Η πέμπτη φορά


Τελειώνοντας η εβδομάδα θ’ ανταμώσουμε. Είναι η πέμπτη φορά στα πενήντα πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από το ιστορικό γυμνάσιο της πόλης μας. Να και ο Καβάφης. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασε η ώρα!! Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!!»
Προηγήθηκαν οι τέσσερις συναντήσεις μας πετυχημένες όλες. Η μια ανανέωνε με το τέλος της την επόμενη συντροφιά μας. Σ’ αυτές πάντα μιλούσαμε κι απαντούσαμε, βγάζαμε φωνές κι αποκρινόμασταν. Το Σάββατο 9 του μήνα με την ίδια λαχτάρα θα κοιταχτούμε πάλι και θα καμαρώνουμε όλοι τις χαρές πούχομε γευτεί αλλά και θα νιώσουμε πίκρα αβάσταχτη για τις δυσκολίες που μας σύντηχαν και ξεπεράστηκαν, όντας νυχτοπεταλούδες ακόμη φροντίζαμε να μην καούμε από το φως. Το μάτι απ’ όλους-όλες θα περιμένει από κάποια γωνιά-άκρη του παλιού σχολείου μας, ανυπόμονα να σταυρώσει το βλέμμα, με μια καρδιά συμμαθητού-τρίας, που έζησε θερμή κι αξόδευτη, σε κάποιο παραγώνι γης, μέσα στη Βέροια ή μακριά της, αλλού.
Θα μας λείψουν οι δέκα επτά. Τα πρόσωπά τους θύμισες χλωμές. Ίσκιοι αδειανοί, τα σώματά τους θα αιωρούνται με ανάρια σαλέματα στις διπλανές μας θέσεις άλαλα κι όλα όσα θα μπορούσαμε να πούμε θα μείνουν ανείπωτα. Το όραμα θα μείνει χωρίς κουβέντες. Απόσιγο μοτίβο σκοπού με πικρές λέξεις, σε γαληνό φραγμένο περιαύλη.
Μάτια σβησμένα, φευγάτα δειλινά στην αγωνία μας σας πήρε ο χάρος
κι ορφάνεψε τάξις.
Εμείς οι λοιποί θα βρούμε τον καιρό να βρεθούμε μαζί κι αυτό έχει σημασία, στο στολίδι και στην ομορφιά της πόλις μας στην Ελιά. Εκεί με μακρόσυρτες ματιές, σα νάταν η πρώτη φορά, θα την χαιρετίσουμε και με τις ίδιες ματιές κατόπιν, σαν νάταν η τελευταία θα την αποχαιρετίσουμε. Πράγμα που εγώ σχεδόν καθημερινά κάμω.
Σε κάποια πρωινή αντιφεγγιά βλέποντάς τη μπροστά μας, από τον ομώνυμο κάθετο δρόμο να λάμπει, πάνω της θα έχουμε την ανάγνωση του ωραίου, με το φιλί της χαραυγής στην παρυφή του χιτώνα της. Καβαλά με χάρη την αχτίνα του τελευταίου άστρου και τη σπιθίζει στο άπειρο. Μετά λυγά και ισορροπεί στο κενό χορεύοντας, μέσα σε στιβάδες φωτονίων, όπου βελούδινα γυναικεία χέρια, από Βεροιώτικες ομορφιές ακραγγίζονται, σε οντάδες με συγκαθιστούς χορούς, φωτερά σείσματα, σε αρχοντικά κυκλικά βήματα.
Και από το μοναδικό μπαλκόνι της με ανοιχτά χέρια να δέχεται όλες τις εποχές του χρόνου και από τα έγκατα της Άνοιξης πνοές, να προσδοκά δε, τις ομορφιές του Θεού, στο νέο καταστόλιστο χώμα του κάμπου της. Πάνω δε στις εξοχές και στα καρπερά μαστάρια της, και σε κείνα τα πισινά της σφυρά, όπου οι υπώρειες του Βερμίου, κρυφοτρέμουν πάνω και κάτω από τις αχτίνες του αμίλητου φεγγαριού. Τα δρολάπια από τα πρωινά δροσάνεμα του ποταμού της, να την καλούν και να την ψηλαφούν από τα μεσάνυχτα ως τη χαραυγή με τη βία της σιγής και της φήμης της.
