Σκίτσα...


Βάδιζες στο στενό δρομάκι, κάτω από την πολύγωνη συνοικιακή πλατεία και μόλις η θωριά σου ξέκοφτε στο άνοιγμα του δρόμου, αρκετά κοπελίστικα μουτράκια, κολλούσανε στο τζάμι του μακρόστενου παραθύρου. Ήταν από την κάμαρη του μοδιστράδικου, αυτή η τσούρμα από πέντε έξι κοπέλες λιγνομεσάτες, άπηχτες, καθισμένες σε μακρύ μεντέρι και σε καρέκλες, σκυμμένες τρύπωναν κομμάτια από υφάσματα, που τάχανε κόψει, οι δύο αδελφές μοδίστρες, μεγαλοκοπέλες, τα αφεντικά. Η μεγάλη διπλωματούχα μοδίστρα κοφτοράφτρα με ψαλίδι, αυτή ήτανε η επαγγελματική της ονομασία, και η άλλη η μικρότερη ήταν ασπρορουχού-λενζερί, για κεντήματα τρουσό. Λεπτοδουλειά και κατοίκον, παρακαλώ…
Έτσι, όλη η εβδομάδα περνούσε στο μοδιστράδικο με δουλειά. Μπαινόβγαιναν κυρίες, δεσποινίδες, άλλες να δουν και άλλες να προβάρουν. Μπαινόβγαιναν και οι ματιές των κοριτσιών από τα παράθυρα στο δρόμο, όταν περνούσε κάποιο νόστιμο παλικάρι, σιγοκαμπάνιζε κι η δαχτυλήθρα στο δαχτυλάκι τους με τις καρφίτσες που διάλεγαν. Στο βάθος της κάμαρας, του ατελιέ που λέγανε, τσιτσίριζε συχνά η μικρή φλογίτσα στο καντήλι, μπροστά στο εικόνισμα, σταυροκοπιότανε αλαφροΐσκιωτες οι μικρές, κι ένας μεγάλος κίτρινος λεκές ανταύγεια, τάπωνε το ξύλινο θαμπό ταβάνι, σαν ιστός αράχνης μόνιμα.
Τα κυριακάτικα απομεσήμερα πάντα σχόλη, κι όταν το επέτρεπε ο καιρός βγαίνανε περίπατο οι δυο αδελφές, σεργιάνι στην Πλατεία Ωρολογίου, μέχρι κάτω στην Κεντρική οδό, που ήτανε τότε η μόνη ασφαλτοστρωμένη στράτα. Ήταν προσεγμένες στην εμφάνιση άψογα τσιτωμένες και αλύγιστες, χωμένες σε μοντέρνους κορσέδες, με τις κοιλιές πλάκα, έτοιμες να σπάσουν και να τσακιστούν σε στραβοπάτημα.
Οι φούστες σκούρες και με στριφτοραφές ολόγυρα, με πλατιές πιέτες, κλος, πηγαινοέρχονταν καμπανιστά, μία εδώ μία εκεί, κάτω από τους γοφούς μακρύτερα, και τις νόμιζες κοριτσάκια. Αλλά αυτές μ’ όλη τη σεμνότητά τους ήσαν πολυτάξιδες με υγρή μύτη και μάτια που φλεβάριζαν γρήγορα, όταν το απαιτούσε μαργιόλικα η συγκίνηση της στιγμής. Αρμενισμένες στ’ ανοιχτά και στ’ άπατα, είχαν περάσει και από κάτι, τάχα μου, σοβαρές σχέσεις και γνωριμίες για καλό σκοπό, με γεβεντισμένους γαλονάτους φυσαέρηδες, με ανατροφή και στυλ, αρσενικούς… κάβους.
Ο περίπατος, η βόλτα όπως τον λέγανε τότε, ήτανε μεγάλης διάρκειας, πολύωρης. Ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα, ορισμένης απόστασης και χρειάζονταν ευζωνικές γάμπες να τον αντέξουν. Ήτανε ένα συνεχές ρέμα κόσμου που πήγαινε και γυρνούσε, κύμα κόσμου, μέχρι που βράδιαζε. Τότε άρχιζε να πέφτει ο κόσμος, σκορπούσε και λιγόστευε και κυλιότανε γρήγορα κατά πάνω και κάτω σαν νερό που ξετρέχει σ’ αυλάκια, και η λύπη που σερνότανε στο χώρο ήταν διάχυτη, επειδή τέλειωνε το περιπατικό πανηγύρι. Έτσι λοιπόν, όταν ο ήλιος κουνιόνταν και χαμήλωνε, χαμήλωνε και το σκιόφωτο στην πόλη, τότε στο Ζαχαροπλαστείο Μπουσμαλή, γωνιακό επί της Κεντρικής, αράζανε οι δυο αδελφές, λίγο θορυβόρικα μετακινώντας τις ξυλοκαρέκλες, βγάζανε τα φασαμέν και οι πνοές τους στεγνώνανε τον ιδρώτα πάνω από την κρέμα προσώπου Tokalon, που άφθονη φρόντιζε να κρύψει τα μπιμπίκια ή άλλες μικρές ρυτίδες, που ήτανε αδύνατο να αφανίσει το πρώτο σοβάτισμα με την κρέμα πικραμύγδαλου ανάμικτη με υποψία υδραργύρου, πανάκια, παρασκευής Απόστολου Καβάκη, αρωματοπώλη.
Διαλέγανε από τον δίσκο δύο πάστες της αρεσκείας τους, κατά προτίμηση νουγκατίνες, πασπαλισμένες με άφθονο αμύγδαλο, κι όταν ξέσυραν το στόμα τους πίνοντας το νερό από το βαρύ νεροπότηρο, άφηναν τα χείλη τους το βυσσινί χαμόγελο με παχύ κραγιόν, στάμπα πάνω του, μάρκας Rosas Rubinstein. Ακριβή παριζιάνικη ποιότητα, που διέθετε το μαγαζί Σοφίας Παπουτσή, έναντι Ζαχαροπλαστείου Πράπα.
Η ώρα ήταν τέτοια, που έφερνε ακόμη κόσμο στο μαγαζί. Κι άλλα εμπριμέ φουστάνια θρόιζαν, μελαχρινά προσωπάκια με συνοδούς κάνανε βαβούρα, μετακινώντας καθίσματα για να βολευτούν, βλέμματα πέφτανε άσκοπα εδώ, αλλά και βλέμματα με σημασία εκεί. Μιλούσανε τα μάτια και τι λέγανε στα μάτια του, εκείνα της τα μάτια. Χύνανε όλο τους το φως δειλιασμένα και αμήχανα τα χέρια της ψάρευαν με το κουταλάκι κάτι ψίχουλα στο πιάτο. Ίδρωνε γκαρσόν και Μπουσμαλής να προλάβουν νερά και γλυκά σε δίσκους και πιατάκια, σε τρεις ομοστοιχίες τραπεζιών. Μέχρι που σκοτείνιαζε και βράδιαζε για καλά, κι ανάποδο πια από τα τακούνια το ποδοβρόντι, από τα μέσα προς τα έξω, οδηγούσε την έξοδο από το μαγαζί. Σκυφτοί ψάχνανε τις πατημασιές τους τη νύχτα, κάτω από το αναιμικό φως του Δημοτικού φωτισμού. Χανότανε μικρές παρέες στα στενούδια, μιλούσανε δυνατά, γελούσανε στην ακόμη κυριακάτικη αποφεγγιά. Δείχνανε οι κουβέντες τους τη χαρά πούτανε μεγάλη σα λύπη. Αύριο ξημέρωνε Δευτέρα…
* * *
Στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα θυμάμαι τη μεγάλη επιθυμία που μ’ έπιανε, όταν προσπαθούσα να δω, με μια ανάβαθη φουρτούνα της ψυχής, το πεσκέσι του νέου χρόνου, να το αγκριφώσω και μετά γυμνό το πρόωρο μελλούμενο, τ’ αυριανά, και αγέννητα ακόμη, να τα ψαχουλεύω από το υψηλό λιακωτό του νου. Σαν κατάσκοπος κρυφοκοίταζα μέσα απ’ αυτούς τους πρωτοχρονιάτικους νυχτόβιους στοχασμούς, το ανύπαρκτο ακόμη μέλλον, που για να γίνει παρόν, έπρεπε να καλπάσει ο χρόνος, εν ριπεί, να γίνει τώρα και εγώ να βρεθώ μπροστά σ’ έναν παρά φύσει ρυθμό γοργό, αμέστωτο και αναφομοίωτο, ασυνάρτητο και ανώριμο και κυρίως επειδή ήταν πρόωρος, άγνωστος τελείως. Μακρινός και ξένος από τον αθάνατο κορφομύτη κανόνα της υπομονής, που η ίδια ζωή ακολουθά μ’ εμπιστοσύνη.
Στηνόμουν διπλοπόδι στο μιντέρι του δωματίου, κολλημένος στο τζάμι. Μισοσηκωμένο το συρταρωτό παραθυρόφυλλο άφηνε την κρύα νύχτα να μπαίνει ψυχρή, ένα κομμάτι της όσο το άνοιγμα, και μ’ άρεζε η άδεια ησυχία της, κοιτάζοντας το αφώτιστο τίποτα, πασπαλισμένο με την κοσμική αλισάχνη των άστρων.
Ασυνείδητα έλεγχα την ανάσα μου, νάναι αθόρυβη, για να μην ταράξω τους σκοτεινούς γύρους της σιωπηρής πρωτοχρονιάτικης νύχτας. Άσκιαχτος δεν φοβόμουν, είχα τεντωμένη την πλάτη μου, ένιωθα τους μυς της σκληρούς σαν ψιλοσκαλισμένο ξύλο, με αρμούς νέους και χυτούς, κάπου σε νέα θέση να στηρίζουν φιλικά και δυνατά την ξαφνική ανταπόκριση του εαυτού μου με το νυχτιάτικο ξέκορμο τίποτα. Κάπου ψιλές, χαρούμενες φωνές ψάλανε τα κάλαντα του Νέου Χρόνου. Άκουγα και με ψίθυρο χεραγκαλιά συνόδευα το μοτίβο. Σεργιάνιζα με ζάλη γλυκιά, πίσω και εμπρός το χρόνο, ήθελα την ψυχή μου, μ’ όλες της τις απολήξεις, πάνω στο κλαδί της ελπίδας, να μετατοπίζει προς το καλύτερο καιρό και τόπο, τη ζωή μου.
Δεν το απόσωνα και μια άγρια κόχη της, νηστημάρα, αχόρταγη ταραζότανε, γέμιζε πανικό, ξέσκιζε το πέπλο, με πίσω του, τον χρόνο πάλι αδειανό. Και τότε πια αντάρτισσα όλη, σαν αγριεμένος μονιάς αυτή, σε σημαδιακή νύχτα, συναγρίευε και τον αφέντη νου, ώστε ξεπερνώντας το χρόνο, πατώντας τους νόμους, με τη φόρα του σύμπαντος, τον μετάλλαζε και μόνος του, χωρίς την θέλησή μου, άρχιζε να πλοκαμίζει. Με λειψή αντίσταση, χωρίς αντίλογο, μιλούσε, γκρέμιζε, σώριαζε και ξανάχτιζε τον κόσμο. Τον δικό μου κόσμο που με τόση προσπάθεια μαζί της είχα ορθώσει μέσα από παλιά.
Δεν την ήθελα καθόλου ανέγνοια, να λογοδοτεί στο νου, για την μέχρι τότε αντρίσια και όχι καπιστρωμένη ζωή της. Ούτε ν’ αναγκαστεί ν’ αλλάξει το σχήμα της, ώστε να γίνει πιο ελαφριά, αφαιρώντας το βάρος της σάρκας, που την τύλιγε. Κι ακόμη ούτε να μετατοπιστεί και να μετασαλέψει από την αλήθεια στ’ όνειρο, σε άφωτη φωταψία, ώστε να χαθούν και να μαδήσουν οι ανθοί της παράδοσης, της φυλής και της οικογένειας, γήινα θεμέλια, πρόωρα και αζυγάριαστα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάτικης ημέρας, με το ξύπνημά μου, ο αέρας ήτανε αλλιώτικος. Κάποιο νέο φως έμπαινε στο σπίτι, μαζί με τα παρήγορα βήματα, που αντηχούσανε στα σανίδια της σάλας και της κουζίνας και τον άνεμο που έκαναν τα ρούχα της Μάνας, στο βιαστικό πήγαινε έλα. Ένας χτύπος ακούστηκε κι ο θόρυβος του σπασμένου ρόδι, που άνοιξε με τα ζουμερά ρουμπινάτα σπόρια, πιτσίλισαν το ταψί. Καλή Χρονιά, σηκωθείτε. Η μάνα διέλυσε τα μάγια της νύχτας, μύρισαν οι χοιρινές μπριζόλες στην πιατέλα, κρασάτες, αλλά η ψυχή πρόλαβε και μούλωσε πάλι στην σάρκινη φυλακή της.
Δημήτρης Κλήμης

1) Γεβεντισμένος= δήθεν προβληματισμένος. Σμυρνιάς κουβέντα.

Σκίτσα...


