Ένας από τους εκατόν ένα

Πακέτο περιποιημένο, φροντισμένο, τυλιγμένο σ’ ένα μεγάλο κομμάτι στρατσόχαρτο, δεμένο με νήμα σπάγκου, ανθεκτικό χαρτί της εποχής εκείνης, έφθασε ο «μποχτσάς» δέμα ρούχων στο σπίτι του εκτελεσθέντος από τα στρατεύματα κατοχής, των γερμανών.

Μερικά εσώρουχα, δύο πουκάμισα πολυφορεμένα, τριμμένα, ένα επιπλέον σακάκι, διπλωμένο προσεκτικά και δύο παντελόνια με χοντρή τσάκιση. Ακόμη τρία μαντήλια και δύο προσόψια, κι ένα ζευγάρι ξεπατωμένες αρβύλες. Ότι χρειώδη για μια προσωρινή, όπως του είπαν, όταν τον συνέλαβαν, κράτηση στο στρατόπεδο Π. Μελά στη Θεσσαλονίκη, την άνοιξη του 1944.

Της εσωτερικής, του σακακιού τσέπης, μια παραμάνα ασφάλιζε επιπλέον το κούμπωμά της, κι ένα γράμμα, δισέλιδο, σε φύλλο καρτ-ριγέ γραμμένο, με μελάνης ξυλομόλυβο, απευθυνότανε στον μεγάλο του γιο.

Οργανωμένος στην αντίσταση του Νομού μας, έξω από πολιτικές και φράξιες, έκανε σκοπό του το ανώτατο χρέος, το πάλεμα στον αγώνα. Τον δύσκολο αυτόν ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του στρατευμένου άντρα. Και με κόκκινη μελάνη, το αίμα του, τσεκάρισε το αποτέλεσμα. Οι πεθαμένοι να μην πεθάνουν.

Φυγάδευσε Άγγλους στρατιώτες, που κρυβότανε στο χωριό Μπρανιάτα. Ήσανε δύο, που αποκοπήκανε και μείνανε κρυμμένοι, στις πυκνούρες του χωριού, εναλλάσσοντες τη διαμονή τους, πότε στο «Ανάτερε» πότε στον αλευρόμυλο «Χαμελέτε» και πότε στα αναβρυκά νερά της πυκνής «Μαρίτσας».

Έτρεχε, στύλωνε τον κόσμο, τους χωρικούς του κάμπου, με λόγια γεμάτα ανθρώπινο ενδιαφέρον, με πίστη για το μέλλον, για τον άνθρωπο. Καμπάνιζε, η αληθινή λευτεριά είναι κοντά, δεν είναι χίμαιρα όταν υπάρχει λεβεντιά, πίστη και γόνιμη πράξη σήμερα.

Ο σκοπός μας, η ουσία του αγώνα μας, δεν έχει όρια τέλους. Μόλις φθάνουμε ή κερδίζουμε κάτι, το μετατοπίζουμε για πιο πέρα, μαζί με κάτι άλλο, πιο πάνω, ώστε ο ανήφορος να μην σταματά ποτέ. Έτσι η ζωή μας αποχτάει θέληση κυριαρχική, σκοπό στρατηγικό, ενότητα.

Πίστευε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο Πατρίδα-Ιδέα. Είναι σκέψη, ελπίδα και τιμή μαζί, μια φλόγα. Είναι κογχύλια στην άμμο και λιθοβράχια στα χώματα. Πολλά τα πρόσωπά της, στην καθημερινότητα του αγρότη, όπως σιτάρι, καλαμπόκι, γυναίκα παιδιά, βλαστάρι από βεργόκλημα, ρίζα από κυδώνι, τσιπόροδο στο γκιλιβί. Είναι ακόμη το ουρανοδόξαρο του πλυμένου ουρανού, όπως το ένα πρόσωπο του Θεού το κατάχρυσο, κι ο ουρανός ο θειαφισμένος της αντάρας, το άλλο πρόσωπο του Θεού, γεμάτο σεκλέτια. Αντέξτε το τωρινό κακό, κοντά είναι ο λυτρωμός…

Τυχερός υπήρξα. Διάβασα το γράμμα του. Απλωμένα στο χαρτί τα είκοσι τέσσερα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτα, σχηματίζανε λόγια, στεριώνανε ρωτήματα, είχανε απαντήσεις. Η έγνοια του πατέρα, αναμέριζε, τον προσεχή αφανισμό του, και οι συμβουλές προς τα παιδιά του, σεργιανούσαν στην πραγματική όψη της αλήθειας, μέσα από τη μάσκα της ζωής. Να προσέχουν, να εργάζονται στη γη τους, να χαίρονται και να θ ερίζουν, στην ώρα της το κατάκαρπο χώμα της.

Από αυτήν την επιστολή-γράμμα, ξεχώρισα ορισμένα. Τα άλλα τα περισσότερα προς την οικογένεια, είναι δικά του και δικά τους. - Αντιγράφω.


Εν στρατοπέδω Παύλου Μελά
Θεσσαλονίκης
Δευτέρα 5-6-1944

Αγαπημένο μου παιδί Γιάννη.

Τώρα που παύω να σε κηδεμονεύω, σαν φυσικός πατέρας, και του λοιπόν θα σε κηδεμονεύει η καλή σου μαμά, έχω να σου προτείνω τα κάτωθι, που θα είναι τρόπον τινά και η διαθήκη μου………
Το αύριο θάναι αξημέρωτο για μένα………
Ό,τι βλέπεις από μακριά να λάμπει σαν χρυσός, πλησίασέ το, ψηλάφισέ το, μήπως είναι στιλβωμένος μπρούντζος ή χαλκός………
Ελπίζω στην α ιώνια νύχτα μου, οι μορφές σας να φωσφορίζουν στα μάτια της ψυχής μου……
Γιάννη έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Θα τα πας πολύ καλά. Θέλω όμως αυτά που θα δημιουργείς, να τα μοιράζεσαι με τα αδέλφια σου……
Θέλω αυτό που δημιούργησα στη μικρή κοινωνία του χωριού μας, να το διατηρήσετε, ώστε όταν σας βλέπουν να περνάτε, να θυμούνται ότι είστε παιδιά του Κώστα Πλωμαρίτη.

Σας φιλώ, ο πατέρας σας
Κώστας Πλωμαρίτης

Όταν τελείωσε την επιστολή του, ήταν απόγευμα Δευτέρας 5-6-1944. Είχε μία δωδεκάδα ώρες στη διάθεσή του, για να προλάβει να σκεφθεί τα όσα ήθελε να αναπολήσει. Η αυγή τη 6-6-1944 θα τον εύρισκε ντουφεκισμένο, νεκρό, ένα παραμορφωμένο ακόμη, πτώμα δίπλα στους άλλους εκατό. Μαζί του θα γράφανε τον αριθμό, εκατό ένα. Εύκολος αριθμός, εκατόν ένα, σχηματίζεται και μένει ακόπιαστα στο νου. Περιττός στην μαθηματική έννοια, κι είχε από μαθητής αδυναμία στις περιττές μονάδες… Κοίτα που του βγήκε…

Γρηγόρεψε, ήταν έτοιμος να βγάλει τα περιστατικά και τα γεγονότα της ζωής του να τα κάνει θέαμα και θεατής ο ίδιος, σάρκα από τη σάρκα του, να τα αναθιβήσει, να τα χαρεί, να τα κανακέψει και να τα τυλίξει με την κόκκινη κορδέλα, που κρέμασαν άλλοι από τα λαιμά του, να τα πάρει μαζί του… παρηγοριά του…

Όλα αυτά, στις μέρες της απομόνωσής του, ξετύλιγαν το κουβάρι, τον μύθο της περασμένης ζωής του, όλο το ουρανοθάλασσο των αναμνήσεων, που βυζαχτές, αρπαχτές σέρνονταν πλοκάμια χταποδιού και τόπωναν νου και καρδιά. Κάργαραν το πανί τους, φουλαριστά ταξίδευαν, θολές οι παλιές, οι άλλες οι πρόσφατες στητές και ορθά ξεκάθαρες, καβάλα η μία πάνω στην άλλη. Σπρώχνουν, βιάζονται ατέλειωτος συρμός μια ζωής, χώρα γεμάτοι ίσκιους, αγαπημένους άσαρκους ίσκιους, αλλά και αδρές μορφές απαρηγόρητες και σιλουέτες παρήγορες, που ζητούσαν την ανασύνταξή τους, από το νου.

Ζητούσαν το ξημέρωμά τους, την πρόσκαιρη παρουσία τους, σε μια επιζητούμενη γοργή ανάφλεξή τους, σαν μια νοητική αστραπή…

Τα οικήματα του στρατοπέδου, με κοντές σιδεριές από κάγκελα στα παράθυρα, άφηναν κομμάτια του ουρανού, στο μάκρος του ορίζοντα να είναι ορατά, όπως τώρα που το φεγγάρι μισοφάνηκε, γυάλισε τρυφερό, αδύναμο, άτολμο, κι ο ουρανός μερωμένος έγινε γλυκός… Τ’ αστέρια ασημόπαιξαν, φλογομάτισαν  για να λαγαρίσουν την απόσταση. Μετά τους έγινε συνήθεια, κι ως το πρωί τ’ ανοιγόκλειαν, σαν μπερμπάντες του ουρανού…

Κουράστηκε, γύρισε στ’ άλλο πλευρό. Τώρα έβλεπε με τόνα μάτι, τον ουρανό. Συλλογίστηκε εκεί ψηλά θάμουν αιώνια απόλυτα λεύτερος. Μα γιατί. Δεν θα ’θελα νάμουν τόσο λεύτερος, γιατί η απόλυτη λευτεριά, είναι πλάνη, είναι παγίδα για την λευτεριά. Σταματά την προσπάθεια για την απόχτησή της, κι οι αγώνες γι’ αυτήν αλαργαίνουν. Πράγμα αφύσικο για την κατάκτησή της. Οι αγώνες για τη λευτεριά, όπως τούτοι εδώ, είναι άγριοι, μυρίζουν αίμα και φέρνουν πόνο και θανατικό.

Χρόνια κουβαλούσε πάνω του ερωτήματα και ζητούσε απαντήσεις. Βαρέθηκε να παλεύει με ίσκιους, να ισκιομαχεί με άλυτους κόμπους, θεωρίες, ενώ η λύση τους, παραδεχτή τώρα, που γκρέμισε ο μεσότοιχος, και μέλωσε η καρδιά του στον αγώνα, ήταν ότι όλα ξεκινούν από το άτομο. Θέσεις, ιδέες, αγάπη, μίσος, πάθος, μοίρα. Αυτή είναι η πορεία που σημαδεύει τον άνθρωπο ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι σταθμοί της ζωής, είναι περιπλανήσεις βίου και νου, που κάποτε κάπου σμίγουν, εναρμονίζονται στην οροφή της ζωής, στην οροφή του χρέους, φτάνουν στο Θεό και ξέπνοες από τον αγώνα της πορείας στον ανήφορό της, κερδίζουν την ελπίδα.

Προσωρινή βέβαια κι αυτή. Είναι τόσο μικρή ή τόσο μεγάλη, όσο η ζωή μας, απλοϊκή, αμέριμνη, χαμογελαστή, με αναλαμπές ή όχι, με ονείρατα για πράξεις που δεν γίνονται, για δόγμα ζωής που δεν έρχεται. Γλύκα ονείρου, είναι το κυματιστό αέρινο προσωπείο της ελπίδας, που με μπροστάρη οδηγό την ίδια πολλές φορές, μας φθάνει στα όρια του χωρίς ελπίδα.

Εκεί η ελπίδα παύει, κι ο αστερισμός του μελλούμενου, είναι νέος αγώνας, μια άλλη αγωνία, που μετατοπίζει και παραχωρεί τη θέση της, στην οριστική λύτρωση, στην εξαφάνιση, στο ωσάν να μην υπήρξες ποτέ.

Απόκαμε. Τα βλέφαρα βαριά λυγούσανε. Πόσες ώρες μείνανε ακόμη;

Έλιωσε για μια στιγμή και μαντέμι χυτό, γλίστρησε σε ζάλη γλυκιά ειρηνεμένη, μέσα σε πρωινή πάχνη…

Στημένοι σε γραμμή. Παραγωγής γραμμή θα την έλεγαν αγρότες-εργάτες. Αραδαριά, ο ένας δίπλα στον άλλο. έβλεπε την ανατολή, που αχνά αντιφέγγιζε. Ξεπέρασε τη στιγμή του θανάτου, ο νους του ανέβηκε, συγκλίζει το μυαλό του, μπήκε στην αιώνια ρόδα του κόσμου και πλησίαζε την αληθινή λύτρωση, έμπαινε στη μία και μοναδική γραμμή της αρμονίας. Στην αρχή και στο τέλος. Ταχύ τέλος, μα άκαιρο για τον ίδιο, σκέφτηκε, γιατί δεν πρόλαβε να θερίσει και να χαρεί τους καρπούς του μόχτου του, τα τρία αγόρια του.