Η Ελιά!! Να η Ελιά!! Είμαι στην Ελιά!! Να βρεθούμε στην Ελιά!! Περίπατο στην Ελιά!! Ελιά αγάπη μου είσαι μια διχαλωτή αστραπή, που τσακίζεις τα μάτια των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων σε δεκάδες καθρέφτινα κομμάτια θαυμασμού.
Μοναδική η παρουσία σου, μπορεί να αποκρυπτογραφεί τον παλιό χρόνο, τον πυρώνι, λύνεσαι όλη και τον επαναλαμβάνεις και τον επαναφέρεις σιωπηλά, ώστε να αντέχει και να συνέχει το νέο με το ρετρό σε κάθε μεταμόρφωσή σου, που συντελείται με την επέμβαση της Δημοτικής Αρχής, όπως πρόσφατα.
Ολοζωής περιλιθώνεις την πεθυμιά που σ’ ακολουθεί, για ποιοτική ανάνηψη, με τη λάβα των πετρωμάτων της ομορφιάς σου, και κάθε άστοχη επέμβαση, ξαστοχισμένη, σκεπάζεται κατόπιν, από το μανδύα σου και οι ζωγραφιές σου κυριαρχούν πάλι από αιτίες ορατές. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια, τα γιγάντια πλατάνια και η χλόη, λουσμένα με γέλιο φωτερό, έχουν σκοπό αντάμικο και θάμασμα του ωραίου. Κι όταν η ημέρα δειλιάζει και γέρνουν τα απόσκια στα ντουρσέκια της μάνας-πόλις, τότε αρχίζουν τα λιτρίδια του ήλιου να σκορπούν μεταλαμπές. Και είναι αυτά τα όσα λύτρα απαιτεί με συγκατάβαση η πολιούχος της Αρχοντιάς, η γλυκιά Βέροια για στόλισμά της.
Με τη συνάντησή μας αυτή είναι ευκαιρία να θυμηθούμε και τα σπίτια που μεγαλώσαμε, τα παλιά Βεροιώτικα θεόρατα ξύλινα αρχοντικά, που στο εσωτερικό τους, νοικοκυρεμένα ζεστά με φροντίδα, από τις ίδιες τις μάνες των συμμαθητών-τριών μας, φιλόξενα, με τα δωμάτια και τα τζαμακάνια να φορούν στα πατώματα όμορφους κετσέδες και ακριβά χαλιά και τα μιντέρια στρωμένα και στερεωμένα κάτω από τα παράθυρα μόνιμα, με υφαντά στρωσίδια, με «μπιμπίλις» γαρνίρισμα και χερόπλεχτες ταντέλες που αποσώνονταν σε μετρημένες θηλιές κάτω κάτω.
Μικρά χοντροθηλιάς πατάκια ή στενές κουρελούδες πολύχρωμες μπροστά στις πόρτες, με σκέρτσο υφαντό, τέσσερα κόκκινα και στη μέση ένα μαύρο, τέσσερα μπλε κι ένα μαύρο και πάλι κόκκινα με πράσινο. Όλα σε υφάδι. Φτηνά σειρητένια κουρελάκια, που στο τέλος τους με διπλή σταυροβελονιά από κίτρινο νήμα, χοντρό, τ’άδενε κόμπο σφιχτά και τ’άκανε για χρόνους ανθεκτικά με ψυχή.
Ώστε μια αιωρούμενη σαν μπιρτές απήχηση τρυφερή, περίχυτη ησυχία με φιλάρισκη συγκατάβαση, ακουμπούσε στα λιγκέρια, στα μσούργια και στα ντιντυμάρκα σαμντάκια των οντάδων. Χάιδευε και τα έπιπλά τους, τα σιντούκια, τα τραπέζια, τα τικλίζια, κι έμενε εκεί πάνω τους, μάγουλο με μάγουλο, σαν άχνη τάξης και πάστρας.