Βάδιζες στο στενό δρομάκι, κάτω από την πολύγωνη συνοικιακή πλατεία και μόλις η θωριά σου ξέκοφτε στο άνοιγμα του δρόμου, αρκετά κοπελίστικα μουτράκια, κολλούσανε στο τζάμι του μακρόστενου παραθύρου. Ήταν από την κάμαρη του μοδιστράδικου, αυτή η τσούρμα από πέντε έξι κοπέλες λιγνομεσάτες, άπηχτες, καθισμένες σε μακρύ μεντέρι και σε καρέκλες, σκυμμένες τρύπωναν κομμάτια από υφάσματα, που τάχανε κόψει, οι δύο αδελφές μοδίστρες, μεγαλοκοπέλες, τα αφεντικά. Η μεγάλη διπλωματούχα μοδίστρα κοφτοράφτρα με ψαλίδι, αυτή ήτανε η επαγγελματική της ονομασία, και η άλλη η μικρότερη ήταν ασπρορουχού-λενζερί, για κεντήματα τρουσό. Λεπτοδουλειά και κατοίκον, παρακαλώ…
Έτσι, όλη η εβδομάδα περνούσε στο μοδιστράδικο με δουλειά. Μπαινόβγαιναν κυρίες, δεσποινίδες, άλλες να δουν και άλλες να προβάρουν. Μπαινόβγαιναν και οι ματιές των κοριτσιών από τα παράθυρα στο δρόμο, όταν περνούσε κάποιο νόστιμο παλικάρι, σιγοκαμπάνιζε κι η δαχτυλήθρα στο δαχτυλάκι τους με τις καρφίτσες που διάλεγαν. Στο βάθος της κάμαρας, του ατελιέ που λέγανε, τσιτσίριζε συχνά η μικρή φλογίτσα στο καντήλι, μπροστά στο εικόνισμα, σταυροκοπιότανε αλαφροΐσκιωτες οι μικρές, κι ένας μεγάλος κίτρινος λεκές ανταύγεια, τάπωνε το ξύλινο θαμπό ταβάνι, σαν ιστός αράχνης μόνιμα.
Τα κυριακάτικα απομεσήμερα πάντα σχόλη, κι όταν το επέτρεπε ο καιρός βγαίνανε περίπατο οι δυο αδελφές, σεργιάνι στην Πλατεία Ωρολογίου, μέχρι κάτω στην Κεντρική οδό, που ήτανε τότε η μόνη ασφαλτοστρωμένη στράτα. Ήταν προσεγμένες στην εμφάνιση άψογα τσιτωμένες και αλύγιστες, χωμένες σε μοντέρνους κορσέδες, με τις κοιλιές πλάκα, έτοιμες να σπάσουν και να τσακιστούν σε στραβοπάτημα.
Οι φούστες σκούρες και με στριφτοραφές ολόγυρα, με πλατιές πιέτες, κλος, πηγαινοέρχονταν καμπανιστά, μία εδώ μία εκεί, κάτω από τους γοφούς μακρύτερα, και τις νόμιζες κοριτσάκια. Αλλά αυτές μ’ όλη τη σεμνότητά τους ήσαν πολυτάξιδες με υγρή μύτη και μάτια που φλεβάριζαν γρήγορα, όταν το απαιτούσε μαργιόλικα η συγκίνηση της στιγμής. Αρμενισμένες στ’ ανοιχτά και στ’ άπατα, είχαν περάσει και από κάτι, τάχα μου, σοβαρές σχέσεις και γνωριμίες για καλό σκοπό, με γεβεντισμένους γαλονάτους φυσαέρηδες, με ανατροφή και στυλ, αρσενικούς… κάβους.
Ο περίπατος, η βόλτα όπως τον λέγανε τότε, ήτανε μεγάλης διάρκειας, πολύωρης. Ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα, ορισμένης απόστασης και χρειάζονταν ευζωνικές γάμπες να τον αντέξουν. Ήτανε ένα συνεχές ρέμα κόσμου που πήγαινε και γυρνούσε, κύμα κόσμου, μέχρι που βράδιαζε. Τότε άρχιζε να πέφτει ο κόσμος, σκορπούσε και λιγόστευε και κυλιότανε γρήγορα κατά πάνω και κάτω σαν νερό που ξετρέχει σ’ αυλάκια, και η λύπη που σερνότανε στο χώρο ήταν διάχυτη, επειδή τέλειωνε το περιπατικό πανηγύρι. Έτσι λοιπόν, όταν ο ήλιος κουνιόνταν και χαμήλωνε, χαμήλωνε και το σκιόφωτο στην πόλη, τότε στο Ζαχαροπλαστείο Μπουσμαλή, γωνιακό επί της Κεντρικής, αράζανε οι δυο αδελφές, λίγο θορυβόρικα μετακινώντας τις ξυλοκαρέκλες, βγάζανε τα φασαμέν και οι πνοές τους στεγνώνανε τον ιδρώτα πάνω από την κρέμα προσώπου Tokalon, που άφθονη φρόντιζε να κρύψει τα μπιμπίκια ή άλλες μικρές ρυτίδες, που ήτανε αδύνατο να αφανίσει το πρώτο σοβάτισμα με την κρέμα πικραμύγδαλου ανάμικτη με υποψία υδραργύρου, πανάκια, παρασκευής Απόστολου Καβάκη, αρωματοπώλη.
Διαλέγανε από τον δίσκο δύο πάστες της αρεσκείας τους, κατά προτίμηση νουγκατίνες, πασπαλισμένες με άφθονο αμύγδαλο, κι όταν ξέσυραν το στόμα τους πίνοντας το νερό από το βαρύ νεροπότηρο, άφηναν τα χείλη τους το βυσσινί χαμόγελο με παχύ κραγιόν, στάμπα πάνω του, μάρκας Rosas Rubinstein. Ακριβή παριζιάνικη ποιότητα, που διέθετε το μαγαζί Σοφίας Παπουτσή, έναντι Ζαχαροπλαστείου Πράπα.
Η ώρα ήταν τέτοια, που έφερνε ακόμη κόσμο στο μαγαζί. Κι άλλα εμπριμέ φουστάνια θρόιζαν, μελαχρινά προσωπάκια με συνοδούς κάνανε βαβούρα, μετακινώντας καθίσματα για να βολευτούν, βλέμματα πέφτανε άσκοπα εδώ, αλλά και βλέμματα με σημασία εκεί. Μιλούσανε τα μάτια και τι λέγανε στα μάτια του, εκείνα της τα μάτια. Χύνανε όλο τους το φως δειλιασμένα και αμήχανα τα χέρια της ψάρευαν με το κουταλάκι κάτι ψίχουλα στο πιάτο. Ίδρωνε γκαρσόν και Μπουσμαλής να προλάβουν νερά και γλυκά σε δίσκους και πιατάκια, σε τρεις ομοστοιχίες τραπεζιών. Μέχρι που σκοτείνιαζε και βράδιαζε για καλά, κι ανάποδο πια από τα τακούνια το ποδοβρόντι, από τα μέσα προς τα έξω, οδηγούσε την έξοδο από το μαγαζί. Σκυφτοί ψάχνανε τις πατημασιές τους τη νύχτα, κάτω από το αναιμικό φως του Δημοτικού φωτισμού. Χανότανε μικρές παρέες στα στενούδια, μιλούσανε δυνατά, γελούσανε στην ακόμη κυριακάτικη αποφεγγιά. Δείχνανε οι κουβέντες τους τη χαρά πούτανε μεγάλη σα λύπη. Αύριο ξημέρωνε Δευτέρα…
* * *
Στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα θυμάμαι τη μεγάλη επιθυμία που μ’ έπιανε, όταν προσπαθούσα να δω, με μια ανάβαθη φουρτούνα της ψυχής, το πεσκέσι του νέου χρόνου, να το αγκριφώσω και μετά γυμνό το πρόωρο μελλούμενο, τ’ αυριανά, και αγέννητα ακόμη, να τα ψαχουλεύω από το υψηλό λιακωτό του νου. Σαν κατάσκοπος κρυφοκοίταζα μέσα απ’ αυτούς τους πρωτοχρονιάτικους νυχτόβιους στοχασμούς, το ανύπαρκτο ακόμη μέλλον, που για να γίνει παρόν, έπρεπε να καλπάσει ο χρόνος, εν ριπεί, να γίνει τώρα και εγώ να βρεθώ μπροστά σ’ έναν παρά φύσει ρυθμό γοργό, αμέστωτο και αναφομοίωτο, ασυνάρτητο και ανώριμο και κυρίως επειδή ήταν πρόωρος, άγνωστος τελείως. Μακρινός και ξένος από τον αθάνατο κορφομύτη κανόνα της υπομονής, που η ίδια ζωή ακολουθά μ’ εμπιστοσύνη.
Στηνόμουν διπλοπόδι στο μιντέρι του δωματίου, κολλημένος στο τζάμι. Μισοσηκωμένο το συρταρωτό παραθυρόφυλλο άφηνε την κρύα νύχτα να μπαίνει ψυχρή, ένα κομμάτι της όσο το άνοιγμα, και μ’ άρεζε η άδεια ησυχία της, κοιτάζοντας το αφώτιστο τίποτα, πασπαλισμένο με την κοσμική αλισάχνη των άστρων.
Ασυνείδητα έλεγχα την ανάσα μου, νάναι αθόρυβη, για να μην ταράξω τους σκοτεινούς γύρους της σιωπηρής πρωτοχρονιάτικης νύχτας. Άσκιαχτος δεν φοβόμουν, είχα τεντωμένη την πλάτη μου, ένιωθα τους μυς της σκληρούς σαν ψιλοσκαλισμένο ξύλο, με αρμούς νέους και χυτούς, κάπου σε νέα θέση να στηρίζουν φιλικά και δυνατά την ξαφνική ανταπόκριση του εαυτού μου με το νυχτιάτικο ξέκορμο τίποτα. Κάπου ψιλές, χαρούμενες φωνές ψάλανε τα κάλαντα του Νέου Χρόνου. Άκουγα και με ψίθυρο χεραγκαλιά συνόδευα το μοτίβο. Σεργιάνιζα με ζάλη γλυκιά, πίσω και εμπρός το χρόνο, ήθελα την ψυχή μου, μ’ όλες της τις απολήξεις, πάνω στο κλαδί της ελπίδας, να μετατοπίζει προς το καλύτερο καιρό και τόπο, τη ζωή μου.
Δεν το απόσωνα και μια άγρια κόχη της, νηστημάρα, αχόρταγη ταραζότανε, γέμιζε πανικό, ξέσκιζε το πέπλο, με πίσω του, τον χρόνο πάλι αδειανό. Και τότε πια αντάρτισσα όλη, σαν αγριεμένος μονιάς αυτή, σε σημαδιακή νύχτα, συναγρίευε και τον αφέντη νου, ώστε ξεπερνώντας το χρόνο, πατώντας τους νόμους, με τη φόρα του σύμπαντος, τον μετάλλαζε και μόνος του, χωρίς την θέλησή μου, άρχιζε να πλοκαμίζει. Με λειψή αντίσταση, χωρίς αντίλογο, μιλούσε, γκρέμιζε, σώριαζε και ξανάχτιζε τον κόσμο. Τον δικό μου κόσμο που με τόση προσπάθεια μαζί της είχα ορθώσει μέσα από παλιά.
Δεν την ήθελα καθόλου ανέγνοια, να λογοδοτεί στο νου, για την μέχρι τότε αντρίσια και όχι καπιστρωμένη ζωή της. Ούτε ν’ αναγκαστεί ν’ αλλάξει το σχήμα της, ώστε να γίνει πιο ελαφριά, αφαιρώντας το βάρος της σάρκας, που την τύλιγε. Κι ακόμη ούτε να μετατοπιστεί και να μετασαλέψει από την αλήθεια στ’ όνειρο, σε άφωτη φωταψία, ώστε να χαθούν και να μαδήσουν οι ανθοί της παράδοσης, της φυλής και της οικογένειας, γήινα θεμέλια, πρόωρα και αζυγάριαστα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάτικης ημέρας, με το ξύπνημά μου, ο αέρας ήτανε αλλιώτικος. Κάποιο νέο φως έμπαινε στο σπίτι, μαζί με τα παρήγορα βήματα, που αντηχούσανε στα σανίδια της σάλας και της κουζίνας και τον άνεμο που έκαναν τα ρούχα της Μάνας, στο βιαστικό πήγαινε έλα. Ένας χτύπος ακούστηκε κι ο θόρυβος του σπασμένου ρόδι, που άνοιξε με τα ζουμερά ρουμπινάτα σπόρια, πιτσίλισαν το ταψί. Καλή Χρονιά, σηκωθείτε. Η μάνα διέλυσε τα μάγια της νύχτας, μύρισαν οι χοιρινές μπριζόλες στην πιατέλα, κρασάτες, αλλά η ψυχή πρόλαβε και μούλωσε πάλι στην σάρκινη φυλακή της.
Δημήτρης Κλήμης

1) Γεβεντισμένος= δήθεν προβληματισμένος. Σμυρνιάς κουβέντα.

Τα Εφέσια γράμματα

Τω καιρώ εκείνο, η αλάνα της Εκκλησίας του Αγ. Αντωνίου στα μάτια μου τα παιδικά ήταν απέραντη. Μεγάλη άπλα με ακακίας δέντρα και άλλα πλατύφυλλα όπως και Βάγια, δάσος. Κι έναν κόσμο πολύχρωμο, ένα χάος πολύσπερμου κόσμου, χαμένο στην αυλή της και στα μεγάλα δωμάτια του ξενώνα της Εκκλησίας. Πόντιοι, Καυκάσιοι, Ρώσοι, Τσερκέζοι, Ανατολίτικες μελαχρινές ράτσες, Μογγόλοι.
Αντρόγυνα με ένα τσούρμο παιδιά, με έντονα ζυγωματικά, στρογγυλά ή σχιστά μάτια μαύρα. Και από ονόματα μπορούσες να διαλέξεις όπως Βαλότια, Μίτκα, Γιούρα, Βάνια, Κώτης, Ταμάρα, Ιβάν, Ναριμμάν, Ιτκα, Ωριόλ, Σεκρέτ, Σουκρή και τη μικρούλα Εμινέ τη δίχρονη, που μύριζε τη ξινή μυρωδιά από γάλα και ιδρώτα μασχάλης, όπως ακριβώς η λεπτή μα όμορφη νιόπαντρη μικρομάνα της, η Σουέτ.
Όλοι τότε, είχανε τη δική τους μυρωδιά. Η όσφρησή μου πρωτολειτούργησε και μπόρεσα να βάλω σε σειρά τις ράτσες, να τις κατατάξω και να γνωρίζω τον καθένα από την αποφορά του. Ξεκόρμιζε η μυρωδιά του όταν πλησίαζε και μάντευα, ότι αυτή που περνούσε ήταν η Σουρμουϊτσα η Αρμένισα, το ίδιο και με τους άλλους. Φάρδυνε και πλάταινε για μένα η αυλή της Εκκλησίας, στις οσμές.
Τα δωμάτια του ξενώνα, μεγάλα τετράγωνα, είχανε βολέψει όλον αυτόν τον ξενομπάτη κόσμο. Σε μερικά από αυτά, με κρεμαστές μπατανίες είχανε χωρίσει στα δύο τον χώρο τους. Ζούσανε δυο οικογένειες, με τα παιδιά τους να βρίσκουν θέση στο παράθυρο και να περιμένουν τον ήλιο τα μεσημέρια, να μεσουρανεί για να τρυπώνει από τα τζάμια μέσα στη κάμαρη. Χρυσός και παιχνιδιάρης, να σέρνεται στα σανίδια του πατώματος, να φωτίζει και να ενοχλεί τις αράχνες του δαπέδου, στις γωνιές τους. Έβρισκε και τον τρόπο να μπαίνει στα ακούρευτα μαλλιά των παιδιών, που ζεστοφέγγανε με αδιόρατους αχνούς, χωνότανε και στα μουντά λευκολαίμιά τους, με τις χωρίς γιακά πουκαμίσες τους, μακρινές ίσαμε τις γάμπες. Επέμενε με τις αχτίνες του ακόμη να τα φέγγει, έτσι ασαπούνιστα και σκούρα, από την απλυσιά και έμοιαζαν σαν αραποσίτια Βεροιώτικα γαλατερά.
Διαφέντευε ο ήλιος τη ζωή, μέσα στις άσπρες κάμαρες, τις προσηλιακές που γλυκοπύρωναν από τα φιλιά του, αποθεώνοντας επάνω στα χλωμά παιδιά με τις πουκαμίσες τους, αντεριά μέχρι τις γάμπες τους, το φως του.
Και εκεί που σωνότανε το κτίσμα του ξενώνα, μακρινάρι ατέλειωτο, αμέσως μετά η γειτνίαση με το ναό του Αγ. Θεολόγου. Στη σειρά μια αράδα συκιές κοντές, με διδυμάρικους κορμούς ίσιους ή πλεγμένους μεταξύ τους, αδύναμους ξερικούς, αλλά με Αυγουστιάτικα σύκα, μελωμένα αμπελίσια, ίδια φύτρα με τις συκιές από το αμπέλι της γιαγιάς Τζουτζούλους, μάνας του κυρ Στεφανή του Ακριβόπουλου.
Εκεί στο απόσκιο είχε στεριώσει μία παράγκα, ένας σεριανιστής της ζωής κι έκανε κατοχή της σκιάς της, μετά από χρόνια περιπλάνησης στην πολυβασανισμένη Μ. Ανατολή. Τον άδειασαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες κι έμεινε μουσαφίρης στη Βέροια. Ήταν ο Στέλιος με τα μικρά γαλάζια μάτια, που τα βράδια όταν από πάνω του τα άστρα έτρεμαν κι οι κωλοφωτιές άναβαν τα φαναράκια τους, αυτός παίζοντας τα δάχτυλά του, πάνω στην ξύλινη τάβλα, συνόδευε με χτύπους τα Βουδουίνικα τραγούδια, όλο πάθος παράπονο και κραυγή, που σιγόλεγε κι ένα λαγήνι κρύο νερό, το Σελάμ Αλέκουμ, κι ο αναστεναγμός της καμήλας ήσαν τα όσα έβλεπε αναπολώντας.
Ασίκης, παιδί τζιμάνι κοσμογυρισμένος, με αλλοπρόσαλλες στράτες, μια γη μια θάλασσα, είχε δέσει συντροφιά με κοντραμπατζήδες στα νιάτα του. Έφτανε στη Μ. Ανατολή, σε άγνωρα χώματα και σε ηλιοκαμένες χώρες, όπου τα βουνά στο δυνατό φως της ημέρας γαλαζώνουν και μετά αφανίζονται. Σε βεδουϊνικα χωριά, με γαλατένια πρωινή καταχνιά στάλιαζε και σε φαραωσυκιές από κάτω, τα πρωινά μαγαρισμένος, η λιγδερή φελάχα, του στόλιζε τ’ αυτί με αράπικο γιασεμί.
Την Κυριακή και  μόνο Κυριακή με το σταυρωτό γιλέκο φορεμένο, σκυμμένος χαμηλά, ξεχώριζε με προσοχή την κουμάνια του και διάλεγε τη μυρισμένη φούντα, την έκανε τσιγαριλίκι, μέσα σε ταμπάκικο ρώσικο τσιγαρόχαρτο. Προσεχτικός, μακριά από τα μάτια του χωροφύλακα Γιάννη του Ασφαλίτη, που εκεί γύρω τον έφερνε η κακιά ώρα, κι ήταν άπονος, σκληρός στα ντέρτια του Στέλιου. Πολλές φορές ο Στέλιος εύρισκε τον Ταγματάρχη Ριζά, διοικητή της Ασφάλειας πιο ανθρώπινο απέναντί του, όταν με το χαμόγελο, τον έβγαζε από το γραφείο του και του ευχότανε «εις το επανιδείν».
Νεράιδες και ντουμάνια τον τύλιγαν. Αμά τζούρωνε ο νους του γέμιζε χουρμαδιές και αμμούδες, σε καράβια αρμένιζε και τον κουβαλούσανε, τρεχαντήρια του ξεμπάρκαραν και καμήλες διπλοκάμπουρες τον φέρνανε, μέσα από το αξεδιάλυτο μουρμουρητό της ερήμου, στο Μπερούτι, στο Χαλέπι και στη Δαμασκό.
Πρώτο σφυρί στο πυρωμένο ατσάλι για τα Δαμασκηνά σπαθιά, μέσα στα Μαρωνίτικα και Βεδουϊνικα αργαστήρια, και μάγειρας με την ξύλινη κουτάλα, σαν κουπί, όταν γυρόφερνε κύκλους Δερβισάδικους, την ώρα που ο Μουεζίνης με το πράσινο σαρίκι, διπλοχούφτωνε τ’ αυτιά του και καλούσε τους πιστούς στην προσευχή με το ρητό του κοράνι: Λα Αλλάχ, Ίλλαχ-Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ-Ουλ-Ρεσούλ-Ουλάχ.
Αυτός δεν ανακατεύοντας τα σαλέπια και τους σοροπάτους χαλβάδες, στα στενόμεκρα καζάνια, έριχνε τα ξόρκια και τις αράπικες βασκανίες, για να πετύχει το μείγμα.
Όταν δε πετούσε, με τη φούχτα του, το κουκουνάρι με τα άσπρα μύγδαλα, μέσα στο χαλβά, τότε τα Εφέσια γράμματα, με τις μαγικές φράσεις, σαν βογγητά επίκλησης ξεκόρμιζαν από το στήθος του: άσκιον, κατάσκιον, λίγξ, τετράξ, Δρώψω, Ζάμψ, Χθύπτης, με ανάλογους χτύπους της πατούσας του, στα ξύλινα πατάρια. Κι ο αέρας πάνω απο το καζάνι τέντωνε καυτός, σύντυχε με τις πεθυμιές του λόγου του, ήρθανε σκιές, αερικά, αόριστα σχήματα, μπερδεύτηκαν, μαζεύτηκαν, σπρώξανε το πνεύμα στην κορυφή του ατμού μέσα σε μια βουή χοχλασμού. Αμα η φωτιά μαζεύτηκε ο χόχλος έγινε ανάσα, πνοή, μετά ξέπνεμα, κι όλα μολογούσαν ορατά, το Αόρατο.
Σε μια πετυχημένη μαγική ιεροπραξία λένε ότι το άστρο το πολικό σαλεύει.
Εδώ στη Βέροια ζούσε με θελήματα, ήταν πρόθυμος και αλλαξολογάς στις κουβέντες του. Καθάριζε αποχετεύσεις και άδειαζε βόθρους, πράγμα που όταν τόκανε, έλεγε ότι χρειαζότανε μεράκι και φαγητό. Το πρώτο για νάχει το κουράγιο να πάρει τη δουλειά και το δεύτερο για να μπορεί να κάνει εμετούς και να αδειάζει το γεμάτο στομάχι του. Με άδειο; Ο ξεπεσμός του θάτανε μίζερος και η ταπεινή υπόστασή του θα ταπεινωνότανε ακόμη με την απόδειξη της πείνας του. Έτσι λοιπόν γεμάτο στομάχι και εμπρός στην αηδία, εμετός.
Δώσε κι άλλα Θεέ μου στον άνθρωπο, όσα υφαίνονται στο εργαστήρι σου, θ' αντέξει. Ακόμη λύτρωσέ τον κι απο την ελπίδα. Κι αυτό θα το βαστάξει.
Μια παλιά ξύλινη περασιά-γέφυρα ένωνε τις όχθες του Τριποτάμου στην έξοδό του από την πόλη, λίγο πριν τα νερά του ανταμώσουν και κινήσουν το Νηματουργείο των Αφών Χατζηνικολάκη, εκεί που βυθίζανε, την ημέρα των Θεοφανείων, τον Σταυρό. Μέσα στη μικρή κοιλάδα, αριστερά κάτω από πλατάνια, ήταν στημένος ένας νερόμυλος, πετροντούβαρο όλος. Με τον κυρ Γιώργο Ντουφόπουλο μυλωνά, αεικίνητο στη δούλεψη και στα πράγματα λειτουργίας του Μύλου. Πότε οι μυλόπετρες θέλανε σκάλισμα, πότε τα νερά του Μυλαύλακου λιγόστευαν, κι έπρεπε να βραχεί για να φουσκώσει πάλι το νερό, πότε να βοηθήσει να ξεφορτωθούν τα ζώα από τα πιτακωμένα σακιά με καλαμπόκι, ενώ τ’ αυτί του το είχε πάντα προσηλωμένο στο γύρισμα της μυλόπετρας και στο κουφοπέταμα του ήχου που έβγαινε απ’ αυτές.
Ο μυλαύλακας ήταν υψηλότερα και παράλληλος με την  κοίτη του ποταμού, γεμάτος νερό με κλίση προς τον Μύλο. Το ν ερό του έπεφτε ορμητικό προς τη ξύλινη ρόδα με την υπόγεια φτερωτή, την αρμοδεμένη με την μεταλλική χελιδόνα και το βαγένι και να κουνά με οδοντωτό τροχό, σε  συνεχές τρέμουλο το μασούρι και το βαρδάρι με την τριχιά, αδειάζοντας έτσι, αργά το σκαφίδι με το γέννημα πάνω και μέσα στην τρύπα της μυλόπετρας, που γύριζε ρυθμικά, σαν πνεύμα αγαθό, αλέθοντας τους σπόρους.
Πολλά υψηλά πλατάνια με κορμούς λιγνούς νέους σκίαζαν τον νερόμυλο. Ένας όμως ήταν μεγάλος και παλιός. Σωστός γεροπλάτανος. Στη βάση του «δέση και καζάνα» φούσκωνε και πλημμύριζε τον μυλαύλακο του Μύλου, κι ένας κισσός απλωμένος με λαίμαργη πράσινη φυλλωσιά, έπνιγε τον κορμό του. Μια διπλανή ιτιά μαζί με τον κισσό, νεφέλωναν εκατοντάδες σαλευούμενους σπουργίτες ανελλιπώς «προ λύχνων αφάς» φλύαρους και με αναφτέρουγά τους, δίνανε το ηχητικό ταπέτο συνοδείας για το εσπερινό ασώπαστο τραγούδι των νερών.
Είναι μυστήριο τι μπορεί η μνήμη να περισώσει από μία μακρόχρονη ζωή. Αναστορήθηκα τα όσα της έδωσα και τι δεν πήρα, εικόνες από ταξίδια, από μεγάλα ποτάμια, από μεγάλες πόλεις, πλούσια μεσημέρια, λαμπερά βράδια σε λεωφόρους και σε κέντρα, κι αυτή διαλέγει στερνά, μικρές χαρές, θύμισε από ζεστασιά ανθρώπινη, τρυφεράδα από μια πηγή που αναβλύζει, αγάπη από ένα βλέμμα με ξένο χνώτο.
Έτσι είναι ίδιες και ασάλευτες και τρυφερές οι μνήμες από τη Βέροια που με άντρισε και με γέρασε, μετρώντας με βήματα τους δρόμους της, σε στενά σοκάκια της, που μόλις τα ξέκοφτες από τη γωνιά τους, σ’ έπιανε το καθαρό δροσάνεμο του βουνού ή οι ανάσες της ποταμιάς του Τριποτάμου. Παλιές μου θύμισες, γωνιές, ανύπαρχτα πεζοδρόμια με αναιμικές παπαρούνες και χαμομήλια, καλντερίμια με σημαδεμένες αμίλητες πέτρες στο φως, με φλόγα φως, άσπρες, που ακτινοβολούσανε από μακριά.
Σημάδια οι βρύσες με το λάλο νερό τους και ποτίστρες βαθόμαβιες. Μικρές τετράγωνες μπάρες, που σε κάθε απόγευμα, τη νερένια επιφάνειά τους, θυμιατίζανε, τα όσα τόσα κυπροκούδουνα σκύβανε, με τις λαιμαργιές και δροσιζότανε τα ζωντανά.
Προσκυνητάρια μου τα άφεγγα στενά δρομάκια της Κυριώτισσας, με τα πετρομάχα τετράγωνα πετροντούβαφα των αρχοντικών της, να απορροφούν τους ήχους της καμπάνας του Αγίου Σάββα, όταν η ημέρα όρθριζε ή έκλεινε το ψαλίδι της και χανόταν το φως κι από τις εσωτερικές αυλές σκαρφάλωναν πυκνά οι ιαλόπες, τα νυχτολούλουδα και μεταλλάζανε τους μακρόστενους κάλυκες σε ανθάκια.
Ήταν οι μόνες ομορφιές εσπερινές ανατολές…
1) Βαλότιας, Μίτκας, Γιούρας, Βάνιας = Βλαδίμηρος, Μήτσος, Γιώργος, Γιάννης
2) Κουμάνια = προμήθεια, προμήθειες
3) Σελάμ αλέκουμ: νάχεις ειρήνη
4) Λα - Αλλάχ, Ίλλαχ - Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ - Ούλ - Ρεσούλ - Ουλάχ = ένας Θεός υπάρχει, και προφήτης του ο Μωάμεθ
5) Προ λύχνων αφάς = προτού ανάψουν τα φώτα.