Να μυρίσει στον καιρό τους, βασιλικούς και μαντζουράνα στα κατώφλια των σπιτιών τους, και γιασεμί με κορφόγαλα μικρομάνας, τις νύφες του, όταν θα πότιζαν μ’ ανοιχτές αυλόπορτες μαυλιστικούς ανοιξιάτικους πανσέδες, και θα σκούπιζαν μυρτιάς φύλλα και δαφνόφυλλα. Κι όλος ο αέρας δροσερός, ανοιξιάτικος θα μύριζε φρεσκολουσμένα μωρά, δάφνη κι ανάσταση.

Το γράμμα για τους δικούς του ήταν ασφαλισμένο μέσα στον σφιχτοδεμένο «μποχτσά» με τα ρούχα του. Θα τον βρίσκανε η γυναίκα του και οι γιοι του. Ήταν η πνευματική του διαθήκη συν τοις άλλοις…

«Ό,τι λάμπει στη ζωή δεν είναι χρυσός». Αυτό πρέπει να μάθουν τα αγόρια του, είναι ο κανόνας των τίμιων αγωνιστών. «Ό,τι λάμπει…» εκεί σταμάτησε. Δεν του έμεινε, έλειπε πια ο χρόνος, να επαναλαμβάνει ολόκληρη τη φράση. «Ό,τι λάμπει…».

Στα Καϊλάρια τα βουνά, ήσαν πανύψηλα. Οι πλαγιές τους με τα κοντοπούρναρα γεμάτα βουνίσιες πέρδικες, και στο διπλανό Μπούρινο βουνό, το ορθόκορμο Μουρίκι, φωσφόριζε στο μεσόφωτο των περασμένων χρόνων, τις μορφές του καπετάν Ρούβα και καπετάν Ρουπακιά, Μακεδονομάχων. Στήνανε το βλέμμα τους, γερακόφερναν ένα γύρω και βλέπανε χαμηλά στην «Πέτρα του Μάρκου» τον Παύλο Γύπαρη, όλο σίδερο και πρόκες, με είκοσι άνδρες, να χτυπά αντρίκια και να διαλύει τους νιζάμιδες με τα τουμπελέκια και τα Μπουτσάκια και Καραγιάννια, χωριά κάμπου και βουνού, να προσκυνούν τον Πατριάρχη μας.

Στα στενά περάσματα τα τρυγόνια γουργούριζαν και εκεί προς το Βορράστρι, τα νερά του Σαρή-Γκιόλ παχνισμένα, ήσαν γεμάτα αγριόπαπιες…

Οι αγριοκερασιές, ολόκληρη πλαγιά, ανθισμένες, άγριες κερασιές, στις ομαλές κατεβασιές του Κλείτος. Στυφόγλυκος με παράξενη γεύση, ο τραγανός μικρός καρπός, μια μικρή ηδονή το δάγκωμά τους, τον ξεδιψούσε στα νιάτα του. Εδώ η σπορά του αρχηχώνιασε. Εδώ φύτρωσε, εδώ αδέρφωσε, ξεβλαστάρησε, μεροξημερώθηκε, πλάτυνε και κάρπισε.

Μέταλλα κουνήθηκαν, τα κλείστρα άνοιξαν. Γνωστοί, οι πρόσφατοι ήχοι από το Μπούμπεση και το ύψωμα 731 της Αλβανίας, όταν τα οπλοπολυβόλα Χότσκις οπλίζονταν. Κάποιος ούρλιαξε Feuer, τα τρία πολυβόλα ξεκίνησαν, ανά τρεις βολές στον στόχο κι ο χάρος βρήκε το δρεπάνι του. Ένα ρυθμικό παιχνίδι τέχνης, να ξέρεις να σκοτώνεις. Ευαίσθητος ο δείχτης της παλάμης, έκανε χορό ξερών ήχων με την αφή του στην σκανδάλη.

Περίμενε πιο τσιτωμένος από πριν, νιώθει την Ελλάδα ν’ ανεβαίνει από τα σπλάχνα του κι αυτή ακολουθώντας την ώθησή της, ανηφορίζει αλαχάνιαστη για την κορυφή, στο πρόσωπο. Και φωτερή εκεί μένει, μέναν ακόμη τρισάγιο στοχασμό ότι η ελπίδα για αλλαγή του κόσμου, για τέλεια φίλιωση και τέλεια λύτρωση είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά.

Ένα τσίμπημα στον ώμο και το χέρι του κρέμασε, αλλά το μυαλό του γάντζωσε αρπαχτά στις ανθισμένες αγριοκερασιές, και πρόβαλε λαμπαδόχυτη, όπως τη γνώρισε η γυναίκα του. «Γλυκιά μου Δόμνα…».

Βιάζεται, αγωνιά, νιώθει ξεγλωσσισμένος πρέπει να προλάβει να σκεφτεί και τους τρεις γιους του. Θα ξεκινούσε από τον μικρότερο, δεύτερο τσίμπημα στην κοιλιά χαμηλά, πήγε να λυγίσει, κράτησε όρθιος. «Μικρέ μου Γιώργο, αγόρι μου Διαμαντή» και τελευταίο τον μεγάλο τον Γιάννη. «Άντεξε Γιάννη, ό,τι λάμπει… πρόσεχε, μακριά Γιάννη απ’ ό,τι λάμπει… κράτα τους όλους, τη μάνα σου. Κουράγιο, άντεξε Γιάννη». Απέναντί του ο Fritz διόρθωσε τον κορμό του όπλου, και η βαριά από νικελένιο πουκάμισο βολίδα, φυσίγγι Μάουζερ 7,92 του διέλυσε τον κρόταφο.

Ήταν ακίνητος σε βασιλεμένα τα μάτια, όταν ο ήλιος πρόβαλε κατακόκκινος, αρχίζοντας τον καθημερινό του δρόμο. Γι’ αυτόν τον νεκρό είχαν σηκώσει άλλοι τον μάνταλο της ζωής για να φύγει. Το αίμα του άδειασε μέχρι στάλα, όπως και τον άλλων εκατό μαζί του. Πότισε χορταστικά τη γη, πότισε την Ελλάδα. Και οι ψυχές τους σύννεφο βαρύ, σκέτο αστροπελέκι, με καυτούς ανέμους, σέρνουν αρσενικό λόγο από τότε, περήφανο και απροσκύνητο μέχρι σήμερα.

Ημέρα Τρίτη 6 Ιουνίου 1944. Μετά ο χρόνος έπρεπε να κυλίσει για την οικογένεια και βάδισε. Όλα γύρισαν στους δικούς τους δρόμους. Μα η ημέρα εκείνη, η καλοκαιρινή, ποτέ δεν βασίλεψε από τις καρδιές τους. Δεν ήταν τα παιδιά μόνα. Κοντά στο νεανικό γεμάτο δύναμη βήμα, ο πατέρας νεκρός αγωνιστής, στεκόταν δίπλα τους και τους οδηγούσε.

Από τότε, από εκείνο το αξημέρωτο πρωινό, οι εκατόν ένα ντουφεκισμένοι, άγνωστες μορφές, Έλληνες, μπόρεσαν να κατεβάσουν στη γη, τη δική τους σημαδούρα, το δικό τους θαύμα. Το στήσανε και έκαναν κατοχή με τη θυσία τους το νου και τις καρδιές μας. Κι οι φωνές του καιρού τους, οι νότες από τα τραγούδια τους στις ημέρες του χαλκά, στραταρίζουν μέχρι τώρα στα χείλη μας…

Από τότε από εκείνο το αξημέρωτο πρωινό, οι λίγες ώρες της υπόλοιπης νύχτας άφησαν, τα όσα αστέρια μείνανε αβασίλευτα στον ουρανό, να χυθούν και να κυλήσουν σαν δάκρια στα μάγουλά της… Οι λυγμοί τους μαζί συρομαδίσματα της ψυχής ύστερα από τόσα χρόνια, σωπαίνεις και τ’ ακούς…