Στις μακρές, αργές νύχτες του χειμώνα, στα νυχτέρια τους, μπαίνανε και μυθοπλασίες του νου, μακρόσυρτες κι ατελείωτες σαν τον Κατιρμπουϊζ και την Χναρουβουσκού της Βούλας Χατζίκου.
Αλλ’ όμως οι πολυλογίτικες «μπιμπίλις» με τα μπρισίμια στα μετάξια τους, δένουν καλά, γίνονται προσεγμένες, με βυζαχτές ματιές στη βελόνα, ώσπου το ασημένιο ράμμα να δένει τον κόμπο σφιχτά.
Μ’ αυτά και άλλα στις παλιοκαιρίτικες νύχτες, δίνανε άλλη γεύση στη ζωή τους, γίνονταν δυνατοί και δυνατά τ’ απίθανα, μέχρι που κλέβανε από το φεγγάρι το έρημο και μοναχό το κρύο φως του, και με το έτσι θέλω της ιστορίας το συμπύκνωναν κομματιαστά, το στρατολογούσαν και σε χεραγκαλιές δεμάτια, συνέπαιρναν τις αχτίνες του, διαλέγανε μία, τα δένανε μ’ αυτήν σταυρόκομπο στην κορφή τους, και τα μικρά Βεροιώτικα χεράκια, τις κάνανε φουκάλια, που όταν φουκαλνούσαν τα χαγιάτια μ’ αυτές, αφήνανε τα σημάδια τους, φωτεινές γραμμές. Τυχαία σαρώματα λαξεμένα ανάγλυφα στα σανίδια.
Και σαν έσκαγε μύτη, το φως του πρωινού, που «ζύουνιν η χαραή» το φεγγάρι βαριότανε, χασμουριότανε κι άνυφτο αγκάλιαζε, μάζευε θημωνιές τα φουκάλια, σωρούς τα φουκαλίδια, ψήλωνε κι ακουμπούσε τ’ άστρα. Μαζί του, κι όλα τα  ξωτικά κι απόμακρα νυχτιάτικα αερικά, αλάργαιναν. Γίνονταν γραμμικά σχήματα παχιά σαν φίδια, σε ερωτικές σμίξεις. Ο αέρας τ’ άσερνε μαβιές σκιές, τα φρεσκάριζε κι άσπρα συννεφάκια πάνω από την πόλη τ’ αργοσάλευε σπρώχνοντάς τα, ως του βοριά το παραθύρι, περίπατο στο περιβόλι των ανέμων. Έτσι με το μουντό χάραμα που ξεκινούσε τέλειωνε και το βεροιώτικο παραμύθι της νύχτας. Ο αέρας ο γεμάτος φωνές και πνεύματα τυλιγότανε στα χνουδωτά και γαλάζια μουχρώματα του πολύ πρωινού. Στα τζαμακάνια το «ζούρζμα» χανόταν, οι καρδιές ηρεμούσαν, βρίσκαν τον χτύπο τους κι όλος ο οντάς μαζί με τη βασιλοπούλα «χίρσιν να γιλάει» και στο παλάτι «χίρσαν να γιλούν» και στη πολιτεία «χίρσαν να γιλούν» και στο βασίλειο «χίρσαν να γιλούν» κι η Βούλα Χατζίκου σιωπηλή κι ασάλευτη στο κάδρο της υψηλά, θωρεί την όμορφη και γλυκιά πολιτεία, με το «τζιαντέ» μπρος στο κατώφλι του σπιτιού της ν’ απλώνει μέχρι το Μαρίφ και να «γιλάει κι αυτός».
Η Βούλα Χατζίκου γροικώντας τις κρυφές φωνές μέσα της, έσμιγε βγάζοντας την καταπαχτή από τους προγόνους της και μοχτούσε να βάλει το πρόσωπο της ψυχής της στην αφήγηση. Με τις «Βεροιώτικες ιστορίες» της «τόκιζε παράν, σαν την Μανιά της, όταν κάργαρε το πανί, βίγλιζε τους ορίζοντες, χούγιαζε σαν κουρσάρος και σαλπάροντας, έκανε ρεσάλτο, πίσω στο παρελθόν, κι αυτό που έμενε από το κούρσεμα, στάλαζε και γινότανε πρώτα φλόγα και μετά φως της εφήμερης αλήθειας, για ένα παραμύθι αληθινότερο από την αλήθεια.
