Στο γάμο της ανιψιάς μου Σαλώμης–Ελένης

Στον πέμπτο όροφο, η ταράτσα του κτιρίου, ανοιχτή, μεγάλη χώραγε όλον τον κόσμο, που με το γάμο της μοναχοκόρης του αδελφού μου Όμηρου, καλεσμένος βρέθηκε για να γλεντήσει κατά τα ειωθότα.
Από πάνω μας ο ουρανός έσβηνε άστρα κι άλλα άναβε, μέσα στη νύχτα την αστρομάτα που θαμπάχνιζε ζεστή κι όμορφη μέσα σ’  ένα λουλουδισμένο, χαρούμενο ντεκόρ από πρωτάνθια, που στόλιζαν τον περιβάλλοντα χώρο.
Τραπέζια σε σχηματισμούς, όμορφες νησίδες, στην άπλα του κοσμικού χώρου, ήσαν τάβλες, αραδίς που αρμάτωναν το μεγάλο χαροκόπι. Φορτωμένες μ’ όλα τα σύγχρονα γαστριμαργικά καλούδια και ποτά, υπόσχονταν σε στομάχια αναγαλλίαση και σε λαιμούς στεγνούς δροσιές και κρασοκερνοβόλη.
Με το χρόνο να κυλά, γέμισε γρήγορα η αίθουσα. Ήταν βλέπεις και το εγγλέζικο σόι του γαμπρού. Καμιά 20αριά νέοι και μεσήλικοι πλαισίωναν τον Paul Jamieson τον γαμπρό.
Τα σύγχρονα λαλούμενα καταφθάσαν πλημυρίζοντας με τους ρυθμούς του, τον χώρο. Η πίστα άντεξε τα πατήματα του ζευγαριού και εμείς οι όσοι, ασπρομάλληδες, αναθιβάναμε με το νοσταλγικό ανάβλεμμα το σείσμα των κορμιών τους.
Μετά Ρούμελη και Μοριάς ροβόλησαν με τα κλαρίνα τους. Άναψε ο τόπος, φούντωσε με τον Τάκη Μπλούμα και τον Μπαταριά, ώσπου σηκώθηκε η θάλασσα με τα αρμυρά τραγούδια της. Το Αιγαίο μας έπνιξε με τους αφρούς του και τα μουσικά μελτέμια του, να δοξάζουν τα πανιά του αιώνιου μισεμού του νησιώτη.
Τα δροσόπαγα ποτά κι ο χορός δεν άφησαν κανένα άλλο στοχασμό, να θολώνει το νου, κι ήταν ολοφάνερο αυτό στα πρόσωπα όλων.
          Καταφθάνει ο αδελφός μου με την Τασία, τη γυναίκα του. Λάμπουν τα πρόσωπά τους. Όμορφοι, χαρούμενοι και οι δυο, λες και τα ψαρά τους μαλλιά, πήραν φωτιά, καίγεται η νύχτα, κι ο χώρος ένα γύρο, ως κάτω αντιφέγγει.
Αρματωμένος ο αδελφός μου είναι στη ζωή με την Τασία. Βοηθός του, γυναίκα, σύντροφος του και θεός της καρδιάς του, κοντά 50 χρόνια. Χρόνια που στο πέρασμα τους, έγιναν τα αγαποβότανα της καθημερινής ζωής τους.
Κι όταν μπαίνει το νιόπαντρο ζευγάρι στην αίθουσα, τα χειροκροτήματα με τις ευχές, τους καλωσορίζουν.
Δώρο μεγάλο η ομορφιά, και οι δυο τους είναι κομψοί κι ωραίοι.
Ωραία και υψηλόκορφη ήταν κι η εκκλησία του Αγίου Αιμιλιανού, στο λόφο Σκουζέ στην Αθήνα, στην οποία έγινε και το μυστήριο της στέψης των.
Νύχτωνε όταν παντρεμένοι πια φεύγανε από το Ναό. Ξεκινούσαν μια άλλη δική τους ζωή.  Ξημερώματα το γλεντοκόπι έδωσε τέλος σ’ όλους μας. Όπως κατεβαίναμε τις σκάλες, μου λέγει ο αδελφός του.
Τα καταφέραμε, αδελφέ ως τώρα. Ναι του ανταπαντώ. Τρεις μας γέννησε η σπορά, του πατέρα, και φτάσαμε 18 όλοι. Τα καταφέραμε αδελφέ.
Τώρα ο ουρανός από πάνω μας έσβηνε πάλι άστρα, αλλά δεν άναβε καινούργια. Είχε ξημερώσει…

C:\Users\Omiros\Desktop\DSC01035.JPG

Δημοσιεύθηκε στην Εφημ. Βέροια  στις 15/7/2015