Το γνέψιμο της Άνοιξης

Ο χειμώνας από ημέρες ξεπόρτισε. Άλλαξε πρόσωπο ο Θεός, έβγαλε τη μάσκα και ο κόσμος μαζί με την Ημαθιώτικη γη δρασκέλησε τον χειμώνα. Οι κοντόπνοες χειμωνιάτικες ημέρες σώθηκαν, ξεπέζεψαν, κι όλα πάλι από την αρχή ξεκινήσανε. Το αόρατο γνέψιμο έγινε ορατό. Άρχιζε η Άνοιξις. Μυρωδιά από ανθισμένα δένδρα, μυρωδιές από χόρτα και οι δροσούλες να τρεμοπαίζουν λιγωμένες στα φύλλα. Το φως είχε πιάσει να γλυκαίνει... Στα βουνά τα χιόνια έλιωναν, τα μονοπάτια τους γλιστερά γυάλιζαν και στον κάμπο περνούσαν πότε-πότε κάτι χνώτα χλιαρά και μυρωμένα, που ξεπέταγαν και ξεσάλωναν την ψυχή. Αυτά τα γλυκά ανοιξιάτικα κύματα αέρος την γέμιζαν ανεμώνες και οι ελληνικοί ζέφυροι, απαλά ξέπνοα Δυτικοβοριαδάκια συναντούσαν και αναλούσαν τα χιόνια, υψηλά στο Βέρμιο, σε πεντακάθαρα νερά, κρουσταλλένια, μικρούς χείμαρρους, που κατέβαιναν τραγουδώντας αδιάκοπα και ξυπνούσαν τις ιτιές, ριγώντας τα φύλλα τους...


Άνοιξη και ο  τρελομάρτης κάλπαζε. Μπαινόβγαιναν τα νυκτοήμερά του, γρήγορα αλαφιασμένα, με τη νύχτα να κυνηγά την ημέρα νωρίς ακόμη, από τις απογευματινές τις ώρες, όταν η ημέρα λύγιζε και το φως του ήλιου αρπαζότανε από τα όμορφα βαμμένα χρώματα των τοίχων των σπιτιών, και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Γαντζωμένο περίμενε εκεί, μέχρι οι πρώτες χνουδωτές σκιές να φανούν από τη γη και να υψώσουν... και στην προχωρημένη νύχτα να γίνουν ένα, σκοτάδι πίσσα... “Περισκοπείν άστρων” από το στενό παράθυρο με τα αστέρια κρεμαστά να αχνοφέγγουν, θολόθαμπες άχρωμες στουρναρόπετρες, πυριτολίθαρα, να τσακμακίζουν και να ζητούν την ίσκα, να την σπιθίσουν για να καπνίσει...



Πάντα της άνοιξης η παρουσία είναι συναρπαστική και γοητευτική. Ελπιδοφόρα με μια μοναδική μαγεία, να δίνει χρώμα στον κόσμο της ψυχής, όταν αυτή  θαμπώσει, γλυκό ήχο στο κελαρυστό νερό της βροχής, και πανικό για το νυχτερινό κελάηδεμα του αηδονιού, επειδή θα τελειώσει με τη νύχτα...



Αναπνοή στην αναπνοή του ανθρώπου, που πλαντασμένη ασφυκτιά και χάνει τον ρυθμό της, κόβεται, όταν ψυχανεμίζεται ένα γύρω, ότι είναι μπλοκαρισμένη και με τίποτα δεν γλιτώνει... Μισοκαθισμένος, πάνω στα κάγκελα της Εληάς, στα νιάτα μου, άφηνα τα πόδια μου να αιωρούνται, σε κίνηση εκκρεμούς, ενώ μερικά μέτρα χαμηλότερα άρχιζε η θάλασσα του βαθύ πράσινου. Τα χωράφια από  ημέρες είχανε χλοΐσει, στα φυτρωμένα σιτάρια, δείχνανε ένα κουτοκουρεμένο γρασίδι, ωσάν ένα κολλαριστό μονόφαντο σιέλ σεντόνι στρωμένο με γυναικεία επιμέλεια και προσοχή. Οι κυματιστές, πυκνές παπαρούνες σε συνέχεια, άλικα Πασχαλιάτικες άγριες στην ομορφιά του έντονα κόκκινου, παραδομένες και δοσμένες στον ερεθισμό του οργασμού της άνοιξης, μεταμορφωνότανε σ’ έναν ατέλειωτο σε πέρας κήπο, ώσπου τα μάτια σου μπορούσαν να φτάσουν και να καταγράφουν κάθε ανάσα των πετάλων, κάθε μαυλιστική κίνηση των σκούρων σέπαλων, σ’ ένα ρυθμό παραγωγής, ασύγκριτης ποιότητας νέκταρ, αλλά και ομορφιάς και φυσικής παρουσίας...



Αρκετά μακρύτερα, φαίνονταν τρεμοσβήνοντας από τις αντανακλάσεις του φωτός, τα μικρά τότε, σπίτια του χωριού Κουλούρα. Εκεί τέλειωνε ο ορίζοντας στα μάτια μου, κι ο ουρανός έσμιγε με τη γη, με άπειρη τρυφεράδα, όπως ακριβώς τα αντρικά χέρια, τυλίγουν τους ώμους της γυναίκας, που με θηλυκιά  εγκαρτέρηση αφήνεται σ’ αυτά...