Ο χρόνος ο τυλιγμένος στη ρόκα της μνήμης της, με τους παμπάλαιους προγόνους και τη λιόντισσα Μανιά της, με την ακατάλυτη δίψα για ζωή, έζησε 115 χρόνους, δεν είχε αφανίσει την απλότητα του κόσμου της και δεν την είχε εξοστρακίσει από τις φωσφορίζουσες εικόνες της ζωής της. Έμενε πάντα εκεί με τις ωραίες αρχοντοπούλες, να κεντούν και να υφαίνουν, στην όμορφη γλυκιά Πολιτεία, της δικής κατάδικής της Πολιτείας.

1) Κιτσές= άχνουδο χαλί
2) Λυγνέρια= πιάτα μεταλλικά
3) Σαμντάκια= κηροπήγια
4) Τικλίζι= καναπές
5) Μπιρτές= κουρτίνα
6) Μσούργια= σουπιέρες μεταλλικές
7) Μπιμπίλις= στριφτό κέντημα
8) Ντιντυμάρκα= δίδυμα
9) Τζαντές= δρόμος
10) Λιτρίδια= μικρά ασημένια νομίσματα της Σικελίας

                                                  Δημοσιεύθηκε στην ‘’ Βέροια ‘’ της 6ης Ιουνίου 2012

Η ΦΑΣΣΑ


Σ’ εκείνο το φθινόπωρο, οι Φάσσες είχαν κατέβει από τα βουνά της Ζιάκας, της Νότιας οροσειράς της Πίνδου βιαστικές, κι είχαν απλώσει σ’ όλο το βουνό Βέρμιο. Μυρμήγκιαζαν τα μεγάλα κοπάδια, σαν σύννεφα κι είχαν κάνει κατοχή, όλα τα λυκοκρεμάσματα και τις βαθιές χαράδρες. Τα βράδια σταλιάζανε στις οξιές, με μπουκωμένες τις σγάρες τους, από τον τρυφερό καρπό τους, το βαλανίδι και κάθε πρωί αβίαστες, πάντα στο ουρανοθάλασσο για τον πρωινό τους περίπατο, αρμένιζαν στα χάι του, αργές σκιές που σκοτείνιαζαν για λίγο τα θαμνολίβαδα, πράσινα νησιά, μέσα στη δασική πεύκη και στο έλατο.
Εγώ είχα βολευτεί στην πλαγιά, κάτω από τη Μπάρα του Σελίου σε καρτέρι. Ήτανε  κρύο, το πρωινό αγιάζι πιρούνιαζε το πρόσωπο. Το κορμί το προστάτευαν τα μάλλινα ρούχα και μια ζέστη γλυκιά, μ’ έναν ελαφρό ιδρώτα απόκριση, περικύκλωναν το σώμα. Ο άτολμος ήλιος μοίραζε τις αχτίνες του παντού, μα ακόμη το φως του φεγγαριού στην απέναντι δυτική κορφή, σαν δαδίσια αναλαμπή δεν έλεγε να κατηφορίζει. Δύο βουβοί πλανήτες κυτιόντουσαν, φιλτραρισμένοι, στα δικά τους ασήμια…
Το καρτέρι της Φάσσας θέλει υπομονή, και στο κυνήγι της δείχνει ότι η σίγουρη κάρπωσή της από τον κυνηγό είναι μακρινό... όνειρο.
Κοπαδιαστά το πουλί αυτό, στις υπερυψωμένες της βόλτες με τα λευκά της μάτια, ελέγχει καλά το έδαφος και κάθε τι, ξένο προς το περιβάλλον του δάσους, τ ην διώχνει. Επομένως, ο κυνηγός χρειάζεται κάλυψη, ακινησία, μαζί με ετοιμότητα και να βιδώνεται στη θέση του επί ώρα, για να βάλει Φάσσες στην τσάντα του. Τα φυσίγγια να είναι ισχυρά και με σκάγια ψιλά μέχρι και Νο9.