Τα Εφέσια γράμματα


Τω καιρώ εκείνο, η αλάνα της Εκκλησίας του Αγ. Αντωνίου στα μάτια μου τα παιδικά ήταν απέραντη. Μεγάλη άπλα με ακακίας δέντρα και άλλα πλατύφυλλα όπως και Βάγια, δάσος. Κι έναν κόσμο πολύχρωμο, ένα χάος πολύσπερμου κόσμου, χαμένο στην αυλή της και στα μεγάλα δωμάτια του ξενώνα της Εκκλησίας. Πόντιοι, Καυκάσιοι, Ρώσοι, Τσερκέζοι, Ανατολίτικες μελαχρινές ράτσες, Μογγόλοι.
Αντρόγυνα με ένα τσούρμο παιδιά, με έντονα ζυγωματικά, στρογγυλά ή σχιστά μάτια μαύρα. Και από ονόματα μπορούσες να διαλέξεις όπως Βαλότια, Μίτκα, Γιούρα, Βάνια, Κώτης, Ταμάρα, Ιβάν, Ναριμμάν, Ιτκα, Ωριόλ, Σεκρέτ, Σουκρή και τη μικρούλα Εμινέ τη δίχρονη, που μύριζε τη ξινή μυρωδιά από γάλα και ιδρώτα μασχάλης, όπως ακριβώς η λεπτή μα όμορφη νιόπαντρη μικρομάνα της, η Σουέτ.
Όλοι τότε, είχανε τη δική τους μυρωδιά. Η όσφρησή μου πρωτολειτούργησε και μπόρεσα να βάλω σε σειρά τις ράτσες, να τις κατατάξω και να γνωρίζω τον καθένα από την αποφορά του. Ξεκόρμιζε η μυρωδιά του όταν πλησίαζε και μάντευα, ότι αυτή που περνούσε ήταν η Σουρμουϊτσα η Αρμένισα, το ίδιο και με τους άλλους. Φάρδυνε και πλάταινε για μένα η αυλή της Εκκλησίας, στις οσμές.
Τα δωμάτια του ξενώνα, μεγάλα τετράγωνα, είχανε βολέψει όλον αυτόν τον ξενομπάτη κόσμο. Σε μερικά από αυτά, με κρεμαστές μπατανίες είχανε χωρίσει στα δύο τον χώρο τους. Ζούσανε δυο οικογένειες, με τα παιδιά τους να βρίσκουν θέση στο παράθυρο και να περιμένουν τον ήλιο τα μεσημέρια, να μεσουρανεί για να τρυπώνει από τα τζάμια μέσα στη κάμαρη. Χρυσός και παιχνιδιάρης, να σέρνεται στα σανίδια του πατώματος, να φωτίζει και να ενοχλεί τις αράχνες του δαπέδου, στις γωνιές τους. Έβρισκε και τον τρόπο να μπαίνει στα ακούρευτα μαλλιά των παιδιών, που ζεστοφέγγανε με αδιόρατους αχνούς, χωνότανε και στα μουντά λευκολαίμιά τους, με τις χωρίς γιακά πουκαμίσες τους, μακρινές ίσαμε τις γάμπες. Επέμενε με τις αχτίνες του ακόμη να τα φέγγει, έτσι ασαπούνιστα και σκούρα, από την απλυσιά και έμοιαζαν σαν αραποσίτια Βεροιώτικα γαλατερά.
Διαφέντευε ο ήλιος τη ζωή, μέσα στις άσπρες κάμαρες, τις προσηλιακές που γλυκοπύρωναν από τα φιλιά του, αποθεώνοντας επάνω στα χλωμά παιδιά με τις πουκαμίσες τους, αντεριά μέχρι τις γάμπες τους, το φως του.
Και εκεί που σωνότανε το κτίσμα του ξενώνα, μακρινάρι ατέλειωτο, αμέσως μετά η γειτνίαση με το ναό του Αγ. Θεολόγου. Στη σειρά μια αράδα συκιές κοντές, με διδυμάρικους κορμούς ίσιους ή πλεγμένους μεταξύ τους, αδύναμους ξερικούς, αλλά με Αυγουστιάτικα σύκα, μελωμένα αμπελίσια, ίδια φύτρα με τις συκιές από το αμπέλι της γιαγιάς Τζουτζούλους, μάνας του κυρ Στεφανή του Ακριβόπουλου.
Εκεί στο απόσκιο είχε στεριώσει μία παράγκα, ένας σεριανιστής της ζωής κι έκανε κατοχή της σκιάς της, μετά από χρόνια περιπλάνησης στην πολυβασανισμένη Μ. Ανατολή. Τον άδειασαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες κι έμεινε μουσαφίρης στη Βέροια. Ήταν ο Στέλιος με τα μικρά γαλάζια μάτια, που τα βράδια όταν από πάνω του τα άστρα έτρεμαν κι οι κωλοφωτιές άναβαν τα φαναράκια τους, αυτός παίζοντας τα δάχτυλά του, πάνω στην ξύλινη τάβλα, συνόδευε με χτύπους τα Βουδουίνικα τραγούδια, όλο πάθος παράπονο και κραυγή, που σιγόλεγε κι ένα λαγήνι κρύο νερό, το Σελάμ Αλέκουμ, κι ο αναστεναγμός της καμήλας ήσαν τα όσα έβλεπε αναπολώντας.
Ασίκης, παιδί τζιμάνι κοσμογυρισμένος, με αλλοπρόσαλλες στράτες, μια γη μια θάλασσα, είχε δέσει συντροφιά με κοντραμπατζήδες στα νιάτα του. Έφτανε στη Μ. Ανατολή, σε άγνωρα χώματα και σε ηλιοκαμένες χώρες, όπου τα βουνά στο δυνατό φως της ημέρας γαλαζώνουν και μετά αφανίζονται. Σε βεδουϊνικα χωριά, με γαλατένια πρωινή καταχνιά στάλιαζε και σε φαραωσυκιές από κάτω, τα πρωινά μαγαρισμένος, η λιγδερή φελάχα, του στόλιζε τ’ αυτί με αράπικο γιασεμί.
Την Κυριακή και  μόνο Κυριακή με το σταυρωτό γιλέκο φορεμένο, σκυμμένος χαμηλά, ξεχώριζε με προσοχή την κουμάνια του και διάλεγε τη μυρισμένη φούντα, την έκανε τσιγαριλίκι, μέσα σε ταμπάκικο ρώσικο τσιγαρόχαρτο. Προσεχτικός, μακριά από τα μάτια του χωροφύλακα Γιάννη του Ασφαλίτη, που εκεί γύρω τον έφερνε η κακιά ώρα, κι ήταν άπονος, σκληρός στα ντέρτια του Στέλιου. Πολλές φορές ο Στέλιος εύρισκε τον Ταγματάρχη Ριζά, διοικητή της Ασφάλειας πιο ανθρώπινο απέναντί του, όταν με το χαμόγελο, τον έβγαζε από το γραφείο του και του ευχότανε «εις το επανιδείν».
Νεράιδες και ντουμάνια τον τύλιγαν. Αμά τζούρωνε ο νους του γέμιζε χουρμαδιές και αμμούδες, σε καράβια αρμένιζε και τον κουβαλούσανε, τρεχαντήρια του ξεμπάρκαραν και καμήλες διπλοκάμπουρες τον φέρνανε, μέσα από το αξεδιάλυτο μουρμουρητό της ερήμου, στο Μπερούτι, στο Χαλέπι και στη Δαμασκό.
Πρώτο σφυρί στο πυρωμένο ατσάλι για τα Δαμασκηνά σπαθιά, μέσα στα Μαρωνίτικα και Βεδουϊνικα αργαστήρια, και μάγειρας με την ξύλινη κουτάλα, σαν κουπί, όταν γυρόφερνε κύκλους Δερβισάδικους, την ώρα που ο Μουεζίνης με το πράσινο σαρίκι, διπλοχούφτωνε τ’ αυτιά του και καλούσε τους πιστούς στην προσευχή με το ρητό του κοράνι: Λα Αλλάχ, Ίλλαχ-Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ-Ουλ-Ρεσούλ-Ουλάχ.
Αυτός δεν ανακατεύοντας τα σαλέπια και τους σοροπάτους χαλβάδες, στα στενόμεκρα καζάνια, έριχνε τα ξόρκια και τις αράπικες βασκανίες, για να πετύχει το μείγμα.
Όταν δε πετούσε, με τη φούχτα του, το κουκουνάρι με τα άσπρα μύγδαλα, μέσα στο χαλβά, τότε τα Εφέσια γράμματα, με τις μαγικές φράσεις, σαν βογγητά επίκλησης ξεκόρμιζαν από το στήθος του: άσκιον, κατάσκιον, λίγξ, τετράξ, Δρώψω, Ζάμψ, Χθύπτης, με ανάλογους χτύπους της πατούσας του, στα ξύλινα πατάρια. Κι ο αέρας πάνω απο το καζάνι τέντωνε καυτός, σύντυχε με τις πεθυμιές του λόγου του, ήρθανε σκιές, αερικά, αόριστα σχήματα, μπερδεύτηκαν, μαζεύτηκαν, σπρώξανε το πνεύμα στην κορυφή του ατμού μέσα σε μια βουή χοχλασμού. Αμα η φωτιά μαζεύτηκε ο χόχλος έγινε ανάσα, πνοή, μετά ξέπνεμα, κι όλα μολογούσαν ορατά, το Αόρατο.
Σε μια πετυχημένη μαγική ιεροπραξία λένε ότι το άστρο το πολικό σαλεύει.
Εδώ στη Βέροια ζούσε με θελήματα, ήταν πρόθυμος και αλλαξολογάς στις κουβέντες του. Καθάριζε αποχετεύσεις και άδειαζε βόθρους, πράγμα που όταν τόκανε, έλεγε ότι χρειαζότανε μεράκι και φαγητό. Το πρώτο για νάχει το κουράγιο να πάρει τη δουλειά και το δεύτερο για να μπορεί να κάνει εμετούς και να αδειάζει το γεμάτο στομάχι του. Με άδειο; Ο ξεπεσμός του θάτανε μίζερος και η ταπεινή υπόστασή του θα ταπεινωνότανε ακόμη με την απόδειξη της πείνας του. Έτσι λοιπόν γεμάτο στομάχι και εμπρός στην αηδία, εμετός.
Δώσε κι άλλα Θεέ μου στον άνθρωπο, όσα υφαίνονται στο εργαστήρι σου, θ' αντέξει. Ακόμη λύτρωσέ τον κι απο την ελπίδα. Κι αυτό θα το βαστάξει.
Μια παλιά ξύλινη περασιά-γέφυρα ένωνε τις όχθες του Τριποτάμου στην έξοδό του από την πόλη, λίγο πριν τα νερά του ανταμώσουν και κινήσουν το Νηματουργείο των Αφών Χατζηνικολάκη, εκεί που βυθίζανε, την ημέρα των Θεοφανείων, τον Σταυρό. Μέσα στη μικρή κοιλάδα, αριστερά κάτω από πλατάνια, ήταν στημένος ένας νερόμυλος, πετροντούβαρο όλος. Με τον κυρ Γιώργο Ντουφόπουλο μυλωνά, αεικίνητο στη δούλεψη και στα πράγματα λειτουργίας του Μύλου. Πότε οι μυλόπετρες θέλανε σκάλισμα, πότε τα νερά του Μυλαύλακου λιγόστευαν, κι έπρεπε να βραχεί για να φουσκώσει πάλι το νερό, πότε να βοηθήσει να ξεφορτωθούν τα ζώα από τα πιτακωμένα σακιά με καλαμπόκι, ενώ τ’ αυτί του το είχε πάντα προσηλωμένο στο γύρισμα της μυλόπετρας και στο κουφοπέταμα του ήχου που έβγαινε απ’ αυτές.
Ο μυλαύλακας ήταν υψηλότερα και παράλληλος με την  κοίτη του ποταμού, γεμάτος νερό με κλίση προς τον Μύλο. Το ν ερό του έπεφτε ορμητικό προς τη ξύλινη ρόδα με την υπόγεια φτερωτή, την αρμοδεμένη με την μεταλλική χελιδόνα και το βαγένι και να κουνά με οδοντωτό τροχό, σε  συνεχές τρέμουλο το μασούρι και το βαρδάρι με την τριχιά, αδειάζοντας έτσι, αργά το σκαφίδι με το γέννημα πάνω και μέσα στην τρύπα της μυλόπετρας, που γύριζε ρυθμικά, σαν πνεύμα αγαθό, αλέθοντας τους σπόρους.
Πολλά υψηλά πλατάνια με κορμούς λιγνούς νέους σκίαζαν τον νερόμυλο. Ένας όμως ήταν μεγάλος και παλιός. Σωστός γεροπλάτανος. Στη βάση του «δέση και καζάνα» φούσκωνε και πλημμύριζε τον μυλαύλακο του Μύλου, κι ένας κισσός απλωμένος με λαίμαργη πράσινη φυλλωσιά, έπνιγε τον κορμό του. Μια διπλανή ιτιά μαζί με τον κισσό, νεφέλωναν εκατοντάδες σαλευούμενους σπουργίτες ανελλιπώς «προ λύχνων αφάς» φλύαρους και με αναφτέρουγά τους, δίνανε το ηχητικό ταπέτο συνοδείας για το εσπερινό ασώπαστο τραγούδι των νερών.
Είναι μυστήριο τι μπορεί η μνήμη να περισώσει από μία μακρόχρονη ζωή. Αναστορήθηκα τα όσα της έδωσα και τι δεν πήρα, εικόνες από ταξίδια, από μεγάλα ποτάμια, από μεγάλες πόλεις, πλούσια μεσημέρια, λαμπερά βράδια σε λεωφόρους και σε κέντρα, κι αυτή διαλέγει στερνά, μικρές χαρές, θύμισε από ζεστασιά ανθρώπινη, τρυφεράδα από μια πηγή που αναβλύζει, αγάπη από ένα βλέμμα με ξένο χνώτο.
Έτσι είναι ίδιες και ασάλευτες και τρυφερές οι μνήμες από τη Βέροια που με άντρισε και με γέρασε, μετρώντας με βήματα τους δρόμους της, σε στενά σοκάκια της, που μόλις τα ξέκοφτες από τη γωνιά τους, σ’ έπιανε το καθαρό δροσάνεμο του βουνού ή οι ανάσες της ποταμιάς του Τριποτάμου. Παλιές μου θύμισες, γωνιές, ανύπαρχτα πεζοδρόμια με αναιμικές παπαρούνες και χαμομήλια, καλντερίμια με σημαδεμένες αμίλητες πέτρες στο φως, με φλόγα φως, άσπρες, που ακτινοβολούσανε από μακριά.
Σημάδια οι βρύσες με το λάλο νερό τους και ποτίστρες βαθόμαβιες. Μικρές τετράγωνες μπάρες, που σε κάθε απόγευμα, τη νερένια επιφάνειά τους, θυμιατίζανε, τα όσα τόσα κυπροκούδουνα σκύβανε, με τις λαιμαργιές και δροσιζότανε τα ζωντανά.
Προσκυνητάρια μου τα άφεγγα στενά δρομάκια της Κυριώτισσας, με τα πετρομάχα τετράγωνα πετροντούβαφα των αρχοντικών της, να απορροφούν τους ήχους της καμπάνας του Αγίου Σάββα, όταν η ημέρα όρθριζε ή έκλεινε το ψαλίδι της και χανόταν το φως κι από τις εσωτερικές αυλές σκαρφάλωναν πυκνά οι ιαλόπες, τα νυχτολούλουδα και μεταλλάζανε τους μακρόστενους κάλυκες σε ανθάκια.
Ήταν οι μόνες ομορφιές εσπερινές ανατολές…
1) Βαλότιας, Μίτκας, Γιούρας, Βάνιας = Βλαδίμηρος, Μήτσος, Γιώργος, Γιάννης
2) Κουμάνια = προμήθεια, προμήθειες
3) Σελάμ αλέκουμ: νάχεις ειρήνη
4) Λα - Αλλάχ, Ίλλαχ - Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ - Ούλ - Ρεσούλ - Ουλάχ = ένας Θεός υπάρχει, και προφήτης του ο Μωάμεθ
5) Προ λύχνων αφάς = προτού ανάψουν τα φώτα.

