Οι ρίζες μας

Και η ψυχή μου μαζί με το νου, όταν σιγά - σιγά, αρμοδένονταν στο φως, και γίνανε τα δύο ένα, αυτό το κατάψυχα που λέμε, πάλευε να θυμηθεί, από πότε παλιά, πόσο αρχαία πριν ήταν, ώστε να συνεχίζει να συντηράει το δάσος σαν πατρίδα της.
Αναρωτήθηκα, ήταν εκατό χρόνια, χίλια χρόνια, αιώνες χρόνια χωρίς τέλος. Πολλά ανθρωποσόγια, μέσα μου αναβρύουν, απ’ τα θαμπά χαράματα του ανθρώπου. Αλλά και πολλά ανθρωποσόγια, λαοί σα δάση, απ’ τα χώματα ανέβηκαν και μετά πάλι μες στα χώματα γύρισαν, παχαίνοντας τη γη, με τα κουφάρια τους.
Πολλές θάτανε, οι όμορφες προγόνισσές μου, που πυρκαγιές σηκώνανε, όταν λαγόνι με λαγόνι, έσμιγαν στα ξώμαντρα, στις πυκνούρες και στα λιακωτά του δάσους, με μαλλιαρούς χωρίς ουρά, πρώτους ανθρώπους, και σκυμμένες απόσωναν με υπομονή της γυναικός το χρέος. Και μετά, με πλακούντες, λώρους και αιματοστάλες ράντιζαν στη γέννα πάνω, την πράσινη γης, το πράσινο του δάσους. Ώστε η ψυχή μου σήμερα, μπορεί να αναβαστάει, τον χώρο της σποράς της, τον τόπο της αλήθειας, χωρίς να φοβάται και να τρέμει τον ουρανό. Να της αρέσει η γης, και το δάσος και να νιώθει πάνω της, χώμα πολύ, και μέσα σ’ αυτό να θαλαμώνει ήρεμη, με συντρόφους πια σκιές. Γιατί λίγνεψαν θαμμένοι στα χώματα, αυτοί π’ αγάπησαν ολάκερη τη γης, τα νερά της, τα βουνά και τα δάση. Σ’ αυτά πάνω κρατιόντουσαν να μη χαθούν, πελεκώντας το θεό, της πιο τρανής αρετής, νάναι λεύτεροι, ν’ αλωνεύουν σε χώματα αφράτα που θρύβουν, στήνοντας και το καλύβι της συνέχειας, του γιου ή της κόρης.
Και στα βαθιά γεροντίκια τους, όταν αχάριαναν με ζάρες το κορμί, και χαλνούσαν το ψωμί του κάκου, στερώντας το από τους νέους γλυκά, πρεπίζανε το χάρο, ως καλοδεχούμενο, σφαλνώντας τα μάτια αδειανοί, στο προσήλιο…
Είχα προσπεράσει με γρήγορο βήμα τη Ντουκάτα. Το Σέλι χάνονταν πιο μακριά μαζί με τη βρύση του Ντέμου και στην Τρύπα του Μιχάλη, το νυχτόβροχο κελάριζε σε συρμές. Το δάσος το μέγα αυτό σώμα του θεού, το πρώτο μου σπίτι, απλωτό βρεχότανε χορτάτο, καταπράσινο, και στη γαλανή μπασιά, του ορίζοντα, στύλωνε το κορμί του, κι ήθελε να αποφύγει της νύχτας τα παραμορφωτικά και πλανέματα.