Μεγάλο πετούμενο η Φάσσα έχει εντυπωσιακό κυνήγι και δεν αφήνει κυνηγό ασυγκίνητο. Δύσκολος αντίπαλος δεν νικιέται εύκολα. Για ν’ αρχίσεις να βάζεις στην τσάντα σου πουλιά, θα πρέπει να μετράς πολλές αποτυχίες προηγούμενα. Έτσι μόνο γίνεσαι ικανός. Προηγείται το επίθετο «καψομπαρουτάς, με πολλές… γιορτινές βολές και κρυφές ματιές καημού και ζήλιας στο μασουράτα κρεμαστάρια άλλων συγκυνηγών.
Επειδή δεν είναι ιδιαίτερα πρωινές στο ξύπνημά τους, δεν εμφανίζονται τα ξημερώματα. Περιμένουν τον ήλιο να ξεμυτίσει πριν ξεσταλιάσουν από τα υψηλά δένδρα στα ο ποια κουρνιάζουν. Έτσι, μετά της 8 το πρωί, στο αναγύρισμα του βουνού, εμπρός από το κύρτωμα της μεγάλης λάκκας, οι δύο προπομποί του κοπαδιού, ξεκίνησαν ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους. Αστροβολίδες πέρασαν, χαμηλά μου, ξύνοντας τις κορυφές των πεύκων. Αρχίσανε τον ερευνητικό τους κύκλο, κι όταν βρέθηκαν εκεί που έπρεπε, στο τελείωμα της στροφής τους, έπεσαν η μια κατόπιν της άλλης, με δυο ντουφεκιές, σφήκας κεντρί. Και το μάτι μου να μοχτά να ορίσει τη θέση τους άσφαλτα, φυλακίζοντας σύγχρονα μέσα του, τους κάλυκες που έφευγαν από τη θαλάμη άταχτα, με την οσμή του μπαρουτιού στα ρουθούνια.
Και πάλι ησυχία και αναμονή και το βλέφαρο να τσιμπλιάζει από το βουνίσιο δρολάπι.
Άπλωσα την ματιά μου και την έταξα μέχρι εκεί που έβλεπα. Ως τη Γραμμένη που ξεχώριζε καθάρια ο κόσμος της, με την παγωμένη σιωπή του πρωινού στις κορυφές της πανύψηλης οξιάς, του δάσους που ξυπνούσε, και της φύσης που άφηνε τον λήθαργο της νύχτας, κι έμπαινε στην ημέρα μ’ ένα πλήθος προσδοκούμενες από κυνηγούς εμπειρίες, εικόνες και συναισθήματα, οσμές και ήχους και τον χρόνο να ζορίζεται και ν’ ανασυντάσσει τις παραστάσεις του, σε αποτύπωμα νοητικό, όταν η σιγή της ντουφεκιάς έμενε στο «δόχι μου» περισσότερο, επειδή οι στόχοι ξεκομμένοι αναδεύτηκαν, κι είχαν διαγουμιστεί κι από άλλους κυνηγούς.
Στο κοντινό με τη θέση μου καρτέρι, σωρός από μολυβόπετρες και χαμηλό πυκνό, έκρυβε τα γκρέμια μια χαράδρας βαθιάς, όπως και κυλίστρες και κούρνιες από βουνίσιες πετροπέρδικες, που μετά τον έντονο πρωινό λάλο στο χάραμα, ποδάρισαν με ταχύτητα κι ανέβηκαν κι έβαλαν τα υψώματα και τα κρυσταλλωμένα πεύκα, απόσταση φράχτη, μέχρι που κάποιο νέο σκιάξιμο, τις έκαμε να τιναχτούν και να βροντήξει το μεταλλικό τους πέταγμα στον αέρα.
