σίδηρο, λόγχες κατακόρυφες, βέλη που στοχεύουν το Θεό σε αρμονία διαστάσεων…
Μια αξιοπρέπεια και μια περηφάνια διαχέεται, χωρίς καμία δεητική προσπάθεια στην κατασκευή τους, την ξεχώριζα και θαύμαζα όταν με τις ώρες χανόμουν νοητικά μέσα τους… Θόλοι, που φαίνονται οικείοι, στα μέτρα μου, και ήσαν ξένοι, με πολλά-πολλά μέτρα υψηλότεροι… Κολώνες με σωστές αναλογίες, ανθρώπινες κι όμως χρειάζονταν τρεις ή τέσσερις άνδρες να τις αγκαλιάσουν.
Γιγάντιοι πυλώνες να ξεπετάγονται από τη γη, να αποδιώχνουν το βάρος τους, προς τα πάνω, μαζί με τα γήινα τελλουρικά ρεύματα του μάγματος του κέντρου της γης. Ρεύματα ιερά, ικανά να αφυπνίσουν τους ανθρώπους, προς την πνευματική ζωή. Σ’ αυτά τα πέτρινα σκάφη τα τεράστια, που οι κορφές τους χάνονται στο κόρφο του Αβραάμ, είναι ναοί που κρατούν τον πιστό όρθιο. Να μη σκύβει όταν μπαίνει σ’ αυτούς, γιατί ορθό θέλει τον άνθρωπο εμπρός του ο Θεός. Καμία οικοδομική γραμμή στον εσωτερικό των ναών, δεν τον πιέζει να σκύβει, αλλά τον ανατάσσει… Τα δε σχέδια των ναών, όταν μεταπίπτουν στην καμπύλη, στην ανεπαίσθητη αυτή προβολή της ζωντανής αρμονίας, που χαρίζει ενέργεια ώστε το βάρος να αναιρεί το βάρος κι ότι βαραίνει να υψώνεται και να πετά, δίνει ανάστημα στον άνθρωπο, αφαιρώντας το βάρος του, με τη μιμητική δύναμη που αποφορούν οι πέτρινες λόγχες.
Λίγο πριν το τέλος των υψηλών παραθύρων, εκείνα τα μοναδικά πολύχρωμα υαλοστάσια, μεγάλες επιφάνειες γυαλιού, τα ονομαστά βιτρό, να γίνονται η έγχρωμη φραγή, στο άπλετο του ήλιου φως, από εμπρός, και πίσω τους, τα ίδια βιτρό, φωτοδότες να διαχέουν την έγχρωμη απόδοσή τους, και απαλό το φως πια, να χαρίζει το σύνθετο σε συνδυασμούς χρωμάτων παζλ, όχι στο κενό ή στους ήχους των χώρων του ναού, αλλά στους αντίλαλους του θεοσταλμένου αρμόνιου, σε συνθέσεις με ορατόρια Βach και Mendelssohn, μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα τρόπαια της ανθρώπινης ελπίδας…
Ο κελτικός οκτάγωνος θρύλος του Graal, με τους χορούς των Δρυίδων να εποπτεύει και να κυριαρχεί, και μόνος πλάνητας, μέσα στους ιερούς χώρους αυτούς να προσθέτει μια έκτη αίσθηση…
Την εξαφάνιση και απουσία της κελτικής παρουσίας της πατρικής ορδής και την αναβίωση της αδελφότητος του υιού, σ’ ένα τοτεμικό γεύμα. Η λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό, και η ένθεη αλλοφροσύνη των μυστών-πιστών, καλουπώνονται, φορμάρονται μέσα σ’ αυτά τα ιερά μνημεία. Η τράπεζα δε του Μυστικού Δείπνου, που είναι η τράπεζα της θυσίας του υιού, αποκτά τη θεία σύσταση, γίνεται θεότητα, που μετουσιώνει τη σάρκα του και το αίμα, σε καθαγιασμένη όστια…
Έχουν βγει στο δρόμο οι θύμισες και ξετυλίγουν το κουβάρι μιας ορισμένης χρονικά ζωής. Με το ουρανοθάλασσο των αναμνήσεων θα τα ξαναπούμε…- Βeamter= υπάλληλος
- Brotchen= ψωμάκι μικρό στρόγγυλο
- Karmisch= περίφημη πλαγιά των Άλπεων
- Graal= το χαμένο δισκοπότηρο του Ναού του Σολομώντα
- Sola pertduta e abbantonata= μόνη, έρημη και εγκατελειμμένη.