Έβλεπα τις κορφές του Βερμίου. Και τι  καμάρι πούχαν!!!
Δασοσκεπασμένος. Με τις οσμές του βουνού, να παίζουν βαθιά στα ρουθούνια μου, αργόλιωνα στον ουρανίσκο, γεύσεις από άγρια φρούτα, βατόμουρα και φράουλας.
Το μονοπάτι κατηφόριζε, κι η μεγάλη λογγιά, είχε κολλήσει θαρρείς πάνω μου και γίναμε ένα. Κοιτούσα δεξιά κι όλος ο τόπος, το δάσος έστρεφε δεξιά. Κοιτούσα αριστερά, το ίδιο πάλι, στροφή αριστερά, κουνιότανε το βουνό, σαν φτερούγα.  Ο ήλιος έγερνε, η μέρα έστρεφε στο γυρισμό της, προβάλλοντας το ηλιοβασίλεμα.
Είχα παρατηρήσει, ότι ποτέ το ένα ηλιοβασίλεμα δεν μοιάζει με κάποιο άλλο ηλιόγερμα.  Κι είναι όμορφη η δύση του ήλιου, όταν κατακόκκινος κυλιέται και τον καταπίνουν τα δένδρα. Δεν αδειάζουν οι ουρανοί τότε, στο σημείο εκείνο, αλλά ένα ξέχωρο φως από τον ουρανό, καινούρια φλογογής γεννάει, κι αφήνει άγνωρη γεύση κι άλλη ομορφιά.
Για παράδειγμα, τούτη η ώρα η αποσπερνή, στο Ξερολίβαδο μυρίζει ξερή βελόνα πεύκου. Πιο ψηλά, εδώ στο Σέλι, το φως μαλακώνει και μυρίζει βουνίσια δροσιά και χαμηλότερα, στο λόγγο της Μαρούσιας, δίπλα στον Αϊ-Νικόλα μοσχολίβανο, κι από τις άγριες ροδονιές τριαντάφυλλο.
Χωνωτό μπαλκόνι, είναι η Μαρούσια. Μα στην πλαγιά της, άμα σταθείς, ζεις την ιστορία και δέχεσαι την αύρα του παλιού οικισμού, του χωριού, κι απολαμβάνεις μια αφιλόκερδη ανατριχίλα ομορφιάς, σ’ αυτό το τοπίο με τ’ όνομα Μαρούσια, που τόσα έχει πρωτογράψει και περιγράψει ο Γιώργος Χιονίδης, για την πονεμένη και λυπημένη ιστορία, του θανατογραμμένου αυτού χωριού.
Σ’ αυτά τα μέρη, η καρδιά μερεύει, ο νους ξαστερώνει, κι όλο το κορμί μαζί με τη ψυχή είναι έτοιμο να δεχθεί το θάμπος τ’ ουρανού. Και το θάμπος εδώ στη μπασιά του δάσους, είναι παντού χυμένο μ’ απαλό τόνο. Τρυπώνει με τις τελευταίες φωτεινές δέσμες στα μονοπάτια, τα ψάχνει, κι αγύριστα φεύγει. Κι ο κόσμος αλλάζει. Ξεκλειδώνει η γης τις μυρωδιές της. Μύρισε η γης, βουνό και δάσος. Μας τα φέρνουν δώρα οι πνοές των ανέμων. 

