Το «σμίξιμο»

Νωθρές από μια σύμμιχτη βουή από ένα πλήθος κόσμου που η ματιά του έβλεπε προς τα μέσα του μόνο, ήταν την εποχή εκείνη οι μέρες. Εφημερίδες λίγες κι ο κόσμος δεν διάβαζε. Ραδιόφωνα, τηλέφωνα νεογέννητα κι η ζωή «άγνωστη» χαμόλεγε(1). Κάθε «ανάσα» ήταν ένας κόσμος κλειστός, που από μέρα σε μέρα γερνούσε και στην ώρα της, αμίλητα έσβηνε. Με το ξόδι της γινότανε γνωστό το μυστικό, άνοιγαν οι πόρτες, και μετά πάλι σφαλνούσαν κι αθόρυβα η ζωή ξαναδούλευε για να ροκώσει (2) ότι ράγιζε.
Στη στενή εσώκοσμη στους χρόνους εκείνους βίωση, ένας Οκτώβρης με γλυκό δειλινό κατέβαινε γαληνά πάνω στη Βέροια, και την έκανε χρυσαφιά. Μακρυά στον κάμπο προς το Μετόχι ο Αλιάκμονας γραμμή κορδέλας, νεροφέγγιζε και δυό φαγάνες που άνοιγαν την κοίτη του, σιωπηλές μαυρολογούσες, στίγματα στην άμμο της ποταμιάς συναξάριζαν το νερένιο κορμί του…..
Είναι αναμφισβήτητο πως υπάρχει κάποια δύναμη, χρόνια τώρα δεν υποχωρεί, που κράτησε και κρατά όρθια τη Βέροια. Είναι μια δύναμη κυρίαρχη που βουνίζει και την αισθάνονται μόνο αυτοί που την αγάπησαν, κι αυτοί που παρασύρθηκαν από τη δύναμη του δροσάνεμου του Τριποτάμου της. Βοήθησε εμάς τους κατοίκους της να φτιάξουμε το δικό μας σύμπαν με τα όνειρά μας, να ζουν και να ακούν ακόμη και τη σιωπή μέσα στις Βεροιώτικες καρδιές μας. Μας έδεσε και μας συναδέλφωσε, η κοινή ζωή και η προσπάθεια επιβίωσης με τους ξένους που ντόπιασαν μετά το 1922 κι εκεί μετά το 1945 Πόντιοι Μικρασιάτες και ντόπιοι γίναμε ένα.
Θυμάμαι τους Μικρασιάτες στις σχόλες μαζεμένους στο καφενείο Μιχάλη Χαρισιάδη. Μιλούσαν μεταξύ τους Τουρκικά. Και τα Ελληνικά με τουρκόφωνη προφορά και σπαστά. Έβλεπες άλλους καλοντυμένους, προσεγμένους με γραβάτες προπολεμικής εποχής αλλά ακριβές Λεβέν και  Ερμές λεκιασμένες από τουρσί και τσιμένι κι άλλους παραδοσιακούς στην εμφάνιση, στα τραπέζια να μπερδεύουν τα ζάρια στο τάβλι, με το σιες μπες, το έξον πέντες με το έξι πέντε.
Κι οι γυναίκες τους, με τα θραψερά πάχη στα σπίτια να ζευγαρίζουν χαϊδεύοντας, με τα δάχτυλά τους τα μαλλιά τους στην ώρα του καφέ κανακεύοντάς τους. Όμορφες, σπουδαίες νοικοκυρές με δικούς τους τοπικούς ιδιωματισμούς, άφηναν το μυαλό τους να καραβίζει στις πατρίδες τους και γέμιζαν τα πρασινογάλαζα μάτια τους, από πατρίδα Ιωνία, με ανθισμένα δέντρα που τα πλημμύριζε μαδημένος ανθός, στις κόρες των ματιών τους σα να ‘ βρεχε λουλούδια.
Ταραγμένες θάλασσες ή νύχτες τρυφερές στην άνοιξη ήταν και στα χέρια τους σφίγγανε τις καβίλλιες της οικογένειας, θέλοντας να χαλινώσουν τους αφέντες κύρηδες και τα παιδιά τους.
