Αύγουστος με τρυγόνια

Έμπαιναν, έβγαιναν οι ημέρες, λάκιζε ο καιρός, φυλλορούσε η χρονιά τις νύχτες της κι ένα τεράστιο, ολόγιομο φεγγάρι απόψε ξεκινούσε την πορεία του, στο αυγουστιάτικο βράδυ.
Πανσέληνος, φώτιζε απίστευτα γλυκά και όμορφα τη γη. Οι σκιές της νύχτας χαλάρωναν τη μονοτονία του σεληνόφωτος, πλημμύριζαν με αίσθηση κυρίαρχη το νου και σώμα, τόσο που ήθελες με τα χέρια σου να αγγίξεις χαϊδεύοντας τον ουρανό.
Νοούσες τα ψιθυρίσματα του αέρα, όπως και τα λαμπυρίσματα των αστεριών, σε μια νυχτερινή συνομιλία που κάνουν αυτά μεταξύ τους, γεμάτη εξαίσιες αναλαμπές και χειραψίες για ένα απαλό ανεμοχάιδεμα των φύλλων από τα δέντρα. Να ’χεις και τον αρσενικό παγανιάρη δροσερό βουνίσιο αέρα, βαθιά ερωτικό, με τις παλλόμενες εντάσεις του, να δροσίζει τα ιδρωμένα κορμιά της παρέας. Ήμασταν τρεις φίλοι, κυνηγοί. Βολέψαμε τα σακίδια με τις τροφές, το νερό, και δίπλα στημένα τα τουφέκια μας στην αγριογκορτσά. Θα περιμέναμε να αναστήσουμε, μια και ο ύπνος σκόνταφτε στα βλέφαρα, το πρωινό ξημέρωμα, με τους χρονοδείχτες των ρολογιών μας να τρέχουν απελπιστικά αργά, και οι ώρες να είναι στάσιμες, ακούνητες σχεδόν. Αδημονία, μαζί με άφατη χαρά, για τις μπηχτές τουφεκιές που θα ακολουθούσαν στα όλο γεμάτα μαστοριά και τέχνη στριφογυρίσματα κορμιού και όπλου, για να προλάβεις τους διαβόλους του αέρα, τα τρυγόνια, που θα παρουσιάζονται από το πουθενά, με τις φτερούγες τους γυρτές, μεσάτε για τα μεγάλα σάλτα, απότομα κοψίματα, βιδωτές κατακόρυφες πτώσεις και βυθίσεις κι αναστροφή πάλι απάνω από το κεφάλι σου, ενώ η κάνη του όπλου σου άδειαζε τα φυσίγγια της αποθήκης της, και τα σκάγια μάζες σμήνους διαφεντεμένες, πυκνές ακολουθούσαν τους στόχους τους θανατηφόρα και πολλά τρυγονοπούλια πέφτανε. Γλυτώνανε όμως αρκετά, αφήνοντας τις λευκές κουτσουλιές τους, αμοιβή καψομπαρουτά κυνηγού, στο μέτωπό του… Η τουφεκιά στο τρυγόνι, θέλει και απαιτεί σκοπευτική τεχνική και ψυχραιμία. Αμφότερα είναι προϊόντα πείρας.
Αργούσε ακόμη να κοκκινίσει η ανατολή και οι αναθιβήσεις ατελείωτος συρμός από ουρανοθάλασσο μνήμης, κάργαραν το πανί από περασμένα κυνήγια, πολλών άλλων θηραμάτων, σ’ άλλους παλιούς χρόνους δικούς μου ή με προγόνους παμπάλαιους, αγνώστους, βουβούς, σκιές ονείρων σήμερα, μόνον αστραπές στην αιωνιότητα. Αυτά όλα σαν νέο αίμα, κύματα-κύματα, ορμούσαν στις φλέβες μου, με σαρώνανε, με παράσερναν και εγώ σαν κιβωτός με κλυδωνισμούς αρμένιζα μέσα στον καιρό και κάτω από τον κατακλυσμό από αυτές, που σαν τερμίτες ακολουθούσαν η μια την άλλη, σε σειρά βιαστικές.
