Τα μπερεκέτια

Ήτανε πλάσματα που από μια παραξενιά του νου τους, είχανε βγει από την ομοιόμορφη πολιτεία των λογικών ανθρώπων και ζούσαν πια τους δικούς τους γυμνούς νόμους, σκιές να κούνιονται στους τοίχους σαν φτερά και τότε εκεί φως και σκοτάδι μαζί να χτυπιώνται στις γωνιές του μυαλού τους με τις φτερούγες τους χωρίς κανένα ήχο.
Κι όταν είχε σβηστεί στην πάλη το φως του μυαλού τότε το κρύο της σάρκας και της ψυχής ήτανε πιο χειροπιαστό μέσα στο σκοτάδι που αποδέλοιπο μένει. Το μελάνι που γέμισε με μαυρίλα το βαθύ λάκκο μιας ανθρώπινης ζωής για χρόνους μένει έτσι, γιατί δεν ξεκαρκαδιάζει η άφτρα από το καντήλι εύκολα, όσο και να το ξεφυτιλίσουμε. Γίνεται και συνήθεια εύκολη γιατί το σκοτάδι είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να το βλέπει, ο πάσα ένας, μ’ ανοιχτά μάτια είτε με κλειστά.
 Στο μεσοδόκι του κρανίου, του μυαλού θέλω να πω μακρύνανε και λαστιχάρανε οι όψεις της ζωής, η ίδια η ζωή και δε συμμαζεύονταν ούτε καταλάγιαζαν στις φυσικές τους διαστάσεις, πια.
            Σε κείνα τα χρόνια της λειψής ακόμη ιατρικής τους διανοητικά αρρώστους που εμπιστεύονταν οι οικείοι στη χάρη του Αγίου Αντωνίου, ήσαν αρκετοί. Καθημερινός θεατής εγώ, μαζί μ’ άλλους με συγκίνηση και κατανόηση τους αντικρίζαμε και με περίσσια θρησκευτικότητα, νομίζοντας την τρέλα μυστήριο και τον άρρωστο άγιο πλάσμα που ο θεός του πήρε πίσω το φτωχό ανθρώπινο πνεύμα και του φύσηξε μέσα στο μυαλό του την υπέρτατη σοφία του, αξεδιάλυτη και θολή, θεϊκή βλέπεις, κάνοντας το νου τους να σαστίσει στο ακατανόητο μιας υπεράνθρωπης νόησης.
Στο σταχτωμένο τους λογικό και πίσω από ντουμάνι της τρέλας τους, η φωτιά αστροπελέκι σπίθιζε στη χόβολη του λογισμού, μια άγνωστη σοφία από δικούς της νόμους.
 Η ματιά τους δεν όριζε τον ορίζοντα, ούτε και το κύρτωμα της απεραντοσύνης του, παρά μόνο ακουμπούσε τον ουρανό ανέλπιδα, με μια ανάσα φτηνή και βιαστική που μήτε τη φλογίτσα του κεριού που κρατούσαν, δεν μπορούσε να σβήσει.
Ο ουρανός το τελευταίο της ματιάς τους γαλάζιο αποκούμπι, ήτανε, που στα ύστατα του λογισμού τους, τους χάριζε την αίσθηση και λαχτάρα της φυγής, προς το τέρμα σε πορεία μαζί με τα σύννεφα τόνα πλάι στ’ άλλο φουρφουρένια σοβαρά και με τάξη που γνώριζαν το δρόμο τους, χωρίς καμιά αντίσταση στη θέληση του Θεού.



