Βουκολικό

Μπήκε-βγήκε ο Φλεβάρης, ο τρίτος του χειμώνα μήνας, και τώρα θυμήθηκε ο καιρός πως έπρεπε ν’ ασπρίσει τα κορφοβούνια με χιόνι. Και τ’ άσπρισε.
Τι αγρίμια είχανε φορέσει, από το Νοέμβρη τις γούνες τους. Οι τρίχες τους παχιές και πυκνές τα φύλαγαν από το κρύο και τον αγέρα του χαροχείμωνου δεν τον άφηναν να μπει στο κορμί τους.
Κι η γης χαμηλά, με τα χώματά της ωρίμαζε, ακούραστη σαπίζοντας τα μαραμένα φύλλα και δίνοντας ζωή και φύτρο στους σπόρους κα στη ρουσοκαμένη, από το φθινόπωρο χλόη. Η οσμή της άγριας χωματίλας, που σηκωνότανε στην απόβροχη θολούρα του δειλινού, όριζε και την ευχή, γρήγορα με το καλό να ξαναβγεί ο ήλιος.
Ξεκλείδωσε ο θεός τη γης. Με τα βαριά τρακτέρ να ξαλετρίζουν σ’ αυλακιές το χώμα, και στις ψιχάλες που στήνονταν, γεφυρώνονται ο ουρανός και η γη, κι η χωνεμένη κοπριά, δίνει τη μυρωδιά της από τον οργωμένο κάμπο. Καλούσε δε τον αγροτόκοσμο εδώ να βρει γης, να σπείρει και χώμα να πιαστεί, και τ’ απομαραμένα με αδειανά σωθικά δέντρα, που άλλο βλαστάρι δε ρίχνουν, γρήγορα με τον ήλιο της άνοιξης, τον κορμό τους, θεό θα ξαναγεμίσουν.
Μίντσε(1) ο καιρός, ζεστή είναι η γης, μυρίσαν τα βουνά και τ’ ανοιξιάτικα νερά, τα κέρατα σαλέψαν. Είχαμε βαρύ χειμώνα, με χιονόγεννο ουρανό, που κράτησε ανύπτωτος πάνω από τρεις μήνες.   
Όλοι τώρα περιμένουμε από το ξεπνεμένο χώμα, να πάρει πάλι πάνω του, κι οι θαμμένοι σπόροι, να γίνουν φυτά και χόρτο. Να σποροκαρπίσει η γης και να χορτοψωμίσει ο κόσμος.
Κι όταν σαλέψουν τα γιδοπρόβατα με τα μιτάτα και λιχνιστούν με το νοτιά στον ήλιο, το φρέσκο πουρνάρι θα μηρυκάσουν τις νύχτες κι έτσι θα στεριώσουν τα νεφρά τους, θα μαρκαλέψουν και θα κεφαλώσουν τα κοπάδια πάλι. Κι εκεί στην πασχαλιά κοντά, στο κόκκινο τσόφλι, αρνάκια και βιτούλια, από διπλοβύζες μάνες, θ’ απλωθούν στα φαράγγια και ράχες, και χρώματα όπως το λάγιο, το άσπρο, το ξανθό, το χελιό, θα σταμπάρουν τ’ αψηλά δροσερά λιακωτά του βουνού.
Θεέ μου, ας πατήσω ξανά βουνό, να μπω στο δρόμο, να πάρει ο νους μου αέρα. Ακούραστος να σιγανηφορώ το γιδοστράτι, και δίπλα μου να ροβολούν κουδούνια, να λαχταρούν στα βουνοφρύδια τις πετροπέρδικες οι μούργοι,(2) τα βράχια μονολίθαρα να μερεύουν στην ερημιά τους, και να διπλοκακαρίζει ο μαντρωμένος λόγγος, με τα σφυριχτά σελαγητά των βοσκών.
Πόσο πολύ καλή είναι η αυτή η γης, πόσο πολύ γλυκιά η ζωή στον κόσμο!!
Κι ως πότε ακόμα θεέ μου, λες να ζω, να χαίρουμε την ανθισμένη πάλι καινούρια παρθενιά, απλώνοντας στον άνεμο φτερούγες;
 Εφημερίδα  Βέροια 4/3/2015

1.        Μίντσε  =  Έστειλε μήνυμα, μήνυσε
2.        μούργοι= τσομπανόσκυλα