Το κυνήγι του τρυγονιού σε ετήσια βάση γινότανε δύο φορές. Η πρώτη ήτο η εαρινή περίοδος, άρχιζε στις 15 ή 20 Απριλίου μέχρι 5 Μαΐου και η δεύτερη στις 15 Αυγούστου. Συνεχιζότανε δε η κυνηγετική περίοδος ως τις 10 Μαρτίου του επομένου έτους, μ’ όλα τα υπόλοιπα θηράματα, όπως πέρδικες βουνού και κάμπου, λαγού, μπεκάτσας, τσίχλας και λοιπών ως και υδροβίων.
Δύο τοποθεσίες κοντά στη Βέροια σφύζανε από μεγάλο αριθμό τρυγονιών, κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα σ’ όλη τη 10ετία του 1950, και σ’ αυτές συναντούσες την ελίτ των κυνηγών του Συλλόγου μας. Όπως Ν. Αγνιάδης ο πατριάρχης των κυνηγών, Θ. Βαφείδης, Ε. Γαλανόπουλος, Κ. Κλήμης, Δ. Κοντόπουλος, Ν. Χοχλιούρος, Π. Χοχλιούρος, Χ. Κολοκοτρώνης, Κ. Καραλής, Λ. Γκαντούτσιος, Αρ. Αργυριάδης Η. Ρουσάκης.
Η μία ήτο μεταξύ Πατρίδας-Τριλόφου-Στενημάχου-Μονοσπίτων και Αγ. Γεωργίου και η άλλη μεταξύ Διαβατού-Μέσης-Κουλούρας, δίπλα στη Σιδηροδρομική γραμμή. Και οι δύο, μεγάλες εκτάσεις από σιταροχώραφα, θερισμένα τον Αύγουστο, με καλαμιές βοσκήσιμες, γέρικες αγριογκορτσές, μεγάλα καραγάτσια, πελώριες βαλανιδιές με χοντρούς κορμούς σταχτόμαυρους πικραμυγδαλιές υψηλές, άγριες, μέλια αδύναμα πυκνά, απέραντη θάλασσα από φυλωσιές και κοντά στα χωριά φραγμένα με όχτους, μικρά αμπελάκια με γλυκά σταφύλια, μοσχάτα, ροζακί με ρεγκλάτα τσαμπιά επιτραπέζια, καθώς και στουμποτά τσαμπιά νταπίνες, κι άλλων ποικιλιών για κρασί. Άφθονες ακόμη μικρές αναιμικές συκιές, φορτωμένες με γλυκούς καρπούς. Στα μεγάλα και πλατειά φύλλα τους βρίσκανε καταφύγιο και φαγητό οι συκοφαγάδες. Περαστάρια κι αυτοί, με τις κίτρινες κοιλιές τους, αλλά εκλεχτοί μεζέδες, σε ανατολίτικα πιλάφια.
Σ’ αυτές τις ιδανικές για μεταβατικές και ξεκούραστές περιοχές των αποδημητικών, οι κρυφαέρηδες των Βαλκανίων στην ώρα τους, σηκώνουν τα τρυγόνια, τα πιάνουν από την ουρά και τα δίνουν δρόμο κατά τον νοτιά. Αυτά ξεκινούν, κερδίζουν ύψος και συνεχίζουν κοπάδια, σμάρια 15-20 πουλιών. Αφήνουν από κάτω τους να πισωπετούν βουνά, πλαγιές, δάση, ποτάμια κι όλο νέες εικόνες εμφανίζονται για να χαθούν αμέσως κι αυτές. Γοργοτάξιδα τα έβρισκε η αυγή πάνω από τη Μακεδονία, στα έφορα καρπισμένα χωράφια της, και μ’ ένα βύθισμα, πιάνανε τις κορυφές, διαλέγανε τα καθαρά νερά, τις πυκνές νεροφαγιές από βάτα, τα βαθύσκια ουρμάνια, τα ξέφωτα.
Μετά το χωριό Διαβατό, λίγο έξω από την Κουλούρα, ήτο ένα τουβλοποιείο, πρωτόγονο, με μέσα και τρόπους εργασίας παλαιϊκούς.
