Ένας από τους εκατόν ένα

Πακέτο περιποιημένο, φροντισμένο, τυλιγμένο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι στρατσόχαρτο, δεμένο με νήμα σπάγκου, ανθεκτικό χαρτί της εποχής εκείνης, έφθασε ο «μποχτσάς» δέμα ρούχων στο σπίτι του εκτελεσθέντος από τα στρατεύματα κατοχής, των γερμανών.

Μερικά εσώρουχα, δύο πουκάμισα πολυφορεμένα, τριμμένα, ένα επιπλέον σακάκι, διπλωμένο προσεκτικά και δύο παντελόνια με χοντρή τσάκιση. Ακόμη τρία μαντήλια και δύο προσόψια, κι ένα ζευγάρι ξεπατωμένες αρβύλες. Ότι χρειώδη για μια προσωρινή, όπως του είπαν, όταν τον συνέλαβαν, κράτηση στο στρατόπεδο Π. Μελά στη Θεσσαλονίκη, την άνοιξη του 1944.

Της εσωτερικής, του σακακιού τσέπης, μια παραμάνα ασφάλιζε επιπλέον το κούμπωμά της, κι ένα γράμμα, δισέλιδο, σε φύλλο καρτ-ριγέ γραμμένο, με μελάνης ξυλομόλυβο, απευθυνότανε στον μεγάλο του γιο.

Οργανωμένος στην αντίσταση του Νομού μας, έξω από πολιτικές και φράξιες, έκανε σκοπό του το ανώτατο χρέος, το πάλεμα στον αγώνα. Τον δύσκολο αυτόν ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του στρατευμένου άντρα. Και με κόκκινη μελάνη, το αίμα του, τσεκάρισε το αποτέλεσμα. Οι πεθαμένοι να μην πεθάνουν.

Φυγάδευσε Άγγλους στρατιώτες, που κρυβότανε στο χωριό Μπρανιάτα. Ήσανε δύο, που αποκοπήκανε και μείνανε κρυμμένοι, στις πυκνούρες του χωριού, εναλλάσσοντες τη διαμονή τους, πότε στο «Ανάτερε» πότε στον αλευρόμυλο «Χαμελέτε» και πότε στα αναβρυκά νερά της πυκνής «Μαρίτσας».

Έτρεχε, στύλωνε τον κόσμο, τους χωρικούς του κάμπου, με λόγια γεμάτα ανθρώπινο ενδιαφέρον, με πίστη για το μέλλον, για τον άνθρωπο. Καμπάνιζε, η αληθινή λευτεριά είναι κοντά, δεν είναι χίμαιρα όταν υπάρχει λεβεντιά, πίστη και γόνιμη πράξη σήμερα.

Ο σκοπός μας, η ουσία του αγώνα μας, δεν έχει όρια τέλους. Μόλις φθάνουμε ή κερδίζουμε κάτι, το μετατοπίζουμε για πιο πέρα, μαζί με κάτι άλλο, πιο πάνω, ώστε ο ανήφορος να μην σταματά ποτέ. Έτσι η ζωή μας αποχτάει θέληση κυριαρχική, σκοπό στρατηγικό, ενότητα.

Πίστευε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο Πατρίδα-Ιδέα. Είναι σκέψη, ελπίδα και τιμή μαζί, μια φλόγα. Είναι κογχύλια στην άμμο και λιθοβράχια στα χώματα. Πολλά τα πρόσωπά της, στην καθημερινότητα του αγρότη, όπως σιτάρι, καλαμπόκι, γυναίκα παιδιά, βλαστάρι από βεργόκλημα, ρίζα από κυδώνι, τσιπόροδο στο γκιλιβί. Είναι ακόμη το ουρανοδόξαρο του πλυμένου ουρανού, όπως το ένα πρόσωπο του Θεού το κατάχρυσο, κι ο ουρανός ο θειαφισμένος της αντάρας, το άλλο πρόσωπο του Θεού, γεμάτο σεκλέτια. Αντέξτε το τωρινό κακό, κοντά είναι ο λυτρωμός…

Τυχερός υπήρξα. Διάβασα το γράμμα του. Απλωμένα στο χαρτί τα είκοσι τέσσερα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτα, σχηματίζανε λόγια, στεριώνανε ρωτήματα, είχανε απαντήσεις. Η έγνοια του πατέρα, αναμέριζε, τον προσεχή αφανισμό του, και οι συμβουλές προς τα παιδιά του, σεργιανούσαν στην πραγματική όψη της αλήθειας, μέσα από τη μάσκα της ζωής. Να προσέχουν, να εργάζονται στη γη τους, να χαίρονται και να θ ερίζουν, στην ώρα της το κατάκαρπο χώμα της.