Ο Άγιος Αντώνιος, η εκκλησία δηλαδή είχε τότε μεγάλη φήμη ότι βοηθά και συμβάλλει στη θεραπεία του σαλεμένου μυαλού. Γι αυτό το λόγο είχε ανεγερθεί από πιο παλιά ακόμη χρόνια, ένα οίκημα μονοκόμματο με τέσσερα δωμάτια σε σειρά, με παράθυρα όχι στο συνηθισμένο ύψος τους αλλά κοντά στην οροφή. Ήτανε δωμάτια ασπροβαμένα καθαρά και ψηλοτάβανα. Σε κάποιο τοίχο τους χαμηλά είχανε εντοιχισμένους μεγάλους σιδερένιους κρίκους, απ’ όπου περνούσαν τις αλυσίδες που δένανε τους άρρωστους για την ασφάλειά τους. (2)
Η θεραπεία του ήτανε μια διαμονή 40 ημερών, με νηστεία και κάθε Κυριακή να παίρνουν τη Θεία Μετάληψη. Καθημερινά δε σε όρθρο και εσπερινό κάνανε τη διαδρομή από το κελί τους μέχρι τον Τάφο του Αγίου, αλυσοδεμένοι οι ατίθασοι και οι ήσυχοι και απαθείς μόνο με τη συνοδεία του φρουρού.
Ψυχές ανθρώπινες, γυμνές από κάθε συμβατικότητα πελιδνές και λυπημένες ή ανήσυχες μακρυά από έγνοιες και φροντίδες, που συνοδεύουν τη ζωή. Παραδομένες στο δικό τους εσώκοσμο, όπου δύσκολα μπορούσε να χωρέσει ένας άλλος. Θυμάμαι την περίπτωση αρρώστου τρελού, που όταν πλησίαζε κάποιος και χωρίς να τον βλέπει φώναζε ζητώντας «μια πάστρα μια άσπρη πάστρα( πάστα) σε παρακαλώ». Αυτή η εμμονή στο συγκεκριμένο γλύκισμα, ήτανε η μόνη του αναζήτηση όταν αλυσοδεμένος σε πόδια και χέρια έκανε τον περίπατο του πρωί απόγευμα στον περίβολο της Εκκλησίας με τη συνοδεία του μόνιμου φύλακα και υπαλλήλου του Ναού. (3)
Ότι ανώτατο με συγκινούσε κάθε μέρα και πιο πολύ, ήταν συνάντησή μου μ’ αυτόν στην αυλή-περίβολο του Ναού και τον θυμάμαι έντονα, γιατί η φυσιογνωμία το πρόσωπο του ήταν νεανικό και άσπρο πολύ άσπρο και τα μάτια του μαύρα μεγάλα και γλυκά.
Πλήθαινε το φως στο μάτι του όταν σε εστίαζε και το’ νιωθες καρφί. Και τότε ήθελες να κρυφτείς. Σα να ντρεπόσουν γι’ αυτό το ανέγγιχτο κρίνο το χλωμό, με τα μακρυά του δάχτυλα τα αδύναμα και διαφανή τα γυναικίσια, με τ’ άτονο χαμόγελο που’ δειχνε τα δόντια του αράδα, πολύ θαμπά, όπως τα κόκκαλα-πλήκτρα ενός πολυκαιρισμένου ανοιχτού πιάνου.
Αμίλητος σε ζωντανές κουβέντες μα κάποιος μορφασμός στις αθόρυβες κουβέντες του νου του, έμενε , για λίγο στην τεντωμένη ανησυχία της μορφής του και μετά θωρώντας σε επανέρχονταν και ζητούσε «μια πάστρα μια άσπρη πάστρα σε παρακαλώ».
Ο περίβολος της Εκκλησίας από τότε έχει υποστεί πολλές αναπλάσεις, που όταν τελείωναν και μετά όλο και κάτι του έλειπε. Το δάσος του είχε χαθεί κι έδινε μια μυρωδιά γλυκιά που έφτανε ως τη γεύση. Τελευταία το υψηλό του πράσινο, αντικαταστάθηκε από λιβάδι ταρατσωμένο. Το σιντριβάνι του πρώτα στέρεψε και μετά ξηλώθηκε κι η έκτασή του μειώθηκε στο 1/3 περίπου της αρχικής.
Ξεφώλιασαν οι μνήμες πάλι, τις ανιστορεί το μυαλό κι αυτές ποδαρώνουν στεριανά μέχρι εκεί κάτω στον εξώστη της Ελιάς κι από εκεί καραβίζουν στο άνοιγμα μόνες τους και συναντούν νησιά, μοναχικά νησιά, σ’ άλλον αρχαίο ουρανό όπου τ ‘αστέρια έχουν άλλη τάξη κι ο ήλιος σε ταραγμένα μυαλά σηκώνεται νωρίς μεσάνυχτα, με την υπόσχεση ανατέλλοντας, να φέρει μια αγκαλιά κι ένα νανούρισμα, σ’ ένα παιδί με μεγάλα μάτια, που  μόνο νυστάζει… Κι είναι  δεμένο με σιδεριές.