1) Ντουκάτα, Τρύπα του Μιχάλη, Βρύση του Ντέμου= Τοπωνύμια του Ανατολικού Βερμίου.

2) Μαρούσια= Χωριό που κατεστράφη, στον ξεσηκωμό της Νάουσας το 1822. Εκτός του Γεωργίου Χιονίδη και ο Ε.Μ.Ι.Π.Η. δια χειρός του π. Βουδούρη Γ. Αθανασίου αφιέρωσε ένα πολυσέλιδο βιβλίο στην ιστορία του.

Κι αυτά από το Μόναχο


Ένα πετυχημένο σε περιεχόμενο και εμφάνιση, νέο βιβλίο του Ο.Σ.(1) κυκλοφόρησε, με τίτλο «Γράμματα από το Μόναχο». Οι σελίδες του περιέχουν τα πνεύματα της ερημιάς του συγγραφέα, και κινούν το χέρι του, να γράψει, με τα λαμπίσματα του μυαλού, αντάμα, και με της καρδιάς του, τις δρίμες, από τις μολεμένες μέρες του πολέμου.

Συνέβαλλε και η παρότρυνση από την πατρίδα του Γιώργου Χιονίδη «άμα φτάσεις, γράψε μας»(2). Κι ήταν αρκετό αυτό για τον Ο.Σ. να γράψει πολλά κι όμορφα στα γρήγορα. Μέσα σ’ ένα φθινόπωρο. Δύο χρόνια μετά, γράφει και το «Περίπατο στα ψηλώματα». Σημείωμα το λέει. Αλλά απλό κι απέριττο σαν την αλήθεια είναι.

Αυτοί λοιπόν οι δύο τίτλοι, έγιναν αιτία να ξελογιαστώ σύννυχτα, με βουνίσιες θύμισες, από το βουνό μας το Βέρμιο ο ένας κι ο άλλος να με ξεφωνίσει και να γρικίσω ξανά το ωραίο Μόναχο.

Αυτή τη θαυμάσια πόλη της Βαυαρίας, που κοντά της έζησα 30 τόσα χρόνια και κάθε χαραυγή πρόβαλλε δροσάτη, με κράχτη ένα δράκο θεό, την ξενιτιά, να πνίγει τη ψυχή.

Το ωραίο Μόναχο, που οι ίσκιοι, ο αέρας και το φως το ανάπηξαν, σιγά-σιγά, αφήνοντάς του ν’ ανηφοράει στον ήλιο, με τα παλιά του ντύματα, τις παλιές του καπνιές κι αράχνες. Και το καινούριο κάθε εποχής, το σύγχρονο που λέμε, να στέκεται δίπλα, στο παλιό, και να νομίζεις, ότι όλα μαζί παλιά και νέα, τώρα κινήσανε και μόλις φτάσανε, όπως το ξημερώνει-νυχτώνει, στους αιώνες.

Στη μεγάλη αυτή πόλη, δρόμοι άνετοι, πάρκα πυκνά, πλατείες άνετες, αγορές πολλές και διάφορες, σε αποστάσεις χρόνου μεταξύ τους, κι όμως νιώθεις ότι όλα είναι δίπλα, ενωμένα και σιμοχνοτούν. Παρασυρμένος λαχταράς, κι απλώνεις το χέρι σου, να φουχτώσεις το θαύμα. Ώρες κι ώρες διόδεψα σε περιπάτους, μ’ άγνωστους. Μετά τους συνήθισα κι ένοιωθα τον κόσμο αυτόν να σηκώνει μπόι. Τους δεχόμουνα. 

Βάδισα στα δημόσια νεκροταφεία σε ώρες σχόλης. Βολτάριζα στα δρομάκια τους, ψαχουλεύοντας με τα μάτια τους τάφους. Έβλεπα και τους ανοιχτούς λάκκους, που λίγουροι περίμεναν να γεμίσουν, αφήνοντας στα πλάγια, τα λιχνισμένα χώματά τους, με δόντια και μικρά οστά, από προηγούμενους. Και η δική μου καθημερινότητα, άνοιγε κι έκλεινε στη Grossmarkthalle. Στη Λαχαναγορά του Μονάχου. 

Ήταν η μόνη, στα χρόνια της μεγάλης εξαγωγής φρούτων που αγκάλιασε το Ροδάκινο και δεκάδες φορτία εικοσάτονα ανά μέρα, τα τσαντήρωνε στα stand της, τ’ απλοκάμιζε μετά σ’ όλη τη Γερμανία και τάκανε μάρκα.

Όπως επίσης κι ένα ακόμη δυναμικότερο γεωργικό προϊόν. Το σπαράγγι. Το ελληνικό σπαράγγι, που ανδρώθηκε έφτασε στην κορύφωση της ζήτησής του, και μετά χάθηκε, γιατί μονοπώλησαν τις μεγάλες ποσότητές του, οι πολλοί μικροί συνεταιρισμοί. Ήταν ο λαός στην εξουσία. Και στην οικονομία.

Γειτνίαζε η λαχαναγορά και μ’ ένα πάρκο πυκνό, με νερά άφωνα, ήρεμα, με χαμηλά φυτά και χόρτα, που ανεμοπορούσαν από το πρωί στον άνεμο κι ένα συνεχές βουητό των μοτέρ στους διπλανούς δρόμους, ενοχλούσε την ησυχία.