Με κύλισε ο κατήφορος, ο φίλος ξέκοψε πίσω στ’ αυτοκίνητο. Θα μ’ εύρισκε πάλι όταν θα συνάλλαζε το φως με τους ίσκιους έξω από τη Νάουσα. Η πλούσια βλάστησης, η έντονη πρασινάδα με τα πυκνά δάση, και τα κρύα νερά, ο χτύπος του τρυποκάρυδου, όλα αυτά μαζί πως γίνονταν ένα κι έδιναν ζωή στον αέρα γύρω μου και σοφίλιαζαν με τον κόσμο μέσα σ’ αυτά τ’ αμόλευτα βουνά που με τύλιγαν;
Τα κοπάδια από τις Φάσσες στο βάθος του χώρου, πάλι αναδεύτηκαν, βρήκαν νέες πίστες προσγείωσης να κονέψουν, στα δάση, σ’ αυτό το δέρμα της Ημαθίας γης που κάλυπτε τα βουνά.
Προχώρησε το γιόμα. Ο ήλιος έγερνε και το δειλινό άχνιζε στις κορυφές του βουνού, όπου άσπρα συννεφάκια είχανε θρονιαστεί σ’ αυτές, λευκοί σκούφοι. Η απέραντη χορτονομή, βουνίσιο λιβάδι εμπρός μου φιλοξενούσε πολλά γελαδομόσχαρα, που βοσκούσαν και κουτουλούσαν παίζοντας και μερικά άλογα, σκόρπια, μικρή αγέλη, ξεχώριζε με δυο κατακόκκινα φαρί, περήφανα με χαίτες όρθιες. Μύριζαν τα πουλάρια που βύζαιναν τις φοράδες μάνες. Στην απέναντι κορυφή που δέσποζε στο  μακρύ σύρραχο, τα νάνα κέδρα κρύβανε τον πόντιο βουκόλο, που με φωνές, ά άξα βούδ, ό όχαβούδ, νημάτιζε και έσπρωχνε το βοϊδοκόπαδο, προς το μονοπάτι με τη σβουνίσια σκόνη, που κατέβαζε στο χωριό.
Μια μπροστάρα, ξεκομμένη δαμάλα, πρωτάρα καρπισμένη, στον μήνα της, φάνηκε με προσεχτικό βήμα να κατεβαίνει στο πλάι της κορυφής, αφήνοντας πίσω μακριά της τη σύμμιχτη βουή, από κυπριά και τσόκανα του μεγάλου κοπαδιού, που εγώ με άφραστη γλύκα αφούκραζα. Ξαφνικά αλλαξοστράτισε απότομα μαζί μ’ έναν συνοδό ατίθασο ντανά, εμπρός σε μια φαρμακούσα οχιά και πήρανε το μονοπάτι-νεροφαγιά, που ’βγαζε στο χωριό, μέσα από δάσος καστανιές. Κι ήταν οι καστανιές κορμοί από νέα μάτια, μπόλια με βελτιωμένες ποικιλίες από το μεράκι των χωρικών. Μισάνοιχτοι οι αχινοί τους, έτοιμοι να λευτερώσουν τα κάστανα. Το δάσος τους έφτανε μέχρι τα ρέματα κάτω, εκεί στη σμίξη με τους ίσκιους που τράνεβαν στην αυτηλιά.
Τα πόδια φτέρωσαν ακόμη περισσότερο τα βήματα με τον μεγάλο κατήφορο να τ’ απλώνει και να τα κάμει δρασκελιές. Ένα ίσιωμα χορταριασμένο, μια μικρή πλαγιά πουρναροζωσμένη και φάνηκε σαλευούμενος με τα μεγάλα πλατάνια, χαμηλά μας ο πλουσιόβλαστος Αι-Νικόλας, και σιγάνοιγαν οι φυλλωσιές του στο βραδινό δροσάνεμο των βουερών νερών του. Όταν αυτά κυλώντας μέσα από τα τρόχαλα της ποταμιάς, τα αστέρευτα σε πλήθος, έκαναν τα νέα ν’ αφρίζουν και να κρύβουν από κάτω τους, τις ασημένιες πέστροφες, διαλεχτή τροφή σε Ναουσαίους ψαράδες.
