Ο χειμώνας από ημέρες ξεπόρτισε. Άλλαξε πρόσωπο ο Θεός, έβγαλε τη μάσκα και ο κόσμος μαζί με την Ημαθιώτικη γη δρασκέλησε τον χειμώνα. Οι κοντόπνοες χειμωνιάτικες ημέρες σώθηκαν, ξεπέζεψαν, κι όλα πάλι από την αρχή ξεκινήσανε. Το αόρατο γνέψιμο έγινε ορατό. Άρχιζε η Άνοιξις. Μυρωδιά από ανθισμένα δένδρα, μυρωδιές από χόρτα και οι δροσούλες να τρεμοπαίζουν λιγωμένες στα φύλλα. Το φως είχε πιάσει να γλυκαίνει... Στα βουνά τα χιόνια έλιωναν, τα μονοπάτια τους γλιστερά γυάλιζαν και στον κάμπο περνούσαν πότε-πότε κάτι χνώτα χλιαρά και μυρωμένα, που ξεπέταγαν και ξεσάλωναν την ψυχή. Αυτά τα γλυκά ανοιξιάτικα κύματα αέρος την γέμιζαν ανεμώνες και οι ελληνικοί ζέφυροι, απαλά ξέπνοα Δυτικοβοριαδάκια συναντούσαν και αναλούσαν τα χιόνια, υψηλά στο Βέρμιο, σε πεντακάθαρα νερά, κρουσταλλένια, μικρούς χείμαρρους, που κατέβαιναν τραγουδώντας αδιάκοπα και ξυπνούσαν τις ιτιές, ριγώντας τα φύλλα τους...
Άνοιξη και ο τρελομάρτης κάλπαζε. Μπαινόβγαιναν τα νυκτοήμερά του, γρήγορα αλαφιασμένα, με τη νύχτα να κυνηγά την ημέρα νωρίς ακόμη, από τις απογευματινές τις ώρες, όταν η ημέρα λύγιζε και το φως του ήλιου αρπαζότανε από τα όμορφα βαμμένα χρώματα των τοίχων των σπιτιών, και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Γαντζωμένο περίμενε εκεί, μέχρι οι πρώτες χνουδωτές σκιές να φανούν από τη γη και να υψώσουν... και στην προχωρημένη νύχτα να γίνουν ένα, σκοτάδι πίσσα... “Περισκοπείν άστρων” από το στενό παράθυρο με τα αστέρια κρεμαστά να αχνοφέγγουν, θολόθαμπες άχρωμες στουρναρόπετρες, πυριτολίθαρα, να τσακμακίζουν και να ζητούν την ίσκα, να την σπιθίσουν για να καπνίσει...
Πάντα της άνοιξης η παρουσία είναι συναρπαστική και γοητευτική. Ελπιδοφόρα με μια μοναδική μαγεία, να δίνει χρώμα στον κόσμο της ψυχής, όταν αυτή θαμπώσει, γλυκό ήχο στο κελαρυστό νερό της βροχής, και πανικό για το νυχτερινό κελάηδεμα του αηδονιού, επειδή θα τελειώσει με τη νύχτα...
Αναπνοή στην αναπνοή του ανθρώπου, που πλαντασμένη ασφυκτιά και χάνει τον ρυθμό της, κόβεται, όταν ψυχανεμίζεται ένα γύρω, ότι είναι μπλοκαρισμένη και με τίποτα δεν γλιτώνει... Μισοκαθισμένος, πάνω στα κάγκελα της Εληάς, στα νιάτα μου, άφηνα τα πόδια μου να αιωρούνται, σε κίνηση εκκρεμούς, ενώ μερικά μέτρα χαμηλότερα άρχιζε η θάλασσα του βαθύ πράσινου. Τα χωράφια από ημέρες είχανε χλοΐσει, στα φυτρωμένα σιτάρια, δείχνανε ένα κουτοκουρεμένο γρασίδι, ωσάν ένα κολλαριστό μονόφαντο σιέλ σεντόνι στρωμένο με γυναικεία επιμέλεια και προσοχή. Οι κυματιστές, πυκνές παπαρούνες σε συνέχεια, άλικα Πασχαλιάτικες άγριες στην ομορφιά του έντονα κόκκινου, παραδομένες και δοσμένες στον ερεθισμό του οργασμού της άνοιξης, μεταμορφωνότανε σ’ έναν ατέλειωτο σε πέρας κήπο, ώσπου τα μάτια σου μπορούσαν να φτάσουν και να καταγράφουν κάθε ανάσα των πετάλων, κάθε μαυλιστική κίνηση των σκούρων σέπαλων, σ’ ένα ρυθμό παραγωγής, ασύγκριτης ποιότητας νέκταρ, αλλά και ομορφιάς και φυσικής παρουσίας...