Αύγουστος με τρυγόνια

Έμπαιναν, έβγαιναν οι ημέρες, λάκιζε ο καιρός, φυλλορούσε η χρονιά τις νύχτες της κι ένα τεράστιο, ολόγιομο φεγγάρι απόψε ξεκινούσε την πορεία του, στο αυγουστιάτικο βράδυ.
Πανσέληνος, φώτιζε απίστευτα γλυκά και όμορφα τη γη. Οι σκιές της νύχτας χαλάρωναν τη μονοτονία του σεληνόφωτος, πλημμύριζαν με αίσθηση κυρίαρχη το νου και σώμα, τόσο που ήθελες με τα χέρια σου να αγγίξεις χαϊδεύοντας τον ουρανό.
Νοούσες τα ψιθυρίσματα του αέρα, όπως και τα λαμπυρίσματα των αστεριών, σε μια νυχτερινή συνομιλία που κάνουν αυτά μεταξύ τους, γεμάτη εξαίσιες αναλαμπές και χειραψίες για ένα απαλό ανεμοχάιδεμα των φύλλων από τα δέντρα. Να ’χεις και τον αρσενικό παγανιάρη δροσερό βουνίσιο αέρα, βαθιά ερωτικό, με τις παλλόμενες εντάσεις του, να δροσίζει τα ιδρωμένα κορμιά της παρέας. Ήμασταν τρεις φίλοι, κυνηγοί. Βολέψαμε τα σακίδια με τις τροφές, το νερό, και δίπλα στημένα τα τουφέκια μας στην αγριογκορτσά. Θα περιμέναμε να αναστήσουμε, μια και ο ύπνος σκόνταφτε στα βλέφαρα, το πρωινό ξημέρωμα, με τους χρονοδείχτες των ρολογιών μας να τρέχουν απελπιστικά αργά, και οι ώρες να είναι στάσιμες, ακούνητες σχεδόν. Αδημονία, μαζί με άφατη χαρά, για τις μπηχτές τουφεκιές που θα ακολουθούσαν στα όλο γεμάτα μαστοριά και τέχνη στριφογυρίσματα κορμιού και όπλου, για να προλάβεις τους διαβόλους του αέρα, τα τρυγόνια, που θα παρουσιάζονται από το πουθενά, με τις φτερούγες τους γυρτές, μεσάτε για τα μεγάλα σάλτα, απότομα κοψίματα, βιδωτές κατακόρυφες πτώσεις και βυθίσεις κι αναστροφή πάλι απάνω από το κεφάλι σου, ενώ η κάνη του όπλου σου άδειαζε τα φυσίγγια της αποθήκης της, και τα σκάγια μάζες σμήνους διαφεντεμένες, πυκνές ακολουθούσαν τους στόχους τους θανατηφόρα και πολλά τρυγονοπούλια πέφτανε. Γλυτώνανε όμως αρκετά, αφήνοντας τις λευκές κουτσουλιές τους, αμοιβή καψομπαρουτά κυνηγού, στο μέτωπό του… Η τουφεκιά στο τρυγόνι, θέλει και απαιτεί σκοπευτική τεχνική και ψυχραιμία. Αμφότερα είναι προϊόντα πείρας.
Αργούσε ακόμη να κοκκινίσει η ανατολή και οι αναθιβήσεις ατελείωτος συρμός από ουρανοθάλασσο μνήμης, κάργαραν το πανί από περασμένα κυνήγια, πολλών άλλων θηραμάτων, σ’ άλλους παλιούς χρόνους δικούς μου ή με προγόνους παμπάλαιους, αγνώστους, βουβούς, σκιές ονείρων σήμερα, μόνον αστραπές στην αιωνιότητα. Αυτά όλα σαν νέο αίμα, κύματα-κύματα, ορμούσαν στις φλέβες μου, με σαρώνανε, με παράσερναν και εγώ σαν κιβωτός με κλυδωνισμούς αρμένιζα μέσα στον καιρό και κάτω από τον κατακλυσμό από αυτές, που σαν τερμίτες ακολουθούσαν η μια την άλλη, σε σειρά βιαστικές.
Το κυνήγι του τρυγονιού σε ετήσια βάση γινότανε δύο φορές. Η πρώτη ήτο η εαρινή περίοδος, άρχιζε στις 15 ή 20 Απριλίου μέχρι 5 Μαΐου και η δεύτερη στις 15 Αυγούστου. Συνεχιζότανε δε η κυνηγετική περίοδος ως τις 10 Μαρτίου του επομένου έτους, μ’ όλα τα υπόλοιπα θηράματα, όπως πέρδικες βουνού και κάμπου, λαγού, μπεκάτσας, τσίχλας και λοιπών ως και υδροβίων.
Δύο τοποθεσίες κοντά στη Βέροια σφύζανε από μεγάλο αριθμό τρυγονιών, κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα σ’ όλη τη 10ετία του 1950, και σ’ αυτές συναντούσες την ελίτ των κυνηγών του Συλλόγου μας. Όπως Ν. Αγνιάδης ο πατριάρχης των κυνηγών, Θ. Βαφείδης, Ε. Γαλανόπουλος, Κ. Κλήμης, Δ. Κοντόπουλος, Ν. Χοχλιούρος, Π. Χοχλιούρος, Χ. Κολοκοτρώνης, Κ. Καραλής, Λ. Γκαντούτσιος, Αρ. Αργυριάδης Η. Ρουσάκης.
Η μία ήτο μεταξύ Πατρίδας-Τριλόφου-Στενημάχου-Μονοσπίτων και Αγ. Γεωργίου και η άλλη μεταξύ Διαβατού-Μέσης-Κουλούρας, δίπλα στη Σιδηροδρομική γραμμή. Και οι δύο, μεγάλες εκτάσεις από σιταροχώραφα, θερισμένα τον Αύγουστο, με καλαμιές βοσκήσιμες, γέρικες αγριογκορτσές, μεγάλα καραγάτσια, πελώριες βαλανιδιές με χοντρούς κορμούς σταχτόμαυρους πικραμυγδαλιές υψηλές, άγριες, μέλια αδύναμα πυκνά, απέραντη θάλασσα από φυλωσιές και κοντά στα χωριά φραγμένα με όχτους, μικρά αμπελάκια με γλυκά σταφύλια, μοσχάτα, ροζακί με ρεγκλάτα τσαμπιά επιτραπέζια, καθώς και στουμποτά τσαμπιά νταπίνες, κι άλλων ποικιλιών για κρασί. Άφθονες ακόμη μικρές αναιμικές συκιές, φορτωμένες με γλυκούς καρπούς. Στα μεγάλα και πλατειά φύλλα τους βρίσκανε καταφύγιο και φαγητό οι συκοφαγάδες. Περαστάρια κι αυτοί, με τις κίτρινες κοιλιές τους, αλλά εκλεχτοί μεζέδες, σε ανατολίτικα πιλάφια.
Σ’ αυτές τις ιδανικές για μεταβατικές και ξεκούραστές περιοχές των αποδημητικών, οι κρυφαέρηδες των Βαλκανίων στην ώρα τους, σηκώνουν τα τρυγόνια, τα πιάνουν από την ουρά και τα δίνουν δρόμο κατά τον νοτιά. Αυτά ξεκινούν, κερδίζουν ύψος και συνεχίζουν κοπάδια, σμάρια 15-20 πουλιών. Αφήνουν από κάτω τους να πισωπετούν βουνά, πλαγιές, δάση, ποτάμια κι όλο νέες εικόνες εμφανίζονται για να χαθούν αμέσως κι αυτές. Γοργοτάξιδα τα έβρισκε η αυγή πάνω από τη Μακεδονία, στα έφορα καρπισμένα χωράφια της, και μ’ ένα βύθισμα, πιάνανε τις κορυφές, διαλέγανε τα καθαρά νερά, τις πυκνές νεροφαγιές από βάτα, τα βαθύσκια ουρμάνια, τα ξέφωτα.
Μετά το χωριό Διαβατό, λίγο έξω από την Κουλούρα, ήτο ένα τουβλοποιείο, πρωτόγονο, με μέσα και τρόπους εργασίας παλαιϊκούς.
Αφεντικό και κύρης του ήτο ένας Μικρασιάτης από την Θεογεννήτρα Ανατολή. Άραξε με την παλίρροια του διωγμού στη Βέροια κι από τότε ένα παραγάδι από μνήμες, γεμάτο πίκρες και μισεμό, πυκνό υφάδι συντύλιγε την καρδιά του. Του φαινότανε στα λίγα και μετρημένα λόγια του, δεχότανε όμως με καλοσύνη εμάς τους περαστικούς κυνηγούς, μας αποκαλούσε αβτζήδες, κι ένας μαστραπάς με δροσερό σταμνίσιο νερό, από τα πηγάδια του χωριού Διαβατού, ήταν καλοδεχούμενη ανάσα δροσιάς, στην κάψα του απομεσήμερου. Αυτός έπινε ρουφιά-ρουφιά τον καφέ του, κι έφερνε πάντα την κουβέντα γύρω από τις δυσκολίες της δουλειάς του, όπως στο σπάνιο νερό, στην ποιότητα της λάσπης, στα φιλόνια της γης που πατικωμένα στα πλάγια του λάκκου δίνουν χώμα καλό ή κακό για κεραμίδια ή τούβλα. Ήταν ο Γιάννης Τοκατλίδης ο άνθρωπος του Θεού, που έσπειρες και ανέστησε 6 παιδιά, ο εργάτης της λάσπης, που ίσαμε τα γεράματά του, ποτέ δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα του, τη γη.
Εκεί λοιπόν κοντά στο τουβλάδικο στήναμε τα καρτέρια μας, με φυλάκτρες για απόκρυψη, ολόσωμες ή μισές. Στο ψήσιμο των τούβλων η κάπνα που απλωνότανε παντού γύρω, ήταν για τα τρυγόνια, κάλεσμα μια εύκολης βοσκής τους, σε σιταριού καψάλα.
Δεν υπήρχαν καλλιέργειες οπορωφόρων δέντρων, μόνο μεγάλες εκτάσεις σιτηρών, σ’ όλες τις παραλλαγές τους. Μεγάλες και πυκνές συστάδες αιωνόβιων δένδρων ξεχώριζαν, όπως στο ξωκλήσι του Αγ. Δημητρίου, δίπλα στην κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα και στης Αγ. Κυριακής το Μοναστήρι.
Την εκκλησία της τελευταίας, τιμούσαν τα χωριά του Ρουμλουκιού, και στην γιορτή τις δεκάδες βοδάμαξες-αραμπάδες, φορτωμένες με ψυχομέτρι πιστών, φτάνανε και ξεφορτώνανε τον κόσμο τους. Κι η Μονή με χλαλοή μεγάλη εκείνη την ημέρα, ήταν το θερμό παραγώνι αγάπης και πίστης μέσα στο πράσινο βαθύσκιο μαστάρι του κάμπου, που σοφά συνταίριαζε την καταφυγή των πιστών με την ομορφιά του χώρου, τη σιγή του και τα μουγκανητά των ζωντανών, όταν σκυφτά, ζεμένα στον ξύλινο διπλό ζευγιό, οδηγούσαν τροχό και υνί, με τριγμούς και ξεπατίκωναν το χώμα μαζί με ψαθιά και ανάνθιστα χαμαγκάθια, οργώνοντας τη γη.
Σ’ αυτές τις δύο αγιασμένες πυκνούρες στήνονταν τα καρτέρια της μεσημεριανής αναμονής των κυνηγών. Όταν όλα κάτω από την αυγουστιάτικη ζέστη ακινητούσαν, τα τρυγόνια φθάνανε μονά ή ζευγάρια για να κλαρώσουν. Σ’ αυτές τις αναμονές των κυνηγών, η κάρπωση του θηράματος ήταν  μεγάλη. Ταχύτατα γέμιζαν τα κρεμαστάρια της ζώνης και τα σακίδια με πουλιά, με κατανάλωση φυσιγγιών μικρή. Ρίχναμε σε στόχους σίγουρους, σε απόσταση των 20-25 μέτρων, σκοπευμένες βολές πάντα.
Συνήθως τα φυσίγγια τα γεμίζαμε μόνοι μας. Κάθε κυνηγός σύμφωνα με τα τσοκ του όπλου του είχε και το δικό του γέμισμα. Θαυμάσιες αποδόσεις,  κατά γενική τότε ομολογία, είχανε τα πράσινα φυσίγγια της ΠΥΡΚΑΛ, έτοιμα, με δικό της ελληνικό προωθητικό (μπαρούτι) και το κλασικό βύσμα τύπου «κετσέ».
Και εκεί κοντά στο λιόγερμα, το σιγομάζωμα του ουρανού της πρώτης ημέρας του κυνηγιού, μας βρήκε τις κρεμάστρες βαριές από τρυγόνια και βαριά σακίδια.
Και οι επόμενες ημέρες του Αυγούστου μέχρι και τα μέσα του Σεπτεμβρίου, θα ήσαν εξίσου παραγωγικές, σε κάρπωση θηράματος και οι πληθυσμοί των τρυγονιών θα παρέμεναν μεγάλοι, χάρις των αφίξεων νέων κυμάτων, σα ίδια χωράφια και στα ίδια δένδρα. Τα νιάματα των χωραφιών φύλαγαν ακόμη υπόλοιπα βοσκής μέσα σε σβώλους χώμα, που είχε καρπίσει σιτάρι, βρώμη, φακή, κριθάρι και κυρίως σουσάμι. Θυμάμαι με τον Κώστα Καραλή να κυνηγούμε με τα σκυλιά μας καμπίσιες πέρδικες τον μήνα Νοέμβριο και να ντουφεκάμε μέσα σε όρια βολής, ξαφνιασμένα τρυγόνια που πετάξανε από σισαμοχώραφα του χωριού της Μέσης. Ήσαν πουλιά παχιά, βαριά, που από κάποια παραξενιά, λόγω των καλών συνθηκών της διαμονής των ή ακόμη και από όψιμη ωοτοκία, προτίμησαν να μείνουν και να διαχειμάσουν σε σίγουρες τοποθεσίες που παρείχαν κάλυψη και βοσκή.
Ας αναφέρω ακόμη ότι και ορτύκια μένανε στον κάμπο μας, τα λέγαμε τοπιάρικα, κι όταν οργώνονταν τα χωράφια για νέες σπορές, αυτά συγκεντρωνότανε σε πυκνά βάτα και στις άκρες των καναλιών. Υπήρξαν Χριστούγεννα και είχα έκπληξη μενού στο γιορτινό μου τραπέζι, ορτύκια σαλμί, πανόστιμα με φίλους και τον αδελφό μου τον Κλέωνα, να τα τιμούν δεόντως.
Τώρα άλλαξαν οι καλλιέργειες των χωραφιών. Τα οπωροφόρα δένδρα κάλυψαν τον κάμπο, βαμβακοκαλλιέργειες παντού, τα νερά χαθήκανε, τα κανάλια είναι βρώμικα από ποτάσα και άλλα χημικά σκευάσματα, και οι πληθυσμοί των αποδημητικών δεν παραμένουν. Έχουν επηρεαστεί από τις νέες συνθήκες που επιβάλλουν οι σημερινές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Μας αφήνουν για άλλους τόπους και για άλλα μέρη…
Μέσα του Μάρτη, κι ‘ο Στέλιος κάνει πάλι ακράνυχα την εμφάνισή του  στα στέκια του τα παλιά. Η παραμονή του στο νοσοκομείο, τον στήλωσε, τον συνέφερε, ήρθε το χρώμα του, τον καμαρώναμε και ελπίζαμε ότι και πάλι θα καρπίσει σύντομα.
          Ξεχώριζε το μολύβι- στυλό στο τσεπάκι του ψηλά αριστερά και τα τετράγωνα μικρά χαρτάκια έγχρωμα, κορφάτα  μισοκολλημένα, έτοιμες εφεδρείες περίμεναν την έμπνευση ,την στιγμή, την ώρα που η φλούδα της καρδιάς του θα έτριζε και θ’ άρχιζε να σημειώνει – γράφει βιαστικά, νηματώνοντας και λογχίζοντας , με το καρφί της πέννας του  , τις ομορφιές της Βέροιας, της παρέας, του βουνού, τις αγριοροδωνιές,  των πουλιών, της κρυφής πηγής του νου  για περιπλάνησες όλο μυστήριο, σ έναν πιο ελαφρό και ελεύθερο αέρα.
          Έτσι λοιπόν, εκείνο το Κυριακάτικο μεσημέρι, τα ήσυχα νερά πάλι κουνήθηκαν… Το μεταβρασμένο  τσίπουρο της ταβέρνας του «Σκύλου » γέμισε τον αέρα , και σαν συναξάρι ευχών , μύρωσε  τα  ποτήρια  και
 τ’ άκανε  κρατήρες Βακχικούς και μαζί με το μοσχοκάρφι και το μπαχάρι , στη βρασμένη γιδίσια σπάλα, ανακατεμένα στα χνώτα της ταβέρνας, κορφομύτιζαν και κορφοπετούσαν οσμές της ανατολής και του Μαρουσιώτικου λόγγου.
          Έλαμπε και άχνιζε ο κόσμος. Το ουρανικό νερό περί την 12η π.μ. στη ώρα του, λάφρυνε και λευτέρωσε το μυαλό του Στέλιου, κι’ είχανε ταξιδέψει μακριά οι δεκαεφτασύλλαβοι,  και  της Μαρούσιας οι φορτωμένες αγκαλιές με λοιμώνες,  πλάγιές πράσινες, ασώπαστα πουλιά και κούκους να κρύβονται βαθιά μες τις οξιάς το λόγγο.
          Στην ψάθινη καρέκλα , ακουμπώντας το πόδι του  με το φινετσάτο σκαρπίνι και τη λευκή κάλτσα, ξήλωνε, κηρύττοντας τις συστάσεις των γιατρών για αποχή από το πιοτό, ελαφρά τσεβδίζοντας , τραγικός στο πάθος του: Πάρτε δρόμο, φύγετε όλοι εσείς, όπου σας αρέσει. Εσείς οι λάτρεις του νερού οι σεμνοί και οι μη πότες. Δική μου η ημέρα. Όπως θέλω εγώ θα ξοδέψω της Κυριακής τα μεσημέρια. Εδώ μένει και συγκατοικεί ο αγνός Βάκχος, με βουκόλο χορευτή τον Σάτυρο  τον διπλομάγουλο  και χαμοκοίλη, σταυραδέρφι με τον λάγνο Σειληνό γιο του Πάνα με  την ορθόστητη ουρά. Μόνον οι πιστοί να προσέλθουν  και στη μακαριά ο οίνος να ρεύσει άφθονος.
Και έτσι έγινε μετά. Όλα πήρανε τη ρούγα τους. Αναπόφευκτος ο μοιραίος δρόμος, κύλησε ομαλά ως το τέλος. Ως  το  σβήσιμο  της γραπτής Βεροιώτικης λαλιάς.
Μεγάλη και γνήσια Βεροιώτικη είχε ψυχή ο Στέλιος. Δεν την άφησε να μείνει και να γίνει ένα αόρατο είδωλο και αέρας. Μπόρεσε να συγκεράσει ψυχή και σώμα. Έδωσε η ψυχή στο σώμα , έδωσε και το σώμα στην ψυχή, μπόρεσαν και τα δυο μαζί να φιλιώσουν, να ζήσουν και να δημιουργήσουν
 τον άφατο λυρισμό της πένα του, για ότι λέμε ζωή της Βέροιας παλιάς και νέας.
Τα άστρα που χύθηκαν, ξαφνικές Περσίδες, και κύλησαν σαν δάκρυα στα μάγουλα μιας νύχτας, ήταν οι φωτεινές σημαδούρες, στο απάντημα για στάση με την ψυχή του. Μα ο Στέλιος δεν έμεινε εκεί, συνέχισε πιο πέρα.
Μαρουσιώτικος Λόγγος : περιοχή της ορεινής Βέροιας.

