Η Μπάλια


Ο δρόμος ίσιος, ανοιχτός από παντού και σκούρος από τη βαλτίσια γη, που παχιά και βαριά, από τα ποταμοχώματα χιλιάδων χρόνων, αντικρίζει καθημερινά τον ήλιο και το φεγγάρι και κάθε πατωσιά της είναι η επάνω πατημασιά της φτέρνας του αγρότη.

Ξεκινήσαμε νωρίς το βράδυ. Το φως του δειλινού ακόμη κρατούσε, κι όταν ο νυχτοφωνακλάς, ο Γκιώνης πρώτος, ένοιωσε τη μαγεία της νύχτας στο βλέφαρό του, άνοιξε τα μάτια. Φώναξε από τα πυκνά. Η φωνή του ήταν στεναγμός, αχνός μόνο, γεμάτος μοναξιά.
Η βραδιά καθαρή, ξάστερη, νύχτα του αθώου Ιούνη, με το τέταρτο του φεγγαριού να ψευτοφωτίζει αδύναμα, θα γίνουνταν η διάρκειά της ή μάλλον ο κουρδισμένος χρόνος της, που εγώ και ο φίλος μου στρατολατώντας μέσα σ’ αυτόν, θα αποφεύγαμε τη μεγάλη ζέστη της ημέρας. Ζαλωμένοι απ' ένα σακί ζαλίκι πούχε μέσα του, ότι θα μας ήταν χρήσιμο, για μία μεγάλη διαμονή στο χωριό. Το πρώτο χωριό που θα μας έδινε δουλειά χειρονακτική, στο χρόνο του θερισμού και του αλωνισμού.
Συναντούσαμε κι άλλους πεζοπόρους, σε μικροπαρέες, αλλά και μεγάλες βουβές λιτανείες μαύρες φυλλωσιές από άνδρες και γυναίκες. Ήταν θεριστάδες. Μικρόσωμοι και στεγνοί από τα μέρη της Κοζάνης και των Γρεβενών. Μπουλούκια που υπάκουαν στον αρχηγό τους. Στην εντολή του για στάση, πιάνανε ένα διπλανό χωράφι, κι όλοι εκεί κουκουβίζανε με τα σακιά τους και τα λελέκια να εξέχουν με τις ξύλινες χειρολαβές τους απ’ αυτά, και τους άλλους ζαϊρεδες τους, τους στοίβαζαν περιμετρικά. Τον λόγο τον κανοναρχούσε ο αρχηγός του μπουλουκιού με οδηγίες σιγαλές, κι αυτός ο λόγος από στόμα σε στόμα κλαδωνότανε, ως τα’ άκρα του μπουλουκιού με βιάση.
Άλλος ξενύχτης που μας συντρόφευε από ψηλά, όλη τη νύχτα, ένας περάτης, νυχτοπαρωρίτης του ουράνιου θόλου, ήταν ο Αυγερινός. Βιαστικός κινούσε να δρασκελίσει τον τόπο και χρόνο, για να προγκίξει την Ανατολή και να την αναγκάσει να ξεμυτίσει και να δώσει τέλος στα σκοτάδια της νύχτας, τα έρημα. Και σε μας τους δύο νεαρούς πεζολάτες, να τρανέψει τα γυρογιάλια της ελπίδας ότι θα βρούμε δουλειά.
Όλες οι αισθήσεις τεντωμένες γιατί η νύχτα θέλει προσοχή. Ξύπνησαν τα’ αυτιά και τανύζονταν, ν’ ακούσουν, να πιάσουν ήχους από σκιές, απ’ ανάρια σαλέματα, τριξίματα από ξερά φύλλα δένδρων που τα ’σερνε τα’ αεράκι, και το σούρσιμό τους σταματούσε σε χωμάτινο σβώλο, μα ευθύς τον αντιπηδούσε και συνέχιζε το αέρινο περπάτημα, μέχρις ότου θρύμματα, χάνονταν και γίνονταν ένα με το χώμα, χώμα.