Πλατείες, όπως η am Harras Platz, η Goethe Platz, η Marien Platz, βρεγμένες και υγρές, έχοντας λουσμένα τα μαλλιά τους στη δροσιά, από τους «Μουσώνες» των Άλπεων, άφηναν να πετούν γέλια πνιχτά, οι πέτρες τους, τα πρωινά. Και με το λίγο γλυκό φως, που περίσσευε νωρίς τ’ απόγευμα, τ’ όριχναν ολόγυρά τους, ξελαγαρίζοντας το μουντό ουρανό.

Η Sendlinger Tor είναι πλατεία πάντα καλεστική κι αγέραστη, με τον υψηλό οβελίσκο στο κέντρο της, που όταν ο ήλιος δύει, μαγευτικά χρώματα την τυλίγουν από αντανακλάσεις. Βλέπεις, η μάλλον νιώθεις τότε, έναν παλμό δύναμης να κυριαρχεί, από μια εσωτεικής ζωής ρυθμού και αρμονίας πηγή. Τα χώματα μυρίζουν, σα να γεννιέται η γης. Είναι η στιγμή, που το φως της μέρας, έχει νικήσει και επιβάλλεται, πλαταίνοντας, στο αιώνιο, την πόλη του φωτός, το Μόναχο.

Για το Μόναχο είναι βέβαιο ότι θα ξαναμιλήσουμε.


  1. Ο.Σ. = Ορέστης Σιδηρόπουλος 
  2. Ο Γιώργος Χ. Χιονίδης ασκούμενος εικοσιπεντάχρονος δικηγόρος τότε, ήταν ο Δ/ντής Σύνταξης της τοπικής Εφημερίδας ( Ο Φρουρός της Ημαθίας) Είχε προτείνει στον Ο.Σ. φίλο του, να γράφει εντυπώσεις και σκέψεις του, από το Μόναχο τις οποίες θα δημοσίευε μετά η Εφημερίδα. Ο Γιώργος Χ. Χιονίδης, είναι ο μετέπειτα μοναδικός και διαπρεπής ιστορικός της πόλης μας.

Εφημερίδα ‘’Βέροια’’ 19 Νοεμβρίου 2014


Βιβλιοκριτική: Σχεδία Μνήμης - Του Αλέκου Χατζηκώστα

Ο πολύ πράος, ανοιξιάτικος ήλιος από το βιβλίο «Σχεδία Μνήμης» του Αλέκου Χατζηκώστα, μπαίνει από τα παράθυρα της καρδιάς του αναγνώστη μέσα και μαζί με τη μελένια μυρωδιά του κήπου, των εννέα διηγημάτων, θρονιάζεται βαριά.

Έχεις τότε το συναίσθημα ότι ξεντύνεσαι, από τις ρυτίδες του χρόνου και της φθοράς. Γίνεσαι νέος, θυμάσαι, γυρνάς πίσω. Η πηγή, με τα θαυμαστά αναβλύσματα, του νεανικού μάννα ξαναρρέει για σένα… Κουφονοτιάδες αδύναμοι, δεν ταιριάζουν κι ούτε φεγγάρι θαμπό ανεμόχολο μπορεί να φέγγει, στις 130 σελίδες του. 

Μας γέλασες παλιοζωή. Κάπου θέλαμε να πάμε και δεν φτάσαμε… Ήταν μακρύς ο κόσμος γύρω μας πολύ, δύσκολοι οι δρόμοι και το τέρμα απροσδιόριστο. Κι όταν κάπου εκεί κοντά το σιμώναμε και βλέπαμε τη λίγωση και τον ξετελεμό της προσπάθειας μας, δεν ερχόταν από αριστερά, ούτε στάλα τρεχάμενο νερό να πιούμε, ούτε ποτέ δροσαγέριζε τη μέρα, το βορεινό αεράκι. 