Από αυτήν την επιστολή-γράμμα, ξεχώρισα ορισμένα. Τα άλλα τα περισσότερα προς την οικογένεια, είναι δικά του και δικά τους. - Αντιγράφω.


Εν στρατοπέδω Παύλου Μελά
Θεσσαλονίκης
Δευτέρα 5-6-1944

Αγαπημένο μου παιδί Γιάννη.

Τώρα που παύω να σε κηδεμονεύω, σαν φυσικός πατέρας, και του λοιπόν θα σε κηδεμονεύει η καλή σου μαμά, έχω να σου προτείνω τα κάτωθι, που θα είναι τρόπον τινά και η διαθήκη μου………
Το αύριο θάναι αξημέρωτο για μένα………
Ό,τι βλέπεις από μακριά να λάμπει σαν χρυσός, πλησίασέ το, ψηλάφισέ το, μήπως είναι στιλβωμένος μπρούντζος ή χαλκός………
Ελπίζω στην α ιώνια νύχτα μου, οι μορφές σας να φωσφορίζουν στα μάτια της ψυχής μου……
Γιάννη έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Θα τα πας πολύ καλά. Θέλω όμως αυτά που θα δημιουργείς, να τα μοιράζεσαι με τα αδέλφια σου……
Θέλω αυτό που δημιούργησα στη μικρή κοινωνία του χωριού μας, να το διατηρήσετε, ώστε όταν σας βλέπουν να περνάτε, να θυμούνται ότι είστε παιδιά του Κώστα Πλωμαρίτη.

Σας φιλώ, ο πατέρας σας
Κώστας Πλωμαρίτης

Όταν τελείωσε την επιστολή του, ήταν απόγευμα Δευτέρας 5-6-1944. Είχε μία δωδεκάδα ώρες στη διάθεσή του, για να προλάβει να σκεφθεί τα όσα ήθελε να αναπολήσει. Η αυγή τη 6-6-1944 θα τον εύρισκε ντουφεκισμένο, νεκρό, ένα παραμορφωμένο ακόμη, πτώμα δίπλα στους άλλους εκατό. Μαζί του θα γράφανε τον αριθμό, εκατό ένα. Εύκολος αριθμός, εκατόν ένα, σχηματίζεται και μένει ακόπιαστα στο νου. Περιττός στην μαθηματική έννοια, κι είχε από μαθητής αδυναμία στις περιττές μονάδες… Κοίτα που του βγήκε…

Γρηγόρεψε, ήταν έτοιμος να βγάλει τα περιστατικά και τα γεγονότα της ζωής του να τα κάνει θέαμα και θεατής ο ίδιος, σάρκα από τη σάρκα του, να τα αναθιβήσει, να τα χαρεί, να τα κανακέψει και να τα τυλίξει με την κόκκινη κορδέλα, που κρέμασαν άλλοι από τα λαιμά του, να τα πάρει μαζί του… παρηγοριά του…

Όλα αυτά, στις μέρες της απομόνωσής του, ξετύλιγαν το κουβάρι, τον μύθο της περασμένης ζωής του, όλο το ουρανοθάλασσο των αναμνήσεων, που βυζαχτές, αρπαχτές σέρνονταν πλοκάμια χταποδιού και τόπωναν νου και καρδιά. Κάργαραν το πανί τους, φουλαριστά ταξίδευαν, θολές οι παλιές, οι άλλες οι πρόσφατες στητές και ορθά ξεκάθαρες, καβάλα η μία πάνω στην άλλη. Σπρώχνουν, βιάζονται ατέλειωτος συρμός μια ζωής, χώρα γεμάτοι ίσκιους, αγαπημένους άσαρκους ίσκιους, αλλά και αδρές μορφές απαρηγόρητες και σιλουέτες παρήγορες, που ζητούσαν την ανασύνταξή τους, από το νου.