 Σημείωση του Ημαθίωνα
            Το παραπάνω  πόνημα του Δημήτρη Κλήμη, πρωτοδημοσιεύεται  στην εφημερίδα μας και αφορά τον  Βεροιώτη λογοτέχνη Στέλιο Σβαρνόπουλο. Στην Βιβλιοπαρουσίαση  του Βιβλίου του Γιώργου Τσαλέρα  « Στον καιρό των Καταιγίδων »  που έγινε τον Ιούλιο 2009, όπου  ο ένας εκ των δύο    μυθιστορηματικών ηρώων  ήταν  ο Στέλιος Σβαρνόπουλος , έγραφε  για εκείνον, ο Δημήτρης Κλήμης :   « Τον πρώτο , τον θυμάμαι έντονα ακόμη : Λάτρης και οπαδός του Βάκχου, καθημερινά έθυε  σ’ αυτόν, από γυάλινους κρατήρες, σε γραφικούς ονομαστούς ναούς παρόδων ».
Επιμέλεια : Κλήμης Όμηρος

Munchen 1972

Μικρό μπόι η χειμωνιάτικη ημέρα στο Μόναχο της Γερμανίας. Απόσωνε το φως της, όταν πρωτομπήκα και στην πανσιόν «Apollo» Gontriger Stvabve 52, που ενοικίαζε επιπλωμένα δωμάτια.
Ένα μέτριο δωμάτιο, με ξύλινη επένδυση, με δίφυλλη ξύλινη ντουλάπα, προσθήκη, και δυο βαθειά παράθυρα, σε βαθείς τοίχους.
Έσκυβα ο μισός, τεντώνοντας το λαιμό μου, για να φτάνουν τα μάτια μου να δουν τη χορταριασμένη αυλή, ή την άσφαλτο του δρόμου, ολοκάθαρα. Έβλεπα, χωρίς οι απ’ έξω να με ξεχωρίζουν, έστω σα διάγραμμα σκιάς. Ήταν μια νέα για μένα γνώση, μια ιδιαίτερη αίσθηση, να μη με βλέπουν, όπως ακριβώς, όταν θα κρυφοκοίταζα από την τρύπα της κλειδαριάς τα μυστικά ενός άλλου προσωπικού χώρου.
Και εκείνες οι κουρτίνες κατεβατές, με το αβέβαιο άσπρο χρώμα, πολυκαιρισμένες, τρυφερές μισομάλλινες, αμέσως τις ένοιωσα, μικρές παρωπίδες, που κρύβανε ένα ολόκληρο κόσμο ζωντανό, εμένα, από άλλα πλάσματα ζωντανά, τους άλλους… Άλογοι, ξένοι άνεμοι, σε άδειο δωμάτιο να διασταυρώνονται, και σπερματικοί βορεινοί αέρηδες μαζί, να δημιουργούν κοινά πεπρωμένα, σ’ έναν μεσόγειο σταράτο, που έχοντας την ευλογία των θεών του φωτός της χώρας του, βρέθηκε στην καρδιά της βροχερής χειμωνιάτικης Ευρώπης…
Μια άλλη ημέρα, το πρωί, ο ήλιος παγωμένος χρύσωνε με φως το καμαράκι μου. Μισή ημέρα το έλουζε με το φως του, κι αυτό έλαμπε γλυκά σα κομμάτι ψημένης καραμέλας. Και στο υπόλοιπό της, το απομεσήμερο, έμενε ψευτοφωτεινός ο χώρος του, με τη διάχυτη παντού να λαχνίζει μυρωδιά και γεύση τσιγάρου και μπύρας, από ένα κολλητό «μπιστρό» και η μουσική του «a pari» του Υβ Μοντάν, να μοιράζεται με τους αχνούς της νόστιμης Lebensuppe… Ένα γειτονικό δασάκι, από τα πολλά του Μονάχου, πολύ πράσινο, μου δάνειζε τη γεύση της στυφής χλωροφύλλης από σημύδα και η μυρωδιά από πευκοβελόνες, να ποτίζει χορταστικά τα πνευμόνια μου. Έμπαινες μέσα στο πάρκο και χαιρόσουν την ομορφιά του. Από μονοπάτια λίθινα βάδιζες, ανέβαινες μικρές ανηφοριές, έστριβες σε μικρά λακκώματα, κι ο νους σου αγρυπνούσε, ισορροπώντας μέσα στη μαγευτική γαλήνη του πάρκου, αλάργα από τη βουή του κόσμου… Ήταν το φιλικότερο τοπίο ενός Έλληνα Beamter…
Στρογγυλοστρώθηκε το πρωινό, το φως  κατέβηκε στους δρόμους κι ο κόσμος, ένας κόσμος από εργάτες και εργάτριες, έτρεχαν κοπαδιαστά για τις δουλειές του, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά ψωμί, γελώντας και μιλώντας βιαστικά, αποσώνοντας με μισόλογα τις τελευταίες παραγγελίες και πεθυμιές στο σύντροφο, συνάδελφο εργάτη.
Παράθυρα άνοιγαν, εξώπορτες τρίζανε και η πολιτεία ξυπνούσε, με το πρωινό αγιάζι παγωμένο, σαν ξένο χέρι, να κρυσταλλώνει τα πρόσωπα και να τα τσιτώνει. Φύσηξε αεράκι, σταυρώθηκαν και έσμιξαν οι μυρωδιές του δρόμου και μύρισε ψημένο ψωμί εκεί γύρω… Κατάφωτος, καθαρός έλαμπε στην πάροδο ο φούρνος.
Από κατακορφής πυκνός καταρράχτης έπεσε στο στομάχι η πείνα και ζητούσε το ξόρκι της, τα μικρά πεντανόστιμα Brotchen…
Τα δέντρα του δρόμου, σουρομαδημένα από φύλλα, μ’ ελάχιστα από αυτά νάχουν μείνει στα λιανοκλάδια της κορυφής και να κρέμονται. Περίμεναν ένα πιο δυνατό άνεμο να τα αποκλαδίσει, να τα μαδήσει και λεύτερα, αιωρούμενα άβαρα, να καθίσουν στις οροφές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων ή στους ώμους των διαβατών για λίγο να ακουμπήσουν.
Ξέχωρα φιλόνια το χώμα της Βαναρίας, μια σκούρο καστανό, μια μαύρο πίσσα ανάρια σαλεύει και φουσκώνει τους σπόρους της γης. Είναι χώμα που μασήθηκε, χωνεύτηκε και χρόνια, αιώνια τώρα, καρπίζει.
Άγνωστο το τσαλαβούτημα στις λάμπες στους δρόμους του Μονάχου. Μπορεί να λιώνουν τα σύννεφα, ο ουρανός να γίνεται νερό και να αδειάζει τα νερά του, σαν καλοκαιρινή, δική μας μπόρα στις από κάτω του αλαφρογραμμένες πράσινες πλαγιές, άγρια και απότομα. Σφουγγάρι το χώμα, μερεύουνε οι κήτες των χειμάρρων και υψηλά, στα αποσούρανα οι Άλπεις, ολοτσίτσιδες και γυμνές μέχρι τα μισά τους, αντιδονούν το δικό τους βογγητό, βγάζουν φυσερό και τα πάνω πατώματα του αέρα τα μετακινούν, κουνούν τα σύννεφα, τα χωρίζουν και φανερώνουν το Εντελβάις του κόσμου, τον ήλιο… Αυτός προβάλει αγαθός, καλοσυνάτος κι η γη αναμερίζεται, λουσμένη από δάκρυα χαράς… Κάπου εκεί στις θεοκατοίκητες κορυφές των Άλπεων, κρεμάστηκε ανάερο, μακρύ σαν χέρι βουνίσιου Θεού, το ιριδένιο πλεχτό κασκόλ τους, το κεντημένο από φως και τη διάθλασή του, στους βρόχινους ατμούς…
Τα βράδια και τις σχόλες σπούδαζα σε μοναχικούς περιπάτους στον κόσμο. Ψυχή και σώμα αρμοδεμένα, πελάγωνα με τις ομορφιές των γυναικών, κοίταζα θαμπωμένος τις γερμανίδες, με το πρόσωπό τους το όμορφο, λευκό, ζυμωμένο με το γάλα, με ελαφρά υψωμένα τα ζυγωματικά τους, και βλέφαρα βελούδινα να χαϊδεύουν απαλά τα γαλάζια ή πράσινα μάτια. Όμορφες γυναίκες, πλέανε μέσα σε μια εφηβική ηλικία και γοητεία, ακόμη και οι μεγαλύτερες. Τα κορμιά τους δίσταζαν, ανάμεσα στην κοπέλα και στη γυναίκα, και πάντα κοντοκουρεμένες οι μεγαλύτερες με πρόσωπο σοβαρό, αρμονικό, μόλις και μετά βίας τις έκανες είκοσι χρονών. Στο βιαστικό πέρασμά τους, ο αέρας γύρω τους άλλαζε, γινόταν το χνώτο τους ένα μ’ αυτόν, και σου ξυπνούσαν και τις πέντε αισθήσεις… Τις πέντε ανοιχτές πόρτες της ζωής… Διάχυτη η γοητεία τους, μ’ ένα μαγευτικό τρικύμισμα ονείρου άφηνε τον θαυμασμό να ξεχειλίζει και χωρίς να τις γνωρίζεις, αγαπούσες σ’ αυτές τον έρωτα που θα ένιωθες γι’ αυτές… Γυναίκες με σπαθάτο το κορμί τους, ντυμένο με άνεμο και σάρκα, υψηλά στη μέση του στέρνου, ύψωναν ένα βαρύ στήθος με ορθωμένους δύο καστανούς κάλυκες. Βόρειες, αλλά έδιναν την εντύπωση ενός υποτροπικού κλίματος, όπου οι ερωτικοί μουσώνες δεν σταματούν ποτέ…
Είχαν την αίσθηση ειδικά στην πολυκοσμία των δρόμων, ότι βρισκόμουν σε μια κιβωτό που περιείχε δείγματα ψυχών, από κάθε όμορη χώρα, ένα συνεχές και αδιάλειπτο αρμένισμα, σε ράτσες και γλώσσες, που ενώ μιλούσαν για τα πιο κοινά θέματα, σιγά και μυστικά, που τα ξέρουμε και τα λέμε όλοι, μέσα μου έμενε η εντύπωση, ότι λέγανε κάτι σπουδαίο, πολύ σπουδαίο, στην άγνωστη για μένα δική τους γλώσσα.
Χανόμουν εύκολα τη νύχτα. Έπαιρνα λάθος δρόμο, άδειο δρόμο κάποια στιγμή. Προσπαθούσα να προσανατολισθώ, έστηνα τ’ αυτί μου και αφουγκραζόμουν. Άκουγα την ήσυχη ανάσα της άγνωστης γειτονιάς που κοιμόταν, και το αχνό φως του δρόμου να τρεμοπαίζει, στις κρεμαστές λαιμαργιές από μικρά λαμπιόνια. Την απόλυτη σιγή, διέκοπταν τα δικά μου, σκληρά τακούνια και η σκιά μου προς-πίσω, πάν-κάτω, διαγραφότανε στους βαμμένους με απαλά χρώματα τοίχους. Συνοδά, ντεκόρ χρωμάτων… Κι όλο αυτό έμοιαζε με κοκκινωπό αντιφέγγισμα μιας εμβρυακής ζωής, της δικής μου ζωής που άρχιζε στο Μόναχο. Προχωρημένα μεσάνυχτα. Ένα «καφέ» ακόμη ανοιχτό και το ραδιόφωνό του με της Μαρίας Κάλας στο τραγούδι «sola perduta e abbandonata» μάγευε βραχνά, τους ίσκιους της νύχτας. Ανταριασμένη η καρδιά. Δάκρυσε…
Η φουρτούνα του χιονιού στο Μόναχο είναι μοναδική. Βλέπεις την τρομερή όργητα της φύσης, μέσα σε ανατρανισμένο μόλις φως, ασυνήθιστο για μας, και τον ήλιο θαμπό ανακρεμασμένο λοξά από τις πέτρινες, σχιστές κορφές των Άλπεων, τυλιγμένο σε βαλτίσια ομίχλη. Κάπου εδώ άσπριζε ο ορίζοντας. Το χιόνι κατέβαινε αδιάκοπα καταχνιά τα είχε σκεπάσει όλα. Τα μαυριδερά σημάδια, χαμηλές ιτιές, στην κοίτη του ποταμού Isar, άρχισαν να χάνονται και το κολλαριστό σεντόνι-χιόνι, σκέπαζε τις βουνοπλαγιές του όμορφου Karmisch. Οι χιονονιφάδες, στούπες χιονιού πια, χόρευαν τρελά στον ορίζοντα, που μόλις άρχιζε και τέλειωνε δίπλα σου, σ’ ένα στρόβιλο χορού, με ταχύτητα, πανικόβλητες… Κρυοβιονικά νυστέρια, οι παγωμένες ριπές χιονιού και αέρα, πλήτανε το πρόσωπο, πονούσες και μετά πέφτανε άτονες στο χώμα, αναμένοντας τις επόμενες πολλές να στοιχηθούν όλες μαζί, σε μαλακό βαμβακένιο στρώμα.
Ένα ρολόι καμπαναριού, γλυκoκάμπανο, με συρτό τον ήχο του, χτύπησε. Άθελά μου άρχισα να μετρώ τους χτύπους και η μουσικότητά τους, ήταν ένα «ρελαντί» αρμονίας, ένας ήρεμος χόχλος ήχων, ανάσα Θεού, στα κοχύλια των αυτιών της καρδιάς μου. Άλλο μεγάλο ρολόι ακολούθησε από τη «kapoutsine strabe». Βαθύ μπάσο, ασκητικό, σαν την περίκλειστη μονή, με τα υψηλά τείχη της εκκλησίας των καπουτσίνων, μέσα στην καρδιά του Μονάχου.
Πλούσιο το Μόναχο στις εκκλησιές. Πολλοί και μεγάλοι ναοί, πανύψηλοι, γίγαντες πέτρινοι. Αγκαλιασμένες τεχνοτροπίες, Ρωμανικού και Γοτθικού ρυθμού, αφήνουν τα εκατοντάδες χρόνια από κατασκευή τους, να συσσωρεύονται, χαρίζοντάς τους την αίγλη του δυνατού και αιώνιου. Μυστηριώδεις πηγές δυνάμεων ξεκινούν και παλιγυρνούν στην αρχέγονη αφετηρία της δημιουργίας και διατηρούν τη λάμψη της αρχικής κατασκευής των. Ναοί από πέτρα και σίδηρο, λόγχες κατακόρυφες, βέλη που στοχεύουν το Θεό σε αρμονία διαστάσεων…
Μια αξιοπρέπεια και μια περηφάνια διαχέεται, χωρίς καμία δεητική προσπάθεια στην κατασκευή τους, την ξεχώριζα και θαύμαζα όταν με τις ώρες χανόμουν νοητικά μέσα τους… Θόλοι, που φαίνονται οικείοι, στα μέτρα μου, και ήσαν ξένοι, με πολλά-πολλά μέτρα υψηλότεροι… Κολώνες με σωστές αναλογίες, ανθρώπινες κι όμως χρειάζονταν τρεις ή τέσσερις άνδρες να τις αγκαλιάσουν.
Γιγάντιοι πυλώνες να ξεπετάγονται από τη γη, να αποδιώχνουν το βάρος τους, προς τα πάνω, μαζί με τα γήινα τελλουρικά ρεύματα του μάγματος του κέντρου της γης. Ρεύματα ιερά, ικανά να αφυπνίσουν τους ανθρώπους, προς την πνευματική ζωή. Σ’ αυτά τα πέτρινα σκάφη τα τεράστια, που οι κορφές τους χάνονται στο κόρφο του Αβραάμ, είναι ναοί που κρατούν τον πιστό όρθιο. Να μη σκύβει όταν μπαίνει σ’ αυτούς, γιατί ορθό θέλει τον άνθρωπο εμπρός του ο Θεός. Καμία οικοδομική γραμμή στον εσωτερικό των ναών, δεν τον πιέζει να σκύβει, αλλά τον ανατάσσει… Τα δε σχέδια των ναών, όταν μεταπίπτουν στην καμπύλη, στην ανεπαίσθητη αυτή προβολή της ζωντανής αρμονίας, που χαρίζει ενέργεια ώστε το βάρος να αναιρεί το βάρος κι ότι βαραίνει να υψώνεται και να πετά, δίνει ανάστημα στον άνθρωπο, αφαιρώντας το βάρος του, με τη μιμητική δύναμη που αποφορούν οι πέτρινες λόγχες.
Λίγο πριν το τέλος των υψηλών παραθύρων, εκείνα τα μοναδικά πολύχρωμα υαλοστάσια, μεγάλες επιφάνειες γυαλιού, τα ονομαστά βιτρό, να γίνονται η έγχρωμη φραγή, στο άπλετο του ήλιου φως, από εμπρός, και πίσω τους, τα ίδια βιτρό, φωτοδότες να διαχέουν την έγχρωμη απόδοσή τους, και απαλό το φως πια, να χαρίζει το σύνθετο σε συνδυασμούς χρωμάτων παζλ, όχι στο κενό ή στους ήχους των χώρων του ναού, αλλά στους αντίλαλους του θεοσταλμένου αρμόνιου, σε συνθέσεις με ορατόρια Βach και Mendelssohn, μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα τρόπαια της ανθρώπινης ελπίδας…
Ο κελτικός οκτάγωνος θρύλος του Graal, με τους χορούς των Δρυίδων να εποπτεύει και να κυριαρχεί, και μόνος πλάνητας, μέσα στους ιερούς χώρους αυτούς να προσθέτει μια έκτη αίσθηση…
Την εξαφάνιση και απουσία της κελτικής παρουσίας της πατρικής ορδής και την αναβίωση της αδελφότητος του υιού, σ’ ένα τοτεμικό γεύμα. Η λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό, και η ένθεη αλλοφροσύνη των μυστών-πιστών, καλουπώνονται, φορμάρονται μέσα σ’ αυτά τα ιερά μνημεία. Η τράπεζα δε του Μυστικού Δείπνου, που είναι η τράπεζα της θυσίας του υιού, αποκτά τη θεία σύσταση, γίνεται θεότητα, που μετουσιώνει τη σάρκα του και το αίμα, σε καθαγιασμένη όστια…
Έχουν  βγει στο δρόμο οι θύμισες και ξετυλίγουν το κουβάρι μιας ορισμένης χρονικά ζωής. Με το ουρανοθάλασσο των αναμνήσεων θα τα ξαναπούμε…



  1. Βeamter= υπάλληλος
  2. Brotchen= ψωμάκι μικρό στρόγγυλο
  3. Karmisch= περίφημη πλαγιά των Άλπεων
  4. Graal= το χαμένο δισκοπότηρο του Ναού του Σολομώντα
  5. Sola pertduta e abbantonata= μόνη, έρημη και εγκατελειμμένη.

Ξεπετάγματα στο βουνό...