Η Μπάλια


Ο δρόμος ίσιος, ανοιχτός από παντού και σκούρος από τη βαλτίσια γη, που παχιά και βαριά, από τα ποταμοχώματα χιλιάδων χρόνων, αντικρίζει καθημερινά τον ήλιο και το φεγγάρι και κάθε πατωσιά της είναι η επάνω πατημασιά της φτέρνας του αγρότη.

Ξεκινήσαμε νωρίς το βράδυ. Το φως του δειλινού ακόμη κρατούσε, κι όταν ο νυχτοφωνακλάς, ο Γκιώνης πρώτος, ένοιωσε τη μαγεία της νύχτας στο βλέφαρό του, άνοιξε τα μάτια. Φώναξε από τα πυκνά. Η φωνή του ήταν στεναγμός, αχνός μόνο, γεμάτος μοναξιά.
Η βραδιά καθαρή, ξάστερη, νύχτα του αθώου Ιούνη, με το τέταρτο του φεγγαριού να ψευτοφωτίζει αδύναμα, θα γίνουνταν η διάρκειά της ή μάλλον ο κουρδισμένος χρόνος της, που εγώ και ο φίλος μου στρατολατώντας μέσα σ’ αυτόν, θα αποφεύγαμε τη μεγάλη ζέστη της ημέρας. Ζαλωμένοι απ' ένα σακί ζαλίκι πούχε μέσα του, ότι θα μας ήταν χρήσιμο, για μία μεγάλη διαμονή στο χωριό. Το πρώτο χωριό που θα μας έδινε δουλειά χειρονακτική, στο χρόνο του θερισμού και του αλωνισμού.
Συναντούσαμε κι άλλους πεζοπόρους, σε μικροπαρέες, αλλά και μεγάλες βουβές λιτανείες μαύρες φυλλωσιές από άνδρες και γυναίκες. Ήταν θεριστάδες. Μικρόσωμοι και στεγνοί από τα μέρη της Κοζάνης και των Γρεβενών. Μπουλούκια που υπάκουαν στον αρχηγό τους. Στην εντολή του για στάση, πιάνανε ένα διπλανό χωράφι, κι όλοι εκεί κουκουβίζανε με τα σακιά τους και τα λελέκια να εξέχουν με τις ξύλινες χειρολαβές τους απ’ αυτά, και τους άλλους ζαϊρεδες τους, τους στοίβαζαν περιμετρικά. Τον λόγο τον κανοναρχούσε ο αρχηγός του μπουλουκιού με οδηγίες σιγαλές, κι αυτός ο λόγος από στόμα σε στόμα κλαδωνότανε, ως τα’ άκρα του μπουλουκιού με βιάση.
Άλλος ξενύχτης που μας συντρόφευε από ψηλά, όλη τη νύχτα, ένας περάτης, νυχτοπαρωρίτης του ουράνιου θόλου, ήταν ο Αυγερινός. Βιαστικός κινούσε να δρασκελίσει τον τόπο και χρόνο, για να προγκίξει την Ανατολή και να την αναγκάσει να ξεμυτίσει και να δώσει τέλος στα σκοτάδια της νύχτας, τα έρημα. Και σε μας τους δύο νεαρούς πεζολάτες, να τρανέψει τα γυρογιάλια της ελπίδας ότι θα βρούμε δουλειά.
Όλες οι αισθήσεις τεντωμένες γιατί η νύχτα θέλει προσοχή. Ξύπνησαν τα’ αυτιά και τανύζονταν, ν’ ακούσουν, να πιάσουν ήχους από σκιές, απ’ ανάρια σαλέματα, τριξίματα από ξερά φύλλα δένδρων που τα ’σερνε τα’ αεράκι, και το σούρσιμό τους σταματούσε σε χωμάτινο σβώλο, μα ευθύς τον αντιπηδούσε και συνέχιζε το αέρινο περπάτημα, μέχρις ότου θρύμματα, χάνονταν και γίνονταν ένα με το χώμα, χώμα.
Πάνω μας ο ουρανός έριχνε κι άναβε ακόμη αστέρια. Πλήθαιναν κοπαδιαστά αυτά, κι ήταν κρύα και ακατάδεχτα, μακρινά αδιάφορα για τη γη του κάμπου, την προανθρώπινη και παμπάλαιη βαλτίσια νύχτα με τις σκιές της, τις σκοτεινές σημαδούρες, στο θάμπος τους ατέλειωτου βάθους.
Άθελα τα πόδια γρηγόρεψαν τα  βήματα. Η ψυχή μόνη ισκιομαχούσε και φοβότανε. Το στήθος δεχότανε την πίεση και δυνατά ξεφούσκωνε λακτίζοντας η καρδιά…
Οι ώρες μαζεύτηκαν… Αριστερά μας κατέβαινε ο Λουδίας, το ίδιο βιαστικός ή αργός, στη μεριά του. Κυλούσε ήρεμος. Το νερό του συχνά το τάραζε ο θόρυβος από τα γριβάδια, που σκάλωνε το ένα με τα’ άλλο, κι ουρές τους πλατάγιζαν ερωτικά. Ο ουρανός γαλάχτωνε, κι από το βάθος της εκβολής του ποταμού στη θάλασσα, φάνηκαν τα πρώτα άσπρα σημάδια να πετούν.
Ήταν οι φτερωτοί ψαράδες, οι γλάροι που ξύπνησαν μαζί με τον Θερμαϊκό. Νωχελικοί, είχανε σχολάσει τη νύχτα από πάνω τους και ξεμούδιαζαν, σερσέμικα πουλιά, πλανάροντας το σπαθάτο κορμί τους, κι όλα μαζί ανέμιζαν και γίνονταν αέρας και φτερούγες.
Παίρνοντας, έναν μόλις καρόδρομο δεξιά, αφήσαμε τον Λουδία μόνο του, αριστερά και πίσω μας. Αδύναμα φώτα μπροστά μας και σε λίγο ακούστηκαν αναφτέρουγα, από κοκόρια που κοκόριζαν, μέσα σε σπιτικά κοτέτσια. Ήταν φανερό ότι η νύχτα γι’ αυτά, είχε παρατραβήξει και το χωριό μαζί τους ξυπνούσε.
Τα πρώτα χαμηλόσπιτα ξέκριναν. Βρεθήκαμε έξω από το χωριό Νησί. Στις χαμηλομαντρωμένες αυλές ξεχώρισαν τα πρώτα ιδρωμένα κεφαλοπάνια να τυλίγονται, διπλόχουφτα σε γυναικεία κροτάφια, άλογα να χλιμιντρίζουν και μουγκανητά βοδιών.
Το κόκκινο άλογο με το κάρο σταμάτησε δίπλα μας. Το γκέμι κρατούσε ο μπάρμπα Θωμάς, κάτοικος του χωριού. Καλοσυνάτος, ήρεμος κατάλαβε ότι ζητούσαμε δουλειά. Μου λέει, εσύ ο ψηλός ανέβα στο κάρο δίπλα μου κι ο άλλος ν’ ανεβεί στο επόμενο κάρο του Γιώργη. Ήσαν οι αδελφοί Κοντόπουλοι. Ανέβηκα, ξεκίνησε αργά, έπιασα τόπο δίπλα του γνωριστήκαμε. Μου εξήγησε ποια θα ήταν η δουλειά μου. Έπρεπε να κουβαλώ με το κάρο τα θερισμένα σε δεμάτια σιτάρια στο χώρο του αλωνισμού. Το  βράδυ θα μιλούσαμε για την αμοιβή μας. Σε μία στιγμή, στοχάστηκε με κόχεψε με έννοια και σχόλασε το γκέμι από το χέρι του. Ελεύθερος απλοχέρισε και σήκωσε ένα ντουρβά. Έβγαλε ένα σιταρένιο σκούρο πλαστό και με το σβανά του ψωμοσβάνισε  μια παχιά φέτα σιταρόψωμο. Μου το ’δωσε και με προσφάι ένα στούπο τυρί άσπρο, έκανα το θεό, ήθελε δεν ήθελε να θρονιαστεί στο στομάχι μου, λιμάρης κι αυτός…
Μετά με «σύστησε» στο άλογό του, όταν σταματήσαμε, στο πρώτο αρτεσιανό για να το ποτίσει. Ντόπια ράτσα, όμορφη φοράδα, που της άρεσαν τα χάδια. Τη λέγανε Μπάλια. Τις επόμενες ημέρες η επαφή μας λόγω της δουλειάς μας, μας έδεσε. Με δέχτηκε και την αγάπησα. Όταν την πλησίαζα με το δεξί της νυχοπόδαρο, έξυπνε το χώμα. Ήταν απόδειξη χαράς. Γνώριζε την οσμή μου, τη φωνή μου και με τα μαύρα χείλη της με σάλιωνε τις χούφτες. Ήταν ένα θερμό, υγρό χάδι της, ίσως το φιλί της. Μαζί θα ζούσαμε ακόμη δύο μήνες, λεύτεροι, χωρίς δουλοχάρτια, ρολόγια, οκτάωρα, ρεπό και μεσημέρια. Τα τελευταία χρόνια, μερικές βραδιές κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι. Δεν με ξυπνάνε πρόσωπα παλιά, ούτε αναμνήσεις ξένες, αλλά τα μάτια τα μεγάλα τα βελούδινα και αθώα της Μπάλιας.
Πρωτομπήκα στο χωριό, αργά το βράδυ. Είχα κάμνει μέχρι τότε, έξι δρόμους φορτωμένα πισωγυρίσματα, και χαιρόμουν βαθιά, σύψυχα σύριζα, σαν το διψασμένο δένδρο όταν ποτίζεται. Είχα καταλάβει ότι είχα βρει, μέσα από τη δουλειά μου αυτή, κοντά στη γη, με τη γη ότι οι ημέρες μου τώρα άρχισαν, ενώ εγώ ως εκεί χρονικά βιαζόμουν και τις περίμενα να τελειώσουν…
Μία μεγάλη φωτιά, στη μέση του κεντρικού δρόμου του χωριού πύρωνε ακόμη. Τα κορμιά γύρω από αυτήν νέα, με περίσσια νιάτα, μυρίζανε ήλιο. Είχαν τελειώσει με την γιορτή του άλματος πάνω από τις φλόγες και τώρα τα πρόσωπά τους ένα γύρω φεγγοσκιάζανε συνεχώς και μόνο το αντηλάρισμα της φωτιάς έμενε σταθερό στα μαύρα μάτια και μαλλιά των κοριτσιών, φωτίζοντάς τα, με γαλάζιες αναλαμπές…
Με το φόρτωμα έκαναν μία θηλιά και πέρασα το πόδι της Μπάλιας μέσα. Λεύτερη την έδεσα. Ανάργια σαλέματα στον αέρα φέρνανε βοή από ροκανίσματα μηχανής Μαλκότς, που δούλευε ποτίζοντας μεγάλους τριφυλώνες νανουριστικά. Έγειρα νυσταγμένος δίπλα στο φίλο μου, που είχε αποκοιμηθεί. Ένα μικρό χορταριασμένο αλωνάκι με κάτι απόμονα βάτα, πηχτοφυτρωμένα στολίζανε το κρεβάτι μου. Έτσι στεγασμένος κάτω απο τη στέγη του ουρανού βούλιαξα στον ύπνο, όταν θόρυβος κούνησε τις πέτρες κοντά μου, και ο ύπνος μου λάκισε, κι έφυγε από πάνω μου. Ξύπνησα. Ήταν η Μπάλια με την κεφάλα της σκυμμένη στο στήθος μου, βοσκούσε τη μυρωδιά μου, στρατάριζε στο πανοκόρμι μου και χρεμέτιζε με τη χορταριά, ανάμεσα στα δόντια της… Ηταν όμορφη και μοίριζε πρωτόγονα, αψιά, όπως κάθε ζωντανό που ολημερίς λάσσεται με τη γη.
Το κάθε χάραμα ήταν ένα πρωινό γλυκό σαν τον χθεσινό του. Μία γαλήνη και ανάπαυση με τους πρωινούς ίσκιους ημέρευε τους θορύβους από το χωριό που ξυπνούσε. Χαμηλά τα σπίτια, θαμμένα ανώφλια κατώφλια, τοίχοι στον ασβέστη, που κρατούσαν τον ήλιο ολημερίς, μονομπόι οι είσοδοί τους, και η χαμηλή μπασιά τους άφηνε να φέγγουν τα ξεροκίτρινα καλαμόπλεχτα νταβάνια. Χαμηλές στεγασιές από λάσπη και τσατμά, χωρίς πλατιά ανοίγματα στο φως. Καμιά πόρτα με σύρτες ή άλλα δυναμάρια από πίσω προστάτευε τις ανάσες και το βιός τους νύχτα-μέρα. Όσο δε, για τα όνειρά τους, μέσα σ’ αυτές τις μικρές κατοικίες τα κάνανε βεγγαλικά και φώτιζαν τις νύχτες τους…
Με τις καθημερινές, νέες οδηγίες του μπάρμπα Θωμά  ζεύαμε πρωί τα άλογα στα κάρα, εγώ με την Μπάλια πάντα και πιάναμε τον πλατύ δρόμο για τους αγρούς που είχανε θεριστή και οι «στάβες» περιμένανε να κουβαληθούν στ’ αλώνια. Άσπριζε ο δρόμος μέσα στο βάλτο από τη σκόνη. Ο ήλιος σε βασιλική πορεία, κατακόρυφα έκαιγε. Δεξιά και αριστερά χαντάκια βαθιά, μικρά κανάλια, γεμάτα με στάσιμα νερά και πλήθος κουνούπια μικρά και μεγάλα, γυρόφερναν, ακινητούσαν αβύθιστα στα νερά, επέπλεαν, στρούφιζαν, ξετρούφιζαν πάλι και χάνονταν στα διπλανά σιταροχώραφα, μέσα στα υψωμένα στάχια, που σαν λόγχες χρυσές αμέτρητες θροούσαν γυμνά, στον καυτό από τις πυρωμένες αμμούδες, φερμένο νοτιά, που μέρες τώρα τα ξήρανε και τα ετοίμαζε για τον θερισμό. Κι όλος ο κάμπος θερισμένος ή αθέριστος, γεννούσε, έτριζε, πύρωνε σαν ανεβασμένο προζύμι, πιασμένο μεσάνυχτα και μυστικά από αγριοβασιλικού μαγιά…
Μία γερακίνα βαρύσκιωτη, καμπίσια στο ίδιο γυμνό κλαδί του δένδρου κάθε πρωινό μας κοίταζε. Σήκωνα το χέρι μου και τη χαιρετούσα. Αυτή μ’ αφουγκραζότανε με κλεφτοκοίταζε, άνοιγε τα φτερά της, ο ίσιος της ζωγράφιζε το χώμα και σκάλωνε σ’ ένα πιο μακρινό δενδρί.
Ένα απόγευμα, εκεί στο σιγομάζωμα του ουρανού, με πήρε το σκοτάδι, φορτώνοντας το κάρο με δεμάτια. Ήταν μακριά τα στελέχη τους, με ποικιλία σίτου Villa glory και Enda. Τα τζιτζίκια δουλεύανε πυρετωδώς στη θερμή βραδιά και οι κοιλιές τους δονούσαν και πριόνιζαν τις ριπές του αέρα, με το τερέρισμά τους. Μικρά ξανοίγματα μέσα από θεόρατες λεύκες και αρχαία καραγάτσια, μικρά κομμάτια γης, λίγα μέτρα χωράφι με μαλακό λιμνόχωμα, όλα ίδια, όμοια με τον σβώλο του απέραντου βάλτου, τον καρπερό που μύριζε μπαγιάτικο αυγό. Τελείωσα, ασφάλισα δένοντας το φορτίο και τότε κατάλαβα ότι είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και ο προσανατολισμός μου είχε κάνει φτερά. Είχα χαθεί. Ήταν αδύνατο να οδηγήσω την Μπάλια με το κάρο κάπου, με γνώση προσανατολισμού. Ήχους ανθρώπινης παρουσίας, δεν δεχότανε τ’ αυτί μου, μόνο τριζόνια και βατράχια τάραζαν τη σιωπή. Όταν μόνη της η Μπάλια ξεκινούσε, εγώ τη φρέναρα, φοβούμενος μήπως χωθώ πιο βαθιά στην ερημιά.
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι το άλογο το ζεμένο στο κάρο γνώριζε και εύρισκε το δρόμο του. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησε πάλι η Μπάλια, την άφησα να πάρει τον  χαλινό στα δόντια της, και σε μισή ώρα, μόνη της, μ’ έβγαλε στον γνώριμο, μεγάλο δρόμο.
Μαζευότανε ο καιρός. Ο αλωνισμός άρχισε και προχωρούσε. Οι πατόζες κινητά εργοστάσια, με τις τροχαλίες τους πάνω σε μεγάλα ρουλεμάν με πλατείς ιμάντες, που πλατάγιζαν φονικά, αδράζανε την κίνησή τους από το μεγάλο βαρύ βολάν της ντηζελομηχανής του αλυσσοφόρου τρακτέρ LANZ. Τύμπανο περιστρεφόμενο, αντιτύμπανο ακίνητο, και από κάτω σίτες, κόσκινα, διάτρητα ταμπούρα, ατέρμονοι άξονες, εξωτερικοί αναβατήρες και τέλος το μακρύ κανόνι έστηνε ένα γύρω λόφους από άχυρο και στην κοιλιά τους τα θηρία αυτά, σάκιαζαν τα τσουβάλια με το σιτάρι. Έτσι οι ημέρες και οι νύχτες αναλαφροβαδίζοντας αλάργαιναν. Φώτισε ένα φεγγάρι, διάβηκε, ήρθε το άλλο…
Η εποχή κιότεψε. Έκλεισε το δίμηνο. Τέλειωσε η διάρκεια του ουράνιου τόξου της εφηβικής μου ζωής. Οροφουργός η μεγάλη καμπύλη με τους ιριδισμούς της στάθηκε πάνω μου αλλά πολύ υψηλά. Κι ήθελα τόσο με τα χέρια μου να τ’ αγγίξω… Να το πιάσω, να τυλιχτώ μέσα στις έγχρωμες δροσιές του, να το νογώ και να αιωρούμαι, αρμοδεμένος μαζί του στον ουρανό…
Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι δεν άναψε. Και το πρωϊνό του άχνιζε επειδή είχε βρέξει τη νύχτα δυνατά. Με το φίλο μου καβάλησα το φορτηγό αυτοκίνητο. Ξημέρωσε. Άφησαν πίσω μας οι ρόδες του τα σπίτια του χωριού. Από την ανοιχτή καρότσα του, το βλέμμα μου προβόδισε, το χωριό που έφευγε… τα σπίτια μίκραιναν… μίκραιναν, αδιάκοπα μίκραιναν και σβήναν. Τώρα έμεινε μόνο το κανάλι δίπλα δεξιά να συνοδεύει, ανάποδα το φορτηγό προς τα πίσω, για το χωριό. Εμείς φεύγαμε προς την πόλη μας, αφήνοντας τον ήλιο και στην Μπάλα, το μέλημα για τις κρεβατίνες των σπιτιών που καρπισμένες, με τους μαστούς τους, κρεμούσαν χοντρόρογα REBIE, σταφύλια.

