Στιγμιότυπα από το παλιό πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου

Σε κάτι χρόνια πίσω, χρόνια παλιά, ξυπνούν οι θύμισες εκεί κάπου αυτές αναδεύονται, στριφογυρνούν, λυνοδένονται, πατούν αθόρυβα και στραταρίζουν λικνιστικά. Η ομίχλη του χρόνου που παρεμβαίνει, την κυνηγάει ο άνεμος, τη διώχνει κι όλα τα λούζει το φως σαν να ναι σήμερα. Κάπου εδώ κοντά.
Μιλώ για τη γιορτή της πόλης μας, που παλιά ήτο γεγονός. Αυγουστιάτικο. Ίσως αρκετοί γράψανε και περιγράψανε την πανέμορφή αυτή εβδομάδα. Ο καθένας όπως τα έζησε και τα θυμότανε. Ας είναι.
Στον καιρό του χρόνου, η μυρωδιά του ψημένου- καβουρντισμένου φιστικιού, η οσμή από την καμένη ζάχαρη, από το ζεστό μαντολάτο και από το αέριο της φωτιστικής ασετιλίνης, είναι το αέναο της ροής του, που φτάνει μέχρι σήμερα σαν γεύση πικρόξυνη στον λαιμό. Και αυτός στεγνώνει.
Στενά δρομάκια, αφύσικα μικρά από πρόχειρες κατασκευές, σκηνές στημένες με πάνινα ανοίγματα – πόρτες, τραπεζάκια μικρά ή μεγάλα με κομμένα γυναικεία κεφάλια πάνω τους, γεμάτα χαμόγελα, μαντεία με κάτασπρα περιστέρια, που προσέφεραν χαρτάκια πολύχρωμα, τυχερά και τα ξύλινα κουτιά σε τρίποδα με το «Πανόραμα του Αιώνα». Κύριοι εδώ βλέπετε!!!
Πιο πέρα οι γύφτοι μα τα χάλκινα, κορνέτες και τρομπόνια ξεφωνίζανε σκοπούς – χορούς τοπικούς και τα μικρά διαβολάκια θεατές μπροστά τους, ζουπίζανε και γλύφανε αγουρίδες σταφύλια. Και η μουσική σταματούσε απότομα γιατί τα επιστόμια γεμίζανε σάλια, και γινότανε χαλασμός – χαμός.
Ο μπερντές που έκλεινε την είσοδο των Σκηνών – μουσικών θεάτρων, άνοιγε για να μπει κάποιος και έβγαινε ένας θόρυβος μουσικής που θύμιζε λικνιστικό ρυθμό ανατολίτικης μουσικής, που χαρακτηρίζει την απαθή νωθρότητα, την νιρβάνα της υποταγής στη μοίρα.. Δίπλα άλλη μουσική, άλλα κλάματα από ακορντεόν, το μεγάφωνο στη διαπασών έστελνε τις νότες σε ρυθμό τριών τετάρτων να χτυπούν το πάνινο ταβάνι υψηλά, μετά κατέβαιναν, ακουμπούσαν στη γη, χοροπηδούσαν και γινόταν κονιορτός που έλιωνε μέσα στ’ αυτιά του κόσμου.
Και η απανταχού παρούσα μυρωδιά της ασετιλίνης να χώνεται στα ρουθούνια έντονα, όταν γύρω έσκαζαν τα κανονάκια με κρότους, και γδούποι απο τις γροθιές στου μοχλούς δυνάμεως σε ζάλιζαν. Το καλάρισμα της μπίλιας πάνω στις πλατιές ρουλέτες και η φωνή «ποντάρετε παρακαλώ», καλούσαν τους λάτρεις της τύχης σε δοκιμή. Όπως και οι προσκλήσεις, γεμάτες στόμφο, από κράχτες του κάθε θεάματος.

Μικρές πρόχειρες ταβέρνες – καφενεία, στημένες όπως-όπως σε γωνιές, προσέφεραν καφέδες και μεζέδες από τηγανιτά χοιρινά συκώτια και άλλα. Όρθιος δε ο «ταβερνιάρης» έπλενε τα μικρά καφεπότηρα – ρακοπότηρα, με τα δυο του δάχτυλα μόνο, ακατάδεκτα, από την κρεμαστή μικτή βρυσούλα, «τη βουσκίνα»
Κάπου εκεί κοντά, πάνω στη δημοσιά και η ταβέρνα των Αφών Δημητριάδη, γραφική έδινε το παρών.
Three o clock - Τρείς το πρωί.
Δυο τρείς παρέες γλεντζέδων Βεροιωτάδων φιλοξενούνται και τιμούν ιδιαίτερα το περίφημο κοκορέτσι τους, νοστιμότατο μεζέ, με τέχνη φτιαγμένο. Μερακλωμένοι σιγοντάρουν τον Νίκο Γούναρη στο «Κάιρο», τραγούδι από το Μισίρι της Αραπιάς φερμένο. Μετά ο Φώτης Πολυμέρης, και ακολουθούσε ο Άλκης Παγώνης . Απόλυτη μαγεία…. Κατάνυξη ; Ίσως….
Στις απέναντι σαχνισιές που στηρίζουν τους Βεροιώτικους οντάδες, τα ανοιγμένα παράθυρα αφήνουν τις νότες να ακουμπούν στ’ αυτιά των μισοκοιμισμένων ζευγαριών και κάπου- κάπου μικρές, κοντές, καυτές ανάσες φανερώνουν τη ζωή.
Την ίδια ζωή, που την επόμενη εβδομάδα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, θα ξαναπάρει τον παλιό, συνηθισμένο ρυθμό της μονοτονίας . Με λιγότερο κέφι και ίσως, με νερωμένο κρασί.