Αφεντικό και κύρης του ήτο ένας Μικρασιάτης από την Θεογεννήτρα Ανατολή. Άραξε με την παλίρροια του διωγμού στη Βέροια κι από τότε ένα παραγάδι από μνήμες, γεμάτο πίκρες και μισεμό, πυκνό υφάδι συντύλιγε την καρδιά του. Του φαινότανε στα λίγα και μετρημένα λόγια του, δεχότανε όμως με καλοσύνη εμάς τους περαστικούς κυνηγούς, μας αποκαλούσε αβτζήδες, κι ένας μαστραπάς με δροσερό σταμνίσιο νερό, από τα πηγάδια του χωριού Διαβατού, ήταν καλοδεχούμενη ανάσα δροσιάς, στην κάψα του απομεσήμερου. Αυτός έπινε ρουφιά-ρουφιά τον καφέ του, κι έφερνε πάντα την κουβέντα γύρω από τις δυσκολίες της δουλειάς του, όπως στο σπάνιο νερό, στην ποιότητα της λάσπης, στα φιλόνια της γης που πατικωμένα στα πλάγια του λάκκου δίνουν χώμα καλό ή κακό για κεραμίδια ή τούβλα. Ήταν ο Γιάννης Τοκατλίδης ο άνθρωπος του Θεού, που έσπειρες και ανέστησε 6 παιδιά, ο εργάτης της λάσπης, που ίσαμε τα γεράματά του, ποτέ δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα του, τη γη.
Εκεί λοιπόν κοντά στο τουβλάδικο στήναμε τα καρτέρια μας, με φυλάκτρες για απόκρυψη, ολόσωμες ή μισές. Στο ψήσιμο των τούβλων η κάπνα που απλωνότανε παντού γύρω, ήταν για τα τρυγόνια, κάλεσμα μια εύκολης βοσκής τους, σε σιταριού καψάλα.
Δεν υπήρχαν καλλιέργειες οπορωφόρων δέντρων, μόνο μεγάλες εκτάσεις σιτηρών, σ’ όλες τις παραλλαγές τους. Μεγάλες και πυκνές συστάδες αιωνόβιων δένδρων ξεχώριζαν, όπως στο ξωκλήσι του Αγ. Δημητρίου, δίπλα στην κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα και στης Αγ. Κυριακής το Μοναστήρι.
Την εκκλησία της τελευταίας, τιμούσαν τα χωριά του Ρουμλουκιού, και στην γιορτή τις δεκάδες βοδάμαξες-αραμπάδες, φορτωμένες με ψυχομέτρι πιστών, φτάνανε και ξεφορτώνανε τον κόσμο τους. Κι η Μονή με χλαλοή μεγάλη εκείνη την ημέρα, ήταν το θερμό παραγώνι αγάπης και πίστης μέσα στο πράσινο βαθύσκιο μαστάρι του κάμπου, που σοφά συνταίριαζε την καταφυγή των πιστών με την ομορφιά του χώρου, τη σιγή του και τα μουγκανητά των ζωντανών, όταν σκυφτά, ζεμένα στον ξύλινο διπλό ζευγιό, οδηγούσαν τροχό και υνί, με τριγμούς και ξεπατίκωναν το χώμα μαζί με ψαθιά και ανάνθιστα χαμαγκάθια, οργώνοντας τη γη.
Σ’ αυτές τις δύο αγιασμένες πυκνούρες στήνονταν τα καρτέρια της μεσημεριανής αναμονής των κυνηγών. Όταν όλα κάτω από την αυγουστιάτικη ζέστη ακινητούσαν, τα τρυγόνια φθάνανε μονά ή ζευγάρια για να κλαρώσουν. Σ’ αυτές τις αναμονές των κυνηγών, η κάρπωση του θηράματος ήταν  μεγάλη. Ταχύτατα γέμιζαν τα κρεμαστάρια της ζώνης και τα σακίδια με πουλιά, με κατανάλωση φυσιγγιών μικρή. Ρίχναμε σε στόχους σίγουρους, σε απόσταση των 20-25 μέτρων, σκοπευμένες βολές πάντα.
Συνήθως τα φυσίγγια τα γεμίζαμε μόνοι μας. Κάθε κυνηγός σύμφωνα με τα τσοκ του όπλου του είχε και το δικό του γέμισμα. Θαυμάσιες αποδόσεις,  κατά γενική τότε ομολογία, είχανε τα πράσινα φυσίγγια της ΠΥΡΚΑΛ, έτοιμα, με δικό της ελληνικό προωθητικό (μπαρούτι) και το κλασικό βύσμα τύπου «κετσέ».