Αρκετά μακρύτερα, φαίνονταν τρεμοσβήνοντας από τις αντανακλάσεις του φωτός, τα μικρά τότε, σπίτια του χωριού Κουλούρα. Εκεί τέλειωνε ο ορίζοντας στα μάτια μου, κι ο ουρανός έσμιγε με τη γη, με άπειρη τρυφεράδα, όπως ακριβώς τα αντρικά χέρια, τυλίγουν τους ώμους της γυναίκας, που με θηλυκιά εγκαρτέρηση αφήνεται σ’ αυτά...
Τα χελιδόνια, βιαστικά πρόσχαρα, αστραπές στα μάτια, ψάχνανε υψηλά, ραμφοχαϊδεύοντας και ψηλαφίζόντας τους τοίχους των σπιτιών, για στεγνές, στέρεες πέτρες, γωνιές σίγουρες για να “κλαρώσουν”.
Κι άλλα πετώντας λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα, σπάθιζαν τον αέρα και κάρφωναν τα ράμφη τους στα μικρά έντομα που είχανε ξελιθαργώσει οι γλυκές, θερμές πνοές του Μάρτη, από τη νάρκη του χειμώνα και χαμοπετούσαν μικρά σμήνη, σε νέφη σκούρα και κυματιστά.
Δυο ζεύγη νιόφερτα, από την Αραπιά, λελέκια, διαγράφανε μεσούρανα μεγάλους κύκλους, με την αυτή περιφέρεια και διάμετρο, τέλειοι ουράνιοι γεωμέτρες, με το ίδιο αφτέρουγο μονόκορδο και μονόκορμο ταλάντεμα, σχεδόν με ακίνητες φτερούγες, ψάχνοντας στέρεα ξεροκλάδια, καμπίσια δένδρα, μοναχικά ξεκομμένα να φωλιάσουν...
Κι οι κοπέλες της Βέροιας, οι όμορφες οι ανοιξιάτικες με το κορδονάκι του Μάρτη στον καρπό τους, φρεσκολουσμένες, με βλέφαρα να χαϊδεύουν απαλά τα μαύρα μάτια, τα μπιρμπιλωτά και με “στηθάκια αναμμένα... του κόσμου οι καημοί” όπως τάθελε ο Μαλακάσης ο ποιητής, ανάσαιναν βαθιά τον μυρωμένο της χλωροφύλλης αέρα, στο αδύναμο πρωινό θάμπος, μετά από ένα νυχτερινό όνειρο, συνηθισμένο χωρίς έξαρση, με κατάλοιπο μόνον, ενός γλυκού και απροσδιόριστου στο στομάχι κενού... Σε ελληνικά, ζεστά χρώματα, φυσικά σκούρα, με τόνους καστανούς, οι νέες, δεν είχαν σχέση καμία με αυτά τα σημερινά βαμμένα ξανθά μακαρόνια, όλες αυτές τις σημερινές Γκρέτχενς (Gretchens) ή τις βόρειες σε απομίμηση Σκανδιναβές Βαλκυρίες, με τα ξερά πατολειωμένα στάχυα και πρόσωπα γαλάζια, ανόρεχτα με λουλακί άτονο βλέμμα...
Άνοιξη, χωρίς το δάκρυ της Μ. Εβδομάδας δεν νογάται. Θεϊκή μπαγκέτα κατευθύνει το ουρανοδόξαρο της Βυζαντινής Μουσικής όλη τη Μ. Εβδομάδα σε ύμνους και τροπάρια. Και ο ιδρώτας του Ιησού “ωσεί θρόμβους αίματος” στην Γεσθημανή, μέχρι το “λαμά σαβαχθανί” στον Γολγοθά ήτο η αγωνία του, αν η ανθρώπινη ζύμη, θα δεχότανε το δικό του προζύμι για μια νέα γλυκιά ανθρώπινη σχέση και συμβίωση...
Οι τρεις στάσεις των εγκωμίων, τα ωραιότερα ποιητικά μοιρολόγια, μαζί με τους λεμονανθούς και τα ροδόνερα κατευοδώνουν και μοιρώνουν το σώμα του Ιησού. “Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες, θανατούσιν ως ξένον. Δος μοι τούτον τον ξένον, ινα κρύψω εν τάφω, ον ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι” ο ευσχήμων Ιωσήφ, εξαιτεί και κηδεύσας απέθετο. Αυλαία στο πονεμένο δράμα του Ιησού.
Στη Βέροια η ζωή συνέχιζε τον κύκλο της, μ’ όλα τα ανθρώπινα σουσούμια και σκέρτσα, όπως αγάπες, χωρισμοί, γέννες, βαφτίσια, εγγόνια, θάνατοι...