Χαρά στους άντρες αυτούς, που πολεμάνε στη γης απελπισμένα… Ο ένας ακολουθεί τον άλλον χωρίς να μοιάζουν. Κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει τους δικούς του αγώνες και να σελώνει το δικό του άλογο… Εννέα διηγήματα, εννέα ήρωες που σβήναν τα’ άστρα μεσ’ τα πέλαγα, κι άλλα τ’ άναβαν γελώντας, είναι συμμέτοχοι στη τελική ομορφιά του βιβλίου. 

Και πουθενά στις 9 πλοκές των διηγημάτων δεν βλέπεις ν’ ανεβαίνει η σαβούρα στον αφρό για να ξεκαπετανίσει. 

Κορυφαίο των 9 διηγημάτων το «ΕΚΟΝ Σ. Καζαντζίδης». Και τα υπόλοιπα 8 πολύ γλυκά… κοντά στον καθένα.

Συγχαρητήρια Αλέκο





Εφημερίδα της Βέροιας ‘’ Η Άλλη Άποψη’’ 4 Αυγούστου 2014


Βιβλιοκριτική: «Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα»

«Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα» 

Βιβλίο του Παύλου Πυρινού 

Βιβλιοκριτική 

Μόνο αυτό, δε θα μπορούσε να πει, ο Παύλος Πυρινός, σαν τελευταίο λόγο. 

«Ξεθυμασμένη, ανήμπορη, άνεργη πώς χάθηκε η ζωή μου». 

Σωροί πίσω του, τα γεννημένα σ’ άσπρο χαρτί παιδιά του, κρέμονται αρμαθιές. Λάμπουν, γελούν κι αντιδονίζουν τα βιβλία του στις καρδιές του κόσμου, γιατί μιλούν για αξίες παλιές, πούσαν χαμένες κι άγνωστες σε μπαούλα εκκλησιών, κι έγνοιες υψηλές που υπηρετήθηκαν από ταπεινούς άσημους καντηλανάφτες Βεροιώτες. 

Πετυχαίνει ο Πυρινός να χαρίσει τη γνώση, για τα άγνωστα, μα και να αφήσει τη μνήμη καπάκι στο θάνατο. Το μαύρο μακελάρη. Δουλεύοντας και γεννώντας σωρούς τα βιβλία του, ξεχείλιζε την αυλή του με παιδιά κι αγγόνια απ’ αυτά. 

Είναι τα μόνα που δε γίνονται μπουκιές του χάρου. Η λησμονιά πάνω σ’ αυτά ουδέποτε ρίχνει χώμα. Κι η μπαμπακερή απανωσιά της αντάρας τ’ αποφεύγει. 

Παλιά τα κλασικά έπιπλα της βιβλιοθήκης, σήμερα τα κομπιούτερ, τα διατηρούν προσιτά κι ανώλεθρα στη μνήμη των ανθρώπων, και ζωντανά στα μάτια των αναγνωστών. 

Έτσι στητός, κι ορθόστομος παλεύει τη ζωή. Αντροκαλιέται μαζί της και ήσυχος άμα φανεί η ώρα του, θα σηκώσει το μάνταλο της πόρτας, θα την ανοίξει και μ’ ένα περιπαιχτικό χαμόγελο θα της πει, awf wiedersehen, φορώντας το θάνατο στη κεφαλή του κορώνα. Είναι η μεγάλη ειρωνεία. Μέσα στο πιο αληθινό τοπίο του βίου σου, τη μοναδική ώρα, κοροϊδεύεις όταν στεφανώνεσαι το θάνατο και αφήνεις σε συνέχεια τη ζωή, θέλει δε θέλει, να σε διαιωνίσει. Τη μαυροφόρα μνήμη της σάρκας, ο χρόνος με τον καθρέφτη τον πίσω, σκιάζει και τη διώχνει. Κυρίαρχος το παρόν. Πανδαμάτωρ γαρ. Κι έτσι μένει. 

Κι ο μέγας θρόνος της δημιουργίας, αμολάει σα δρυς, βαθιές τις ρίζες στο χώμα του χρόνου. 