Και εκεί κοντά στο λιόγερμα, το σιγομάζωμα του ουρανού της πρώτης ημέρας του κυνηγιού, μας βρήκε τις κρεμάστρες βαριές από τρυγόνια και βαριά σακίδια.
Και οι επόμενες ημέρες του Αυγούστου μέχρι και τα μέσα του Σεπτεμβρίου, θα ήσαν εξίσου παραγωγικές, σε κάρπωση θηράματος και οι πληθυσμοί των τρυγονιών θα παρέμεναν μεγάλοι, χάρις των αφίξεων νέων κυμάτων, σα ίδια χωράφια και στα ίδια δένδρα. Τα νιάματα των χωραφιών φύλαγαν ακόμη υπόλοιπα βοσκής μέσα σε σβώλους χώμα, που είχε καρπίσει σιτάρι, βρώμη, φακή, κριθάρι και κυρίως σουσάμι. Θυμάμαι με τον Κώστα Καραλή να κυνηγούμε με τα σκυλιά μας καμπίσιες πέρδικες τον μήνα Νοέμβριο και να ντουφεκάμε μέσα σε όρια βολής, ξαφνιασμένα τρυγόνια που πετάξανε από σισαμοχώραφα του χωριού της Μέσης. Ήσαν πουλιά παχιά, βαριά, που από κάποια παραξενιά, λόγω των καλών συνθηκών της διαμονής των ή ακόμη και από όψιμη ωοτοκία, προτίμησαν να μείνουν και να διαχειμάσουν σε σίγουρες τοποθεσίες που παρείχαν κάλυψη και βοσκή.
Ας αναφέρω ακόμη ότι και ορτύκια μένανε στον κάμπο μας, τα λέγαμε τοπιάρικα, κι όταν οργώνονταν τα χωράφια για νέες σπορές, αυτά συγκεντρωνότανε σε πυκνά βάτα και στις άκρες των καναλιών. Υπήρξαν Χριστούγεννα και είχα έκπληξη μενού στο γιορτινό μου τραπέζι, ορτύκια σαλμί, πανόστιμα με φίλους και τον αδελφό μου τον Κλέωνα, να τα τιμούν δεόντως.
Τώρα άλλαξαν οι καλλιέργειες των χωραφιών. Τα οπωροφόρα δένδρα κάλυψαν τον κάμπο, βαμβακοκαλλιέργειες παντού, τα νερά χαθήκανε, τα κανάλια είναι βρώμικα από ποτάσα και άλλα χημικά σκευάσματα, και οι πληθυσμοί των αποδημητικών δεν παραμένουν. Έχουν επηρεαστεί από τις νέες συνθήκες που επιβάλλουν οι σημερινές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Μας αφήνουν για άλλους τόπους και για άλλα μέρη…
Μέσα του Μάρτη, κι ‘ο Στέλιος κάνει πάλι ακράνυχα την εμφάνισή του  στα στέκια του τα παλιά. Η παραμονή του στο νοσοκομείο, τον στήλωσε, τον συνέφερε, ήρθε το χρώμα του, τον καμαρώναμε και ελπίζαμε ότι και πάλι θα καρπίσει σύντομα.
          Ξεχώριζε το μολύβι- στυλό στο τσεπάκι του ψηλά αριστερά και τα τετράγωνα μικρά χαρτάκια έγχρωμα, κορφάτα  μισοκολλημένα, έτοιμες εφεδρείες περίμεναν την έμπνευση ,την στιγμή, την ώρα που η φλούδα της καρδιάς του θα έτριζε και θ’ άρχιζε να σημειώνει – γράφει βιαστικά, νηματώνοντας και λογχίζοντας , με το καρφί της πέννας του  , τις ομορφιές της Βέροιας, της παρέας, του βουνού, τις αγριοροδωνιές,  των πουλιών, της κρυφής πηγής του νου  για περιπλάνησες όλο μυστήριο, σ έναν πιο ελαφρό και ελεύθερο αέρα.
          Έτσι λοιπόν, εκείνο το Κυριακάτικο μεσημέρι, τα ήσυχα νερά πάλι κουνήθηκαν… Το μεταβρασμένο  τσίπουρο της ταβέρνας του «Σκύλου » γέμισε τον αέρα , και σαν συναξάρι ευχών , μύρωσε  τα  ποτήρια  και
 τ’ άκανε  κρατήρες Βακχικούς και μαζί με το μοσχοκάρφι και το μπαχάρι , στη βρασμένη γιδίσια σπάλα, ανακατεμένα στα χνώτα της ταβέρνας, κορφομύτιζαν και κορφοπετούσαν οσμές της ανατολής και του Μαρουσιώτικου λόγγου.