Έτσι λοιπόν, όσοι τον αψηφούσαν και δεν δοκίμαζαν να... κρυφτούν, ο χάρος τους ξεχώριζε και τους σημάδευε... Και τότε οι μεν γυναίκες βάζανε μαύρα τσεμπέρια, πένθιμα, οι δε άντρες άφηναν τα γένια τους να ποταμίζουν στο στήθος τους για μέρες, ανάλογα με το ύψος της θλίψης τους. Παράλληλα πιάνανε δουλειά οι μαραγκοί, οι παπάδες και οι ψάλτες. Και στον κατήφορο για “σακάτ”, η ιππήλατος Δημοτική νεκροφόρα, μαύρη και άραχνη, με τα κρόσσια και τις φούντες της, κρεμασμένες να πηγαινοφέρνουν, σύμφωνα με τον βηματισμό της φοράδας που στολισμένη κι αυτή, με μια ανάλογη μακρύποδη πλερέζα μέχρι τα πέταλα, εξασφάλιζε στον αδιάφορο “ταξιδευτή” τη σίγουρη άφιξή του στη “νύχτα” του τάφου. Η αγριοφωνάρα του Θεμιστοκλή Μπουλασίκη ιεροψάλτη του Ναού της Μητροπόλεως, με τους βρυχηθμούς της και τα λοιπά ψαλτάδικα τσαλίμια, γινότανε ο προπομπός λόγω ήχου, και τάραζε τη μακαριότητα της οριστικής κατοικίας... Τρομαγμένες και ξεσηκωμένες από τα κυπαρίσσια οι δεκαοχτούρες χαμηλοπετούσαν και τα κιρκινέζια σπινόφωνοι φωνακλάδες, συντέριαζαν το όλο σκηνικό με τον ήχο του τρίτου πλάγιου “δεύτε τελευταίον ασπασμόν”.
Κολλητά με το Νεκροταφείον βρισκόταν τότε, εν ενεργεία το Νηματουργείον των Αφών Χατζηνικολάκη. Επιχειρηματίες τα 5 αδέλφια, όλη την ημέρα βολόδερναν εκεί, εργαζόμενοι και οι ίδιοι. Μια καλοκαιρινή ημέρα με συναντά ο γείτονάς μου ο Χαρίλαος Χατζηνικολάκης, ένας από τους πέντε. Βεροιώτικη ομιλία και Βεροιώτικη προφορά. Δεκαπεντάχρονος εγώ τότε, μου λέει:
“Η Φιλιππάκης η τρανός, κυζηρά ένα πιδί, για λίγον κιρό. Να συμμαζέπς τις κόρδες απ’ του ουργουστάσιου. Το μιρούσιου 23 δρχ. χωρίς τον ΙΚΑ. Άκσες χωρίς τον βιρανέ του ΙΚΑ. Θέλτσ; Ιπέμι αγλήγουρα”. Ο Φίλιππος ήτο ο μικρότερος των πέντε αδελφών, αλλά το “τρανός” πήγαινε στο ότι ήταν το αφεντικό στο εργοστάσιο. Δέχτηκα και πήγα. Αλλά γρήγορα το μετανόησα, επειδή δούλευα 10 ώρες την ημέρα συνεχώς και εξαντλητικά και ίδρωνα. Πολύ ίδρωνα σαν να άνοιγαν πάνω μου βρύσες, και οι ώμοι μου πονούσαν και οι καρποί των χεριών μου πονούσαν και η μέση μου πονούσε από το συνεχές ανασήκωμα. Συναντούσα καθημερινά στις έρημες σκεπαστές αποθήκες κοντόχοντρες κερατωμένες οχιές, σκόνη πολύ, καθισμένη παντού, κι ένας αέρας βρώμικος και η βρωμιά του αιωρείτο στο κιτρινοκόκκινο φως της σκονισμένης ηλεκτρικής θαμπής λάμπας...
Κουβαλούσα και τακτοποιούσα δέματα με μπλε κόλλες τυλιγμένα και τα αριθμούσα με πινέλο. Ήταν τετράγωνα ορθογώνια δέματα, με κουβαρίστρες μεγάλες, σχοινιά, σχετικά με πάχος λεπτό, αλλά πολύ στερεά, παραγωγής τους. Τα λέγανε κόρδες. Έτσι, λοιπόν, κουραζόμουν πολύ κι ήθελα να τα παρατήσω, κι έπειτα κουραζόμουν ακόμη περισσότερο και ξεχνούσα να τα παρατήσω, ζούσα κάθε λεπτό μέσα στην αραχνιασμένη αποθήκη, χωρίς την ελπίδα να ξεφύγω στο φως, κλεισμένος μέσα της, χωρίς τη διαχωριστική οροφή, το ταβάνι, από τα δοκάρια που συγκρατούσαν τα κόκκινα πλατειά κεραμίδια “Φιλίππου”.