            Με τον ερχομό του φθινοπώρου κάθε χρόνο εμφανίζονταν κι η επιδημία της παρωτίτιδας. Έβλεπες λοιπόν νεαρούς 8-10 ετών να’ χουν πρησμένη τη βάση του κατωσάγονου, συνομήλικους φίλους καλούς, που ‘χαμε τότε τη συνήθεια να επιβεβαιώνουμε τη φιλία μας κοιτάζοντας τον ήλιο να λέμε δυνατά «Μα τον ήλιο ανάμωσα να σ’ έχω φίλο».
Αυτόν τον όρκο τον επαναλαμβάναμε για κάθε αμφισβητούμενο της παιδικής ζωής, ξεχνώντας το παλιό θεό. Γινότανε ο ήλιος ο νέος θεός της αθώας ζωής μας, που έλαμπε και μας καταλάβαινε, γιατί δεν έβαζε όρους που ζόριζαν τα νιάτα και την καρδιά μας.
Και τα πρησμένα πρόσωπα των φίλων, από την παρωτίτιδα τις επόμενες μέρες είχανε σημάδια σταυρού από μελανί ξυλομόλυβο και δαχτυλιές λαδιού από σαμόλαδο, που πρόφθασαν και γήτεψαν οι γριές ξορκίστρες Βεροιώτισσες και Μικρασιάτισσες. Έξυπνες γυναίκες γερά σκαριά, με ύπνο αγοραστό που από τα χαράματα έξω από τις εκκλησιές, βρέχανε σε καντηλόλαδα μπαμπάκια και χαρακτηρίζανε τις μικρές αδιαθεσίες «μάτιασμα». Τότε με φυσητά και διαβάσματα από ξορκολόγια μια ειδική σολομωνική, που ζητούσε να σείεται η γης να σηκώνεται και πάλι να πέφτει χάμω και οι μυαλοσαλεμένοι κουτσοί και κουλοχέρηδες να περιμένουν τα τρία φεγγάρια και στο τέταρτο το κατακόκκινο, που θα προβάλει να βρουν την υγεία τους γίνονταν το «ξεμάτιασμα», αλλά άμα το κακό παρατραβούσε επενέβαινε κι ο παπάς της ενορίας με μια ευχή  κατά της βασκανίας.
Υπήρχαν και ειδικότητες στον κλάδο. Θυμάμαι τη γιαγιά Μαρία μητέρα των αδελφών Πέτρου και Γιώργου Φάκα καλοσυνάτη, να ξορκίζει τον ίκτερο, χρυσή τη λέγανε και να δέχεται νεογέννητα στο σπίτι της τα οποία φέρνανε άλλοι συγγενείς κι όχι η μάνα του βρέφους επειδή ήταν ασαράντιστη.
Επίσης μια Μπαλιώτισα, πανέξυπνη, που τον ζυγιά ζύγιζε, την Κυρά Μαργοτό που χε και τις ικανότητες της βοηθού μαμής. Αυτή είχε ένα καλαθάκι αρκετά ευρύχωρο κι όλα τα σύνεργα ήταν χωμένα μέσα εκεί. Εγώ την έβλεπα σα θεό, παντού παρούσα να ‘χει στο πανέρι της ξόμπλια από φτερά πλουμάτα, από ασημοκλώνια και άστρατες πούλιες και μπορούσε όπως λέγανε με «γητέματα», να γιατρέψει το αφαλόκομμα, τη γούσα, τη μελένια, τις γούλες μαζί και τη λιόκρουση, όταν άτομα χωρίς καπέλο βρίσκονταν στο λιοπύρι, ακόμη και τη δρώπικα, το ρίγο κι όλα τα νεραϊδογνέματα που τόσο τα φοβούνταν οι Βεροιωτάδες.