          Έλαμπε και άχνιζε ο κόσμος. Το ουρανικό νερό περί την 12η π.μ. στη ώρα του, λάφρυνε και λευτέρωσε το μυαλό του Στέλιου, κι’ είχανε ταξιδέψει μακριά οι δεκαεφτασύλλαβοι,  και  της Μαρούσιας οι φορτωμένες αγκαλιές με λοιμώνες,  πλάγιές πράσινες, ασώπαστα πουλιά και κούκους να κρύβονται βαθιά μες τις οξιάς το λόγγο.
          Στην ψάθινη καρέκλα , ακουμπώντας το πόδι του  με το φινετσάτο σκαρπίνι και τη λευκή κάλτσα, ξήλωνε, κηρύττοντας τις συστάσεις των γιατρών για αποχή από το πιοτό, ελαφρά τσεβδίζοντας , τραγικός στο πάθος του: Πάρτε δρόμο, φύγετε όλοι εσείς, όπου σας αρέσει. Εσείς οι λάτρεις του νερού οι σεμνοί και οι μη πότες. Δική μου η ημέρα. Όπως θέλω εγώ θα ξοδέψω της Κυριακής τα μεσημέρια. Εδώ μένει και συγκατοικεί ο αγνός Βάκχος, με βουκόλο χορευτή τον Σάτυρο  τον διπλομάγουλο  και χαμοκοίλη, σταυραδέρφι με τον λάγνο Σειληνό γιο του Πάνα με  την ορθόστητη ουρά. Μόνον οι πιστοί να προσέλθουν  και στη μακαριά ο οίνος να ρεύσει άφθονος.
Και έτσι έγινε μετά. Όλα πήρανε τη ρούγα τους. Αναπόφευκτος ο μοιραίος δρόμος, κύλησε ομαλά ως το τέλος. Ως  το  σβήσιμο  της γραπτής Βεροιώτικης λαλιάς.
Μεγάλη και γνήσια Βεροιώτικη είχε ψυχή ο Στέλιος. Δεν την άφησε να μείνει και να γίνει ένα αόρατο είδωλο και αέρας. Μπόρεσε να συγκεράσει ψυχή και σώμα. Έδωσε η ψυχή στο σώμα , έδωσε και το σώμα στην ψυχή, μπόρεσαν και τα δυο μαζί να φιλιώσουν, να ζήσουν και να δημιουργήσουν
 τον άφατο λυρισμό της πένα του, για ότι λέμε ζωή της Βέροιας παλιάς και νέας.
Τα άστρα που χύθηκαν, ξαφνικές Περσίδες, και κύλησαν σαν δάκρυα στα μάγουλα μιας νύχτας, ήταν οι φωτεινές σημαδούρες, στο απάντημα για στάση με την ψυχή του. Μα ο Στέλιος δεν έμεινε εκεί, συνέχισε πιο πέρα.
Μαρουσιώτικος Λόγγος : περιοχή της ορεινής Βέροιας.

 Σημείωση του Ημαθίωνα
            Το παραπάνω  πόνημα του Δημήτρη Κλήμη, πρωτοδημοσιεύεται  στην εφημερίδα μας και αφορά τον  Βεροιώτη λογοτέχνη Στέλιο Σβαρνόπουλο. Στην Βιβλιοπαρουσίαση  του Βιβλίου του Γιώργου Τσαλέρα  « Στον καιρό των Καταιγίδων »  που έγινε τον Ιούλιο 2009, όπου  ο ένας εκ των δύο    μυθιστορηματικών ηρώων  ήταν  ο Στέλιος Σβαρνόπουλος , έγραφε  για εκείνον, ο Δημήτρης Κλήμης :   « Τον πρώτο , τον θυμάμαι έντονα ακόμη : Λάτρης και οπαδός του Βάκχου, καθημερινά έθυε  σ’ αυτόν, από γυάλινους κρατήρες, σε γραφικούς ονομαστούς ναούς παρόδων ».
Επιμέλεια : Κλήμης Όμηρος