Πάνω μας ο ουρανός έριχνε κι άναβε ακόμη αστέρια. Πλήθαιναν κοπαδιαστά αυτά, κι ήταν κρύα και ακατάδεχτα, μακρινά αδιάφορα για τη γη του κάμπου, την προανθρώπινη και παμπάλαιη βαλτίσια νύχτα με τις σκιές της, τις σκοτεινές σημαδούρες, στο θάμπος τους ατέλειωτου βάθους.
Άθελα τα πόδια γρηγόρεψαν τα  βήματα. Η ψυχή μόνη ισκιομαχούσε και φοβότανε. Το στήθος δεχότανε την πίεση και δυνατά ξεφούσκωνε λακτίζοντας η καρδιά…
Οι ώρες μαζεύτηκαν… Αριστερά μας κατέβαινε ο Λουδίας, το ίδιο βιαστικός ή αργός, στη μεριά του. Κυλούσε ήρεμος. Το νερό του συχνά το τάραζε ο θόρυβος από τα γριβάδια, που σκάλωνε το ένα με τα’ άλλο, κι ουρές τους πλατάγιζαν ερωτικά. Ο ουρανός γαλάχτωνε, κι από το βάθος της εκβολής του ποταμού στη θάλασσα, φάνηκαν τα πρώτα άσπρα σημάδια να πετούν.
Ήταν οι φτερωτοί ψαράδες, οι γλάροι που ξύπνησαν μαζί με τον Θερμαϊκό. Νωχελικοί, είχανε σχολάσει τη νύχτα από πάνω τους και ξεμούδιαζαν, σερσέμικα πουλιά, πλανάροντας το σπαθάτο κορμί τους, κι όλα μαζί ανέμιζαν και γίνονταν αέρας και φτερούγες.
Παίρνοντας, έναν μόλις καρόδρομο δεξιά, αφήσαμε τον Λουδία μόνο του, αριστερά και πίσω μας. Αδύναμα φώτα μπροστά μας και σε λίγο ακούστηκαν αναφτέρουγα, από κοκόρια που κοκόριζαν, μέσα σε σπιτικά κοτέτσια. Ήταν φανερό ότι η νύχτα γι’ αυτά, είχε παρατραβήξει και το χωριό μαζί τους ξυπνούσε.
Τα πρώτα χαμηλόσπιτα ξέκριναν. Βρεθήκαμε έξω από το χωριό Νησί. Στις χαμηλομαντρωμένες αυλές ξεχώρισαν τα πρώτα ιδρωμένα κεφαλοπάνια να τυλίγονται, διπλόχουφτα σε γυναικεία κροτάφια, άλογα να χλιμιντρίζουν και μουγκανητά βοδιών.
Το κόκκινο άλογο με το κάρο σταμάτησε δίπλα μας. Το γκέμι κρατούσε ο μπάρμπα Θωμάς, κάτοικος του χωριού. Καλοσυνάτος, ήρεμος κατάλαβε ότι ζητούσαμε δουλειά. Μου λέει, εσύ ο ψηλός ανέβα στο κάρο δίπλα μου κι ο άλλος ν’ ανεβεί στο επόμενο κάρο του Γιώργη. Ήσαν οι αδελφοί Κοντόπουλοι. Ανέβηκα, ξεκίνησε αργά, έπιασα τόπο δίπλα του γνωριστήκαμε. Μου εξήγησε ποια θα ήταν η δουλειά μου. Έπρεπε να κουβαλώ με το κάρο τα θερισμένα σε δεμάτια σιτάρια στο χώρο του αλωνισμού. Το  βράδυ θα μιλούσαμε για την αμοιβή μας. Σε μία στιγμή, στοχάστηκε με κόχεψε με έννοια και σχόλασε το γκέμι από το χέρι του. Ελεύθερος απλοχέρισε και σήκωσε ένα ντουρβά. Έβγαλε ένα σιταρένιο σκούρο πλαστό και με το σβανά του ψωμοσβάνισε  μια παχιά φέτα σιταρόψωμο. Μου το ’δωσε και με προσφάι ένα στούπο τυρί άσπρο, έκανα το θεό, ήθελε δεν ήθελε να θρονιαστεί στο στομάχι μου, λιμάρης κι αυτός…
Μετά με «σύστησε» στο άλογό του, όταν σταματήσαμε, στο πρώτο αρτεσιανό για να το ποτίσει. Ντόπια ράτσα, όμορφη φοράδα, που της άρεσαν τα χάδια. Τη λέγανε Μπάλια. Τις επόμενες ημέρες η επαφή μας λόγω της δουλειάς μας, μας έδεσε. Με δέχτηκε και την αγάπησα. Όταν την πλησίαζα με το δεξί της νυχοπόδαρο, έξυπνε το χώμα. Ήταν απόδειξη χαράς. Γνώριζε την οσμή μου, τη φωνή μου και με τα μαύρα χείλη της με σάλιωνε τις χούφτες. Ήταν ένα θερμό, υγρό χάδι της, ίσως το φιλί της. Μαζί θα ζούσαμε ακόμη δύο μήνες, λεύτεροι, χωρίς δουλοχάρτια, ρολόγια, οκτάωρα, ρεπό και μεσημέρια. Τα τελευταία χρόνια, μερικές βραδιές κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι. Δεν με ξυπνάνε πρόσωπα παλιά, ούτε αναμνήσεις ξένες, αλλά τα μάτια τα μεγάλα τα βελούδινα και αθώα της Μπάλιας.