Μεσάνυχτα περασμένα με κρύο «πειρουνάτο» να σε κεντά, όλα έξω ήσαν άφωτα, γαλαζόσταχτα μέσα στην ομίχλη που από νωρίς το βράδυ είχε τυλίξει τα σοκάκια. Ήθελε ακόμη πολλές ώρες να χαράξει, έριξα τα μάτια μου στον ουρανό, τον αστρονόμισα και πρόβλεψα ότι η μέρα που θα ερχότανε, θάτανε καθαρή και ασυννέφιαστη, με τις αχτίνες του ήλιου, λόγω χειμώνα λοξές και μακρινές, να υπόσχονται μια νέα ημέρα του Θεού, όμορφη στα βουνά κυνηγώντας.
Οι ξερολιθιές, τα πουρνάρια, τα παλιούρια στα περδικοτόπια του Βερμίου, όπως και τα λαγοβούνια με τα κρεμαστά πλάγια, στα φουσκωτά χαμηλά κέδρα να γιατακιάζει ο λαγός, με ντορούς φρέσκους, κοντινούς, πρωινούς και οι πεθυμιές του νου να στεριώνουν για εντυπωσιακά κυνήγια, με μερακλίδικες ιχνηλασίες, ξεφωλιάσματα και πολύωρες διώξεις με βεργολύγερα, σβέλτα περήφανα σκυλιά. Κυνήγια όμορφα ποιοτικά, αλλά και αποτελεσματικά με απαιτήσεις σε αντανακλαστικά ακαριαία σχεδόν. Όπου σκέψης και άμεση βολή, όπου ίχνος παλμού σκέψης να μετατρέπεται σε μηχανισμό πυροδότησης.
Σκοπευμένες ντουφεκιές, με ανάκρουση μικρή, λόγω αυλού της κάνης, και η κεφαλή του κλείστρου περιστρεφόμενη, να κλειδώνει μπροστά στη γεμάτη πάλι θαλάμη του όπλου διπλά, με μισή σπαστή στροφή, όταν ο κρότος από τις δύο πρώτες ντουφεκιές μόλις χανόνταν…
Κουραστικό το ανέβασμα λοξό το βάδισμα στην πλαγιά, όχι κατακόρυφο, για να μένει μια ανάσα απόθεμα στα πνευμόνια. Κι ο αέρας ο πρωινός ξέκοβε τη δύναμή του και πετούσε ελαφρύς και δεν σφύριζε. Η φύση αποκαμωμένη από τον νυχτερινό της αγώνα γλάρωσε με τη μακαριότητα που τη χαρακτηρίζει κι απολάμβανε το ήσυχο ξημέρωμα με τις θαμπές ώρες του πρωινού. Οι πρώτες κλωστίτσες του ήλιου, μικρές χαρακιές φωτός, ποδιαφωτίσανε γύρω τα κέδρινα αραιά θάμνα, με τις ξαφνιασμένες πάχνες επάνω τους, να παίρνουν δρόμο βιαστικές και να γίνονται αχνιστά ανάερα δρολάπια, που σε κάθε αστρόφεγγη νύχτα με επιμέλεια ντύνουν και την ημέρα με τις θερμές αναλαμπές της σχιστόπετρας, γδύνουν το βουνό.
Το πρωινό ημίφως αντιστεκότανε ακόμη στο φως και πάλευε. Η πρώτη πετροπέρδικα αναστέναξε, μετά κακάρισε και το μεταλλικό της κελάηδημα έγινε αφορμή να ξεσπάσει από γύρω ένα πανδαιμόνιο μικρών σπαστών φωνών, ένα χαχάρισμα τελικά, και η χαρά κύλησε από τις νυχτωμένες ακόμη φυλλωσιές των κέδρων, μέσα στις μυρωδιές του βουνού από θυμάρι και φλισκούνι και την ανατολή του ήλιου…
Στο μονοπάτι μπροστά μου ξεχώρισαν οι δύο πρώτοι «κότσοι» αρσενικά γκεσέμια και πίσω τους κοπαδιαστό σε γραμμή, ακολουθούσαν οι θηλυκές με τις πουλάδες, φρέσκα περδικόπουλα. Τα γκιζερούσαν οι οδηγοί τους, από τα περδικομονοπάτια, για τις χωμάτινες «κοπάνες» τις αφράτες «κυλίστρες».
Μπροστά στο ακρορύνιο του σκύλου μου οι αναθυμιάσεις της σάρκας του θηράματος τον σταματήσανε. Φέρμαρε κοκαλωμένος, ακίνητος με το βλέμμα να «αστράφτει» προς την πηγή της αναθυμίασης…
Κι άρχισε το παιχνίδι μεταξύ τους. Οι πέρδικες χαμηλωμένες να κοταρίζουν κι ο σκύλος μου να σέρνεται φερμάροντας τα πουλιά… Περίμενε την εντολή μου. Κι όταν αυτή δόθηκε, η BREDA ψήλωσε, τρεμόπαιξε στο μάτι η κάνη, ίσιαξε κι άρχισε να βήχει ξερά… Εκπαιδευμένο θηραματοφόρο το σκυλί μου, τέσσερις φορές ήρθε με γεμάτο το στόμα.
Απέναντι στις πυκνές οξιές, που χρύσιζαν από τις ακτίνες του ήλιου, «πλακώσανε» μερικές πέρδικες. Μάγουλο φιλημένο που κοκκίνισε έμοιαζε η πλαγιά κι ήταν ήρεμη και τόσο αθώα, που το κομμάτι αυτής της πλαγιάς, νόμιζε ότι ξεκόλλησε από κάποια παραδείσια περιοχή και στήθηκε εδώ μπροστά… Ο σκύλος μου, μακριά ξαναφέρμαρε. Νευρικός σήκωσε τα ξεκομμένα, από το μεγάλο κοπάδι πουλιά, κι αυτά γοργοφτέρουγα, δυνατά στο ξεπέταγμά τους, πολύβουα, ζήτησαν προστασία στη φυγή, στην απότομη κατωφερική πλαγιά, στη μεγάλη κλίση… Το όπλο επώμισε, ήρθε η ακίδα σκόπευσης στο μάτι, αλλά χάθηκε «η στιγμή» και οι πέρδικες μακριά πια, στα ριζά της πλαγιάς, στίγματα κινούμενα, ζυγαριασμένες, με τα φτερά τους FLAPS, φρέναραν ψάχνοντας πυκνούρα να κρυφτούν.
Κονάκι μου το βουνό, στις σχόλες και τις Κυριακές, μ’ έμαθε να ζω λεύτερος, χωρίς να κουτσουρεύω ψυχή και σώμα, αλλά μαζί εναρμονισμένα να πορεύονται και να μετατρέπουν την ελπίδα στο νου, βεβαιότητα στη γη. Όπως ακριβώς το μαυλιστικό κυνήγι με την αβεβαιότητα, αν θα συναντήσεις το θήραμα, κι όταν το συναντούσες το καρδιοχτύπι της επιτυχίας ήταν σαν τον έρωτα. Απόλυτη εξάρτυση και των δύο, από τη δική σου γοητεία το πρώτο και στην κυνηγετική σου ικανότητα, το δεύτερο.
Θόρυβος και βήματα που πατούσανε σε μικρά πετρόβολα του μονοπατιού, ακούστηκαν. Ένας βιαστικός χαλικισμός, λίγες δρασκελιές μονάχα, και φάνηκε εμπρός μου το ζευγάρι των κυνηγών.
Ήταν φίλοι μου, ανδρόγυνο, λιγνομεσάτοι, χαρούμενοι, φωτινά πρόσωπα όμορφα, που μαργαριτώνονταν με στάλες ιδρώτα, από τον σκληρό κοπιώδη ανήφορο της πλαγιάς. Πρωτοπόροι για τότε, ανδρόγυνο κυνηγοί, κανονικά με άδειες κυνηγιού και οπλοφορίας, πιάνανε τις βουνίσιες ρούγες, όταν ακόμη αγρυπνούσε ο Αυγερινός και τσιτώνονταν οι πέρδικες. Κι όταν τα βουνά ρόδιζαν στις πρώτες αχτίδες του ήλιου, οι «μπηχτές» ντουφεκιές της όμορφης τρίσφαιρης καραμπίνας “SKODA” στα χέρια του Διονύση, άφηναν τα πουπουλένια σημάδια στην πλαγιά, με πετυχημένες βολές και γέμιζε η τσάντα… Προλάβαινε και το ασημί «ZIGLINAS» όπλο, στα χέρια της γυναίκας του Πόπης, να καπνίσει. Κι ο αχνός της κάνης έκανε μικρές τουλίπες στον ήλιο, αλληλοδιάδοχοι μικροί κρίκοι τελειωμένοι…
Εκεί στις ερημιές των βουνών ένιωθα μόνος, αλλά ήρεμος, κι ένας βαρύς όγκος, ο μάνταλος, μια χοντρή μπάρα, έπεφτε πίσω μου, έκλεινε την πόρτα και κανένας δεν μπορούσε να χωρέσει στη μοναξιά μου. Ακόμη και τη ξαφνική βουνίσια βροχή την έβρισκα καλοδεχούμενη, βρεχόμουνα, αλλά την άκουγα έξω από μένα, τ ην άκουγα ίσως μόνον να πέφτει πάνω στα δρύινα φύλλα και στις πλατύσκιες οξιές. Άλλες φορές, η βροχή ήταν σιγανή-σιγανή, ποτιστική, κι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά, ακουμπούσε το πρόσωπο της γης και το φιλούσε δακρυσμένα… Το τριμμένο ξερόχωμα του βουνού βρεχότανε αθόρυβα, τα μόριά του πυκνώνανε, συνετίθεντο, γίνονταν σώμα και οι φυραμένες φλέβες, οι στεγνές και ξηρές, άρχιζαν να πάλλουν μέσα στη χωμάτινη σάρκα, κι αυτή να μαλακώνει και να γίνεται ζύμη λάσπης, που μετουσιωμένη από το Θεό κατέληγε, άλλαζε σε μήτρα ζωής, που έδενε τον σπόρο, του φύτριζε μετά τον άνθιζε και τον κ άρπιζε, κι η ζωή αλάργαρε κι η ομορφιά αλάργαρε και το φως αλάργαρε κι όλα μαζί αυτά, ψαχούλευαν το Θεό, στη γη…
Μπροστά από το κοπάδι προπορευότανε η μυρωδιά του. Ο αέρας βαρύς, κουδουνάτος, μύριζε μαντρί. Μπαμπακένιες τουλίπες τα πρόβατα, σελάγιζαν την πλαγιά που ανέβαινα. Κράτησα το σκυλί μου, σταυρώθηκα στο μονοπάτι, με τον τράγο του κοπαδιού. Μόλις που μ’ ένιωσε δίπλα του ο περήφανος μπροστάρης, ο γκεσέμης, ο μπροσταρότραγος. Όλος δύναμη, έφερνε την αφεντιά του κορφάτη, και το κοπάδι του ακολουθούσε μ’ εμπιστοσύνη σμιγμένο κι όχι κροσσάτο κι απλωτό. Σήκωνε το βαρύ κεφάλι του και ξεμασκάλιζε διαλεχτά νεοκλάδια πουρναριού, ακονίζοντας πλαγιαστά τις μασέλες του. Κι οι προβάτες, αναγαλλιάζανε, με ρουθούνια υγρά, στην καυτή ζεστή πεθυμιά που λίγωνε τις κοιλιές τους. Περίμεναν τη σειρά τους, ήταν η τραγίσια ανάσα του, που τις μέρευε, τις αλάφρωνε βουβά, τις ετοίμαζε για να ξεριζώσουν τα σπλάχνα τους, σε συνέχεια της ζωής… Πίσω στο μαντρί ξεχασμένα τα ξεπεσμένα γκεσέμια, όλο παλιά πλέμπα και χάλι, γεμάτα «συντριβή» με μυαλά και σπλάχνα όπως τα  θέλουν τα γεράματα, αδειανά, περίμεναν το μακελάρη τους. Φτηνοκρέατα δηλαδή…
Αθώρητες ακόμη κορφές βουνών μπροστά μου. Κάπου-κάπου σε ξανοίγματα του καιρού, με τη βιαστική βουνίσια άσπρη αντάρα, να αλλάζει θέση και σχήμα, σα ρούχο, πλούσιας γκαρνταρόμπας, αφόρετης κι αδοκίμαστης πρόβας σε ατελιέ, τις ξεδιάλυνα…
Και στην αργή επιστροφή, την κουρασμένη το ίδιο περήφανα με περίμεναν στα ριζά τους, τα βουνά. Όμορφα με μυστήρια δάση, καταπράσινα, τυφλές, πιεσμένες δυνάμεις πορολίθαρα μέσα στο χώρο και στο αιώνιο χρόνο, που τον υλοποιούν το μάτι και το φως, προκλητικά αστόχαστα, απροσκύνητα, άναρχα, ακατατοίκητα, ασυμβίβαστα στιβαρά, πέτρινες μορφές, έρωτες λευτεριάς…
Τα ’βλεπα και τα ’νιωθα να στέκονται γιγάντια μόνα, ανεξάρτητα στημένα εκλεκτικά άνετα, χωρίς η εκλεκτική άνετη ανεξαρτησία τους να δεσμεύει τη φύση. Να είναι λεύτερες δυνάμεις έξω από τη λίγουρη σκλαβιά της λευτεριάς, μουραγίσια ξέμπαρκα καΐκια πολυπλάνητα, χωρίς έρμα και καρίνα, σε κορυφές κυμάτων αιωρούμενα λυτρωτικά, λυτρωμένα από τα δεσμά της λύτρωσης… Και τα κοσμικά βάθη του ουρανού τα απέραντα, λεύτερα από τα όρια της απεραντοσύνης…
Εξωπραγματικά μονοπάτια, μακριά από το λογικό και πού κοντά στην παραφροσύνη, με όμοιους φλεγόμενους στοχασμούς, ισκιόμαχες αστραπές, νοητικές περιπλανήσεις και αγωνίες, στήνουν, ψηλώνουν και πυργώνουν τειχιά και καμάρες. Δοξαροτές καμάρινες  προσδοκίες και όνειρα, σε ανυπόταχτες ανθρώπινες ψυχές, μέσα σε άδειο αέρα, λεύτερες χωρίς οδηγό, χωρίς Μαήσιο ασφαλή τριγωνοσούρτη, για να ορίσουν τ’ άφταστα, τα μέχρι εδώ ή εκεί…
Πισωγύρισαν, ανεπετάρισαν έντρομοι, κι άρχισαν να συμμαζεύονται, γρήγορα, δειλοί στοχασμοί, στα ασφαλή σύνορα του ανθρώπινου μυαλού και νου, σε ορατό κόσμο προσιτό, αφήνοντας τον ξεστρατισμένο και λάθος, πίσω…
Γαλήνεψε η καρδιά, την ηρέμισε το γλυκό σκηνικό με την ημαθιώτικη πεδιάδα που ξεχώριζε χαμηλά και τον έναστρο ουρανό, που σαν χιλιαμάτης νυχτερινός στρατοκόπος λόξιζε, και αναμέριζε το κακό συναπάντημα, με τον βράχο του πυραμιδωτό και το μεγάλο πυρετό του Εγκατίν…