Για το καθένα χωριστά όριζε την ώρα του γητέματος στη διάρκεια της ημέρας, όρος απαράβατος αυτός. Άκουα για το τρεχούμενο ξόρκι που αφορούσε τη μοναχοκοιμούσα γυναίκα, που όταν το χλιαρό αεράκι φυσούσε κι έμπαινε στον οντά της χνουδάτο και την αναστάτωνε, είχε να της πει γλυκιές νυχτιάτικες ορμήνιες, που μερώνουν και ξεφορτώνουνε το ντέρτι.
Έστηνα αυτί και πρόσεχα, όταν άκουα για κοπέλες που τις τρέχανε σ’ αυτήν, γιατί ήτανε λέει βαριόχνωτες και τα πρώτα γλυκά αναπιάσματα της αγάπης τις τσίτωναν τα δίκορφα στήθη, κι αρρώσταιναν.






 Αυτή τότε στο σπίτι των κοριτσιών στην αυλή τους μέσα σε καυτές πυρομάχες σιδερόπετρες, έχυνε στάλα-στάλα το βρασμένο μελοκεχριμπάρι και στους ατμούς που υψώνονταν την κοίταζε βαθιά στα μάτια, την «άρρωστη» την παιχνιδομάτα, και σμιχτοφρύδα τη γήτευε και της εύχονταν με το πιο δυνατό ξόρκι, ότι όποιος κοιμάται αποβραδίς μαζί της, το πρωί τον ύπνο να λαχταρίζει. Και για την ίδια η πεινασμένη φλόγα της το χορτασμό να μη ζητά ούτε να θέλει.
Ακόμη είχε στα κιτάπια του νου της και γητέματα και βαταλαλούσε ξόρκια και ψαλμούς, για βραχνές νυχτογυρίστρες, με πυκνά φκιασίδια που πιλάτευαν τους ισκιοπατημένους, τους ελαφρούς στο μυαλό, τους αφελείς εκ γενετής κι είχε αρκετούς η Βέροια τους λοξονουσηδες που λέμε. Κι όταν εκκαλείτο να δώσει χείρα βοηθείας σ’ έναν απ’ αυτούς, κρατούσε ένα σπασμένο φιλντίσι, μπρος στα μάτια του, μαγικό τοτέμ προανθρώπινης ορδής, που παρίστανε κάποτε τρικέφαλο πετροθεό, κι όλο υποβολή, τσακάλι η κυρά Μαργαρώ, με τετραμάτι νου, καλούσε τους τέσσερις αέρηδες, να’ ρθουν μ ‘άδειο φως, διάφανο φως, εφτακάθαρο, γαληνό πανάγαθο χορτάτο να μπουν στο κορφοκέφαλο του σαν ανεμοζάλες και να παρασύρουν βγάζοντας έξω όλη την παρδαλή καταχνιά του φυραμένου νου τους…..
            Ελπίδες και προσπάθειες που σταματούσανε μέχρις εκεί. Γιατί η ζυγαριά της μοίρας είχε παλαμίσει και τόνα τάσι της έγερνε περισσότερο στο πιο πολύ λειψό… Και παραμόνευε εκεί κοντά όσο μπορούσε και πιο κοντά, ο μπαγάσας ο κλεισαχείλης Χάρος. Και η κυρά Μαργαρώ νογώντας έγκαιρα τη ζυγαριά της μοίρας, την κοπάναε σιωπηλά κι αργόλαμνε τη σκιά του κορμιού της μακρυά όσο μπορούσε πιο μακρυά…. από το μέγα μαύρο ίσκιο.
Το’ χε κακό και σαν στοχασμό να συστοχάζεται  και  συχνοτίζεται μαζί του.
Και πόρευε ο κόσμος, αχνογελώντας ο θεός 

  1.  Μπερκέτια  =  σοδειές.
  2. Το οίκημα της διαμονής των αρρώστων κατεδαφίσθηκε όταν ο δρόμος της οδού Βενιζέλου άνοιξε και πέρασε από πάνω του.
  3. Φύλακες των αρρώστων: ο πρώτος Κώστας Καμπράνης και μετά ο Παρασκευάς Κοτίδης. Τις γυναίκες άρρωστες φρόντιζε η κυρία Μαρία Μωυσιάδου.