Πρωτομπήκα στο χωριό, αργά το βράδυ. Είχα κάμνει μέχρι τότε, έξι δρόμους φορτωμένα πισωγυρίσματα, και χαιρόμουν βαθιά, σύψυχα σύριζα, σαν το διψασμένο δένδρο όταν ποτίζεται. Είχα καταλάβει ότι είχα βρει, μέσα από τη δουλειά μου αυτή, κοντά στη γη, με τη γη ότι οι ημέρες μου τώρα άρχισαν, ενώ εγώ ως εκεί χρονικά βιαζόμουν και τις περίμενα να τελειώσουν…
Μία μεγάλη φωτιά, στη μέση του κεντρικού δρόμου του χωριού πύρωνε ακόμη. Τα κορμιά γύρω από αυτήν νέα, με περίσσια νιάτα, μυρίζανε ήλιο. Είχαν τελειώσει με την γιορτή του άλματος πάνω από τις φλόγες και τώρα τα πρόσωπά τους ένα γύρω φεγγοσκιάζανε συνεχώς και μόνο το αντηλάρισμα της φωτιάς έμενε σταθερό στα μαύρα μάτια και μαλλιά των κοριτσιών, φωτίζοντάς τα, με γαλάζιες αναλαμπές…
Με το φόρτωμα έκαναν μία θηλιά και πέρασα το πόδι της Μπάλιας μέσα. Λεύτερη την έδεσα. Ανάργια σαλέματα στον αέρα φέρνανε βοή από ροκανίσματα μηχανής Μαλκότς, που δούλευε ποτίζοντας μεγάλους τριφυλώνες νανουριστικά. Έγειρα νυσταγμένος δίπλα στο φίλο μου, που είχε αποκοιμηθεί. Ένα μικρό χορταριασμένο αλωνάκι με κάτι απόμονα βάτα, πηχτοφυτρωμένα στολίζανε το κρεβάτι μου. Έτσι στεγασμένος κάτω απο τη στέγη του ουρανού βούλιαξα στον ύπνο, όταν θόρυβος κούνησε τις πέτρες κοντά μου, και ο ύπνος μου λάκισε, κι έφυγε από πάνω μου. Ξύπνησα. Ήταν η Μπάλια με την κεφάλα της σκυμμένη στο στήθος μου, βοσκούσε τη μυρωδιά μου, στρατάριζε στο πανοκόρμι μου και χρεμέτιζε με τη χορταριά, ανάμεσα στα δόντια της… Ηταν όμορφη και μοίριζε πρωτόγονα, αψιά, όπως κάθε ζωντανό που ολημερίς λάσσεται με τη γη.