Λελέκια = δρεπάνια θερισμού, χωρίς πριονωτή την κόψη τους.
Γκέμι = χαλινός στο άλογο
Σβανάς = σουγιάς αγροτών με πριονωτή τη κόψη τους.
Φόρτομα = χοντρό καναβένιο σχοινί, που δένανε τα φορτία στα κάρα.
Στάβες = 13 δεμένα δεμάτια στάχια, κάνανε μία στάβα. Μία αγκαλιά θερισμένου σιτάρι τη λέγανε «δρομή». Δύο ή τρεις «δρομές» ήτανε το θερισμένο δεμένο δεμάτι σιτάρι.
Πατόζα = αλωνιστική μηχανή του 1950.
Ζαλίκη= φορτίο στην πλάτη
Μαλκότς= Ντηζελομηχανή μονοκύλινδρη ελληνικής κατασκευής.

Μάης μήνας


Είσαι μόνος κι όλα σιωπούν στους χώρους σου. Η σιωπή απόλυτη και κυρίαρχη σε βοηθά να γυρίσεις νοερά, κόβοντας απότομα το απόσιγο, της σιγής τραγούδι, στις μακρινές δικές σου στιγμές. Με ανακυλιστό κούνημα ρετρό ζητάς να ακουμπήσεις σ’ αυτές τις πατρικές πέτρες, βράχινες εξάρσεις, στις από χρόνια χορταριασμένες γεμάτες φιλικά πνεύματα, παλιές μήτρες, που χάσανε το σχήμα τους και μόνο τριμμένα, χωνευμένα κόκαλα, γύψινα κατάλοιπα, σε ρηχό λασπερό μητρικό γήινο κόρφο, μένουν.
Κάπως έτσι κλεισμένος, ασφυχτικά περιορισμένος, με τη ψυχή να λυγά στην ακινησία, όταν ξαφνικά κάτι απροσδιόριστο συμβαίνει, ελευθερώνεσαι, υπερβαίνεις, αδειάζεις και σκυμμένος ημέρα ή βράδυ γράφεις. Μπορείς και δημιουργείς άλλες πραγματικότητες σε πρόσωπα ή τοπία ή ακόμη και σε αντικείμενα.
Είναι ο πεζός λόγος, ο δύσκολος με το σημείο εκείνο της απελπισίας, που πρέπει να υπερβείς, επειδή κάποια στιγμή όλα αδρανούν, είναι αδιάφορα, ασήμαντα και χωρίς σχήμα. Α-σχημα.
Ιδρώνεις, για να ξεπεράσεις αυτό το σημείο ξενομοναχεμένος, και πολλάκις με κρύο τρέμουλο να νομίζεις ότι το παν τέλειωσε και είσαι ανίκανος να περισσέψεις δυο αράδες ακόμη. Πενίας λίγωμα μήπως; Και οι άνεμοι, κουβάρια αδιάλυτα στο μυαλό σου.
Και ο μήνας νάναι Μάης. Χρυσομάης. Ένας μήνας κουβαρντάς, ανοιχτοχέρης, μοσχομύριστος, νοικοκύρης μήνας. Πλούσιος φορτωμένος σε χυμούς που πλουσιοπάροχα πλημμυρίζουν και ταΐζουν κάθε φυτικό κύτταρο δένδρινου κορμού.
Η δριμιά μυρωδιά από το χώμα και το πλούσιο χαμομήλι, σαν παχύ χαλί σε γεμίζει σύσπλαχνα αιωνιότητα και την ψυχή σου όμοια, σε σοφή αρμονισμένη γαλήνη, στον αιώνιο νόμο της Άνοιξης.
Δρασκελάς το πράσινο χαλί, γυμνοπόδης και οι πατούσες ακουμπούν τις ρίζες, κατεβαίνουν μέσα στο χώμα, δένουν μ’ αυτό και ψάχνουν να σμίξουν με τα ουρανικά νερά, στις μετάξινες κλωστές, τους συνεχείς πόρους, που μυστικά τα κυκλοφορούν αθέατα και μετουσιώνουν τη λάσπη σε ανθρώπινη γνώση για το θαύμα. Μάης πια… Πεινασμένες οι μέλισσες βουβουνίζουν και ανοίγουν το ραμφί τους στα αγριολούλουδα τρυγώντας το μέλι. Κι όταν ο όρθρος πια τελέψει, ορθρίσει ο κόσμος, δώσει ο ήλιος και καρφώνει το πρωινό, τότε ο αέρας μοιράζει τη Μαϊσια νιότη, με μυρωδιές σε απανωτές πνοές. Μυρίζει και το νέο καταστόλιστο χώμα διπλανό περιβόλι, αλλά κι ο χλοησμένος κάμπος γελάει με τα χαμαγκάθια του μέσα στο φως, ο δε πολυμάτης συνάστερος ουρανός, στεφάνι του κόσμου, μένει γαλάζια μπολίδα κροσσάτη…
Σκορπίζουν Μαήσια άνοιξη και οι φλογόφεγγες παπαρούνες αυτές οι πυρφόρες κόκκινες πεθυμιές και λαχτάρες, μένα δικό τους τριγμό ζωής, όπως και η γειτονική, με την πυκνούρα της, δασορκήνη «Χανούμ Μπουνάρ» που στραταρίζει στ’ αυλάκι το νερό της και κυλά πεταρίζοντας μέσα από τα πολυτρίχια, αγκαθωτά γένια, κολλημένα στα μάγουλα της πέτρινης νερομάνας, που δυνατά σαν πρέσα έσπρωχνε τη μάζα του νερού άτσαλα, να μπει στο λασπερό αυλάκι, και μετά να ησυχάσει πιο κάτω, στο πετραύλακο. Ευθύς εκεί λαγάριζε, άχνιζε, χοχλάκιζε σαν γυναικίσιο γέλιο, και τόπι πια ξετυλιγμένου χασέ απλωνότανε πάνω στα σκούρα και λευκά νέρινα χοχλάδια.
Ακόμη και η επιφάνειά του έμενε ασυνόδευτη πια, από τα μικρά και μεγάλα λιγόζωα έντομα. Αν θυμότανε μόνο, κάπου κάπου καμιά πλουμιστή πεταλούδα, ακουμπούσε τα κλώστινα ποδαράκια της, πάνω στη τρεχούμενη επιφάνειά του, άβαρη σαν σκιά.
Λίγο ψηλότερα, δυο μεγάλα πεύκα στημένα όπως δυο πόδια ανοιχτά, στο πρωινό ανέμη, φύλαγαν σκοποί, το πλούσιο νερό και ανέβλυζε. Και τα φύλλα τους, πράσινες τρεμοβελόνες αεικίνητες, ξαφνιάζανε από τα συνεχή σφυρίγματα του πετροχελίδονου και τα βιαστικά πετάγματά του. Να ανηφορίζει ξαφνικά, σαν να πλαντούσε μέσα στο μητρικό του στοιχείο του, τον αέρα και το φως. Ανέβαινε πιο πάνω απ’ αυτά και ζητούσε την ανάσα του σε πιο αραιά κι ανάλαφρη θαμπή αυγή, στο ύψος του ουρανού.
Κουκουβισμένος στη βάση του κορμού των πεύκων, ο αγροφύλακας της περιοχής, με πηλίκιο κορωνάτο και πράσινο φαρδύ σιρίτι, με ξάφνιασε, όπως βιαστικός έτρεχα να γεμίσω τα δυο μου παγούρια, νερό από την πηγή. Ήταν γνώριμος και δάσκαλός μου κυνηγός.
Ντημητρό ντουρ. Γκελ μπουρντά. Ντούι, σίντι Ντημητρό.
Μπιρ μπιρλμπιούλ αλτσάκ οτίγιορ.
(Δημήτρη στάσου. Έλα εδώ. Άκου τώρα Δημητρό ένα αηδόνι χαμηλά κελαηδεί).
Πράγματι, σ’ αυτή τη γλυκιά χαμηλή προσταγή, σταμάτησα απότομα, σβάρνισα τα μάτια μου, τον είδα και τη στιγμή εκείνη, μια πρώτη ηλιαχτίδα έπεσε πάνω του και αντιφέγγισε στο χρυσό κουμπί της στολής του και πέταξε σπίθες.
Ξημέρωσε και η ημέρα κόπιασε κάτασπρη. Το πρώτο αηδόνι συνέχιζε τις τρίλιες του, μετά άλλο κι άλλο, μακρύτερα. Ο πυκνόφυλλος όχτος, του «Χανούμ Μπουνάρ» ξεχείλισε αηδόνι. Ανέβαινε από τις βρεγμένες κληματσίδες των αναρριχητικών φυτών το τραγούδι του, και μέσα στις δροσιές του, έκρυβε τα λαρύγγια του Θεού, που γέμιζαν νύχτες και πρωινά με μαγικούς ήχους από Μαγιάτικα ρεσιτάλ. Ένα υπαίθριο μουσικό σαλόνι, ένα άλλο Musik Vereins είχε στηθεί, κι ο Ανοιξιάτικος αγέρας, χέρι τρυφερό, δροσερό, μάνας χέρι γλιστρούσε σα μέλι κι έπιανε όλο το κορμί μέχρι και τη καρδιά…
Κι αυτή λιγωμένη, πάντα ρέμπελη, ορθάνοιχτη, πλάτυνε σαν απαλάμης φούχτα, έπιανε τα πουλιά, τα τύλιγε προστατευτικά μέσα της, οσμίζοντας τη ζεστασιά του κορμιού των και γινότανε ένα μαζί τους. Καρδιά με καρδιά. Καρδιά με καρδιές. Το πρωινό ξεχείλισε από ντέρτι και οι αχνοί του, βαριονοτισμένα τρόπαια στάζοντας δροσούλες, άγγιζαν τη γη.
Κι ο αγροφύλακας Χατζής έμεινε ακίνητος χλωμός από την άφραστη γλύκα του πολύκορδου σκοπού, που ξάνοιγε άπλωνε κι ημέρευε τον τόπο όλο. Ηλικιωμένος, υψηλός αγριομάτης με κρεμαστά μουστάκια και τριχωτή ανατολίτικη μύτη. Έλληνας της Ανατολής. Στην πατριαρχική μετανάστευση της ράτσας μας, η οικογένειά του είχε πλωρίσει και άραξε στη Βέροια. Έμπειρος και ικανός κυνηγός. Τότε ακριβώς τον γνώρισα, στο ξεπέταγμά μου και ακολούθησα τον ίσκιο του στα μονοπάτια του λόγγου στο καταχείμωνο, με αχλόηστη γη και ανάνθιστη ανεμώνη. Δύσκολη η έρευνα για ντορό, του αγριόχοιρου, στη ξερασμένη γης. Μοχτούσε ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια, να τα  ξεκόψει ν’ αναμερίσει τις δυσκολίες τους στην αναγνώρισή τους, και σίγουρος να φτάσει στο γιατακωμένο θήραμα. Έτσι, μέσα από τις πυκνούρες του γάβρου και του πουρναριού να το ξετοπώσει να το προγκίξει με τις «στάμπες» των γουρονόσκυλων κι αυτό αλαφιασμένο να βγει, να δώσει «μάτι» στα ανυπόμονα σε χωσιές, καρτεροντούφεκα.
Σ’ αυτόν έβλεπες και το παράξενο, να σε αγριοματιάζει, χωρίς μίσος και κακία. Σε κοιτούσε δειλιασμένος μάλλον, παρά επιθετικός. Κι εγώ τον θωρούσα και σκεφτόμουνα. Κρίμα την όμορφη βραχύκανη αραβίδα, carcano που κρεμότανε ανάποδα, με την κάνη προς τα κάτω, από τον ώμο του.
Αυτός λοιπόν ψυθιριστά, στη γλώσσα του, την τουρκική, με πρόσταξε να ακούσω τη φύση. Και μέσα στην ερημιά και την ησυχία του πρωινού, όλο πάθος, ξεγύμνωσε την καρδιά του, την ανατολίτικη και συσταζούμενη, και άφησε να σμίξουν ουρανός και γη, μέσα στις νότες τις μαγικές που βγαίνανε από κάθε πυκνούρα, κάθε λογγιά. Αυτές οι αδιάβατες για πεζοπόρο, πράσινες λόχμες, με τα μεγάλα καραγάτσια βίγκλες τα ξερόκλαδά τους στις ανοιξιάτικες τρυγόνες, ήτανε τα φυσικά κλουβιά, τα πράσινα ηχεία που αγκάλιαζαν τους απλωμένους μακρύς λαιμούς, κι όλος ο τόπος αηδονούσε στ’ αυτί του πρωινού την ευτυχία.