Τα χελιδόνια, βιαστικά πρόσχαρα, αστραπές στα μάτια, ψάχνανε υψηλά, ραμφοχαϊδεύοντας και ψηλαφίζόντας τους τοίχους των σπιτιών, για στεγνές, στέρεες πέτρες, γωνιές σίγουρες για να “κλαρώσουν”.



Κι άλλα πετώντας λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα, σπάθιζαν τον αέρα και κάρφωναν τα ράμφη τους στα μικρά έντομα που είχανε ξελιθαργώσει οι γλυκές, θερμές πνοές του Μάρτη, από τη νάρκη του χειμώνα και χαμοπετούσαν μικρά σμήνη, σε νέφη σκούρα και κυματιστά.



Δυο ζεύγη νιόφερτα, από την Αραπιά, λελέκια, διαγράφανε μεσούρανα μεγάλους κύκλους, με την αυτή περιφέρεια και διάμετρο, τέλειοι ουράνιοι γεωμέτρες, με το ίδιο αφτέρουγο μονόκορδο και μονόκορμο ταλάντεμα, σχεδόν με ακίνητες φτερούγες, ψάχνοντας στέρεα ξεροκλάδια, καμπίσια δένδρα, μοναχικά ξεκομμένα να φωλιάσουν...



Κι οι κοπέλες της Βέροιας, οι όμορφες οι ανοιξιάτικες με το κορδονάκι του Μάρτη στον καρπό τους, φρεσκολουσμένες, με βλέφαρα να χαϊδεύουν απαλά τα μαύρα μάτια, τα μπιρμπιλωτά και με “στηθάκια αναμμένα... του κόσμου οι καημοί” όπως τάθελε ο Μαλακάσης ο ποιητής, ανάσαιναν βαθιά τον μυρωμένο της χλωροφύλλης αέρα, στο αδύναμο πρωινό θάμπος, μετά από ένα νυχτερινό όνειρο, συνηθισμένο χωρίς έξαρση, με κατάλοιπο μόνον, ενός γλυκού και απροσδιόριστου στο στομάχι κενού... Σε ελληνικά, ζεστά χρώματα, φυσικά σκούρα, με τόνους καστανούς, οι νέες, δεν είχαν σχέση καμία με αυτά τα σημερινά βαμμένα ξανθά μακαρόνια, όλες αυτές τις σημερινές Γκρέτχενς (Gretchens) ή τις βόρειες σε απομίμηση Σκανδιναβές Βαλκυρίες, με τα ξερά πατολειωμένα στάχυα και πρόσωπα γαλάζια, ανόρεχτα με λουλακί άτονο βλέμμα...



Άνοιξη, χωρίς το δάκρυ της Μ. Εβδομάδας δεν νογάται. Θεϊκή μπαγκέτα κατευθύνει το ουρανοδόξαρο της Βυζαντινής Μουσικής όλη τη Μ. Εβδομάδα σε ύμνους και τροπάρια. Και ο ιδρώτας του Ιησού “ωσεί θρόμβους αίματος” στην Γεσθημανή, μέχρι το “λαμά σαβαχθανί” στον Γολγοθά ήτο η αγωνία του, αν η ανθρώπινη ζύμη, θα δεχότανε το δικό του προζύμι για μια νέα γλυκιά ανθρώπινη σχέση και συμβίωση...



Οι τρεις στάσεις των εγκωμίων, τα ωραιότερα ποιητικά μοιρολόγια, μαζί με τους λεμονανθούς και τα ροδόνερα κατευοδώνουν και μοιρώνουν το σώμα του Ιησού. “Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες, θανατούσιν ως ξένον. Δος μοι τούτον τον ξένον, ινα κρύψω εν τάφω, ον ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι” ο ευσχήμων Ιωσήφ, εξαιτεί και κηδεύσας απέθετο. Αυλαία στο πονεμένο δράμα του Ιησού.



Στη Βέροια η ζωή συνέχιζε τον κύκλο της, μ’ όλα τα ανθρώπινα σουσούμια και σκέρτσα, όπως αγάπες, χωρισμοί, γέννες, βαφτίσια, εγγόνια, θάνατοι...



Έτσι λοιπόν, όσοι τον αψηφούσαν και δεν δοκίμαζαν να... κρυφτούν, ο χάρος τους ξεχώριζε και τους σημάδευε... Και τότε οι μεν γυναίκες βάζανε μαύρα τσεμπέρια, πένθιμα, οι δε άντρες άφηναν τα γένια τους να ποταμίζουν στο στήθος τους για μέρες, ανάλογα με το ύψος της θλίψης τους. Παράλληλα πιάνανε δουλειά οι μαραγκοί, οι παπάδες και οι ψάλτες. Και στον κατήφορο για “σακάτ”, η ιππήλατος Δημοτική νεκροφόρα, μαύρη και άραχνη, με τα κρόσσια και τις φούντες της, κρεμασμένες να πηγαινοφέρνουν, σύμφωνα με τον βηματισμό της φοράδας που στολισμένη κι αυτή, με μια ανάλογη μακρύποδη πλερέζα μέχρι τα πέταλα, εξασφάλιζε στον αδιάφορο “ταξιδευτή” τη σίγουρη άφιξή του στη “νύχτα” του τάφου. Η αγριοφωνάρα του Θεμιστοκλή Μπουλασίκη ιεροψάλτη του Ναού της Μητροπόλεως, με τους βρυχηθμούς της και τα λοιπά ψαλτάδικα τσαλίμια, γινότανε ο προπομπός λόγω ήχου, και τάραζε τη μακαριότητα της οριστικής κατοικίας... Τρομαγμένες και ξεσηκωμένες από τα κυπαρίσσια οι δεκαοχτούρες χαμηλοπετούσαν και τα κιρκινέζια σπινόφωνοι φωνακλάδες, συντέριαζαν το όλο σκηνικό με τον ήχο του τρίτου πλάγιου “δεύτε τελευταίον ασπασμόν”.