Τίμιος Πρόδρομος το Μοναστήρι

Ο σχεδόν μοναχικός δρόμος οδηγούσε από την πόλη στο Μεγάλο ποτάμι. Αριστερά και δεξιά του δρόμου ο καρπισμένος κάμπος, γεμάτος συκιές και αμπέλια, αλετρισμένος και σκαμμένος, με το χώμα του κατάκαρπο, με σοδειές από γεννήματα, με ξέχειλους ώριμους καρπούς, δικαίωνε τη γόνιμη γη της Βέροιας.
Στεγνοί, αδύναμοι χωριάτες περνούσαν με τα βόδια τους ζεμένα και αργοκίνητα κάρα με τριγμούς κυλούσαν ζυγιαστά σύμφωνα με το βαριοπερπάτημα των βοδιών. Ήσαν οι εργάτες της υπαίθρου, οι αγρότες, που χρόνια πολλά λάμνουν τα αμπάρια της γης και περιμένουν να ωριμάσουν και μελώσουν οι καρποί της, να τους γευτούν και να ζήσουν… Να δουν από το φύτρο του κλαδιού, ενός δένδρου το μικρό φύλλο, να ορμά, να θεριεύει και υψώνοντάς το, στο φως να σταυροκοπηθούν, μπροστά στο θαύμα της δημιουργίας…
Στο τελευταίο απογύρισμα του δρόμου, φάνηκε ο παχύς Αλιάκμονας να κυλά στην στενουργιά της κοίτης του, και το πορθμείο μικρό σημάδι, δεμένο στην άκρη της όχθης του.
Ήταν το «σάλι» το περαστάρι του ποταμού, από τη μια όχθη στην άλλη, τότε που η γέφυρα έλειπε και την αντικαθιστούσε το πρόχειρο αυτό πλεούμενο, στο πιο βαθύ και στενό πέρασμα του ποταμού. Ητο το σημείο από το οποίο και μετά, το ποτάμι έβλεπε την πεδιάδα, και άπλωνε τα νερά του στην αμμουδερή κοίτη του σε αλληλοδιάδοχα κύματα κατεβασιάς νερού, να τρέχουν, να ακουμπούν στα πλάγια της όχθης του, με λίγα άσπρα φτιασίδια από αφρούς, να καβαλάνε τις πέτρες και μετά να ξανακυλούν προς τα εμπρός και να ρέουν χωρίς να σπάσουν…
Το «σάλι» ξεφόρτωνε το ζωντανό πολύβουο φορτίο του στην απέναντι όχθη των Πιερίων. Ένα στενό δρομάκι, μια μικρή ανηφόρα και μετά ο δρόμος φαινότανε φιδίσιος να πιάνει τα υψώματα για τα χωριά τα αψηλά, του βουνού και κάπου ξέκοβε μέσα στην πυκνούρα για το  μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Δυο φορές, στα νιάτα μου είχα επισκεφθεί το μοναστήρι. Την πρώτη ήτο απόγευμα Σαββάτου όταν το συρόμενο πλεούμενο μας πέρασε απέναντι.
Ψιλόβρεχε, Νοέμβρης μήνας, και η αντάρα μαύρη, πυκνή σκέπαζε ίσαμε πάνω τα Πιέρια. Στα πλάγια της πορείας μας χαμηλές κουμαριές με τα ώριμα κούμαρα, φρούτα άγρια του βουνού, μα τόσο νόστιμα μας είχανε υποδεχθεί και μετά από πορεία ώρας πάνω στα λυχνανάμματα μπροστά μας έξαφνα στήθηκε μισοσκυμμένο μέσα στα μεγάλα δένδρα, αρχαία και πολυκαιρίτικα, επιβλητικό στην κινούμενη θολούρα, το μοναστήρι.
Μια τοποθεσία μοναδική, που οι παλιοί τεχνίτες από χρόνια είχαν διαλέξει. Είχαν αναμερίσει πουρνάρια και πέτρες, χώματα και βράχους και χώθηκαν  βαθιά μέσα της, αφήνοντας να φανεί και να λάμψει η δροσερή της ψυχή, με το πράσινο του δάσους, μ το μεγαλείο της ισορροπίας του τόπου και του χώρου, με τον ίλιγγο του γκρεμού και τις κρεμαστές βραχοσπηλιές: ένα καταφύγι ανθρώπινης περισυλλογής… Υποταγμένο πλέον το τοπίο, αγιάζει με το τέμενος του Ναού. Μια τρίκλιτος Βασιλική στήνεται και η Μονή πια, μελισσοκόφινο του Θεού, περιχαράζεται με φρουριακό στυλ και ύφος… Ο δικός μας Βεροιώτης, ο όσιος Αντώνιος και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος παπουλάκος της ελληνικής υπαίθρου, ημερεύουν τα βραχοτόπια και τις μαύρες βραχοσπηλιές του μοναστηριού, με τις παρουσίες τους… Μένουν στα ασκηταριά και υπομένουν στα σκληρά κλινάρια τους τη ζωή του ερημίτη…
Μπροστά στη μονή η βροχή δυνάμωσε τόσο, που νόμιζες ότι έριχνε νερό με τα σταμνιά. Οι κορυφές των Πιερίων τυλιγμένες στη μεγάλη κακοκαιρία, είχανε αφανιστεί. Της πυργόπορτας η δοξαρωτή πόρτα ανοιχτή, εμπρός και σε σειρά μέχρι πίσω, μια αραδαριά ρασοφόροι ήσαν σε αναμονή του Αρχιερατικού Επιτρόπου, μισοκαλυμμένοι, από τις αστρέχες του τείχους, βρέχονταν και γυάλιζαν σαν κυπαρίσια. Οι κορυφές τους, τα κορφοκέφαλά τους φυλάγονταν με τσόχινα καλπάκια, που σταλάζανε χοντρές ρόγες  νερού… Κι αυτές, υδάτινοι ερημίτες, κυλούσαν βιαστικά στα πισωλαίμιά τους και στα χνουδωτά αυτιά τους…
Μια μικρή αυλή πέτρινη, και το περιαύλη στο Αρχονταρίκη στοργικά προστάτευε δυο μικρά δένδρα, δυο μικρές, όμορφα φουντωμένες μουσμουλιές, στολισμένες με λευκά άνθη, σε μεγάλες αρμαθιές να κρέμονται. Η μουσμουλιά ανθίζει τον Νοέμβριο και η ευωδιά της ήταν διάχυτη έντονα γύρω. Είναι μια γλυκιά μεθυστική και ερεθιστική αίσθηση μέσα στα πρώτα χειμωνιάτικα ρίγη του μήνα. Είναι το θαύμα του πράου χειμωνιάτικου ήλιου, που κάνει το μάτι και το νου να βλέπει και να μην πιστεύει σ’ αυτό που βλέπει. Σαν να ήρθε η άνοιξη από ένα μελλούμενο πρόωρο αντιφέγγισμα…
Η κοντόπνοη χειμωνιάτικη μέρα τέλειωνε άσχημα. Αστραπές σπαθοκόβανε το Μοναστήρι, ο καιρός δυνάμωνε, άγριος φύσαγε ο ποταμίσιος αέρας και το μπουγάζι, της κοίτης του, τον κατέβαζε μάζα συμπαγή, με ουρλιάσματα σειρήνων, σαν μια φλογέρα που η κάθε της τρύπα είχε και το δικό της παράφορο τέμπο…
Ο κυρίως ναός έδινε την προστασία του, αφήνοντας έξω τα στοιχειά της καταιγίδας να τραβοπαλεύουν. Μέσα σκούρο απογευματινό μεσόφωτο, με δυο καντήλια να καίνε και στην άπνοια του χώρου μοσχοβολούσε η κλεισούρα μελισσοκόφινης κερήθρας και ροδολίβανο… Οι ψαλμοί του εσπερινού, μελωδικά μουρμουριστοί σε συνέχεια, χωρίς ανάσα και διακοπές, από τον γέροντα μοναχό Αρσένιο, ρύθμιζαν και απορύθμιζαν, ανάλογα με την ένταση του τέταρτου πλάγιου ήχου, την ηχώ του χώρου της εκκλησίας, σε ένα συνεχές φουρφουρητό μεταξύ Σταυροθεοτοκίου και επιλύχνιας Ευχαριστίας…
Και οι άγιοι στα εικονίσματά τους, όρθιοι από χρόνια, θολάκουγαν το ουρλιαχτό της καταιγίδας και μάτωναν… Ας ήσαν λιπόσαρκες ζωγραφιές, άδεια κορμιά από σάρκα, αέρινοι, ήσαν όμως έτοιμοι να γίνουν ουράνια φλόγα, στο έλεος του Θεού, να τιναχτούν έξω από τα τζαμωτά θηκάρια των εικονισμάτων και οι φτερούγες τους δίμετρες σκιές, μοσχολιβάνιστες μαυροφτέρουγη θεϊκή πρόνοια, να καμπυλώσουν και να αγκαλιάσουν τους ανθρώπους προστατευτικά με αγάπη… να τους σώσουν… Μεγάλες κυράδες, χωρικές προσκυνήτριες, γονατιστές, μπροστά στην Παναγιά, με τρεμάμενο φως της ασημένιας καντήλας να φωτοσκιάζει το πρόσωπό της, την παρακαλούσανε να βάλει τέλος στην κοσμοχαλασιά. Με τα μάτια τους στραμμένα κατάκορμά της, περιμένανε ώσπου η χάρη της Παρθένας τους γνέψει και τους αντιφωνήσει ότι πήρε το μήνυμά τους…
Από τα σφαλιστά παραθύρια του πρόναου, το πρώτο φως, το αντιφέγγισμα της νέας ημέρας φάνηκε. Όλα καθαρά και η λαγαράδα, της πρωινής ώρας, άφηνε το πλάτος του ορίζοντα ατέλειωτα να ποταμίζει, μέχρι την άκρη του κόσμου…
