Η πέμπτη φορά


Τελειώνοντας η εβδομάδα θ’ ανταμώσουμε. Είναι η πέμπτη φορά στα πενήντα πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από το ιστορικό γυμνάσιο της πόλης μας. Να και ο Καβάφης. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασε η ώρα!! Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!!»
Προηγήθηκαν οι τέσσερις συναντήσεις μας πετυχημένες όλες. Η μια ανανέωνε με το τέλος της την επόμενη συντροφιά μας. Σ’ αυτές πάντα μιλούσαμε κι απαντούσαμε, βγάζαμε φωνές κι αποκρινόμασταν. Το Σάββατο 9 του μήνα με την ίδια λαχτάρα θα κοιταχτούμε πάλι και θα καμαρώνουμε όλοι τις χαρές πούχομε γευτεί αλλά και θα νιώσουμε πίκρα αβάσταχτη για τις δυσκολίες που μας σύντηχαν και ξεπεράστηκαν, όντας νυχτοπεταλούδες ακόμη φροντίζαμε να μην καούμε από το φως. Το μάτι απ’ όλους-όλες θα περιμένει από κάποια γωνιά-άκρη του παλιού σχολείου μας, ανυπόμονα να σταυρώσει το βλέμμα, με μια καρδιά συμμαθητού-τρίας, που έζησε θερμή κι αξόδευτη, σε κάποιο παραγώνι γης, μέσα στη Βέροια ή μακριά της, αλλού.
Θα μας λείψουν οι δέκα επτά. Τα πρόσωπά τους θύμισες χλωμές. Ίσκιοι αδειανοί, τα σώματά τους θα αιωρούνται με ανάρια σαλέματα στις διπλανές μας θέσεις άλαλα κι όλα όσα θα μπορούσαμε να πούμε θα μείνουν ανείπωτα. Το όραμα θα μείνει χωρίς κουβέντες. Απόσιγο μοτίβο σκοπού με πικρές λέξεις, σε γαληνό φραγμένο περιαύλη.
Μάτια σβησμένα, φευγάτα δειλινά στην αγωνία μας σας πήρε ο χάρος
κι ορφάνεψε τάξις.
Εμείς οι λοιποί θα βρούμε τον καιρό να βρεθούμε μαζί κι αυτό έχει σημασία, στο στολίδι και στην ομορφιά της πόλις μας στην Ελιά. Εκεί με μακρόσυρτες ματιές, σα νάταν η πρώτη φορά, θα την χαιρετίσουμε και με τις ίδιες ματιές κατόπιν, σαν νάταν η τελευταία θα την αποχαιρετίσουμε. Πράγμα που εγώ σχεδόν καθημερινά κάμω.
Σε κάποια πρωινή αντιφεγγιά βλέποντάς τη μπροστά μας, από τον ομώνυμο κάθετο δρόμο να λάμπει, πάνω της θα έχουμε την ανάγνωση του ωραίου, με το φιλί της χαραυγής στην παρυφή του χιτώνα της. Καβαλά με χάρη την αχτίνα του τελευταίου άστρου και τη σπιθίζει στο άπειρο. Μετά λυγά και ισορροπεί στο κενό χορεύοντας, μέσα σε στιβάδες φωτονίων, όπου βελούδινα γυναικεία χέρια, από Βεροιώτικες ομορφιές ακραγγίζονται, σε οντάδες με συγκαθιστούς χορούς, φωτερά σείσματα, σε αρχοντικά κυκλικά βήματα.
Και από το μοναδικό μπαλκόνι της με ανοιχτά χέρια να δέχεται όλες τις εποχές του χρόνου και από τα έγκατα της Άνοιξης πνοές, να προσδοκά δε, τις ομορφιές του Θεού, στο νέο καταστόλιστο χώμα του κάμπου της. Πάνω δε στις εξοχές και στα καρπερά μαστάρια της, και σε κείνα τα πισινά της σφυρά, όπου οι υπώρειες του Βερμίου, κρυφοτρέμουν πάνω και κάτω από τις αχτίνες του αμίλητου φεγγαριού. Τα δρολάπια από τα πρωινά δροσάνεμα του ποταμού της, να την καλούν και να την ψηλαφούν από τα μεσάνυχτα ως τη χαραυγή με τη βία της σιγής και της φήμης της.
Η Ελιά!! Να η Ελιά!! Είμαι στην Ελιά!! Να βρεθούμε στην Ελιά!! Περίπατο στην Ελιά!! Ελιά αγάπη μου είσαι μια διχαλωτή αστραπή, που τσακίζεις τα μάτια των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων σε δεκάδες καθρέφτινα κομμάτια θαυμασμού.