Κι ήταν φωταγωγημένος, λαμπρός ο Αι-Νικόλας. Ήταν όμορφος και έδειχνε στη θέση του σίγουρος, όπως μασούλιζε ήσυχα τον ήλιο και τις σκιές του, μέσα στην ομίχλη του χρόνου εδώ και αιώνες.
Ασώτευε το γέλιο του περίσσιο στους επισκέπτες του και η υποδοχή τους με τα μεγάφωνα των Κέντρων στη διαπασών, τους αρμάτωνε για πολύωρα γλέντια και χορούς. Κι όλος ο αέρας μοσχοβολούσε από το άρωμα της αόρατης άνοιξης, μέσα στους μακρόσυρτους κρυφοσάλευτους ίσκιους του μαγεμένου τοπίου.
Στο γωνιακό απάνεμο τραπέζι το δίδυμο των κυνηγών, ξεκούραζε τα μέλη του, απλώνοντας χέρια και πόδια. Ήρθε κι η νόστιμη χοιρινή τηγανιά, με θεριεμένη την πείνα αν την καταβροχθίζει. Ήρθε και το μπρούσκο Νάουσα κρασί, φελιασμένο σ’ όμορφο μπουκάλι, αίμα ντόπιο που στέρευε το σάλιο, το ’κοβε. Καταχτυπούσε η γλώσσα στο στόμα, μετά από κάθε γουλιά, ευχαριστημένη το κατάπινε, και το κρασί κυλούσε μέσα μας. Γεμίζαμε κι αδειάζαμε τα ποτήρια.
Το μυαλό μου τέντωσε, ξεφέλιασαν με το δεύτερο μπουκάλι οι γωνιές του, κλάδωσε κι ο κόσμος χώρεσε, δεν χώρεσε μόνο αλλά και ξεχείλισε, μέθυσε η ζωή άπλωσε και ανέστησε την περασμένη φορά, την αξέχαστη φορά, με μορφές αγαπημένες σε οικογενειακή εκδρομή, τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδελφό, όλοι χαμένοι πια, κι ο λογισμός ξεστράτισε. Σπίθισαν τα μάτια, πικροζορίστηκε η ψυχή πρόταξε τον ρυθμό της, τον ακολούθησε σκαλίζοντας στο καλούπι της, τα εκμαγεία των λατρεμένων και με το δυνατό μάτι της, είδε το ντύμα του χρόνου να γίνεται γαλήνη, κι άκουσε για μοναδική φορά το χορτάρι να φυτρώνει. Κι έγινε πάλι η ψυχή κορμί, όπως τα θέλει η ζωή. Το επιδόρπιο ένας μικρός κεσές κυδώνι γλυκό, μ’ έντονη τη γεύση του γλυκολούλουδου έπνιξε στη γένεσή του, το μπούκωμα. Έξω από τη τζαμαρία, ουρανός και βουνά χάνονταν στο σκοτάδι. Ήλιος και νύχτας ένα βήμα. Νύχτωσε. Το γκαρσόν ανασκάλεψε με τη διχάλα τη θράκα στο τζάκι, κίνηση ρουτίνας, και σπίθισαν τρομαγμένα μικρά φωσάκια. Σπιθοφωτιές. Ξεχώθηκαν και αδύναμα μικρά τσάκνα που στην άκρη τους τσακμάκιζε η φλόγα, μέχρι που άναψαν πάλι και φώτισαν δειλά τον γαλάζιο καπνό τους. Σε μικρούς στενούς κύκλους οι γύροι του καπνού αχνόλιωναν στο άγγιγμα του αέρα, γίνονταν ένα κι αμέσως μετά ο αέρας έμεινε άδειος, κρύο αποφλόγι στην υψηλή καμινάδα.
Έξω στις οξιές πάνω από τον Αι-Νικόλα οι Φάσσες γουργούριζαν χωνεύοντας το τρυφερό βαλάνι…
Δημήτριος Κλήμης

1) Δόχι μου= θέση, καρτέρι
2) Κούρνια= λάκκος μικρός
3) Ντανάς= μοσχάρι αρσενικό