Ψαρογένης ο γέροντας Αρσένιος, κάτω από τον ξενώνα, στο κατώι σε σκεπασμένη αυλή, μαζί με ακόμη δύο βοηθούς του, στο βρασμένο γάλα «έκοβε πιτιά» από ξεραμένα στον ήλιο στομάχια αρνιών.
Η μαγιά πρωτόγονη, αλλά σίγουρη χρησιμοποιείτο για την Παρασκευή νόστιμου άσπρου τυριού και κασέρι. Οι τσαντήλες κρεμασμένες στη σειρά, σουρώνανε και το νερόγαλο στάλαζε σε μισούς τενεκέδες με φουσκάλες.
Κουνήθηκε από τον καντηλανάφτη καλόγερο, η κρεμαστή γλώσσα της καμπάνας του ναού της μονής, κι ο βαθύς, ήρεμος ήχος της, δόνησε τον αέρα, έγινε αγραφομουσικής αχνάρι, υψώθηκε, σκέπασε τα καταράχια ένα γύρω και μετά βούτηξε στην ποταμίσια χαράδρα, πάνω από τα νερά, έγινε νερένιος αχός, νεροκύλησε και χάθηκε…
Ξέκοψε ο καιρός, η  νεροποντή του χθες, θύμηση πια, και το χώμα του δάσους, ρούφηξε το πολύ νερό. Νιόλουστα όλα γύρω, μοναστήρι, ουρανός, ήλιος, γη, μύριζαν σαν φρεσκοπλυμένο ρούχο…
Διάφανα σύννεφα, καραβάκια ταξιδευτές διάβαιναν τον ουρανό. Ο βοριάς δρίμωνε κι αυτά αρμένιζαν καταμεσής του, με όρτσα τα πανιά στηθόπλωρα, κάργα οι φλόκοι και οι γάμπιες, με τα πισανέμια να τα σπρώχνουν ούρια, στον απύθμενο και άπατο θόλο του ουρανού. Και ο ήλιος ψηλωμένος γελούσε, γιατί γλύτωσε από το παραβάν που του είχανε στήσει τα σύννεφα. Λαμπίριζε και ζέστανε τη γ η, συνεχίζοντας την πανάρχαια θεϊκή δουλειά του, να βοηθάει τα γεννήματα να μεστώσουν, τα πουλιά να στήσουν τις από πηλό ή χορτάρινες φωλιές τους, και τους ανθρώπους της μονής, τους καλογέρους, να τους τονώσει το ηθικό, για να αντέξουν τον ανήφορο, που μόνοι τους διάλεξαν για να υπερβούν τα σύνορά τους, τον άνθρωπο…
Οι ίσκιοι μίκραιναν, απόλυσε η εκκλησία, οι σκιές αλλάξανε θέση, έγιναν κάθετες. Και ο πατήρ Αρσένιος ο καλόγερος, πηγαινοέρχονταν στην αυλή με το αντερί του ξέχειλο από τη φαρδιά πέτσινη ζώνη της μέσης του, με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά να κρέμεται στα πλάγια κουδουνιστή, καλούσε τους πιστούς στην τράπεζα για καφέ και γλυκό του κουταλιού.
Η ώρα κυλούσε, ο κόσμος χανόταν έφευγε, και σε λίγο η ερημιά σκέπασε τη σιωπή μαζί με το φως που είχε χαθεί και το σκοτάδι βιαστικό κατέβαινε.
Στην άκρη του ορίζοντα προς τη Δύση, κόνεψε ο Αποσπερίτης, παγωμένος, λαμπρός. Ακίνητος περίμενε να ψηλώσει το φεγγάρι για να αρχίσουν την αντίδρομη πορεία τους, να συναντηθούν μεσούρανα, πάνω από τον Τίμιο Πρόδρομο το μοναστήρι, να κανακέψουν ο ένας το άλλο, χαριτωμένα, με φώτα τρεμάμενα κεντίδια, σε αχνιστά μισοφέγγη μακρινά… Και στο γαλακτερό ξημέρωμα εκεί πριν την Ανατολή του ήλιου, μετά από ώρες, το ΄ίδιο τώρα άστρο να λάμπει, να τρέμει και να αγρυπνά, φύλακας ουράνιος του μοναστηριού, ο Αυγερινός…
Την ημέρα της εορτής του Τιμίου Προδρόμου 29 Αυγούστου, εκατοντάδες προσκυνητές φτάνανε στο Μοναστήρι και ο πανηγυριώτικος διάκοσμος τους περίμενε. Στημένοι μικροί πάγκοι, εδώ και εκεί, όπως βόλευε ο μικρός χώρος, με πραμάτειες διάφορες πολύχρωμες, μεταλλικά παιχνίδια και ξύλινα, παιδικές από κάμποτ ύφασμα ποδιές, ανδρικά παντελόνια από ρετσίνα, σαλιαρίστρες για μωρά, σουγιάδες διάφοροι. Χοντρές κυράδες, άβολες να πουλούν χοντροπλεγμένες κοντές κάλτσες, σκουτιά, και δίπλα κατάχαμα απλωμένα κεριά, λιβάνια μόσχου και τριαντάφυλλου να τα προσφέρουν ταγαριασμένοι αγιορείτες καλόγεροι, με γκρίζα μακριά γένια, να τα κρατούν απαλά στις φούχτες τους, να τα χαϊδεύουν, σαν της ρόκας, τα απογένια, που στην απόληξή της τα αφήνει κυματιστά το πρωί να αχνίζουν στον ήλιο…
Παραπονιάρικα βελάσματα ακούστηκαν κοντά στο χαμηλόρεμα που δίπλα του θα σφάζανε τα ζωντανά κουρμπάνια του Θεού, Βαρβαριώτες χωρικοί. Δύο τρία κοράκια βυθίστηκαν από το πουθενά, και με κρωξίματα, πιάσανε απάγγιο, προσχαμήλωσαν, στον τρούλο της Εκκλησίας, και συμπλήρωσαν το σκηνικό, με τα παγώνια στο κοτέτσι, νευρικά να αντιδρούν με φωνές στους παρείσακτους ουρανοκατέβατους, νεκροκηδευτές των βουνών…
Κι ο ουρανός, χάος, γαλοζοπράσινο βάθος, έμοιαζε θαλάσσιος βυθός, μακρινής εξωτικής μαργαριτοφόρας ατόλης.
Σχόλασε η Εκκλησία. Τέλεψε το χρέος των πιστών με το Αϊ-Γιάννη και το Θεό. Οι αχνοί από τα ψητά και βραστά κουρμπάνια, γαργαλούσαν τα πεινασμένα στομάχια. Η ψυχή καβουκιασμένη ζητούσε κι αυτή να τονωθεί. Έπρεπε το κορμί να φάει, να θεριέψει δίπλα του κι αυτή, για να μπορεί να συνεχίζει την πάλη της, μαζί του, όπως το θέλει ο Θεός…
Το στρωμένο, μακρύ τραπέζι στην τράπεζα του μοναστηριού το σταρένιο, φρέσκο ψωμί, με άφθονο τυρί φέτα σε  πιάτα και το ολόλευκο σιδερωμένο τραπεζομάντιλο, με τρίγωνες διπλωμένες άσπρες πετσέτες πάνω του, προίκες της μονής, χόρταιναν το βλέμμα με νοικοκυριό σπιτιού. Φιλοξενία αξεπέραστη, με τα πιάτα γεμάτα, να συμπληρώνουν το μεσημεριανό γεύμα. Με σεγκόντο ένα σιγανό αδιάλυτο μουρμουρητό να κυριαρχεί, από ομιλίες, πιρούνια βιαστικά και πιάτα να χτυπούν, όλο το Αρχονταρίκι ανάβραζε και αναχάραζε από την παρουσία του Μητροπολίτη Βεροίας Αλέξανδρου στην κορυφή της Τράπεζας. Ευλόγησε το πλούσιο, χορταστικό τραπέζι για όλους, ο ίδιος όμως αρκέστηκε σ’ ένα μεγάλο άδειο πιάτο, με λίγες στεγνές μαύρες ελιές, ντομάτα και πρόσφορο…
Πάλλευκος παππούς, με το βλέμμα του όλο φως και σοφία. Ίσιος και σε κοίταζε στα ίσια. Οσάκις από το βήμα της Ωραία Πύλης Κήρυττε το εκκλησίασμα εκστατικό έγερνε τ’ αυτιά του και τον ακολουθούσε… Οι δε ομιλίες του αυτές κάποτε έφερναν θλίψη και πόνο κι ίσως παράπονο, όμως τα συναισθήματά του αυτά, δεν αφαιρούσαν τη θεϊκιά ισορρόπηση από τα λόγια του… Ήταν ένας παππούς γλυκός, όλος αγάπη, ένας παρήγορος, πολυνούσης Δεσπότης…
Χλιαρό, άτονο πολύπαθο αεράκι φυσούσε, πετούσε παλιές αναθυμήσεις στο μυαλό, νεανικές πεθυμιές όνειρα και χίμαιρες. Νυχτοπαρωρίτης η καρδιά, για χρόνια δυνάμωσε την ψυχή και τη μέστωσε. Έτσι η ουσία με την πράξη φάνηκαν πολύ αργότερα, στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, όταν ο παπά-Γρηγόρης, μέσα σε μία δεκαετία, μου βάπτισε τα πρώτα τρία, λατρεμένα θεριά, τα εγγόνια μου. Ευτυχώς τα στιβαρά του χέρια, μέσα σ’ ένα αθάνατο Αγιορείτικο βάπτισμα τα κατάφεραν, να λυγίσουν τα ποδαράκια τους και να χωθούν στον αγιασμό.
Τρεις  φορές ένιωσα ευτυχισμένος στο περιαύλη του Ναού, χαρούμενος και γελούσα. Γελούσε μαζί μου κι η πλαγιά του βουνού, με το Μοναστήρι κολλημένο στ’ ακροράχια της, να χάνονταν στα προμεσημεριανά καυτά χαϊδολογήματα του ήλιου, μ’ εμπιστοσύνη κι οι δυο τους. Είχανε πίστη στο γερο – Αλιάκμονα, που χαμηλά τους, ασήμιζε και αναρροούσε τις δροσιές του προς τα ψηλώματα. Ακριβοδίκαια τις μοίραζε, τις κατασκόρπιζε, πάχνες πια, επάνω τους και στο χορτάρι… Κι όλα ήσαν καλά…