Το κάθε χάραμα ήταν ένα πρωινό γλυκό σαν τον χθεσινό του. Μία γαλήνη και ανάπαυση με τους πρωινούς ίσκιους ημέρευε τους θορύβους από το χωριό που ξυπνούσε. Χαμηλά τα σπίτια, θαμμένα ανώφλια κατώφλια, τοίχοι στον ασβέστη, που κρατούσαν τον ήλιο ολημερίς, μονομπόι οι είσοδοί τους, και η χαμηλή μπασιά τους άφηνε να φέγγουν τα ξεροκίτρινα καλαμόπλεχτα νταβάνια. Χαμηλές στεγασιές από λάσπη και τσατμά, χωρίς πλατιά ανοίγματα στο φως. Καμιά πόρτα με σύρτες ή άλλα δυναμάρια από πίσω προστάτευε τις ανάσες και το βιός τους νύχτα-μέρα. Όσο δε, για τα όνειρά τους, μέσα σ’ αυτές τις μικρές κατοικίες τα κάνανε βεγγαλικά και φώτιζαν τις νύχτες τους…
Με τις καθημερινές, νέες οδηγίες του μπάρμπα Θωμά  ζεύαμε πρωί τα άλογα στα κάρα, εγώ με την Μπάλια πάντα και πιάναμε τον πλατύ δρόμο για τους αγρούς που είχανε θεριστή και οι «στάβες» περιμένανε να κουβαληθούν στ’ αλώνια. Άσπριζε ο δρόμος μέσα στο βάλτο από τη σκόνη. Ο ήλιος σε βασιλική πορεία, κατακόρυφα έκαιγε. Δεξιά και αριστερά χαντάκια βαθιά, μικρά κανάλια, γεμάτα με στάσιμα νερά και πλήθος κουνούπια μικρά και μεγάλα, γυρόφερναν, ακινητούσαν αβύθιστα στα νερά, επέπλεαν, στρούφιζαν, ξετρούφιζαν πάλι και χάνονταν στα διπλανά σιταροχώραφα, μέσα στα υψωμένα στάχια, που σαν λόγχες χρυσές αμέτρητες θροούσαν γυμνά, στον καυτό από τις πυρωμένες αμμούδες, φερμένο νοτιά, που μέρες τώρα τα ξήρανε και τα ετοίμαζε για τον θερισμό. Κι όλος ο κάμπος θερισμένος ή αθέριστος, γεννούσε, έτριζε, πύρωνε σαν ανεβασμένο προζύμι, πιασμένο μεσάνυχτα και μυστικά από αγριοβασιλικού μαγιά…
Μία γερακίνα βαρύσκιωτη, καμπίσια στο ίδιο γυμνό κλαδί του δένδρου κάθε πρωινό μας κοίταζε. Σήκωνα το χέρι μου και τη χαιρετούσα. Αυτή μ’ αφουγκραζότανε με κλεφτοκοίταζε, άνοιγε τα φτερά της, ο ίσιος της ζωγράφιζε το χώμα και σκάλωνε σ’ ένα πιο μακρινό δενδρί.
Ένα απόγευμα, εκεί στο σιγομάζωμα του ουρανού, με πήρε το σκοτάδι, φορτώνοντας το κάρο με δεμάτια. Ήταν μακριά τα στελέχη τους, με ποικιλία σίτου Villa glory και Enda. Τα τζιτζίκια δουλεύανε πυρετωδώς στη θερμή βραδιά και οι κοιλιές τους δονούσαν και πριόνιζαν τις ριπές του αέρα, με το τερέρισμά τους. Μικρά ξανοίγματα μέσα από θεόρατες λεύκες και αρχαία καραγάτσια, μικρά κομμάτια γης, λίγα μέτρα χωράφι με μαλακό λιμνόχωμα, όλα ίδια, όμοια με τον σβώλο του απέραντου βάλτου, τον καρπερό που μύριζε μπαγιάτικο αυγό. Τελείωσα, ασφάλισα δένοντας το φορτίο και τότε κατάλαβα ότι είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και ο προσανατολισμός μου είχε κάνει φτερά. Είχα χαθεί. Ήταν αδύνατο να οδηγήσω την Μπάλια με το κάρο κάπου, με γνώση προσανατολισμού. Ήχους ανθρώπινης παρουσίας, δεν δεχότανε τ’ αυτί μου, μόνο τριζόνια και βατράχια τάραζαν τη σιωπή. Όταν μόνη της η Μπάλια ξεκινούσε, εγώ τη φρέναρα, φοβούμενος μήπως χωθώ πιο βαθιά στην ερημιά.