-          Χανούμ Μπουρνάρ: βρύση της Χανούμισας
-          Mallincher Carcano: Ιταλική στρατιωτική αραβίδα του 1940

Τ΄ ανθρώπινα


Η ταβέρνα του Βιργίλη, ζούσε δίπλα στο καφενείο «Αναγέννηση». Ήταν ένα μαγαζί μικρό Βολικό, που μέσα του ενώ ήταν γεμάτο από πελάτες, βασίλευε ησυχία. Τα ποτήρια στο χτύπημα του ακούγονταν σαν ήχοι μακρινοί και το φύσημα από τα σουφρωμένα χείλη στην ίσκα ή το κορδόνι της κάφτρας από το τσακμάκι, για να δώσει τη φωτιά στο τσιγάρο που κολλούσε πάνω της σαν φιλί, μισοαχούσε.
Στον  μήνα Απρίλη, οι αποβροχάρισσες ημέρες, έχουν τα πιο φωτεινά και λαμπρά πρωινά. Λάμπουν τα πλυμένα πεζοδρόμια και δρόμοι, και τα μαρμαρένια ρείθρα του δρόμου γυαλίζουν υγρά. Στην τειχισμένη μικρή αυλή του κ. Αναστάση Καρατζόγλου, μια ανάσα απόσταση από την ταβέρνα, οι γλάστρες στη σειρά, με πολύκλωνες γαρδένιες, είχανε στις ενώσεις, των τρυφερών μίσχων, κολλημένα ανοιχτά  άσπρα κουμπιά, τα  άνθη τους.  Ώριμοι καρποί, να πλαταίνουν και να πλουταίνουν την μικρή αυλίτσα, για μια άνοιξη τόσο μεγάλη, όσο και τα ίδια με την αίσθησή τους, χαρίζουν.
Εκεί συνέβαινε και το παράξενο, ότι ένιωθες την μυρωδιά τους, περαστικός του δρόμου, υγρή και έντονη στη μύτη, αλλά και την άκουγες από τα βήματα των περαστικών, που τη μεταφέρανε, ίσαμε έξω από την ταβέρνα. Ήταν η μυρωδιά του ήχου, η περπατητή μυρωμένη βουή σ’ αχόρταγα αυτιά.
Αργά τα βράδια, ακουμπούσανε εκεί, στην ταβέρνα ο Σπύρος Καϊμάκης και ο Δαμιανός Ευθυμιανίδης με τα μπουζούκια τους, και παίζανε λαϊκούς σκοπούς. Χωρίς μικρόφωνα και άλλα τέτοια. Χαϊδεύανε τις χορδές  και μόλις απαλά  ανασταίνονταν Τσιτσάνης, Μητσάκης Μπαγιαντέρας.
Στην αίθουσα τα φτηνά λιωμένα από την χρήση λευκά, τραπεζομάντηλα, τσιτωμένα  πάνω στα τετράγωνα τραπεζάκια, με παρέα  τα καθαρά  αλλά πολυμεταχειρισμένα κι αυτά, μεταλλικά σταχτοδοχεία, ταίριαζαν ασορτί με αλατιέρες χωρίς μαύρο πιπέρι, λόγω ακρίβειας,  και ένα μικρό σανιδένιο πατάρι, των δύο μουσικών, με μια κιθάρα αφημένη πάνω σε ένα ψαθί καρέκλας. Φτηνό ντεκόρ που έδειχνε την απλότητα των ανθρώπων που συχνάζανε εδώ μέσα, φορτωμένοι με τις καθημερινές έννοιες  και τις ανάγκες τους.
Πόσο πολύ απ’ τα ντουλάπια του μυαλού τους ανακαλιόταν ίσκιοι,  στριμώχνουνταν και ζόριζαν την καρδιά, την ώρα που το ξέχειλο ποτηράκι κρασί άφηνε στάμπα, τον λεκέ του, εμπρός τους.
Και εκείνο τα μπουζούκι με τις πενιές του Σπύρου και του Δαμιανού, τα δυό αυτά τακίμια,  με τα ταξίμια τους,  θέριευαν στ κουράγιο τους μεγάλους, τους παλιζωντάνευαν σαν ασπιρίνη, κι έκαναν πέρα τα πονάκια, από τα αλατιασμένα γόνατα και γοφούς και στο μεράκι, πάνω στη σπαστή στροφή, παράχρονο με τις νότες, δείχνανε στους νέους, το βέβαιο μπίτισμα* της δικής τους μαγκιάς.


Ένα απόδειπνο πρόσφορο, μιάς ανεπίστρεπτης αντριγιάς … Όλη η αίθουσα, ή όχι και μεγάλη, μαζί με το μεταποιημένο βαρέλι λαδιού σε ξυλόσομπα, έσταζε ένα ιδρώτα μουσικής με τις νότες της , στάλες ήχου να κολλούν στους τοίχους  ή  να μετακυλούν, σέρτικα χαρμάνια από αναφτέρουγες της ζωής  ιδέες και ελπίδες, που όμως είχανε από νωρίς σαβανωθεί και δεν άλλαζαν τα πράγματα.
Δεν άλλαζαν και για τον Σωτήρη,  τον σερβιτόρο της ταβέρνας. Τον ψιλόλιγνο Σωτήρη, από της Καστοριάς τα μέρη, που ξεχάστηκε και έμεινε από τα χρόνια της κατοχής, αμανάτι στη Βέροια. Μοίραζε πάνω σε τάβλα, κόντρα πλακέ, τα ποτήρια του κρασιού, που στον πάτο τους γράφανε με  κεφαλαία  ανάγλυφα γράμματα «πιες το όλο» Περιττή φυσικά η παρότρυνση για τους θαμώνες…. ούτε ίχνος υγρασίας δεν έμεινε στον πάτο τους.
Λοιπόν ο στέκας ο Σωτήρης, με τις παλάμες κόκκινες πρησμένες από τις μόνιμες χιονίστρες, και τα δάχτυλα καθαρά… μαυρονυχιασμένα, σε κοσμικές ιδιαίτερες βραδιές γιορτών, φορούσε άσπρη ζακέτα και ποδιά μακριά.  Άφηνε με χάρη τα πιάτα με μεζέδες στα τραπέζια και όσο στύλωνε τα ποτήρια αργά πάνω τους, έριχνε και μάτι στους ανοιχτούς λαιμούς των γυναικών, με τα μεγάλα και μακριά ματόκλαδα, απαράλλαχτα μετάξινα κρόσσια, που τσάκιζαν καταπάνω, καμάρες ανάποδες, κατασκίαζαν τα μάτια ολόμερα, σαν κλαδιά ιτιάς, γερμένα σε καθαρό νερό.
Γυρομάτιζε και τις κομμώσεις των γυναικών, με τα μεγάλα του μάτια, τόσο μεγάλα που το καθένα έκανε για δυο… και έβλεπε ριγμένες μπροστά στα φρύδια τούφες μαλλιών «αιγκλόν» και πίσω πάνω από τους  λαιμούς, κότσους που τους κρατούσαν σε φιόγκους με ζώνες ταφτά Φέϊγ-Μορτ… και μικροδείχνανε οι τριαντάρες οι παλιές.
 Γυρνώντας για να φέρει  τα υπόλοιπα πιάτα και μαχαιροπήρουνα, στην μακριά από χοντρό πανί, δίμιτο ποδιά του, γιατί και τα πόδια του ήταν ζαλισμένα από τα ροζ πουκαμισάκια, τα ανοιχτά μπροστά, που τα κουμπιά τους, σε κάθε ανάσα, τσιτώνανε μέσα στις κουμπότρυπες, με μοτίφ και πολλά ντρασπαράν αποσώνονταν δε μεσάτα σε γοφούς αζουστέ, χωρίς φουρό, βουάλ και δα κρεμ και άλλα τέτοια παριζιάνικα κοσμικά, υψηλής μαχαλάδων ραπτικής, από μοδίστρες καλής ανατροφής και τέχνης, όπως κλος για μεγάλες και μικρές πιέτες …. Με ασορτί πάντα, τσάντα, γάντια  μαροκινερί…
Δίπλα στις όμορφες, φτάνανε, ασήκωτοι οι όμορφοι αρσενικοί, με παλτεσού ριγμένα στους ώμους, γκρίζες ρεπούμπλικες με λαδωμένα μπορ από  μπριγιαντίνη φτηνή, μάρκας μπριλ-κριμ . Του ενός η μια ρεπούμπλικα τρία δάχτυλα πίσω από το μέτωπο, γεννούσε σε αλάνικη θλίψη, οκάδες σακιά, και του άλλου τελείως πίσω στην κορυφή του κεφαλιού του, καθισμένη, θύμιζε ιδέα Τζαίημς Ντην « Ανατολικά της Εδέμ ».
Δεν άλλαζαν φυσικά τα πράγματα και για τον Αποστόλη, τον γεροδεμένο τριανταπεντάρη και μόνιμο απογευματινό παρόντα στην ταβέρνα του Βιργίλη. Ξώκειλε το σκαφίδι του  στη Βέροια  από τότε  που ο Γράμμος τελείωσε. Απόκοσμος, κουτσόπινε το κρασί του και σπάνια μιλούσε ή άλλαζε κουβέντες με του άλλους στην ταβέρνα. Μα οσάκις μιλούσε είχε βαρύ λόγο και μετά, πια βαριά σιωπή. Πάγωνε ο λόγος, χωρίς συνέχεια και έσβηνε. Ο εαυτός του ξέχωρος δεν αποτέλεσε ποτέ αιτία αναφοράς.
Η αδιαφανής φασκιά , που τον τύλιγε κράταγε σφιχτά τα μυστικά του, στα σωθικά του μέσα, και η φλόγα της ελπίδας για αλλαγή που τον φλόγιζε, γίνονταν τελικά, όπως το’ βλεπε, ολοζωής ανέλπιδο άφλογο φως.
            Μα εκεί , πάνω στο ύψωμα, μνήμα Λιάμιτ, στο Πόγραδέτς, ήτανε αλλιώτικο το φως του πρωινού  στις 12-12-1940. Ήτανε το φως από τη φλόγα του Ελληνικού παρελθόντος και της Ελληνικής σκέψης. Ήτανε το φως από τη φλόγα της ελπίδας, της τιμής και της δόξας της. Ήσαν οι φλογερότερες  φλόγες που φλόγιζαν τον φλογισμένο από την πίστη αγώνα του Έθνους.
            Ειδικότητα μιναδόρος στον Ελληνικό στρατό, πήρε διαταγή, μαζί με άλλους τρείς, να βγάλει από τον ορεινό δρόμο, προς το χωριό Γιοκωβίστα, ένα βράχο που τον στένευε και εμπόδιζε τις εφοδιοπομπές και τα κανόνια να περνούν γρήγορα το σημείο εκείνο. Είχε είκοσι μασούρια δυναμίτη και το ανάλογο βραδύκαυστο με πυροκροτητές μαζί του.  Κάτω από τον ορεινό δρόμο, το βράδυ, αθόρυβα είχανε φθάσει Ιταλοί στρατιώτες ξεκομμένοι και σταλιάσανε σαν φάσες εκεί, σηκώσανε και τα αντίσκηνά τους,  τρία.  Ήτα ένας ουλαμός πολυβόλων.
            Μέσα στο γλυκοχάραμα και με μισό μέτρο χιόνι,  τους είχε  δικούς του, ο λόχος του πίσω, στριμωγμένους στη μικρή ρεματιά. Με γρήγορες μπαταριές από τα τέσσερα  Mannlicher, και πρόχειρες χειροβομβίδες από δυναμίτη, τους ζάλισε, γυάλισε το μάτι τους, αποβασίλεψε από τρόμο, και έτσι καπνισμένους σαν μελίσσι,  τους χάλασε μέχρι έναν.
            Μετά πάλι μπροστά ίσαμε το ποτάμι Τομορίτσα στην Αλβανία και μετά πίσω ίσαμε το Βέρμιο στην Ελλάδα. Ημέρες Αντίστασης, 16ο  Σύνταγμα Βερμίου, μάχες κατά των Γερμανών, δίπλα στον Καπετάνιο Μεσημέρη.
            Άλλοι στους καταρράκτες της νιότης τους, θυμόντουσαν μεράκια ερωτιάς σε θηλυκά με αγριεμένα σφυρά, αλλά αυτός τα μόνα που αναθυμότανε, ήτανε διάσελα που δρασκέλιζε και τη μυρωδιά της μπαρούτης κολλημένης στα ρουθούνια του.  Ακόμη  και η νοσταλγία του, κυριαρχημένη, χωνεμένη στις φωτοσυρμές της, σταματούσε στον πεταλωτή του χωριού του  ή το πολύ – πολύ στις γυναίκες που βγάζανε από φούρνους σπιτικούς, νωρίς προτού σταυρώσουνε χρονικά το μεσημέρι, ζεστά, πλαστά, πινακωτής ψωμιά, με ρόδινη κόρα χαρακωμένη.
            Για δυο χρόνια συνέχεια στον κοντεμό του Πάσχα, μαδούσε βαγιόφυλλα στο Ηγουμενείο και γέμιζε στοίβα  κουσιόρια,*  για την πρώτη Ανάσταση του Λαζάρου, στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.  Μετά ο μεταφορέας Νινίκας  Μέρκος τον είχε παραγιό  να φροντίζει και να περιποιείται τα άλογα. Ο μικρός Κωστάκης, ο γιός του Νινίκα , συχνά τον σβέρκωνε  με τα μικρά του ποδαράκια. Και στις βόλτες του οι δυό ….ήσανε ένας.
            Εκεί τον γνώρισα, δέθηκα μαζί του, για λίγο και από εκεί χάθηκε ο Αποστόλης. Να ζει ;

·         Μπίτισμα :    Τελείωμα
·         Κουσιόρια:     Μεγάλα πανέρια

                                                        Δημοσιεύθηκε στην Εφημ. Βέροια 13/4/2011

Καρναβάλι και πάλι


Η αποκριάτικη ειρωνεία των ημερών, δίνει το τραγικό και το κωμικό, στην απλότητα του ενιαίου και του ενικού. Αυτή η αδιόρατη διάσταση καθορίζει το αληθινό και προσποιητό, κι ολόπλευρα λειτουργεί, πλευροκοπώντας αφανιστικά τη διάθεση της ψυχής, χωρίς να ακυρώνει το ένα το άλλο.
Γοργοκίνητος και παιχνιδιάρης ο Θεός που αγκαλιάζει αυτές τις ημέρες του χρόνου τους ανθρώπους. Τις ψυχές τις ανθρώπινες, θέλω να ειπώ.
Πρωτομάστορας με μυαλό, αφήνει την φαντασία να δημιουργεί τη χάρη, στο λεύτερο παιχνίδισμα της σκωπτικής δύναμης του λαού, και να εναρμονίζει τις ανανεούμενες ανάγκες, της ανθρώπινης ζωής, σ’ έναν πιο ανάλαφρο, να αναπνέουν, αέρα. Ανάλαφρες και οι παγανιστικές και τοτεμικές μάσκες, ταπεινά σύμβολα, που εύκολα αναμερίζονται, σαν τελειώσει το τρελό κουδούνισμα τη Αποκριάς. Η βαθιά ενότητα των εκατοντάδων χρόνων προϊστορίας του εθίμου, φθάνει μέχρι τις ημέρες μας απαράλλακτα ίδια. Ώστε, να κόβεται το αόρατο μυστικό σχοινί που σου κρατά στην υποταγή και εξαφανίζεται ο κηδεμόνας τρόπος και χρόνος της ανθρώπινης λογικής. Λίγες ημέρες ξεγνοιασιάς, λίγες ημέρες γεμάτες αέρα και σωτήριες από τη φθορά που φέρνει η γαληνή ζωή. Ίσως λίγος χρόνος, ακόμη αναγαλλίασης με τους παμπάλαιους και παλιοκαιρίτικους προγόνους, με τις βουκολικές μουτσούνες, μέσα σε μυρωδιά από ανοιξιάτικα χαμομήλια και δριμιές χωματίλας. Βόσκημα σε αφύλαχτα λιβάδια με σεγκόντο μουκάνισμα ταύρου, που ανασηκώνει ταφόπετρες και δεν αφήνει ούτε τους πεθαμένους να πεθάνουν.
Καρναβάλι και πάλι… Η λυγεράδα μαζί με την τσαχπινιά και χάρη της Κολομπίνας με τη μάσκα σε ποικιλία μορφών και εναλλαγή προτύπων, βρίσκεται στην πολλαπλότητα της γυναικείας ομορφιάς. Οι κομψές, όμορφες γυναίκες, γίνονται ομορφότερες τις ημέρες της χαράς και διασκέδασης. Νιώθουν τον εαυτό τους ως τον καλό αγωγό του ήχου της μουσικής, κι η ελαφρά ταραχή που προέρχεται από αυτούς, μεταβάλλεται σε ρίγη ζωής, με αστραποβόλα μάτια και έξαψη. Σε μια αίθουσα αποκριάτικης χαράς, πρώτες βυθίζονται σ’ αυτό το χυτήριο του τρελού ξεφαντώματος και του προκλητικού εξωτισμού. Τα παθητικά μπλουζ και τα λάγνα ταγκό βοηθούν τα πόδια να τυλίγονται σε σωρούς από σερπαντίνες, όπως λικνίζονται στο ρυθμό της Αργεντίνικης μουσικής. Κι οι καστανιέτες με τον ξερό ήχο, μεταξυπνούν τ’ αυτιά από τις θερμές Ανδαλουσιάανες και τους αυθεντικούς «Ραστακουέρος» μασκαράδες.
Γιορτάσιμες οι ψυχές τους, σαν οργανάκια γραμμοφώνου, με τις πλάκες βινιλίου να κελαρύζουν τραγούδια κάτω από την μεταλλική ακίδα του διαφράγματος.