Κολλητά με το Νεκροταφείον βρισκόταν τότε, εν ενεργεία το Νηματουργείον των Αφών Χατζηνικολάκη. Επιχειρηματίες τα 5 αδέλφια, όλη την ημέρα βολόδερναν εκεί, εργαζόμενοι και οι ίδιοι. Μια καλοκαιρινή ημέρα με συναντά ο γείτονάς μου ο Χαρίλαος Χατζηνικολάκης, ένας από τους πέντε. Βεροιώτικη ομιλία και Βεροιώτικη προφορά. Δεκαπεντάχρονος εγώ τότε, μου λέει:



“Η Φιλιππάκης η τρανός, κυζηρά ένα πιδί, για λίγον κιρό. Να συμμαζέπς τις κόρδες απ’ του ουργουστάσιου. Το μιρούσιου 23 δρχ. χωρίς τον ΙΚΑ. Άκσες χωρίς τον βιρανέ του ΙΚΑ. Θέλτσ; Ιπέμι αγλήγουρα”. Ο Φίλιππος ήτο ο μικρότερος των πέντε αδελφών, αλλά το “τρανός” πήγαινε στο ότι ήταν το αφεντικό στο εργοστάσιο. Δέχτηκα και πήγα. Αλλά γρήγορα το μετανόησα, επειδή δούλευα 10 ώρες την ημέρα συνεχώς και εξαντλητικά και ίδρωνα. Πολύ ίδρωνα σαν να άνοιγαν πάνω μου βρύσες, και οι ώμοι μου πονούσαν και οι καρποί των χεριών μου πονούσαν και η μέση μου πονούσε από το συνεχές ανασήκωμα. Συναντούσα καθημερινά στις έρημες σκεπαστές αποθήκες κοντόχοντρες κερατωμένες οχιές, σκόνη πολύ, καθισμένη παντού, κι ένας αέρας βρώμικος και η βρωμιά του αιωρείτο στο κιτρινοκόκκινο φως της σκονισμένης ηλεκτρικής θαμπής λάμπας...



Κουβαλούσα και τακτοποιούσα δέματα με μπλε κόλλες τυλιγμένα και τα αριθμούσα με πινέλο. Ήταν τετράγωνα ορθογώνια δέματα, με κουβαρίστρες μεγάλες, σχοινιά, σχετικά με πάχος λεπτό, αλλά πολύ στερεά, παραγωγής τους. Τα λέγανε κόρδες. Έτσι, λοιπόν, κουραζόμουν πολύ κι ήθελα να τα παρατήσω, κι έπειτα κουραζόμουν ακόμη περισσότερο και ξεχνούσα να τα παρατήσω, ζούσα κάθε λεπτό μέσα στην αραχνιασμένη αποθήκη, χωρίς την ελπίδα να ξεφύγω στο φως, κλεισμένος μέσα της, χωρίς τη διαχωριστική οροφή, το ταβάνι, από τα δοκάρια που συγκρατούσαν τα κόκκινα πλατειά κεραμίδια “Φιλίππου”.


Έμενα εκεί και δεν τα παρατούσα, γιατί είχαν τη δυνατότητα του “πουθενά” μετά, αν τα παρατούσα...


1) Περισκοπείν άστρων = κοιτώ την πορείαν τους.

Εν Μονάχω...