Είναι ο καινούριος χαλκάς που κρατάει στέρεα τις αλυσίδες της ζωής και στεριώνεται ο κόσμος πάνω στο πνεύμα της γνώσης. Δύναμη και θεός, το βλογημένο σπέρμα του «αφήνω κάτι». 

Είναι κι άλλοι στην πόλη μας, δημιουργοί, που περισσότερα θα περισσέψουν. Μα τώρα μιλάμε για τον Πυρινό. Τον Παύλο Πυρινό. Τον πόντιο και θεολόγο καθηγητή και μετά Λυκειάρχη. Και εκεί μέσα στο βύθος και αχλύ του παρελθόντος, συμμαθητή, με γαλότσες αντί παπούτσια. Χειμωνοκαλόκαιρο πάντα ίδια ρούχα και παλτό. Μα σε λίγα χρόνια, μπόρεσε η ψυχή του να ξεπετάξει τη φλόγα, μέσα από το καμίνι του κορμιού. Κι ήρθε το πανεπιστήμιο. 

Τώρα με το νέο του βιβλίο, του «Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα» πρέπει να ψάλλουμε νέα γεννητούρια. Βιβλίο με καρπό πολύσπορο. Έχει μαύρους σπόρους γιατί είναι ώριμο. Και νόστιμο άμα το ψάξεις. Καθίζει εύκολα στον ουρανίσκο κι αργολιώνει. Σα ρόδι που αφρόσκασε και τινάχτηκαν οι σπόροι, κι αμέσως δροσέρεψε στο στήθος η καρδιά, κι έγινε ρόδι. Και χώρεσαν μέσα οι θύμισες του κόσμου κι έγιναν σπόροι. Με τάξη και ομορφάδα, σαν ανοιχτό αξόδευτο ρόδι. 

Στην πορεία, ο αχός του θα περάσει τα ψηλά βουνά, για νάβρει φρέσκο περιβόλι και να αυτοφυτέψει την αρετή του ανθρώπου, του καλού ανθρώπου, του παλιού. Η νέα αυτή σπορά, η μπροστάρα, θα ξαναγιομώσει τη γης, με καινούριο ανθρώπου σόι, με ζεστή καρδιά, που να περμαζώξει κάθε ωραίο, τίμιο, σωστό, που αφήνουν στα κείμενά τους, ως υπόδειξη ο Πυρινός και πολλοί άλλοι. 

Βρείτε το και διαβάστε το. Και το μάτι σας θάναι βλογημένο. Χορτασμό δε θάχει, κι όταν ακόμη τελειώνουν οι σελίδες του. Και το χείλη σας θάναι βλογημένο. Χορτασμό δεν θάχει, γιατί θα ψελλίζει τις συλλαβές του τις παλιές, με τη γνώση του μεθυστικού λιαστού κρασιού, και με γεύση ψυχής καλύτερη. 

Είναι φαινόμενο σ’ αυτήν την περίπτωση. 

Με τη δίψα να ξεδιψάτε και με την πείνα να χορταίνετε. 