Καρναβάλι και πάλι…
Κοινή η πορεία τους, στα θεία ατάραχα νυχτέρια, με έγνοιες νεανικές, με τραγούδι ερωτικό το μεσονύχτι, με της ξυλοθερμάστρας το φως, να αγρυπνά, πέρασαν τα χρόνια τους, και το ήσυχο κάτασπρο χιόνι ρίζωσε στα κεφάλια τους. Κι αναμνήσεις πατούσαν φρένο, τέτοιες ημέρες κι έκαναν μόνιμη στάση σε κείνες τις μεθυστικές στιγμές της γνωριμίας τους…
Την πρώτη, ολόπρωτη φορά, όταν άγνωστοι μεταξύ τους κι ο ένας αγνοούσε την ύπαρξη του άλλου… Οι ματιές τους συναντηθήκανε τη στιγμή που οι νότες του «Ρεπρός ντ’ αμούρ» από τις χορδές του πιάνου, γέμισε την αίθουσα. Κλώτσησε το στήθος του, και ξεκίνησαν μια γλυκιά μονομαχία στο σαΐτεμα των ματιών. Φλόγες οι σαϊτιές τους, τραβοπαλεύανε να μυήσουν και να μυηθούν αθέλητα, στης αγάπης το φως, που διώχνει το σκοτάδι, κι η νιότη, στην καρδιά της καρδιάς της, με τον μυστικό στρόβιλο του έρωτα, φτάνει στην αρμονία. Εκεί κοντά είναι και το ονειρικό κάλεσμα για την γνωριμία και τον έρωτα.
Αποκριάτικο ρεβεγιόν… Μετά χορός στη μεγάλη πίστα του κέντρου και το χέρι του να κρατά τη μέση της ελαφρά, με μια μουσική βαλς να έρχεται από κάπου μακριά, να της μιλά συνέχεια και τα λόγια του να γίνονται νότες, μέσα στους κυματισμούς της μουσικής.
Στο τραπέζι του, δύο ανοιχτόχειλα ποτήρια με σαμπάνια. Μια δεύτερη φιάλη Καΐρ, χώθηκε στο παγωμένο κουβαδάκι, κόκκινη η σερπαντίνα σφύριξε και τυλίχτηκε στο λαιμό τους, δύο επιπλέον σφηνάκια πίπερμαν έγιναν το σάλπισμα, για τις θαμμένες ομορφιές κάτω από το καυτό δέρμα τους.
Ημίφως, χορός, οινόπνευμα, έρωτας, τους ζάλισαν κι όλα τα μυστικά περάσματα του κορμιού εκείνης άνοιξαν, υποδουλώθηκαν σε μια σκηνοθεσία μιας μικρής άβολης γωνιάς του δρόμου και ενός άγριου ερωτισμού. Λατρευτήκανε, κι από τότε οι καρδιές τους, κάθε βράδυ, αηδονούσανε στ’ αυτιά της νύχτας την ευτυχία τους…
Βόλεψε για πιο άνετα, ένα μαξιλαράκι του καναπέ στην πλάτη του, πίεσε το μπουτόν κι ο δίσκος του πικ-απ άρχισε να γυρίζει σιωπηλά στον εαυτό του, έως ότου το διάφραγμα αυτόματα λύγισε επάνω του. Τώρα το «Ρεπρός ντ’ αμούρ» με τις νότες του, δεν έχει την αζιλιτέ και την φρεσκάδα του τότε. Έχουνε προστεθεί ήχοι καραβάνας και τριγμοί πολυχρονίτικοι… Γοργοφλεβάρισε το δωμάτιο, την έψαξε στη θέση της. Ασυνήθιστος, πρωτάρης ακόμη στη φυγή της… Του ’φυγε για να την φωνάζει και να την ζητά. Πάντα της άρεσαν κάτι τέτοια παιχνίδια… Μόνο που τώρα είναι πάλι Καρναβάλι, κι αυτός έρημος, κλαδώνει ο νους του, και πετά στο τότε… ως πότε με πεθαμένο κέφι, με νερωμένο κρασί, με ανύπαρχτα φιλιά, με ξεκούρντιστα βιολιά, με βραχνά και παράτονα τραγούδια, με ανία και νύστα, με νύχτες καρφωμένες απελπιστικά στην ίδια ώρα γιατί στα στερεμένα μάτια του, χοροπηδούν βασανιστικές Ερινύες, οι θύμισες, από μια ολάκερη ζωή που έκλεισε. Απόψε είναι Αποκριά και Καρναβάλι. Όλοι γελάνε, κι αυτός με θολωμένα μάτια εκεί… μ’ εκείνη… Με πείσμα σ’ εκείνη…

Καρναβάλι και πάλι…
Σκοτείνιαζε. Η πόλις φτιασιδωνότανε για την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Οι δρόμοι με τα φώτα τους χρωματίζανε τα ανοίγματα του ουρανού κόκκινα. Ο «Αβέρωφ» ένα στενό μαγαζάκι, στη συμβολή τριών δρόμων, άφηνε το φουγάρο του, να σηκώνει καπνό, κι η  μυρωδιά από καβουρδισμένα φιστίκια κι αμύγδαλα, καμένη ζάχαρη, με αέριο ασετιλίνης σκάλωνε δριμύ στη μύτη.
Πλημμύρα κόσμου στον ολόφωτο πλατύ δρόμο, μέχρι εκεί που ακουμπούσε στο πάρκο της Εληάς και τον χώριζε στα δύο, νόμιζες ότι μια αναποδογυρισμένη κλεψύδρα είχε στηθεί ανάμεσά του, από τ ην οποία έπρεπε εμείς όλοι να γλιστρήσουμε βαδίζοντας, ξεπερνώντας την ισορροπία της τρέλας από φωνές, σφυρίγματα, καραμούζες, σακουλάκια χαρτοπόλεμου, κομφετί.
Μια δυνατή παρέα από νέες κοπέλες, μισοπερπατώντας και μισοχορεύοντας πέρασε, κι ένα νεανικό άρωμα μαλλιών άφησε την πνοή του, στους γύρω. Από το στενό δρομάκι μιας παρόδου, μια παρέα κοζάκων με γιαταγάνια ορμώντας, κάνανε την εμφάνισή τους και από πίσω τους αμέσως μετά, χάλκινα πνευστά με δυνατό νταούλι, είχανε για κεφαλάρια τον Λευτέρη και Δημήτρη Δροσινό, αδελφούς.
Ξέχωροι άνδρες, που αν αυτοί δεν λαλούσαν πρώτοι στο κάλεσμα των γλεντοκόπων ημερών, η γιορτινή φλόγα δεν θα συσήλιζε στο τζάκι, ούτε και ο Αποκριάτικος ήλιος θα ανέτελλε το πρωί καμαρωτός. Κόκκινα ζωνάρια φαρδιά και μακριά ακουμπούσαν στα γόνατά τους λυμένα. Η υψηλή ανδρική κορμοστασιά τους, παρίστανε τον χαραχτήρα της Αρχοντικής Βέροιας, της παλιάς της, γεμάτης αναθυμιάσεις, από ρεύματα και ρευστά, και συγκροτημένη σαν συσσωρευτής χρόνου, μέσα από την πορεία της Ιστορίας, χαρίζει στους απογόνους της την παρουσία της σαν σιωπηλό και διαχρονικό ενέχυρο, πολιτισμού.
Ένας κλόουν, μοναχός, γυαλιστερός με βιολετί αστείο φόρεμα, χοροπηδούσε στη μέση του δρόμου, μ’ ένα μονόχορδο, υποτίθεται βιολί και από πίσω του, γέλια βίαια ξεχύνονταν σαν κουβάδες νερό, με τον  παππού Σερεμέτα, ντυμένο αρκουδάρο, να κουνά απειλητικά την μαγκούρα του, σε παρέες μικρών παιδιών ή όμορφων δεσποινίδων, με τις χρωματιστές φούστες τους, και συρματωμένα μεσοφόρια, που ανάδευαν, στο αεράκι τις πτυχές τους και μια αρωματισμένη ζεστασιά άπλωνε το κύμα της. Ένας αδύναμος, αδιόρατος ερωτισμός διάχυσης, επέπλεε στο πλήθος, σαν στεφάνη των ημερών, που δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα σ’ όλη της, την λαμπερή πληρότητα, συμπύκνωση και συμπλήρωση, αλλά με την ανάκατη χρονικά θηλυκότητα, με τα μπερδεμένα χρόνια του μικρού παιδιού, της Λολίτας, και της κοπέλας-γυναίκας.

Καρναβάλι και πάλι…
Η άσφαλτος μπροστά στον κινηματογράφο «Σταρ» γυάλιζε από το φεγγαρίσιο φως κι ο Μωρίς Σεβαλιές με την όμορφη Μιστεγκέτ, χαμογελούσαν από τις τελαριασμένες σε προθήκες φωτογραφίες τους, ενώ τα καφενεία με ιδρωμένα τζάμια, άδειαζαν τους λιγοστούς θαμώνες τους, για να δεχθούν αργότερα στους ίδιους μαζί με άλλους, να γλεντούν στις μπάσες ή ψιλές νότες της μουσικής.
Το καμπανάκι, σαν πρωτοπόρο κλάξον, από το παϊτόνι του Μέρκου Γκανάρα, άνοιγε δρόμο μέσα από το χαρούμενο πλήθος, φορτωμένο νιάτα, με τον ίδιο να κρατά τα γκέμια των δύο όμορφων αλόγων με τους μακρύς λαιμούς. Ήσαν «τσίφτι» άλογα, δηλαδή άλογα που ήσαν μαθημένα να έχουν τον ίδιο κοινό τροχασμό, ώστε το αμαξάκι να έχει ευθεία πορεία στην κίνησή του.
Παρτάλας και Καράς τα ονόματα των αλόγων, με χάμουρα πέτσινα, ακριβά, στολισμένα με πολλά σουσούμια και γλυκόηχα κουδουνάκια, που ντιντίνιζαν, κάνοντας γιορταστικό το πέρασμά τους.
Μαγαζιά ολοφώτιστα, πλουμισμένα με πολύχρωμα μπαλόνια, δίμετρες πλεγμένες φυσαρμόνικα σερπαντίνες, ψεύτικα ασημένια γοβάκια κρεμαστά, μάσκες Ζορό, σκουφιά έγχρωμα χάρτινα, ροκάνες. Κι όλος αυτός ο γιορτινός διάκοσμος καλούσε τον κόσμο να μπει στις αίθουσες και να περάσει τη βραδιά του γλεντώντας ως το πρωί.
Σπουδαία τέτοια μαγαζιά και ιστορικά, για τους νέους της εποχής εκείνης ήτανε η «Αναγέννηση» και το «Σκρετ». Η πρώτη λειτουργούσε ως καφενείο-μπιλιάρδο, όλο τον χρόνο, εκτός της Αποκριάς. Τότε μάζευε στην αποθήκη το μπιλιάρδο και τις στέκες και ελευθέρωνε τον όλο χώρο της στήνοντας ένα μικρό πατάρι για τα μουσικά όργανα. Η ρούμπα, η σάμπα, το μάμπο, το μπούγκι-μπούγκι από νιόφερτους χορούς, όπως και η γλυκιά κομπαρσίτα με το βαλς χορεύονταν τον περισσότερο χρόνο της νύχτας.
Το «Σκρετ», άλλη περίπτωση αυτό. είχε μια όμορφη, μικρή αυλή, γεμάτη από ήλιο. Και γύρω της, θυμάμαι, ότι κρεμότανε γεράνια από γλάστρες. Χαμηλά στο παράθυρο ένα κλουβί με καναρίνι φιλοξενείτο στη φαρδιά ποδιά του παραθύρου και η αίθουσά του χαμηλή, είχε τους δικούς της πιστούς φίλους και θαμώνες. Και στις γιορτές τα κλαρίνα με τα χάλκινα ήσαν η αιτία του ξεφαντώματος. Ξεχείλιζαν απανωτά τα ποτήρια με κρασί, μουστακαλήδες Μικρασιάτες, Θρακιώτες, στεγνοί από την πολλή δουλειά, κόχευαν ο ένας τον άλλον με μισόκλειστα πονηρά μάτια και τα κατεβάζανε ξεροσφύρι, αμίλητοι, χωρίς μεζέ. Η γλώσσα τους μόνο σε κάθε ρουφιά και μετά, έσκαζε μέσα στο στόμα τους μ’ ένα κλατς…
Δεν μεθούσαν εύκολα, γιατί ο αγώνας της ζωής τους ήταν μεγαλύτερος και νικούσε το κρασί.
Καρναβάλι και πάλι… με την ευχή, του χρόνου πάλι Καρναβάλι.