Μοναδική η παρουσία σου, μπορεί να αποκρυπτογραφεί τον παλιό χρόνο, τον πυρώνι, λύνεσαι όλη και τον επαναλαμβάνεις και τον επαναφέρεις σιωπηλά, ώστε να αντέχει και να συνέχει το νέο με το ρετρό σε κάθε μεταμόρφωσή σου, που συντελείται με την επέμβαση της Δημοτικής Αρχής, όπως πρόσφατα.
Ολοζωής περιλιθώνεις την πεθυμιά που σ’ ακολουθεί, για ποιοτική ανάνηψη, με τη λάβα των πετρωμάτων της ομορφιάς σου, και κάθε άστοχη επέμβαση, ξαστοχισμένη, σκεπάζεται κατόπιν, από το μανδύα σου και οι ζωγραφιές σου κυριαρχούν πάλι από αιτίες ορατές. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια, τα γιγάντια πλατάνια και η χλόη, λουσμένα με γέλιο φωτερό, έχουν σκοπό αντάμικο και θάμασμα του ωραίου. Κι όταν η ημέρα δειλιάζει και γέρνουν τα απόσκια στα ντουρσέκια της μάνας-πόλις, τότε αρχίζουν τα λιτρίδια του ήλιου να σκορπούν μεταλαμπές. Και είναι αυτά τα όσα λύτρα απαιτεί με συγκατάβαση η πολιούχος της Αρχοντιάς, η γλυκιά Βέροια για στόλισμά της.
Με τη συνάντησή μας αυτή είναι ευκαιρία να θυμηθούμε και τα σπίτια που μεγαλώσαμε, τα παλιά Βεροιώτικα θεόρατα ξύλινα αρχοντικά, που στο εσωτερικό τους, νοικοκυρεμένα ζεστά με φροντίδα, από τις ίδιες τις μάνες των συμμαθητών-τριών μας, φιλόξενα, με τα δωμάτια και τα τζαμακάνια να φορούν στα πατώματα όμορφους κετσέδες και ακριβά χαλιά και τα μιντέρια στρωμένα και στερεωμένα κάτω από τα παράθυρα μόνιμα, με υφαντά στρωσίδια, με «μπιμπίλις» γαρνίρισμα και χερόπλεχτες ταντέλες που αποσώνονταν σε μετρημένες θηλιές κάτω κάτω.
Μικρά χοντροθηλιάς πατάκια ή στενές κουρελούδες πολύχρωμες μπροστά στις πόρτες, με σκέρτσο υφαντό, τέσσερα κόκκινα και στη μέση ένα μαύρο, τέσσερα μπλε κι ένα μαύρο και πάλι κόκκινα με πράσινο. Όλα σε υφάδι. Φτηνά σειρητένια κουρελάκια, που στο τέλος τους με διπλή σταυροβελονιά από κίτρινο νήμα, χοντρό, τ’άδενε κόμπο σφιχτά και τ’άκανε για χρόνους ανθεκτικά με ψυχή.
Ώστε μια αιωρούμενη σαν μπιρτές απήχηση τρυφερή, περίχυτη ησυχία με φιλάρισκη συγκατάβαση, ακουμπούσε στα λιγκέρια, στα μσούργια και στα ντιντυμάρκα σαμντάκια των οντάδων. Χάιδευε και τα έπιπλά τους, τα σιντούκια, τα τραπέζια, τα τικλίζια, κι έμενε εκεί πάνω τους, μάγουλο με μάγουλο, σαν άχνη τάξης και πάστρας.
Στις μακρές, αργές νύχτες του χειμώνα, στα νυχτέρια τους, μπαίνανε και μυθοπλασίες του νου, μακρόσυρτες κι ατελείωτες σαν τον Κατιρμπουϊζ και την Χναρουβουσκού της Βούλας Χατζίκου.
Αλλ’ όμως οι πολυλογίτικες «μπιμπίλις» με τα μπρισίμια στα μετάξια τους, δένουν καλά, γίνονται προσεγμένες, με βυζαχτές ματιές στη βελόνα, ώσπου το ασημένιο ράμμα να δένει τον κόμπο σφιχτά.