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι το άλογο το ζεμένο στο κάρο γνώριζε και εύρισκε το δρόμο του. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησε πάλι η Μπάλια, την άφησα να πάρει τον  χαλινό στα δόντια της, και σε μισή ώρα, μόνη της, μ’ έβγαλε στον γνώριμο, μεγάλο δρόμο.
Μαζευότανε ο καιρός. Ο αλωνισμός άρχισε και προχωρούσε. Οι πατόζες κινητά εργοστάσια, με τις τροχαλίες τους πάνω σε μεγάλα ρουλεμάν με πλατείς ιμάντες, που πλατάγιζαν φονικά, αδράζανε την κίνησή τους από το μεγάλο βαρύ βολάν της ντηζελομηχανής του αλυσσοφόρου τρακτέρ LANZ. Τύμπανο περιστρεφόμενο, αντιτύμπανο ακίνητο, και από κάτω σίτες, κόσκινα, διάτρητα ταμπούρα, ατέρμονοι άξονες, εξωτερικοί αναβατήρες και τέλος το μακρύ κανόνι έστηνε ένα γύρω λόφους από άχυρο και στην κοιλιά τους τα θηρία αυτά, σάκιαζαν τα τσουβάλια με το σιτάρι. Έτσι οι ημέρες και οι νύχτες αναλαφροβαδίζοντας αλάργαιναν. Φώτισε ένα φεγγάρι, διάβηκε, ήρθε το άλλο…
Η εποχή κιότεψε. Έκλεισε το δίμηνο. Τέλειωσε η διάρκεια του ουράνιου τόξου της εφηβικής μου ζωής. Οροφουργός η μεγάλη καμπύλη με τους ιριδισμούς της στάθηκε πάνω μου αλλά πολύ υψηλά. Κι ήθελα τόσο με τα χέρια μου να τ’ αγγίξω… Να το πιάσω, να τυλιχτώ μέσα στις έγχρωμες δροσιές του, να το νογώ και να αιωρούμαι, αρμοδεμένος μαζί του στον ουρανό…
Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι δεν άναψε. Και το πρωϊνό του άχνιζε επειδή είχε βρέξει τη νύχτα δυνατά. Με το φίλο μου καβάλησα το φορτηγό αυτοκίνητο. Ξημέρωσε. Άφησαν πίσω μας οι ρόδες του τα σπίτια του χωριού. Από την ανοιχτή καρότσα του, το βλέμμα μου προβόδισε, το χωριό που έφευγε… τα σπίτια μίκραιναν… μίκραιναν, αδιάκοπα μίκραιναν και σβήναν. Τώρα έμεινε μόνο το κανάλι δίπλα δεξιά να συνοδεύει, ανάποδα το φορτηγό προς τα πίσω, για το χωριό. Εμείς φεύγαμε προς την πόλη μας, αφήνοντας τον ήλιο και στην Μπάλα, το μέλημα για τις κρεβατίνες των σπιτιών που καρπισμένες, με τους μαστούς τους, κρεμούσαν χοντρόρογα REBIE, σταφύλια.

Λελέκια = δρεπάνια θερισμού, χωρίς πριονωτή την κόψη τους.
Γκέμι = χαλινός στο άλογο
Σβανάς = σουγιάς αγροτών με πριονωτή τη κόψη τους.
Φόρτομα = χοντρό καναβένιο σχοινί, που δένανε τα φορτία στα κάρα.
Στάβες = 13 δεμένα δεμάτια στάχια, κάνανε μία στάβα. Μία αγκαλιά θερισμένου σιτάρι τη λέγανε «δρομή». Δύο ή τρεις «δρομές» ήτανε το θερισμένο δεμένο δεμάτι σιτάρι.
Πατόζα = αλωνιστική μηχανή του 1950.
Ζαλίκη= φορτίο στην πλάτη
Μαλκότς= Ντηζελομηχανή μονοκύλινδρη ελληνικής κατασκευής.