          Η κυρία Μαρία, ξεριζωμένη Πόντια,  δύο φορές ένοιωσε την προσφυγιά. Η δεύτερη ήτο το 1940, διωγμένη από τους Βουλγάρους απο τα χωριά της Δράμας. Μεγαλογυναίκα γερασμένη, ρίζωσε στη Βέροια, έγινε εργάτρια γης, ξενοδούλευε σκυμμένη στο χώμα. Θεοφοβούμενη και κοντά στα εξήντα της, θέλησε να κάμει το τάμα τη,  να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, στην Ιερουσαλήμ.
          Έτσι λοιπόν, αφού πήγε και γύρισε, και έκαμε το Χατζηλίκη της, πήρε το προσωνύμιο Χατζής – Χατζάβα Μαρία. Ως τα βαθιά γεράματα, μέχρι που το καντήλι της σώθηκε, εκεί στην Κομνηνών της Καλλιθέας έμενε, σ’ ένα χαμηλό ισόγειο σπιτάκι, με ασβεστωμένους τοίχους, που το φως του ήλιου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ αυτούς ολημερίς.
          Εργατική, από το ξημέρωμα σάλευε στην αυλή της, όταν ακόμη ο Αυγερινός αγρυπνούσε  και  μέσα  στην  άγια πρωινή γαλήνη, γονατιστή «εκ νυκτός όθριζε τον Θεόν».
          Με τις πρώτες σιταρήθρες να κορφοπετούν, έστηνε τοιχάκια, μικρά ξερουντούβαρα, τα ύψωνε, τα στέργιωνε και μάζευε εκεί το λιγοστό κατάστεγνο, σβολιασμένο κοκκινόχωμα, το ξεδιάλεγε από τις μικρές ή μεγάλες πέτρες, κι όταν πάλι το τσαπί της ξαναχτυπούσε, τα νέα στειρολίθαρα σωσμό δεν είχανε…
Μια στεγνή, στενή λιτοδίαιτη γης φάνηκε. Ένα μικρό περιβόλι, κάθε πρωινό, άχνιζε μέσα στην πρωινή αχλή , και μικρές κόκκινες τριανταφυλλιές , όμορφες κυμάτιζαν με τον πλούσιο καρπό τους, τα ηλιοθρεμένα τριαντάφυλλα, να λυγούν  τους μακρύς μίσχους τους ανάερα, προς τα κάτω, ενώνοντας τη μυρωδιά τους, με του μενεξέδες και τα συντρόφια τους, τους πανέμορφους πανσέδες, μικρές πράσινες τούφες, με τριγωνικά μεγάλα πέταλα του άνθους, μωβ, κίτρινα, άσπρα χρώματα, στην ίδια βελούδινη πλευρά τους. Οι γλάστρες με τον  βασιλικό  τριγύρω και οι κατιφέδες με τ΄ αγιόκλημα, κίτρινα ανθάκια μυρωμένα στην εποχή τους. Μοναδικά στολίδια, ατίμητα γιορντάνια με τις μικρές δροσούλες της νύχτας, κολλημένες επάνω τους, ερωτικές στάλες, μοίραζαν απλόχερα τη χάρη της ομορφιάς τους, στο βλέμμα.
          Λίγο πιο μακρινά, στην αρχή της οδού Κομνηνών, θρόνιαζε ένα μέρος - τόπος,  βαθιά σκιερό, λιτό με θεϊκή ερημιά,  με υψηλά πλατάνια και το αγριογιασεμί με τις περικοκλάδες του να στοιχίζει φυσικές πέργκολες, μικρή ερωτική λαγκάδα, πνιγμένη στο άγριο πράσινο με αγριόδεντρα  και αγριοπούλια που αναπετάριζαν μέσα στα πυκνά φυλλώματα τους ατελείωτα, ακόμη και τις νύχτες, όταν γάργαρο το φεγγάρι ψηλά ταξίδευε και με ανείπωτη τρυφεράδα τα χρυσοφέγγιζε…
          Ένα μέρος του ήταν βαρκό, με το νερό νάχει καταμουλιάσει το χώμα, με φυτρωμένο μπόλικο ψαθί  ψηλωμένο και καλαμιές. Όταν διέσχιζα τον καλαμιώνα, τα καλάμια λύγιζαν στο πέρασμά μου και φιλούσαν τα νερά.  Στο σκύψιμό τους, σιγαληνά θρόιζαν και μουρμούριζαν. Σκεπτόμουνα σε ποια γλώσσα μιλούν !!! Ήταν τότε η παρθένα έκταση γης, που σήμερα την σκεπάζει η Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, με τα τσιμέντα της ένα γύρω, και η διπλανή Δημοτική παιδική χαρά, μεγάλη, όμορφη και άνετη. Ευτυχώς…  Εκεί μέσα είχαν σμίξει και συμφιλιωθεί όλα αυτά, χρώματα, ήχοι, δένδρα, πουλιά και είχαν συνθέσει στο ακέραιο  τον Θεό με την αρμονία του. Εδώ στο κράσπεδο του Θεού, όταν η μέρα κοντόσωνε στο τέλος της , η Χατζάβα Μαρία, εύρισκε σε μια άκρη του, σ’ ένα βραχάκι, το κουράγιο της. Βαριά τα βαθιά γεράματα, όπως βαρύ και ασήκωτο το κουμάρι όταν γέμιζε νερό από την βρύση,  με την κουκουνάρα – πώμα  να κρέμεται σαν κουδούνι άλαλο, από το λαιμό του.
          Τη βαθιά της πίστη στο Θεό και την εκτυφλωτική του λάμψη στην καρδιά της , την φύλαγε  και την  χάριζε τη στιγμή που θα γροικούσε τον Χάρο να ζυγώνει. Οι συγκινήσεις από τις λέξεις  αγάπη, ταπείνωση, χρέος, Θεός,  παράδεισος, την συνετάραζαν και με το μικρό γλυκό χαμοχείλη της έδινε την βεβαιότητα, ότι όλα αυτά από χρόνια είχαν σβολιάσει μέσα της βαθιά και ρίζωσαν, μικρά στρουφά κεντίδια , όπως ακριβώς οι φύτρες των σπόρων, που φουσκώνουν απο τη βροχή και ξεμυτίζουν σαν πράσινα λοξολυγισμένα αγκίστρια που ζητούν αρπαχτά να βυζάξουν χώμα και να στεργιώσουν…
          Η  Χατζάβα Μαρία, κρατώντας πάντα ένα κλωνί βασιλικό, μονομιλούσε όταν αργοβάδιζε. Είχε την συνήθεια αυτή, ώρες μόνη της να μονομαχεί και να αντιπαλεύει, με όσα της φαινόντουσαν παράξενα , έξω από τα καθημερινά της.  Πολλές φορές φωναχτά μιλούσε για την καλοσύνη του Θεού, που συγχωρεί τις ανθρώπινες κακίες, για τον κόρφο του Θεού που χωράνε όλοι.
          Είχε μεγάλο καημό  με μια εικόνα αγίων, που της χαρίσανε σε κάποιο Μοναστήρι, που ήτο ζωγραφισμένη όχι με την συνηθισμένη βυζαντινή   αγιογραφία,  αλλά   που  παρουσίαζε αγίους Ροδομάγουλους
και Χορτασμένους με λαδωμένες χωρίστρες στα μαλλιά τους και μια ανάλογη μορφή Παναγίας με μπούστο Βαβαρέζας, έτοιμη  θαρρείς για τσάμικο…
          Ευλογούσε τον θάνατο και τον περίμενε, χωρίς μεγάλες ψυχικές έγνοιες κι όταν η κουβέντα  τόφερνε, το πρόσωπό της το κάλυπτε ένα γλυκό φωτοχαμόγελο σαν να έμπαινε στον παράδεισο…
          Τελευταία φορά συναντηθήκαμε, εκεί στο συνηθισμένο  της γιατάκι.  Στην αυλή της κάτω από την μυρωμένη σκιά που άφηνε το Αγιόκλημα. Ανασηκώθηκε από το σκαμνί της, ξεκύρτωσε τη λυγισμένη μέση της, άνοιξε τα χέρια της, αγκαλιαστήκαμε.  Μου έδωσε σκαμνάκι, κάθισα.  Η ημέρα ζεστή, ο ήλιος έλαμπε στη δύση του, την κοίταξα. Καθαρή δεν μύριζε ξινίλα  ούτε λιβάνι.  Αδύνατη μόνο, τα μικρά της μάτια λόξευαν, μαύρες στενές ελιές, μέσα στις ζάρες του προσώπου της.  Κι  όταν μίλησε η φωνή της, ήταν γεμάτη, παράπονο ενδιαφέρον, ερωτική. Με ρώτησε με τα πιο άγια λόγια:  Μέρ’  εχάθες;  Της απήντησα στη Γερμανία, εν Μονάχω, χαριτολογώντας.  Συννέφιασε, σκέφτηκε   και   γεμάτη    φροντίδα    έδωσε    τη    δική    της     εξήγηση.
«Στη Γερμανία, ένας και μοναχός».
          Από τότε φίλε Αναγνώστη, ο Καιρός έγινε πουλί, και η Αγάπη πλούτισε την ψυχή, κι ας μένει φυλακισμένη μέσα στη σάρκα.  Έγινε  αστραπή, φώτισε, κι ένας αμόλευτος αέρας, ακατοίκητος θαρρείς, φύσηξε δυνατά και η ζωή φάνηκε μ‘ ανθρώπινη  έγνοια. Μέρ’ εχάθες;
          Το συναίσθημα της τότε ώρας και στιγμής για μένα κούμπωσε εκεί και δεν ξεκουμπώνει… Γίνεται κόμπος στο λαιμό μπορεί και λυγμός….
Μέρ’  εχάθες; !!!