Η Παναγία Περίβλεπτος


Στη μέση της οδού Μπιζανίου μια μεγάλη απλοχωριά αριστερά είναι το προαύλιο του ναού της Παναγίας Περιβλέπτου, που στήθηκε τον 14ο αιώνα. Τα παιδικά μου γιατάκια κλωθογύριζαν γύρω της, αλλά οι θύμισές μου την φέρνουν μισοερειπωμένη, μ’ ένα δυο μικρά φωσάκια, τα εξωτερικά κρεμαστά στην είσοδο καντήλια της, να δίνουν στον ίσκιο της μια ιδέα άθλου επιβίωσης.
Τωρινή άλλη εικόνα. Αναγέννησης αέρας φύσηξε. Περιποιημένη, αναστημένη, σου δίνει τη χαρά να σκεφθείς πια αρσενικά νερά την παλιπότησαν, ώστε οι τοίχοι, οι πέτρες, οι κόγχες της, ολόκληρο το κορμί της να παλιγεννηθεί, πάνω στον ίδιο σκιρτημό δημιουργίας, μαζί με την υψηλή ακακία που στέκει δεξιά της. Εάν είναι η ίδια ακακία ή κάποιο παράρριζο απόγονός της, δεν γνωρίζω. Θυμάμαι μια ακακία να είναι δένδρο της εσωτερικής αυλής των μικρών σπιτιών, που περίκλειαν την εκκλησία προ 70 ετών. το 1943-44 χειμώνας.
Ντυμένος καλά, πήγα ν’ ανάψω ένα κεράκι στη χάρη Της, σταλμένος από τη μητέρα μου. Κατά την είσοδό μου στο περιαύλη του ναού, μου επιτέθηκε ένας μικρόσωμος σκύλος και μου ξέσκισε την ωραία μου καμπαρτίνα. Στεναχωρήθηκα για ό,τι μου συνέβη, περισσότερο δε ότι έπρεπε να πείσω τη μητέρα μου, ότι δεν καβάλησα κάποιο φράχτη παίζοντας. Μια άλλη φορά, σε κάποιο από τα σπίτια που γυρόκρυβαν και μάντρωναν στον περίαυλο του ναού, μέσα σε μεγάλο βαρέλι, σε εποχή τρύγου, με χώσανε γυμνόποδα να σπάζω σταφύλια. Στα πόδια μου είχανε κολλήσει στέμφυλα και στην κορυφή των μηρών σχηματίστηκε μια κόκκινη γραμμή, μέσα και έξω από τα μεριά μου. Ήτανε η ροζ αψάδα και αφράδα του μούστου.
Εξυπηρετούσε τα χρόνια εκείνα το ναό, ο παπα-Αναστάσης, ο εφημέριος των Αγ. Αναργύρων. Συχνά έκανε εσπερινούς καλώντας με τον ήχο της καμπάνας τους γύρω ενορίτες. Βιαστικός έφθανε, στη στιγμή δρόμωνε από το σταυροδρόμι την απόσταση μέχρι την πόρτα του ναού, χαιρετούσε βουβά με χειραψίες και ο ίσκιος του αμέσως διάβαινε το κεφαλόσκαλο της πόρτας και χανόταν μέσα στο μελίχλωρο φως της εκκλησίας. Προτού ανοίξει την ωραία πύλη, με αφόρετο το πετραχήλι του, άρχιζε αμέσως την ακολουθία του εσπερινού βιαστικός. Οι ψαλμοί γρήγοροι, ταχείς, σαν τον ίδιο και εγώ με πεθυμιά άπλωνα τ’ αυτιά μου κι άκουγαν για δύο από αυτούς ιδιαίτερα που με εντυπωσίαζαν τότε. «Εποίησεν σελήνην εις καιρούς και ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού» πρώτος και «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται».
Μόλις άκουγα και «καπνίζονται», ο νους μου αναθυμότανε την αυλή του καφενείου Σιταρά, κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τον Τούρκο Χότζα με το σαρίκι στο κεφάλι του, να ρουφά τον λουλά του, με τα αναμμένα κάρβουνα και το τουμπεκί στην κορυφή του, Αφιον χαρμάνι Προυσαλίδικο, να καπνίζει φτιάχνοντας δαχτυλίδια στάχινα…
Η λέξις «έγνω» από τον πρώτο ψαλμό είναι δεύτερος αόριστος του οιδα, το έμαθα μετά αυτό. Η μυρόβλητη πνοή του ναού και το σφύριγμα του κερομύτη μαυροκότσιφα, στημένου στο γεροκλάδι της ακακίας, μινούσε την υποδοχή της νύχτας, και ότι έπρεπε να φύγουμε...
Σήμερα η Παναγιά η Περίβλεπτος, όπως προείπα, έχει αλλάξει. Η αναπαλαίωση πέτυχε. Νικήθηκε ο καιρός. Στην κορυφαία ώρα του μεσημεριού, ο ναός ηλιοψημένος, χωρίς ίσκιους, με τα κύματα φωτός του ήλιου πάνω του, δείχνει ότι κουνιέται, στέκεται ακίνητος κι αναπνέει.
 Σωστή η ανταπόκριση παλιού και νέου υλικού. Κάτω από χοντρά κρύσταλλα στο δάπεδο του Ναού, βλέπεις τα πρωτόπρωτα αγκωνάρια της θεμελίωσης, φωτισμένα με προβολείς. Συμπαγή και σε μακρά σειρά, στιβαρά σε απόρθητη μοναξιά εκατοντάδων χρόνων, στήριζαν τον ναό της Παναγίας. Νιώθεις ότι από άνω της πέρασε το πνεύμα και μέσα μένει έγκλειστος ο νους με την αυστηρότητα και ερημιά που απαιτεί. Οι τέσσερις εσωτερικές κολώνες στο κέντρο του ναού, χοντρές, κοντές αδρές, σφηνωμένες κάτω από την οροφή σε ξαφνιάζουν. Με τον όγκο τους, οι δύο πρώτες, δίνουν το νόημα κι ο ναός πήρε νόημα, το νόημά τους και με τον τρισάγιο στοχασμό, όλος αγιοσύνη, αλάφρωσε κι αγκάλιασε την ιερότητα του χώρου.
Μαυλιστικό κυνήγι με αβεβαιότητα σε όλα της η δημιουργία γενικά. Η κάθε ημέρα που ξημερώνει δίνει αγωνία στην ψυχή και στην καρδιά ταραχή, για το αθώρητο ακόμη αποτέλεσμά της. Πόσες φορές κιοτεύεις, κάνεις πίσω, φράζει το στόμα σου, αλλά πάλι μια φτερούγα φτεροκοπά πάνω σου, σηκώνει ταραχή θεώνεται ο στόχος, η σκοπιμότητα, το έργο. Τέτοιες ανησυχίες ζούσαν σχεδόν καθημερινά οι τρεις άνδρες που ανέλαβαν το έργο της αναπαλαίωσης του ναού της Παναγίας Περιβλέπτου. Οι δύο συνταξιούχοι δάσκαλοι, απόμαχοι από χρόνια και ο πατέρας Γεώργιος Χρυσοστόμου, Αρχιμανδρίτης και εφημέριος της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων. Οι δύο δάσκαλοι είναι ο Κωνσταντινίδης Παρμενίων και ο Παρχαρίδης Γεώργιος. Σκληροί αγωνιστές αποδείχτηκαν επί 10 περίπου χρόνια. Πήρανε ένα εκκλησάκι ερείπιο και με μεγάλες προσπάθειες κίνησαν Αρχαιολογία Υπουρ. Πολιτισμού, βρήκαν συντηρητές, αγιογράφους και ό,τι άλλο έπρεπε για τον σκοπό αυτό. Μεγάλη ήταν κι η συμβολή του κόσμου σε εράνους, όπως και της Ι. Μητροπόλεως η συμβολή. Κάλυψε άμεσες ανάγκες το πλήθος των πιστών. Τώρα στολίδι, περιμένει να το καμαρώσει όλος ο κόσμος της Βέροιας και να δει το αποτέλεσμα της πιο τέλειας προσπάθειας, όταν σμίγουν Θεός και άνθρωπος.
Επισκεφτείτε το, κάθε Παρασκευή τελείται Θεία Λειτουργία όπως και πολλά απογεύματα Εσπερινός. Για τους δύο άνδρες δάσκαλους, θα μπορούσα να τους πω άξιους που συνέχισαν το εκπαιδευτικό τους έργο και για την πόλη όλη. Είναι οι δύο, ικανοί, που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτήν, χωρίς να χρειασθείς να κρατάς απομεσήμερα το φανάρι, του Διογένη και να ψάχνεις. Και για τον έναν απ’ αυτούς, τον Κωνσταντινίδη Παρμενίωνα, θα ήθελαν πολλοί εκκλησιαζόμενοι να τον δουν και να ακούσουν, ακόμη μια φορά, να διευθύνει τη χορωδία, σε μουσική Θ. Σακελλαρίδη την Μ. Σαρακοστή. Ο ίδιος δε να κυματίζει, με μισόκλειστα μάτια, και  να κυβερνά αυτήν, στο Θεοτόκιον των Χαιρετισμών «Την ωραιότητα της Παρθενίας σου…».
Για τον παπά-Γιώργη, τον ιερέα της ενορίας μας, και το εννοώ αυτό, στη Θεοβάδιστη μοναξιά της ιεροσύνης του ακολουθώντας τα χνάρια του Χριστού, αναπνοή και χνώτο, μαζί με τα ιερατικά του καθήκοντα, η ανθρώπινη ενασχόληση να του δίνει χαρά για τη βεβαιότητα, ότι δεν θα αναμέριζε ποτέ καθισμένος στην ποδιά του Θεού. Και ο θεοκατοίκητος νους του, καλά βρήκε το θρονί του, να μένει πάντα εκεί, κάμνοντας σκληρή κατοχή στην καρδιά του. Να τη ραγίσει και να την σπάσει. Ραγισμένη και σπασμένη η καρδιά, δόξα σοι ο Θεός, είναι πιο ευαίσθητη στον καθημερινό άμετρο, ανθρώπινο πόνο.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗ


Τι ξέδομα νου και καρδιάς είναι, όταν μπορεί ο Βεροιώτης να περιδιαβαίνει σεργιανίζοντας την πόλη σε ώρες σχόλης, γιορτινές και ησυχίας, ν’ ακούει μαυλιστικές φωνές σιγανές, να του ομιλούν και να τον καλούν, να μη μένει αδιάφορος με ξορκισμένο το χνώτο του θανάτου, αλλά να διακρίνει την ανατριχίλα της ζωής, που διαπερνά όλα τα άψυχα της προϊόντα πολιτισμού, σε μια πορεία εκατοντάδων χρόνων ανανεούμενης ποικιλίας. Αυτό το εξακολουθιτικό πολιτιστικό της πορείας δημιουργικό γίγνεσθαι, επιμένουν να τονίζουν οι φωνές της παλιάς Βέροιας, γιατί ό,τι μένει από τους νεκρούς αθάνατο είναι η αγιοσύνη και οι φωνές τους.
Έτσι μέσα από παλιά χαλάσματα εκκλησιών, μεγάρων, σπιτιών και αρχοντικών, όπως το Μπικελάθκο στον Αγ. Δημήτριο και της Ρακτιβανούδας με τους μουσανδρακούς οντάδες, στον Αγ. Πατάπιο, δίνει πρόσωπο στο απρόσωπο και μέτρο στην αμετρία. Αλλά και στα τότε καθημερινά άσημα όπως και γνωστά και ονομαστά σε χώρους, αλάνες, μαχαλάδες, κτίσματα. Από πάνω τους ο αέρας μετατοπίζεται, πάντα φρέσκος αθάνατος. Τα προστατεύει μετατρέποντας όλα αυτά σε σύμβολα, χρονικά ασάλευτα, συνεχίζοντας την παράδοση και ετοιμάζοντας την μελούμενη πορεία στην τέχνη, ώστε να παρουσιάζει πάντα την πολιτιστική ιστορία της Βεροιώτικης ομορφιάς. Ανανεωμένη τώρα και φωτισμένη με το νέο φως της οικονομικής ακμής, αποφυσά διώχνοντας κάθε σκόνη προακμής και παρακμής.
Γιατί η αλήθεια μένει μόνο μία εδώ. Η φτώχεια και η ανέχεια δεν αφήνει πλάσμα πολιτισμού. Η ζωή, μικρή αστραπή, δεν χορταίνει να συντηρείται μόνο, θέλει  ν’ απλώνεται και να καταχτάει, κι όταν αυτή χορτάσει τις ανάγκες της, τότε αρχίζει να χαίρεται και να ζητά στο βλέμμα, τη μέθοδο του Θεού, το φως και την ανάπαψη στα τέλεια και όμορφα έργα.
Τα πάλευκα μάρμαρα εισόδων, με την όμορφη κατασκευή των ψηφιδωτών δαπέδων με τις πολυχρωμίες τους, προστατευμένες αυλές, μέσα σε τοίχους από κογχυλοφόρες πορόπετρες, αιώνιες, δηλώνουν τη νίκη του αέναου Βεροιώτη φειδία νου, πάνω στο χρόνο, χωρίς ποτέ οι παραστάσεις τους να ασχημονούν και να κορδακίζουν.
Αυτά είναι τα δικά μου, αλλά και άλλα πολλά, πολύ περισσότερα, γράφει γλυκά και όμορφα, στο θαυμάσιο νέο βιβλίο του «79 άρθρα, 4 διηγήματα και σχόλια» ο φίλος μου Θ. Πολυχρονιάδης, ο γιατρός μου.
(Μόνο μία φορά με αγκρίφωσαν σαν άρρωστο τα χέρια του. Ευτυχώς…)
Ώρες πολλές το διαβάζω, το μελετώ, και πουθενά δεν βρήκα την αιτία να το σηκοχτυπήσω κάτω. Μεγάλος θαυμασμός για τον κόπο του!! Μα τι κόπος και χρόνος δημιουργικός είναι αυτός!! Τι δυνάμεις ορατές και τρικυμισμένες κρύβουν ειδικά οι τελευταίες σελίδες, τα 3 διηγήματά του. Ολοφάνερη στο ένα από αυτά η μοναξιά του ανθρώπου, του μοναχικού ανθρώπου. Η τρυφερότητα και η θλίψη του, αυτά τα δύο μαζί, είναι οι χουγιαχτάδες που ξετρυπώνουν την ευτυχία του και τ ην στήνουν χλωμή, ώσπου να αρχίσει το αίμα να ζεσταίνει τα πόδια, ν’ ανεβεί και να φθάσει στα αντικνήμια, στα μεριά, στη νεφραριά…
Και εκείνο το «πάλι ταξιδεύεις;». Φοβερό επιδόρπιο του λόγου, σκέτη κραυγή. Με βύθισε σε ανοιχτές θάλασσες νοητικές και άκριες ξέρες στο ουρανοθάλασσο. Που πρέπει να αράξω; Στα βαθιά νερά του ή στα όμορφα ακρογιάλια με τον γλυκό φλοίσβο της αφηγηματικότητας;
Σπουδαία η παρουσίαση των πολιτιστικών στο βιβλίο του. Πρόσωπα, γέννημα θρέμμα Βεροίας, όπως καλλιτέχνες άξιοι των Εικαστικών, του Θεάτρου, της Σκηνοθεσίας, φιλόλογοι και Επιστήμων Πυρηνικής Φυσικής, όλοι συνυπάρχουν μέσα στο βιβλίο του Θ. Πολυχρονιάδη, διατηρώντας κλιμακωτούς όλους τους αναβαθμούς της ζωής στα πρόσωπά τους, με την ανθρώπινη νόηση να κυριαρχεί σαν τρόπαιο αθάνατο. Ποτέ σελίδες βιβλίων δεν πρόκειται να αναρτηθούν σε Μουσειακούς τοίχους ως άψυχα εκθέματα, αλλά σαν εξευγενισμένο ανθρώπινο προϊόν, ζεστό απαλό θα κοσμεί βιβλιοθήκες με την ύλη του, όπως  υποστηρίζει και κηρύττει ο Γιώργος Χιονίδης, ο άγιος, βράχος της πόλης μας.
Απ’ όλους αυτούς, πρόσωπα πολιτιστικά ξεχωρίζω δύο. Είναι αυτά, που σαν επιστήμη αγγίζουν την ψυχή μου τέλεια. Ο πρώτος ο Θωμάς Γαβριηλίδης, ο φιλόλογος. Τον παρομοιάζω σαν μεγάλο κομμάτι από μονοκόμματο γρανίτη που στη βάση του έχει πηγή για τον διψασμένο, που πίνει αλλά δεν ξεδιψά, γιατί περιμένει κι άλλο ασώπαστο γάργαρο νερό.
Βλέπω αυτόν τον δημιουργό του λόγου να παλεύει με μια ουσία σκληρή, ισάξιά του, τον αρχαίο λόγο. Σ’ αυτόν στοχεύει το φως του και διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας, φανερώνοντας λέξεις, σαν άγριες φοράδες, που τόσο δύσκολα δαμάζονται, σε σειρές και στίχους. Το καταφέρνει, είναι ο νικητής, αλλά βγαίνει νικημένος, επειδή πάντα αυτό που άξιζε να ειπωθεί μένει ανείπωτο, επειδή είναι ακόμη άγνωστο και καλά κρυμμένο στις πισσωμένες χιλιετίες της αδιαπέραστης σιωπής. Ο αρχαίος λόγος εκτός από στοχασμός και τέχνη είναι και ανήφορος με βεβαιότητα ή αβεβαιότητα, ένας λόγος άμετρος σε απόσταση, σαν αρχαία Ελλάδα.
Η δεύτερη η Παναγιώτα Φωκά, πυρηνικός φυσικός, ερευνήτρια σα εργαστήρια του Ευρωπαϊκού CERN, κόρη αγαπητών φίλων συμπολιτών. Πόσο υψηλά πρέπει να ανεβεί το φίδι στο δέντρο της γνώσης, ώστε να μπορέσει να αποβάλει τα σύνδρομα της ανθρώπινης ζωής και τα μέχρι τώρα κοινά και παραδεχτά μαθηματικά στέρεα του χρόνου και της ύλης του μακρόκοσμου και να δεχτεί με ονειροπόλημα και μουσική Hirten gesang του Μπετόβεν τον μικρόκοσμο των Κβάντα; Τόσο υψηλά φαίνεται ότι στέκεται η νόησης της Παναγιώτας Φωκά και μέσα σε περιφορές-περιστροφές, ελλειπτικές τροχιές, ορμές, στροφές και ιδιοστροφορμές υποατομικών σωματιδίων να ξεχωρίζει και να ομιλεί και να κατευθύνει τα γκραβιτόνια τα γλονόνια και γλουόνια κουάρκ, τα μεσόνια και τα πιόνια, τα κβάντα του Πλανκ. Δηλαδή, τη κβαντομηχανική θεωρία. Το αίμα της σίγουρα θα κυλά σε θερμοκρασίες υψηλής κλίμακας Κέλβιν, αλλιώς πώς θα άντεχε τα παράξενα στον χωρόχρονο, να επιτρέπει την τσαπατσουλιά της εντροπίας να μεγαλώνει σταθερά και το νοικοκυριό της νεγκεντροπίας να μικραίνει σταθερά. Σήμερα στα εργαστήρια του CERN οι ερευνητές μαζί με την Βεροιωτοπούλα θέλουν να αποδείξουν την ύπαρξη του μποζονίου Χιγκς, χάρις στο οποίο πήραν μάζα και υπόλοιπα υποατομικά σωματίδια μετά το URKNALL. Είναι το μποζόνιο το σωματίδιο του Θεού, αυτό το υψηλό κουάρκ (TOP Quark). Ίσως ο νέος γραμμικός επιταχυντής αδρονίων των 50 χλμ. ευκολύνει τους ερευνητές του CERN περισσότερο. Το δε πείραμα με τον ερευνητικό σταθμό ALICE είναι ειδικά σχεδιασμένο για να διευθύνει τη βαθύτερη δομή και οργάνωση του εξωτικού πλάσματος κουαρκ-γλοιονίων.
Θόδωρε φίλε μου. Γέμισες την καρδιά μου. Να είσαι καλά.

1. Hirten gesang= ποιμενικό τραγούδι απο την Pastorale του Μπετόβεν
2. URKNALL= Το big bang γερμανικά