Βιβλιοκριτική

Με την είσοδο του 1922, ο κόσμος στον Πόντο, οι Έλληνες, ένιωθαν ότι κακά μαντάτα πλανώνταν γι’ αυτούς, κι ότι η γης ξεστράτιζε κάτω από τα πόδια τους.
Αυτά τα ζοφά και άσχημα σημάδια, έκαναν «να γούζεται»(1) η καρδιά τους, κι ομάδες-σμάρια απ’ αυτούς σκέφτονταν τα τρίστρατα και ποια βαριά να πατήσουν δερβένια, ώστε γρήγορα να φύγουν από τους διώχτες τους και ξενομπάτες στα μέρη τους Τούρκους.
Θ’ άφηναν στα πίσω στερνά τους, χώμα πολύ, νερά, τοποθεσίες και βουνά κι έπρεπε να κουβαλήσουν βιός και φαμίλιες μαζί τους, όσα θα τους επέτρεπε το άγριο κυνήγι από τις ορδές των διωκτών τους. Θ’ άπερναν και τη μουσική, που μεγάλωνε τον κόσμο τους, τους λυράρηδες και την τρίχορδη ποντιακή λύρα, με τους στακάτους ρυθμούς της. Τους χορούς τους, με τη  γλυκεία « σερανίτσα» και τον αντρικό λεβέντικο «πυρρίχιο»  και τους άλλους όλους.
Θ’ άδειαζαν μονές και ναούς, ακόμα και τους ουρανούς από τους δικούς τους θεούς, άγιους και παναγίες. Αυτούς θα τους κουβαλούσαν στις ψυχές τους βουλουμένους. Εκεί βουβούς θα τους θαλάμωναν μέχρι να φτάναν στη νέα τους ρίζα, την Ελλάδα.
Και το 1951, όπως γράφει στο πρόσφατο βιβλίο του «Στάμπα» ο Γιώργος Τροχόπουλος, ο Φίλων Κτενίδης, έκανε πράξη το όνειρο όλων των ποντίων να θεμελιώσει τη Νέα Παναγία Σουμελά στη Βόρεια Ελλάδα, σε μια πλαγιά του Βερμίου όρους, ώστε δίπλα σε χιονόκορφα λιακωτά να σοφιλιάσει η πόντια καρδιά.
Η Καστανιά είναι το χωριό που περιβάλει απλωτά κάτω από τη Μονή τη Παναγία Σουμελά, και χέρια αμέτρητα Ποντίων σηκώνονταν κάθε φορά που άπλωνε το χέρι της κι έδειχνε στην Πατρίδα, την Τραπεζούντα την Κρώμνη, την Ορντού, σαν να ’λεγε «Πάντα που θα σε θυμηθώ πατρίδα, γλυκαίνει ο κόσμος όλος». 
Μια οικογένεια ποντίων απ’ αυτούς που ξεκίνησαν να βρουν αλλού πατρίδα μας διηγείται το βιβλίο του Γ.Τ. «Στάμπα». Ζητούν να σωθούν 8 ψυχές. Παιδιά 6 και οι δύο γονείς. Γύρω τους, χωριά καίγονται, ζωές χάνονται σε σφαγές. Είναι η εποχή που και μια στιγμή να κοιμηθεί ο χάρος, τη ζωή ονειρεύεται, γιατί σ’ αυτήν ζουν άνθρωποι. 
Τριακόσιες πενήντα χιλιάδες τα θύματα. Γενοκτονία την ονόμασαν, και είναι. Οι ίσκιοι τους,  μακροπέφτουν από τότε στα νερά της Μαύρης Θάλασσας, κι αγαληνά αρμενίζουν, μικροί κυματισμοί στην γαληνήν απλάδα.
Περιμένουν πότε ό ουρανός μ’ ορμή θα κατεβεί στη γη, κι ο πλανήτης θα δεχθεί το άδικο της σφαγής των.  
Στη μητέρα πατρίδα βολεύονται στα Γιάννενα οι πρόσφυγες. Εκεί τα παιδιά μεγαλώνουν, βρίσκουν τη ζωή τους και ένα απ’ αυτά αφήνει τα Γιάννενα και μετοικεί στην προπολεμική Βέροια.
Το εμπόριο σαν επάγγελμά του, τον κάνει οικονομικά ανεξάρτητο. Στον μικρό συνοικισμό Μουσταλί, όπου τα ονομαστά περιβόλια, από τα πορτοπαράθυρα στα σπίτια μέσα μπαίναν, βρίσκει τη γυναίκα της ζωής του.
Στην πορεία της οικογενειακής του ζωής, ξαναγνωρίζουμε την παλιά Βέροια, με καφενεία και ζαχαροπλαστεία γνωστά, ενώ μπλέκουμε σαν έθνος, στης γενιάς μας τη διχόνοια, τη σπιτική κι αγιάτρευτη. Που παράξενο, ενώ παλεύουμε από τη μια σαν ράτσα και στήνουμε κάστρα, οικοδομούμε στοχασμούς, σκαλίζουμε σε  πέτρες νέους νόμους ζωής κι αγάπης, από την άλλη αδελφοσπαραγμός. Από τη μια αναμερίζουμε σκιές και αντιφεγγίσματα και σε φωταλώνια δεν αντικόβουμε το φως, αλλά τ’ αφήνουμε άφθονο να λούσει την ελληνική αρετή, από την άλλη, δεν αφήνουμε να κατακάτσει ο πόνος και να γελάσει ο ήλιος στην πατρίδα μας.
Ανθρώπινο και πολύ διδαχτικό το βιβλίο «Στάμπα» του Γεώργιου Τροχόπουλου. Καλογραμμένο και προσεγμένο σ’ όλα του. Είναι μια παγίδα στην καρδιά, ο μύθος της ιστορίας του βιβλίου «Στάμπα» που επίτηδες σας κρύβω για να χαρείτε τις συγκινήσεις του διαβάζοντάς το.
Τότε αυθόρμητα ζητάς το «Θεέ μου, κάνε μου Θεό, για να τα κάμω, να μείνουν περασμένα».

1.       Γούζεται  = Λούζεται                      


                                                      Δημοσιεύθηκε στην Εφημ Βέροια   13/05/2015