Ζητούσαν το ξημέρωμά τους, την πρόσκαιρη παρουσία τους, σε μια επιζητούμενη γοργή ανάφλεξή τους, σαν μια νοητική αστραπή…

Τα οικήματα του στρατοπέδου, με κοντές σιδεριές από κάγκελα στα παράθυρα, άφηναν κομμάτια του ουρανού, στο μάκρος του ορίζοντα να είναι ορατά, όπως τώρα που το φεγγάρι μισοφάνηκε, γυάλισε τρυφερό, αδύναμο, άτολμο, κι ο ουρανός μερωμένος έγινε γλυκός… Τ’ αστέρια ασημόπαιξαν, φλογομάτισαν  για να λαγαρίσουν την απόσταση. Μετά τους έγινε συνήθεια, κι ως το πρωί τ’ ανοιγόκλειαν, σαν μπερμπάντες του ουρανού…

Κουράστηκε, γύρισε στ’ άλλο πλευρό. Τώρα έβλεπε με τόνα μάτι, τον ουρανό. Συλλογίστηκε εκεί ψηλά θάμουν αιώνια απόλυτα λεύτερος. Μα γιατί. Δεν θα ’θελα νάμουν τόσο λεύτερος, γιατί η απόλυτη λευτεριά, είναι πλάνη, είναι παγίδα για την λευτεριά. Σταματά την προσπάθεια για την απόχτησή της, κι οι αγώνες γι’ αυτήν αλαργαίνουν. Πράγμα αφύσικο για την κατάκτησή της. Οι αγώνες για τη λευτεριά, όπως τούτοι εδώ, είναι άγριοι, μυρίζουν αίμα και φέρνουν πόνο και θανατικό.

Χρόνια κουβαλούσε πάνω του ερωτήματα και ζητούσε απαντήσεις. Βαρέθηκε να παλεύει με ίσκιους, να ισκιομαχεί με άλυτους κόμπους, θεωρίες, ενώ η λύση τους, παραδεχτή τώρα, που γκρέμισε ο μεσότοιχος, και μέλωσε η καρδιά του στον αγώνα, ήταν ότι όλα ξεκινούν από το άτομο. Θέσεις, ιδέες, αγάπη, μίσος, πάθος, μοίρα. Αυτή είναι η πορεία που σημαδεύει τον άνθρωπο ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι σταθμοί της ζωής, είναι περιπλανήσεις βίου και νου, που κάποτε κάπου σμίγουν, εναρμονίζονται στην οροφή της ζωής, στην οροφή του χρέους, φτάνουν στο Θεό και ξέπνοες από τον αγώνα της πορείας στον ανήφορό της, κερδίζουν την ελπίδα.

Προσωρινή βέβαια κι αυτή. Είναι τόσο μικρή ή τόσο μεγάλη, όσο η ζωή μας, απλοϊκή, αμέριμνη, χαμογελαστή, με αναλαμπές ή όχι, με ονείρατα για πράξεις που δεν γίνονται, για δόγμα ζωής που δεν έρχεται. Γλύκα ονείρου, είναι το κυματιστό αέρινο προσωπείο της ελπίδας, που με μπροστάρη οδηγό την ίδια πολλές φορές, μας φθάνει στα όρια του χωρίς ελπίδα.

Εκεί η ελπίδα παύει, κι ο αστερισμός του μελλούμενου, είναι νέος αγώνας, μια άλλη αγωνία, που μετατοπίζει και παραχωρεί τη θέση της, στην οριστική λύτρωση, στην εξαφάνιση, στο ωσάν να μην υπήρξες ποτέ.

Απόκαμε. Τα βλέφαρα βαριά λυγούσανε. Πόσες ώρες μείνανε ακόμη;

Έλιωσε για μια στιγμή και μαντέμι χυτό, γλίστρησε σε ζάλη γλυκιά ειρηνεμένη, μέσα σε πρωινή πάχνη…

Στημένοι σε γραμμή. Παραγωγής γραμμή θα την έλεγαν αγρότες-εργάτες. Αραδαριά, ο ένας δίπλα στον άλλο. έβλεπε την ανατολή, που αχνά αντιφέγγιζε. Ξεπέρασε τη στιγμή του θανάτου, ο νους του ανέβηκε, συγκλίζει το μυαλό του, μπήκε στην αιώνια ρόδα του κόσμου και πλησίαζε την αληθινή λύτρωση, έμπαινε στη μία και μοναδική γραμμή της αρμονίας. Στην αρχή και στο τέλος. Ταχύ τέλος, μα άκαιρο για τον ίδιο, σκέφτηκε, γιατί δεν πρόλαβε να θερίσει και να χαρεί τους καρπούς του μόχτου του, τα τρία αγόρια του.