Κουμάρι :  στάμνα,  πήλινο λαγήνι.
 Δημοσιεύθηκε  στην «Βέροια» Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Γυμνά χρόνια...

          Τα τέσσερα περίπου χρόνια που βιώσαμε αμέσως μετά τον Αλβανικό πόλεμο και κάτω από την πίεση της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής, ήσαν δύσκολα με καθημερινά, πολλάκις ανυπέρβλητα εμπόδια επιβίωσης και προσωπικής ταπείνωσης. Η θύελλα της καταστροφής που ενέσκηψε, μας  κάλυψε και μέσα από τα ταραγμένα της πάθη, ωσάν άσχημα χνώτα, μας άφηνε να νιώθουμε, ότι ήμασταν πια , φτηνά θρύμματα άχυρου, έρμαια από την συναίσθηση της ανημποριάς στη ελπίδα.  Να σιγοχάνεσαι και να φτουράς σαν κολώνα πάγου, δίπλα σε φουντωμένη φλόγα. Να αποζητάς όλη την ανάσα σου, κι αυτή μισή και σφυριχτή, σαν γόος, να μπαίνει στα στήθια σου. Βλέπεις ήσαν άλυτα, σφιχτά τα πλοκάμια της κατοχής.
          Πολλά γεγονότα μεγάλα ή μικρά συνθέτουν τα χρόνια εκείνα, που πάντα είχανε κόστος καταστροφής ή απώλεια ζωής και είναι δυνατόν εύκολα να ιστορηθούν. Ένα μόνο μένει αδύνατον να μεταφερθεί μα ακρίβεια και αληθινά.  Το άρωμα της εποχής. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με την άχνα των τότε ανθρώπων, που τη συνθέσανε, να είναι στην ουσία ανεπανάληπτη και μοναδική. Και έτσι μένουν οι στιγμές εκείνες, με τις γεύσεις τους, αδοκίμαστες από τους επόμενους, και να τις παίρνουν οι άνεμοι του χρόνου…
          Η νίκη και οι νικητές . Η υποδούλωση… Οι σκληροί γερμανοί με τα μάτια που πέρνανε το χρώμα του σχιστόλιθου. Πέτρινα . Οι στερήσεις και η πείνα. Οι εποχές του χρόνου. Τα καλοκαίρια και οι χειμώνες και η εναλλαγή τους πάντα απαράβατη και καθιερωμένη, στην ώρα της, ακριβώς σαν την Ανατολή και τη Δύση του ήλιου… Αρχίσαμε να πεζοπορούμε, να ζητούμε τη λύση της πείνας έξω, στα σταροχώραφα των κοντινών χωριών, και μέχρι του βάλτου την περιοχή ακόμη, που μετά τον θερισμό τους, όλο και κάτι έμεινε από στάχυ κοντοκομμένο ή σπασμένο από το ξερό καλάμι του.
          Δυο μικρά αγόρια, εγώ και ο αδελφός μου, γεμίζαμε το τσουβάλι που έσερνε η μάνα μας. Όταν γέμιζε το χτυπούσαμε με ξύλινο ραβδί, το θρυμματίζαμε, και προς το απόγευμα το λιχνίζαμε και ξέχωρα από τα άγανα, το στάρι, η θρυλική « μεντάνα » θησαυρός στα πόδια μας λόφιζε…
          Συχνά μας προλάβανε η νύχτα και ο ουρανός  άδειος, ξεπετούσε ένα- ένα τα αστέρια του, που τρεμόφεγγα μας  γελούσαν και ξεχνούσαμε, μετρώντας τα, την πείνα…
         