Συνήθιζαν μαζί μ’ άλλα δικά τους χαριτωμένα λεκτικά ευχόμενες το μητσιέ σας αντί με τις υγίες σας. Πού το είχαν βρει αυτό το μητσιέ σας;
Το’ λεγε κι η μητέρα μου, κι εμείς τη διορθώναμε αλλά που;  Μέχρι ηλικιωμένη, που πέθανε αντευχότανε γελαστή με το μοναδικό «μητσιέ σας»
Πολλοί πρόσφυγες, ήταν εργάτες γης. Αδύναμοι μοναστικοί, με εργατικό κασκέτο και τσιγάρο στριφτό με το χέρι οργανώσανε τη ζωή τους που πιάστηκε από τα Βεροιώτικα χώματα γύρω από την ίδια δύναμη των πραγμάτων, που τους έκλεισε μέσα στον σκληρό νόμο της.
Νιώθανε την ίδια πάντα φαρμακίλα στον ουρανίσκο τους, με το σάλιο τους να μην μπορεί να ξεπλύνει, στις ατέλειωτες αποσπερνές ώρες. Στις ώρες που η ψυχή τους λεύτερη βυθιζότανε στη χαρά για τις γδυμένες μνήμες που ξαναγύριζαν και αποξεχνιόντουσαν στα όσα γινόντουσαν τότε και το σάλιο τους ξανάκοβε….
Αναδίβανε ο νους τους στην πατρίδα στις ώρες που πιάνανε, περιμένοντας στο γιαλό τα μπάρκα να τους πλευρίσουν για την οριστική φυγή και βλέπανε τα πολλά και μεγάλα καράβια των συμμάχων ανοιγμένα στο πέλαγος να κομπασάρουν(3) από τη σωστή ρότα για να μπουν στο λιμάνι και να τους φορτώσουν. Κιαλάριζαν τ’ άσπρα πηλίκια των ναυάρχων που μελετούσαν τα ρέματα στα μεγάλα μπουγάζια, να ’ναι μακριά απ’ αυτά που αλλιώς, θα τους ξεμπούριζαν(4) στις ξέρες και στις ρηχοπατιές τις ριχάδες ν ‘αποφύγουν. Εκεί στ’ ανοιχτά και βαθιά νερά, πόντιζαν τα σίδερα και μέσα στις όκιες(5) οι χοντρές καδένες γλιστρώντας, έπιαναν βυθό. Μετά καλουμάριζαν τις πρυμάτσες τους, αδιάφορα στις ζωές, και δένανε στο ρυθμό του κυμάτου, που ξεψυχούσε στο πορτογιαλό του λιμανιού. Κι αυτοί ας ξεψυχούσαν γιαλέβοντας, στην αναμονή…….
Η καρδιά τους φτερακούσε να σπάσει απ’ το φόβο του άγνωστου πιο πίστη δίνανε στο Αιγαίο να σωθούν, σ’ αυτή την άσπρη θάλασσα που περπατούσε μ’ ανατριχίλα ζωής τα κύματά της και τα ξενέριζε μια κατά τα ακρόγιαλια της Ανατολής και μια κατά  τα ακρόγιαλα της Δύσης και την άκουγαν να φωνάζει και να τραγουδά, με τις πελαγίσιες φωνές της, τις γνώριμες. Αυτές πιλαλούσαν με το ρυθμό της φουσκοθαλασσιάς, ομίχλη ήχων, καβαλίκευαν τις κορφές των κυμάτων και μετά απλώνονταν τρυπώντας την αντάρα, ανοίγοντας τις καταχνιές και τις ξεψάχνιζαν, μέχρις ότου τις διέλυαν τα δυνατά ρέματα στα μπουγάζια κεφαλωμένα απ’ το Αγιονόρος.
Χάθηκε η Μ. Ασία μετά την αιματηρή περιπλάνηση και ξαναγύρισαν οι άνθρωποι στην αρχέγονη ενότητα. Πεθαίνανε ένας-ένας χώρια, θέριζε ο Χάρος. Μα ύστερα χάθηκε το δρεπάνι του. Θάνατος δεν υπάρχει, είμαστε όλοι ένας, είμαστε όλοι μαζί είμαστε φυλή αθάνατη σαν αγκαλιάσαμε ενωμένοι ουρανό και Ελλάδα. Κι εδώ στον τόπο μου ανάκατα όλες οι ράτσες γενοσπορίσαν παιδιά που στολίζαν τα μικρά τους στήθη με ιστορία βρήκαν τη μεγάλη στράτα και μπήκανε στα χωράφια στις δουλειές στο μεροκάματο και πρωτοπόροι, σαν το λουλούδι της αμυγδαλιάς φέρανε την άνοιξη και λευτερώσαν το γλιτωμό και φιλιώσαμε.