Μ’ αυτά και άλλα στις παλιοκαιρίτικες νύχτες, δίνανε άλλη γεύση στη ζωή τους, γίνονταν δυνατοί και δυνατά τ’ απίθανα, μέχρι που κλέβανε από το φεγγάρι το έρημο και μοναχό το κρύο φως του, και με το έτσι θέλω της ιστορίας το συμπύκνωναν κομματιαστά, το στρατολογούσαν και σε χεραγκαλιές δεμάτια, συνέπαιρναν τις αχτίνες του, διαλέγανε μία, τα δένανε μ’ αυτήν σταυρόκομπο στην κορφή τους, και τα μικρά Βεροιώτικα χεράκια, τις κάνανε φουκάλια, που όταν φουκαλνούσαν τα χαγιάτια μ’ αυτές, αφήνανε τα σημάδια τους, φωτεινές γραμμές. Τυχαία σαρώματα λαξεμένα ανάγλυφα στα σανίδια.
Και σαν έσκαγε μύτη, το φως του πρωινού, που «ζύουνιν η χαραή» το φεγγάρι βαριότανε, χασμουριότανε κι άνυφτο αγκάλιαζε, μάζευε θημωνιές τα φουκάλια, σωρούς τα φουκαλίδια, ψήλωνε κι ακουμπούσε τ’ άστρα. Μαζί του, κι όλα τα  ξωτικά κι απόμακρα νυχτιάτικα αερικά, αλάργαιναν. Γίνονταν γραμμικά σχήματα παχιά σαν φίδια, σε ερωτικές σμίξεις. Ο αέρας τ’ άσερνε μαβιές σκιές, τα φρεσκάριζε κι άσπρα συννεφάκια πάνω από την πόλη τ’ αργοσάλευε σπρώχνοντάς τα, ως του βοριά το παραθύρι, περίπατο στο περιβόλι των ανέμων. Έτσι με το μουντό χάραμα που ξεκινούσε τέλειωνε και το βεροιώτικο παραμύθι της νύχτας. Ο αέρας ο γεμάτος φωνές και πνεύματα τυλιγότανε στα χνουδωτά και γαλάζια μουχρώματα του πολύ πρωινού. Στα τζαμακάνια το «ζούρζμα» χανόταν, οι καρδιές ηρεμούσαν, βρίσκαν τον χτύπο τους κι όλος ο οντάς μαζί με τη βασιλοπούλα «χίρσιν να γιλάει» και στο παλάτι «χίρσαν να γιλούν» και στη πολιτεία «χίρσαν να γιλούν» και στο βασίλειο «χίρσαν να γιλούν» κι η Βούλα Χατζίκου σιωπηλή κι ασάλευτη στο κάδρο της υψηλά, θωρεί την όμορφη και γλυκιά πολιτεία, με το «τζιαντέ» μπρος στο κατώφλι του σπιτιού της ν’ απλώνει μέχρι το Μαρίφ και να «γιλάει κι αυτός».
Η Βούλα Χατζίκου γροικώντας τις κρυφές φωνές μέσα της, έσμιγε βγάζοντας την καταπαχτή από τους προγόνους της και μοχτούσε να βάλει το πρόσωπο της ψυχής της στην αφήγηση. Με τις «Βεροιώτικες ιστορίες» της «τόκιζε παράν, σαν την Μανιά της, όταν κάργαρε το πανί, βίγλιζε τους ορίζοντες, χούγιαζε σαν κουρσάρος και σαλπάροντας, έκανε ρεσάλτο, πίσω στο παρελθόν, κι αυτό που έμενε από το κούρσεμα, στάλαζε και γινότανε πρώτα φλόγα και μετά φως της εφήμερης αλήθειας, για ένα παραμύθι αληθινότερο από την αλήθεια.
Ο χρόνος ο τυλιγμένος στη ρόκα της μνήμης της, με τους παμπάλαιους προγόνους και τη λιόντισσα Μανιά της, με την ακατάλυτη δίψα για ζωή, έζησε 115 χρόνους, δεν είχε αφανίσει την απλότητα του κόσμου της και δεν την είχε εξοστρακίσει από τις φωσφορίζουσες εικόνες της ζωής της. Έμενε πάντα εκεί με τις ωραίες αρχοντοπούλες, να κεντούν και να υφαίνουν, στην όμορφη γλυκιά Πολιτεία, της δικής κατάδικής της Πολιτείας.

1) Κιτσές= άχνουδο χαλί
2) Λυγνέρια= πιάτα μεταλλικά
3) Σαμντάκια= κηροπήγια
4) Τικλίζι= καναπές
5) Μπιρτές= κουρτίνα
6) Μσούργια= σουπιέρες μεταλλικές
7) Μπιμπίλις= στριφτό κέντημα
8) Ντιντυμάρκα= δίδυμα
9) Τζαντές= δρόμος
10) Λιτρίδια= μικρά ασημένια νομίσματα της Σικελίας

                                                  Δημοσιεύθηκε στην ‘’ Βέροια ‘’ της 6ης Ιουνίου 2012