Άλλοτε πάλι, ξαφνικά, μας πλάκωναν βαριά καλοκαιρινά σύννεφα, σκοτείνιαζε, η γη με τον ορίζοντα ίσιωναν, γίνονταν ένα. Ζητούσαμε προστασία σε μικρά κανάλια, στα πλαϊνά τους;, σκεπασμένοι με τσουβάλια χαράρια. Τρείς ένα κουβάρι…  Από πάνω μας,  κι ολόγυρα, οι βροντές και οι αστραπές κυριαρχούσαν  και γέμιζαν με χρυσαφένιες καδένες, με ατελείωτες μακρινές ουρές, λάμψεις φονικές που ακουμπούσανε σε λοφάκια και βυθιζόντουσαν στο χώμα, μια έντονη βρώμα μυρωδιάς από θειάφι και πυρωμένο σιδερομαντέμι. Αδιάφορα μακροπόδαρα, ένας λαός μυρμήγκια, έτρεχαν παλαβά εδώ και εκεί, γύρω από μεγάλες μυρμηγκοφωλιές, ακούραστοι διακονιάρηδες. Σηκώνανε τις διπλές κεραίες τους , μυρίζανε τις παλάμες μας, και γρήγορα στρέφονταν πίσω…
      Ξεθαρρεύαμε, ψάχνοντας πιο μακριά, ατρύγητα από σταχομαζώχτρες,
σταροχώραφα , μέχρι τα κτήματα του Μπονάνου.  Περαστικοί βόϊδοαραμπάδες, βαρείς , αργοκίνητοι , μας βοηθούσαν στην μεταφορά του φόρτου και στην μετακίνησή μας.  Η θωριά του ξωμάχου αγρότη , ξέκοβε καθαρή, καταμεσής του αγρού του , στεγνή , μοναστική, δουλεμένη, από το λιοπύρι, τον λίβα, και το άγανο, στην ώρα του θερισμού και της συγκομιδής. Με τα μακρυκέρατα καματερά του, δίπλα στο μικροκάναλο, με τις ανοιχτές γκιόλες, να αναμασούν αργά, κάπως αιώνια στημένα, το βοσκημένο  τρυφερό κοντό ψαθόχορτο, που νεοβλάστιζε ανάμεσα στις θεριεμένες ξηροκαλαμιές.  Λεύκες και Καραγάτσια σε πυκνή γραμμή, μοίραζαν δροσιά, άλλαζαν της ζέστης τα χρώματα, κι η Ανατιναγμένη, με χοντρά δοκάρια –σανίδες  ζεμένη, ένωνε πάλι τον κομμένο χωματόδρομο προς την Κρύα Βρύση. Φλαμουριές και ιτιές μακρόκλαδες, γυρτές, βαρυμύρωναν τον αέρα, και στα ψηλά κλαδιά τους , τα φύλλα τρεμόπαιζαν, φλοίσβιζαν και σίμωναν κοντά σε πρωινή, ακύμαντη θάλασσα μ’ ακρογιαλιές…  Καταπράσινα ψηλόκορμα γκαγκάνια, με τα μοβ  ολάνοιχτα , αγκινάρες, λουλούδια, τον πλημμύριζαν το ανάχωμα του ήρεμου Καρά  Ασμάκ ( Λουδία).
         Έτσι ένας μοβ, βελούδινος κατιφές, άπλωνε την πραότητα του, μ’ όλη την χαρακτηριστική τρυφεράδα και υποταγή γερμένων λουλουδιών προς την αναμονή της ανατολής του ήλιου… Ένας μακρινός επίμονος Γκιώνης, βεγγέρα στη νύχτα, φώναζε. Κι η φωνή του βραχνή, μόνη και παρήγορη, μέσα στο σκοτεινό σύνορο έμοιαζε να ακούγεται δυο φορές με την αντήχηση, και  ήταν  πράγματι, μια  διπλή έκκληση, μια επίκληση ικεσίας,
 « στην άμμο του χρόνου» την κλεψύδρα, για τη νύχτα που αραίωνε…