Εφημερίδα "Βέροια", 29.07.2009

Βιβλιοπαρουσίαση

Με την ευκαιρία της έκδοσης του Μυθιστορήματος του Γιώργου Τσαλέρα, «Στον καιρό των Καταιγίδων», ο Δημήτρης Κλήμης μας έστειλε το ενδιαφέρον κείμενο, με το οποίο παρουσίασε το Βιβλίο και που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Βέροια» της 8ης Ιουλίου 2009. Το παραθέτουμε.
Διάβασα το Μυθιστόρημα του Γιώργου Τσαλέρα, «Στον καιρό των καταιγίδων».
Βεροιώτης αυτός, Βεροιώτης και εγώ. Σχεδόν της ίδιας γενιάς. Η Ιστορία του βιβλίου, ξετυλίγεται στην παλιά, γλυκιά μας Βέροια. Γνώριμοι οι τόποι και οι χώροι, όπως και η υποψία για γνωστά πρόσωπα, καθημερινά. Πρόσωπα, που άφησαν τα ίχνη τους στην Βέροια έντονα, με τον τρόπο της βίωσης τους στην καθημερινότητα και τα γραπτά τους κείμενα, πεζά ή άλλα, στη βιβλιοθήκη μετά.
Τον πρώτο, τον θυμάμαι έντονα ακόμη: Λάτρης και οπαδός του Βάκχου, καθημερινά έθυε σ’ αυτόν, από γυάλινους κρατήρες, σε γραφικούς ονομαστούς ναούς παρόδων.
Τον δεύτερο, ως δάσκαλο, καθηγητή τότε, τον συναντώ και βλέπω σήμερα ακόμη. Χαρακτηριστική η γκριμάτσα του, με το μόνιμο πικροχαμόγελο στα χείλη, κάτι σαν παραδοχή και κατανόηση για τα μικρά, πολύ μικρά πάθη και τις αδυναμίες, προϊόν μεγάλης περισυλλογής και ύστερης, τελικής αποδοχής.
Έντονα παίζει και ο Έρωτας μαζί τους, στα χρόνια αυτά. Μικροί Πάνες και Σειληνοί στήνουν χορούς ξέφρενους κοντά τους και οι Σάτυροι τους καλούν. Στον πρώτο, στην εφηβεία, τα πρώτα βέλη, τα πρώτα σκιρτήματα, προβάλλουν και στοχεύουν νου και καρδιά. Ολοκληρωτικά και ολοκληρωμένα. Στον δεύτερο, ωριμότερα και πιο όψιμα, αλλά το ίδιο έντονα. Και οι δυο Έρωτες, μετρημένοι όχι με βολτ αλλά με αμπέρ, έχουν διάρκεια και τέλος. Το οποιοδήποτε τέλος. Άσχημο ή καλό.
Τα πολιτικά, θεωρίες και θεωρήσεις, ιδέες και Μαρξ, αλλά και η ντάτσα του Στάλιν, ενώνουν και χωρίζουν τους δύο φίλους. Κοσμοθεωρίες και κοσμοθεωρίες ! !
Με τους ομολογητές και τους απολογητές, με τους ιεραπόστολους και τους Απόστολους, με τους Μάρτυρες και τους Οσιομάρτυρες, με τα ξερονήσια και τις επαύλεις. Την σχέση τους, αυτά τα σύννεφα των κοσμοθεωριών καιροφυλακτούν να την παγιδέψουν οδυνηρά σε απομάκρυνση και απομόνωση, να την κλονίσουν.
Έτσι από την μία, όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Και από την άλλη, όλα είναι ΨΕΜΜΑΤΑ. Ο Περίφημος Γερμανός φυσικός Βέρνερ Χαϊζεμπέρκ ( W. Heisenberg ) στην «Απροσδιοριστία» του, μαζί με τα κβάντα, ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια και άλλα τέτοια πολλά, μας δίνει την τρίτη λύση: «Όλα είναι μόλις αλήθεια, Όλα είναι μόλις ψέμματα…»
Γενικά η έκδοση είναι ένα όμορφο, βατό βιβλίο. Με γλώσσα, ωραία ελληνικά, σε τρέχει, σε οδηγεί, δεν θέλεις να το τελειώσεις, όπως, π.χ., στη σελίδα 36! «Μονάχα η σιωπή και το ατελείωτο λευκό του χιονιού…».
Πρέπει, λοιπόν, να διαβαστεί, ιδιαίτερα από τους Βεροιώτες και από τις Βεροιώτισες. Το αξίζει, για πολλούς λόγους, προαναφερθέντες ή όχι…>>

Εφημερίδα "Βέροια", 08.07.2009