Εφημερίδα ‘’Βέροια’’ 22-10-14 



Η ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ

Και τότε ο Φεβρουάριος του 2008, προς τα τέλη του, με αιφνίδια γρίπη μ’ έριξε στο κρεβάτι για ένα τετραήμερο.
Τώρα πάλι τα ίδια αρχές του Μάρτη. Αλλά με τη γρίπη αιτία, ανασκαλίζω της Βιβλιοθήκης τις άκρες, εκείνες που κρύβουν ξεχασμένα μικρά σημειώματα, γράμματα σε ταχυδρομικούς φακέλους μισούς, ή μικρά και λιγοσέλιδα βιβλία, λερωμένα με σημειώσεις. Κι όλα αυτά, ερχόμενα από παλιές σκέψεις και ιδέες, έχουν τις δικές του «πυρώτρες χάρες». Και συμβάλλουν στην γρήγορη ίασή μου. Φέτος τα ίδια περίπου έγιναν, όπου ψάχνοντας, έπιασαν τα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο του Γιώργου Χιονίδη. Το διάλεξα με προσοχή. Ορθόστητο ισορροπούσε και διάβασα τον τίτλο του. «Με ειλικρίνεια και χωρίς φανατισμό». Ανοίγοντάς το, δύο σελίδες πυκνογραμμένες χειρόγραφες δικές μου, μείνανε στο τραπέζι. Κι όταν άρχισα να τις ψάχνω διαβάζοντας, την ίδια «πυρώτρα χάρη» ανέδυαν, μαζί και την εντύπωση για το πόσο «σοζυγιαστά τη στάμνα ανακρατούσε» αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του. 
Αντιγράφω μερικά. 
Όπως μου ήρθε, έτσι το έπιασα. Ανάποδα. Μικρό βιβλιαράκι το με ειλικρίνεια και χωρίς φανατισμό» γράφει η απ’ έξω σελίδα, ωσάν επικεφαλίδα. Το ανοίγω και να, γνωστά μου ονόματα. Ιωάννης Καραφουλίδης, Ηλίας Ηλιού, Ηλίας Νόβας, Γιάννης Σφήνιτσας. Ο τελευταίος για μένα αγαπητός. Και στην αρχή του, στην πρώτη λευκή κι άγραφη σελίδα μία τρίλεξη αφιέρωση: 
Στον Δημήτρη, φιλικά Γιώργος. 
Έτσι απλά, ο Γιώργος Χιονίδης τα γράφει. 
Και εκεί έμεινα… Με την περισπωμένη έντονα σερπετή, κυματιστή, πάνω στο Γιώργος να φαντάζει και να την προσέχω… 
Με την περισπωμένη, σα γραμμική ιδέα να μπαίνει στο μυαλό μου, να προχωρεί, βαθιά μέσα ανοίγοντας δρόμους και μετά να χάνεται... και πάλι από την αρχή να παιχνιδίζει, στην ίριδα της κόρης του ματιού, σαν μια ατέλειωτη συνέχεια νοητικής διαστολής. 
Κόλλησε μέσα μου… η περισπωμένη του Χιονίδη επανέλεγα και την επαναλάμβανα συνεχώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σαν τροχούς τραίνου που κυλάνε πάνω σε ράγες με ρυθμό, με χτύπο ρυθμικό ή σαν ένα γρήγορο μουσικό κροτάλισμα όπως το εμβατήριο «Padesfki» του Straus. Να μη σταματά, να προεκτείνεται αυτή, να μεγαλώνει, να πιάνει χώρο στο χρόνο, στον φανταστικό χρόνο, να πλατειάζει και να καλύπτει προστατευτικά το ΕΡΓΟ του. Ένα έργο που εγκλείει ατέλειωτη Ενέργεια, Φλόγας και Βάσανου και Λαχτάρας μαζί. Όλα μαζί. Ενοποιημένα και καταργώντας τη διάκριση Παρελθόν και Μέλλον, δίνονται στον πάσα-ένα έτοιμα. Τώρα. Για χρήση και συλλογή καρπού γνώσης.
Σκέπτομαι, τι μπορεί να κερδίσει, ακόμη κανείς, από μία απλή με σκέρτσο και νάζι, απλωμένη περισπωμένη. Να, μια ακόμη αναπόληση της δεκαετίας του 1980 στα πολιτικά και τοπικά γεγονότα, σε πρόσωπα και πράγματα, τα οποία ανεπιστρεπτί ανήκουν στο παρελθόν.
Κι ακόμη σκέπτομαι ότι αν ο Γιώργος Χιονίδης, κάποια στιγμή η ζωή του λιβακώσει και φύγει, δεν θα έχει πεθάνει ολόκληρος, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του θα έχει ξεφύγει από τον Άδη και θα μείνει στην πόλη του, στη Βέροια. Εδώ ακριβώς επεμβαίνει ο ψυχολογικός χρόνος της Αναμονής του Μέλλοντος. 

Υ.Γ. Ο Γιώργος Χιονίδης, υγιής απολαμβάνει το «αποβροχάρικο αγαθό» μιας μεγάλης ζωής. Ο Θεός να τον έχει καλά.