Παιδιά εμείς με τα καρικωμένα κοντά παντελόνια και με κάλτσες που στις φτέρνες άνοιγαν κάτι τρύπες φεγγάρια σκαρφαλώναμε λαχανιασμένα προς τα πάνω να βρούμε τις χορτιασμένες αλάνες για παιχνίδι και κάθε άγριο φρούτο όταν μεσημέριαζε, από το γύρο λόγγο ήτανε το φαγητό μας.
Στην επιστροφή μας με τον ήλιο να γέρνει, μας πρόπερνε η μουσική κι είχαμε τη συνοδεία της από γραμμόφωνα στο Πάσα Κιόσκι, Τσερμένι Μπαρμπούτα ή Πράσινο Κήπο. Γλυκιά μελαγχολία με τα τραγούδια τα Μικρασιάτικα, και βαφτισμένα στους ανέμους κι αφρούς του Αιγαίου γίνανε ρεμπέτικα, ξέχειλα από λόγια αγάπης, νοσταλγίας και πόνου ανάλογα με το δρόμο που βάδιζε ο κάθε μάστορας, δημιουργός. Ολοφάνερο έδειχνε ότι όλες αυτές οι μουσικές των δύο ακτών Αιγαίου λαλαδίσματα οκτάβας είχανε χρόνια μπολιαστεί και καμινευτεί, μέσα σε βυζαντινό πρωιλείτουργο αιώνων κάνοντας πάντα την καρδιά να φτάνει ως το λαιμό μ’ ένα βαθύ βουβό λυγμό.
Και η ψυχή, αχ αυτή η ψυχή της προσφυγιάς καρτερική στωική αμόλευτη αγριεμένη να επιμένει στην άυλη υπόστασή της αλλά όμως να τις αγκιστρώνει και να μην αφήνει να ξεκολλήσουν από πάνω της τις μνήμες από την πατρίδα, της σάρκας και των αισθήσεων, ανθρώπινα σουσούμια.
Να μην επιτρέπει δηλαδή τη φυσική αποσύνθεση της μνήμης της, αλλά να την κρατά τόσο διάστημα όσο μπορούν οι ψυχές να μένουν ψυχές. Να ζουν. Γιατί μόνο σ’ αυτές ποτέ δεν ανασκαλώνει η συνείδηση του θανάτου όταν το σώμα αρχίζει ν’ αποδομείται. Λεύτερες, απελεύτερες φεύγουν φορτωμένες τα λευκά τους νυχτολούλουδα με στόχο το σπουδαίο γέννημα τ’ ουρανού. Να, σε μια πανσέληνο πανώρια, όλο χάρη……
«Βόγγος γινότανε ο λάλος για τις ψυχές στο στόμα του Γ. Χιονίδη σ’ ένα νυχτερινό βάδιασμα-μάθημα μέχρι που πρωτόφεξε μαζί του που τις ήθελε έξω από το σάρκινο καβούκι τους , περήφανες, χωρίς να κουβαλάνε στις πλάτες τους ανταμοιβές μετατοπιζόμενες ελπίδες κι ίσκιους αδειανούς».
Κι οι Μικρασιάτες ισάροντας μια ελληνική σημαία στο νου τους, με μισόκλειστα τα μάτια τους ανάμεσα από τα ματόκλαδα τους στήνανε, τα ωραία φαντάσματα των πεθαμένων ονείρων τους  ίσια μπρος, προς το μαλαματένιο και πράσινο τ’ ουρανού π’ άφησαν στις πατρίδες τους. Και θάφτηκαν στη Βέροια, όπως ο πατέρας κι η μητέρα μας…..

1.       χαμόλεγε= μιλούσε σιγά
2.       ροκώσει= Το Σεπτέμβριο τα κρασοβάρελα τα γεμίζουν νερό για να ροκώσουν
3.       κομπασάρουν τη ρότα =ν’ αποφύγουν τη σωστή πορεία
4.       ξεμπούριζαν= θα τους έριχναν στις ξέρες
5.       όκιες= μεταλλικοί αγωγοί, που οδηγούσαν τις καδένες από τις άγκυρες
6.       πόρτο= είσοδος
7.       μπουγάζια= μονόδρομοι δυνατού αέρα
8.       ποντίζω το σίδερο= ρίχνω άγκυρα
9.       συναξάριζαν= από το συναξάρι, βίος και πολιτεία αγίου
10.    βουνίζει= ψηλώνει
11.    γιαλεύοντας = περίπατος στο γιαλό, μέσα στο νερό βάδισμα
12.    Μ. Χαρισιάδης = είχε το καφενείο του, όπου σήμερα η εφημερίδα «ΒΕΡΟΙΑ» έχει τα γραφεία της. Με το όνομα «ΕΝΩΣΗΣ».