          Η ψυχή και η διάθεση άλλαζαν, κι εφορία μπόλι στο αίμα, άφηνε το πρωινό αγέρι να κολπώνει το πανί… και να μικραίνει την πείνα    μαζί με
τα λίγα ακόμη στάχυα που ρίχναμε στο σακί… Σ’ αυτές τις άγιες πρωινές βαλτίσιες  ώρες, η ατμόσφαιρα έμενε, έντονα διαυγής, τόσο που η ίδια χανόταν μαζί με την απόσταση, κι έμενε μόνον ένας όμορφα σιωπηλός χώρος με τους λάλους ερωτύλους φρύνους, να σιωπούν και οι κούφιοι κρότοι, από τους ασυνεχείς πίδακες των γύρω Αρτεσιανών να θυμίζουν μακρινά άφωτα βεγγαλικά…
          Οι χειμώνες στα χρόνια της κατοχής, έρχονταν νωρίς, φθινοπωριάτικα. Παράξενοι,  ανυπόμονοι, με βαθιά σύννεφα να τους ακολουθούν, από δικούς τους, γνώριμους δρόμους, κοφτά μονοπάτια, βολικά ούρια τρελομελτέμια πελαγίσια, για να είναι πάντα στη ώρα τους, με τους βρυχηθμούς, τα μπουμπουνητά και τα βροντοκυλίσματα… Οι  αστραπές, κνούτο με φωτεινές απολήξεις, βίτσιζαν βίαια τον αιθέρα με απανωτές καμτσικιές, ώσπου εκατομμύρια στατικά Volt, ελευθερώνονταν σπάταλα, και αστρικές φωτοχύσεις, κάνανε τον ουρανό να φωτοτρέμει. Ο ορίζοντας , ρευστός,  αβέβαιος να χορεύει  εμπρός και να χάνεται. Η καταιγίδα εμφανιζόταν αρχικά με αραιές χοντρές στάλες, μετά η νεροποντή έριχνε το βρόχινο νερό δαρτό, σαν να ήθελε να πνίξει τον κόσμο… Ένα πρωτοφανές κρουνέλιασμα παγωμένου νερού, μέχρι που τα χαμηλά σύννεφα άδειαζαν… Μετά όλα ησύχαζαν, γαληνεύανε και μόνο τα στερνά λειψοσουρωμένα απόνερα από τις αστρέχες, πλατάγιζαν στο χώμα, με μεγάλες φουσκάλες.
          Τα πρώτα παγωμένα ρίγη ανέμων, έφεραν τα αναμμένα ξυλοκάρβουνα στα μαγκάλια, να κοκκινίσουν τους γυμνούς μηρούς, προσπαθώντας να τους ζεστάνουν. Μια κρεμαστή πάνινη  σχολική τσάντα, με ένα δύο,  σχολικά βιβλία και τετράδια, ένα μολύβι FABER No 4, μοιρασμένο στη μέση , με τον συνομήλικο αδελφό μου, και γραμμή μεσημέρι για το σχολείο. Στο 6ο Δημ. Σχολείο.
          Εκεί μεγαλώναμε μετρώντας την πείνα σε ημέρες και περιμέναμε την άλλη μέρα, τη γιορτινή, όπως μας την υποσχότανε ο Δεκέμβριος με τα Χριστούγεννα. Απαλές βροχές, πούσια σκοτεινά, ξεσηκωμένα Τριποταμίσια δρολάπια, τα νερένια χάδια της Βέροιας, με τα μακρολαίμικα  αγριονησάρια φωνακλάδικα να πετούν από το βοριά, χαμηλά  για τα νερά του Βάλτου. Το χιόνι ολονυχτίς δούλευε , ώστε ξημερώνοντας να κάμει την έκπληξη σε μας και στον μουρτζούφλη ήλιο…Η ημέρα φάνηκε, ανασύστηκε και ξύπνησε παγωμένη… Ομορφιά απλωμένη στο χώμα, στις σκέπες, στα φυτά , στα δένδρα.


Σ’ αυτό το πάλλευκο πρωινό τοπίο, το απάτητο, οι πρώτοι γερμανοί στρατιώτες, τα λίγα άλογα με τα κοφίνια τους ζερβόδεξα στεριωμένα, μερικές κατσίκες, κατάφερναν με τα χνώτα τους, δυο μακρινές στήλες διακοπτόμενης ανάσας, να δίνουν το χρώμα της κίνησης και της ζωής… Αυτό το ίδιο πρωινό, κρύο ξύπνημα, μεταφερότανε και στα στενά δρομάκια της Αγοράς, μετά εμπορικά, να ανοίγουν, για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες ζωής, και τα κάθε είδους εργαστήρια να ανεβάζουν τα ξύλινα κεπέγκια  μαύρα και παιδεμένα.
          Εκεί στα μπακιρτζίδικα, οι πρωινές πατημασιές στο χιόνι, του δίδυμου, πατέρα και γιου, Μάστρο -Νίκου Καλαϊτζή, και οι μεγάλες πατούσες, «ίχνη Ιμαλάϊων» του Μιχάλη  Γάπα, δείχνανε το από ώρας «γιατάκιασμα» στις δουλειές τους. Δέσποζε στον αέρα η έντονη μυρωδιά καπνού από τα αναμμένα καμίνια, με τα ποδοκίνητα φυσερά, πέτσινες φυσούνες να τρίζουν, αλάδωτοι μεντεσέδες  πόρτας, σε κάθε προσπάθεια αναζωπύρωσης της φλόγας, όπως και κρότοι, στην ώρα της δουλειάς από χτυπήματα σφυριού ή ξύλινης ματσόλας.  Τα μπακιρένια φύλλα , στηριγμένα σε στρογγυλά πλατειά, μικρά σα γροθιά, αμόνια διόρθωναν ή μετασχηματίζονταν , με την βοήθεια της φωτιάς, σε άλλα χάλκινα χρήσιμα μιας νοικοκυράς εργαλεία. Αυτός ο μπακιρένιος θόρυβος, αυτή η μπακιρένια βουή  και τριβή, ασυντόνιστη και ανάκατη, συμποσούμενη, ήτο   τελικά ένας  χαλκόστομος  παιχνιδιάρης σαματάς, μιας  μεσαιωνικής
« Βενετσιάνικης»   καθημερινότητας, στη  Βυζαντινούπολη μέχρι τότε Βέροια. Μετά η αμμοτριβή, δηλ. η σημερινή σύγχρονη αμμοβολή, για την απάλειψη  και υποψίας γάνας από το σκεύος, επέτρεπε το τέλειο  κασσιτέρωμα με το επιτυχημένο γάνωμα.
          Εκεί στα γανωματζίδικα  « ψάρεψα » μια μεγάλη άδεια γερμανική κονσέρβα. Μεταλλικό σκεύος γερό, το βρήκα κατάλληλο για μεταφορά φαγητού. Στα πλάγια της έγραφε :  Gekochte Kalb Fleischer, mitt grocken Bohme, für drill Landseer ( βρασμένο κρέας μοσχάρι, με ξερά φασόλια, για τρεις στρατιώτες - των πρόσω) . Κρεμασμένη από τον ώμο μου, με σχοινί  προκαλούσε την συμπάθεια των γερμανών μαγείρων, διότι  :  ich war rein unbedaunten dew Lebens Kempner für See  ( ήμουν ένας ασήμαντος μαχητής της ζωής για αυτούς).
          Χρόνια δύσβατα, με στερήσεις και δυσκολίες, με τους «ταξιδευτές» και «φυγάδες» της πείνας, να γεμίζουν τους δρόμους, μακριές θεωρίες ανθρώπων, ξένοι μέσα σε ξένους. Ατέλειωτη σειρά, από ανθρώπινες πονεμένες ψυχές, ένα κυμάτισμα χρωμάτων, με πιλαλητό για τον επόμενο προορισμό, που αλλοίμονο  ήτο μακριά  χρονικά.