Να μυρίσει στον καιρό τους, βασιλικούς και μαντζουράνα στα κατώφλια των σπιτιών τους, και γιασεμί με κορφόγαλα μικρομάνας, τις νύφες του, όταν θα πότιζαν μ’ ανοιχτές αυλόπορτες μαυλιστικούς ανοιξιάτικους πανσέδες, και θα σκούπιζαν μυρτιάς φύλλα και δαφνόφυλλα. Κι όλος ο αέρας δροσερός, ανοιξιάτικος θα μύριζε φρεσκολουσμένα μωρά, δάφνη κι ανάσταση.

Το γράμμα για τους δικούς του ήταν ασφαλισμένο μέσα στον σφιχτοδεμένο «μποχτσά» με τα ρούχα του. Θα τον βρίσκανε η γυναίκα του και οι γιοι του. Ήταν η πνευματική του διαθήκη συν τοις άλλοις…

«Ό,τι λάμπει στη ζωή δεν είναι χρυσός». Αυτό πρέπει να μάθουν τα αγόρια του, είναι ο κανόνας των τίμιων αγωνιστών. «Ό,τι λάμπει…» εκεί σταμάτησε. Δεν του έμεινε, έλειπε πια ο χρόνος, να επαναλαμβάνει ολόκληρη τη φράση. «Ό,τι λάμπει…».

Στα Καϊλάρια τα βουνά, ήσαν πανύψηλα. Οι πλαγιές τους με τα κοντοπούρναρα γεμάτα βουνίσιες πέρδικες, και στο διπλανό Μπούρινο βουνό, το ορθόκορμο Μουρίκι, φωσφόριζε στο μεσόφωτο των περασμένων χρόνων, τις μορφές του καπετάν Ρούβα και καπετάν Ρουπακιά, Μακεδονομάχων. Στήνανε το βλέμμα τους, γερακόφερναν ένα γύρω και βλέπανε χαμηλά στην «Πέτρα του Μάρκου» τον Παύλο Γύπαρη, όλο σίδερο και πρόκες, με είκοσι άνδρες, να χτυπά αντρίκια και να διαλύει τους νιζάμιδες με τα τουμπελέκια και τα Μπουτσάκια και Καραγιάννια, χωριά κάμπου και βουνού, να προσκυνούν τον Πατριάρχη μας.

Στα στενά περάσματα τα τρυγόνια γουργούριζαν και εκεί προς το Βορράστρι, τα νερά του Σαρή-Γκιόλ παχνισμένα, ήσαν γεμάτα αγριόπαπιες…

Οι αγριοκερασιές, ολόκληρη πλαγιά, ανθισμένες, άγριες κερασιές, στις ομαλές κατεβασιές του Κλείτος. Στυφόγλυκος με παράξενη γεύση, ο τραγανός μικρός καρπός, μια μικρή ηδονή το δάγκωμά τους, τον ξεδιψούσε στα νιάτα του. Εδώ η σπορά του αρχηχώνιασε. Εδώ φύτρωσε, εδώ αδέρφωσε, ξεβλαστάρησε, μεροξημερώθηκε, πλάτυνε και κάρπισε.

Μέταλλα κουνήθηκαν, τα κλείστρα άνοιξαν. Γνωστοί, οι πρόσφατοι ήχοι από το Μπούμπεση και το ύψωμα 731 της Αλβανίας, όταν τα οπλοπολυβόλα Χότσκις οπλίζονταν. Κάποιος ούρλιαξε Feuer, τα τρία πολυβόλα ξεκίνησαν, ανά τρεις βολές στον στόχο κι ο χάρος βρήκε το δρεπάνι του. Ένα ρυθμικό παιχνίδι τέχνης, να ξέρεις να σκοτώνεις. Ευαίσθητος ο δείχτης της παλάμης, έκανε χορό ξερών ήχων με την αφή του στην σκανδάλη.