Ο   ελληνικός λαός θα τεντώσει τη  χορδή από το τόξο της μοίρας του, θα αντισταθεί, και θα ξεκουκίσει  πολλές ώρες σκλαβωμένης αγωνίας ακόμη, ώσπου το μέταλλο θα λυγίσει, τελικά θα σπάσει, για να ακουστεί το Αναστάσιμο εωθινό του…
          Μένει πολύχρονη νέα, σαν τον ήλιο και σαν τα μικρά παιδιά. Οι καρδιές των δύο αδελφών την διατηρούν ασυμβίβαστα…Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από  τότε. Με το ειλητάρι του παρελθόντος, ανάγνωσμα καθαρό, ξετυλίγονται εικόνες, λες και ο χρόνος έχει κλαπεί, και μένει αργός, αποτυπωμένος  σε φωτογραφία… Είναι οι στιγμές του χρόνου πάνω σε πρόσωπα και ο καιρός του χρόνου, με κατανόηση μένει ακίνητος. Τα νερά του ποταμού του Ηρακλείτου σταματημένα, τα πατάς. Ανύπαρκτη  η  ροή…
          Τώρα το χνάρι της, αποτύπωμα αέρινο , ονείρου σκιά, ταξιδεύει από χρόνια, υψηλά στον Ουρανό. Αχνόφεγγη η σιλουέτα της, στημένη όρθια σε κάποιο πεζούλι ξερολιθιάς, προσωρινό αποκούμπι, στο αιώνιο ταξίδι της  για το Θεό, η  Αρχόντισσα  Μάνα Κατίνα  Καλογήρου αποκορμίζει τα χέρια της , τα σηκώνει στο ύψος του μετώπου της ,και βοηθά το βλέμμα της , να πλαγιάσει και να καταλαγιάσει στα μακριά κι ανθρώπινα… Στους δικούς της στα παιδιά της, στις αγάπες της, που τώρα έχουν αυγατίσει, μέχρι και στα δισέγγονά της…Είναι τα ρουμάνια από γαύρους και οξιές , που φυλλώνουν…Σε κάτι ακόμη προσβλέπω. Να φορεί τα λεπτά κομψά γυαλάκια της, για να μπορεί και τώρα, να ξεχωρίζει όρθια, πίσω από τα κουρτινάκια της κουζίνας της  τα δυο πεντάχρονα αγόρια, αδέλφια πεινασμένα και να τα καλεί με αγάπη μάνας κοντά της, στον βαρύ χειμώνα της κατοχής του  1942… Είχε δε ακόμη άλλα τέσσερα αγόρια, τα παιδιά της… Ήτο η προσφορά της αγάπης, που πήγαζε από μέσα της, όταν μετουσίωνε την ύλη, σε λάμψη της ανθρώπινης αξίας και καλοσύνης…Στο πεζούλι της ξερολιθιάς η θωριά της γερμένη, μέσα από τις νυχτερινές καταλαμπές του Σείριου, την χειροκροτούν , οι δικές μας αναπολήσεις, στερνά  μελιχρά φέγγη και η σιγή του ουρανού…
1.   Μεντάνα  :    Ποικιλία σίτου
2.   Χαράρια   :     Μεγάλα  σακιά
3.   Ανατιναγμένη  :   Γέφυρα του Λουδία κατεστραμμένη τότε.
4.   Γκαγκάνια :   Γαϊδουράγκαθα
5   Ξεκουκίζω  :   Καθαρίζω κουκιά στο Πλωμάρι Μυτιλήνης.
                                                               
    Δημοσιεύθηκε  στην Εφημ.   ‘’  Βέροια  ‘’ Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010