Περίμενε πιο τσιτωμένος από πριν, νιώθει την Ελλάδα ν’ ανεβαίνει από τα σπλάχνα του κι αυτή ακολουθώντας την ώθησή της, ανηφορίζει αλαχάνιαστη για την κορυφή, στο πρόσωπο. Και φωτερή εκεί μένει, μέναν ακόμη τρισάγιο στοχασμό ότι η ελπίδα για αλλαγή του κόσμου, για τέλεια φίλιωση και τέλεια λύτρωση είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά.

Ένα τσίμπημα στον ώμο και το χέρι του κρέμασε, αλλά το μυαλό του γάντζωσε αρπαχτά στις ανθισμένες αγριοκερασιές, και πρόβαλε λαμπαδόχυτη, όπως τη γνώρισε η γυναίκα του. «Γλυκιά μου Δόμνα…».

Βιάζεται, αγωνιά, νιώθει ξεγλωσσισμένος πρέπει να προλάβει να σκεφτεί και τους τρεις γιους του. Θα ξεκινούσε από τον μικρότερο, δεύτερο τσίμπημα στην κοιλιά χαμηλά, πήγε να λυγίσει, κράτησε όρθιος. «Μικρέ μου Γιώργο, αγόρι μου Διαμαντή» και τελευταίο τον μεγάλο τον Γιάννη. «Άντεξε Γιάννη, ό,τι λάμπει… πρόσεχε, μακριά Γιάννη απ’ ό,τι λάμπει… κράτα τους όλους, τη μάνα σου. Κουράγιο, άντεξε Γιάννη». Απέναντί του ο Fritz διόρθωσε τον κορμό του όπλου, και η βαριά από νικελένιο πουκάμισο βολίδα, φυσίγγι Μάουζερ 7,92 του διέλυσε τον κρόταφο.

Ήταν ακίνητος σε βασιλεμένα τα μάτια, όταν ο ήλιος πρόβαλε κατακόκκινος, αρχίζοντας τον καθημερινό του δρόμο. Γι’ αυτόν τον νεκρό είχαν σηκώσει άλλοι τον μάνταλο της ζωής για να φύγει. Το αίμα του άδειασε μέχρι στάλα, όπως και τον άλλων εκατό μαζί του. Πότισε χορταστικά τη γη, πότισε την Ελλάδα. Και οι ψυχές τους σύννεφο βαρύ, σκέτο αστροπελέκι, με καυτούς ανέμους, σέρνουν αρσενικό λόγο από τότε, περήφανο και απροσκύνητο μέχρι σήμερα.

Ημέρα Τρίτη 6 Ιουνίου 1944. Μετά ο χρόνος έπρεπε να κυλίσει για την οικογένεια και βάδισε. Όλα γύρισαν στους δικούς τους δρόμους. Μα η ημέρα εκείνη, η καλοκαιρινή, ποτέ δεν βασίλεψε από τις καρδιές τους. Δεν ήταν τα παιδιά μόνα. Κοντά στο νεανικό γεμάτο δύναμη βήμα, ο πατέρας νεκρός αγωνιστής, στεκόταν δίπλα τους και τους οδηγούσε.

Από τότε, από εκείνο το αξημέρωτο πρωινό, οι εκατόν ένα ντουφεκισμένοι, άγνωστες μορφές, Έλληνες, μπόρεσαν να κατεβάσουν στη γη, τη δική τους σημαδούρα, το δικό τους θαύμα. Το στήσανε και έκαναν κατοχή με τη θυσία τους το νου και τις καρδιές μας. Κι οι φωνές του καιρού τους, οι νότες από τα τραγούδια τους στις ημέρες του χαλκά, στραταρίζουν μέχρι τώρα στα χείλη μας…

Από τότε από εκείνο το αξημέρωτο πρωινό, οι λίγες ώρες της υπόλοιπης νύχτας άφησαν, τα όσα αστέρια μείνανε αβασίλευτα στον ουρανό, να χυθούν και να κυλήσουν σαν δάκρια στα μάγουλά της… Οι λυγμοί τους μαζί συρομαδίσματα της ψυχής ύστερα από τόσα χρόνια, σωπαίνεις και τ’ ακούς…