1)      Νυχτοπαρωρίτης= ξενύχτης
2)      Ρετσίνα: είδος υφάσματος

Ο Αλιάκμων

Οι ξεροπόταμοι, ασπριδεροί, γεμάτοι μικρές κροκάλες και τσακισμένα γυαλιστερά από την πολυκαιρία μικροκλάδια, όταν έβρεχε στα βουνά και τα  νερά κατέβαιναν ορμητικά, παρίσταναν τους ποταμούς για μια δυο ημέρες. Μετά έσβηνε η βιασύνη τους, σώνονταν οι θυμωμένοι αφροί τους κι άφηναν να κυλά, μόνος και περήφανος, ο μεγάλος ποταμός, ο βασιλιάς Αλιάκμων.
Ο ποτάμιος μυθικός θεός, με πατέρα τον Ωκεανό και μητέρα την Τηθύα, με το σύνθετον όνομα του Ομηρικού Αλς και Άκμων και με την ιστορική, βέβαια, καταγωγή μιας Μακεδονικής γνήσιας Βασιλόφλεβας νερού.
Άφηνε πίσω με το κύλισμά του, ο Ιντζέ Καρασού κορφοβούνια και λακκώματα, κάστρινα βράχια θεόρατα, πλαγιές και υψώματα, όπως Ραπαντίνα Βούτσι, Μπαρό και Μάλι-μάδι. Συναντούσε δε στον Κρανιώνα, τη διχάλα από τα νερά του Γράμμου, κι ολόκληρος πια ο Αλιάκμων, συμπληρωμένος έβαζε πανιά, πότε αφρίζοντας και πότε γλαρωμένος, να φιδίζει βόας κουλουριαστός εδώ και μαύρος, και πιο κάτω δε ανακόντα πράσινη, αργοξετύλιχτη και ασάλευτη νυσταγμένη, να χαίρεται, το θολό και αποβροχάρικο ζεστό φως του απομεσήμερου... Υψηλά και πάνω του, τα λιγοστά θαμπά συννεφάκια ταξιδεύανε συνοδοιπόρα μαζί του. Ακολουθούσαν τα καθαρά και διαυγή νερά του, και ανέμελα μορφώματα άφηναν να καθρεφτίζονται και να μπαίνουν είδωλα ανάποδα στο νερό του, στην ποταμίσια τρεχούμενη λικνιστική αυτή κούνια, και να πετούν αργά ή γρήγορα κοντά και… μέσα του. Άλλοτε δε, σε μια γρήγορη πνοή του ανέμου, να σκεπάζουν τον ήλιο, με μια ταχύτατη εναλλαγή φωτός-σκιάς. Τότε ο νερένιος κόσμος χαμηλά, φάνταζε μια χαρούμενος και πότε θλιμμένος...
Μετά τη γέφυρα του Γιάγκοβου, κοντά στα Γρεβενά, ο αρχοντοπόταμος Αλιάκμων αγκαλιάζει και φιλά τον ποταμό Βενέτικο, που φουρφουριστός και γελαστός σαν Αμερικάνος μεσήλικας τουρίστας, της εποχής μου, με σταυρωτό κόκκινο σακάκι και χρυσά κουμπιά, πλουμίζει και πλουτίζει τα νερά του Αλιάκμονα με τη συμβολή του, και στο πρωινό θαμπογάλαζο φως, όταν η Μαγιάτικη ανατολή του ήλιου, ξεμύτιζε, στα πλάγια της κάθετης όχθης του ποταμού, ψηλοανέβαιναν κρεμαστά αχνιστά πούσια, άσπρα σεντόνια, που λυγούσαν μέσα στη χαράδρα μπλέκοντας και πλέκοντας μυστηριακά λευκές κορδέλες, ρυθμικές κυκλοτερές αποκριάτικες σερπαντίνες. Και η τριζάτη πανάκριβη της φύσης μουσελίνα από αδιάλυτη πάχνη κρέμονταν ακίνητη, ωσάν γαλακτερός πρωινός ατμός...
Ένα μικρό πουλάκι, τόσο δα, ένα αηδονάκι μέσα από τα πυκνά βάτα ακούστηκε. Και το ξημέρωμα άλλαξε με μιας, άλλαξε ο κόσμος. Μια γλυκιά πίκρα αβάσταχτη γέμισε με μουσικούς τόνους, καλύπτοντας ολόκληρες οκτάβες... Οι πόροι του σώματος γίνονται αυτιά, για να μπορέσουν εύκολα να αποχορτάσουν το θαύμα της μουσικής του τρίλιας, με την ξέχωρη γοητεία, της πρωινής αυτής τελετουργίας, ενός εαρινού ρεσιτάλ από φτερωτό σολίστα... Μέχρι και ο Γεροπλάτανος με τα δροσερά νάματα να κελαρίζουν στα πόδια του, έγειρε τα ακροκλάδια του για να ακούσει τη μουσική τελειότητα από ποτέ, ακόμη κι ύστερα από έναν αιώνα ζωής...
Τρέχανε τα νερά του ποτάμιου μυθικού θεού στην κοίτη του, ανακυλιστά, σκουντουφλώντας στα πέτρινα χοχλάδια για χρόνια. Το βουητό τους δε, σταθερό και συνεχές ήταν μουρμουρητά από προαιώνιες θύμισες ξορκισμού, για μυστηριακές δυνάμεις της βουνίσιας νύχτας στα ξέφωτα, όπου φεγγαρίσια ξωτικά, σκιές πέπλων, τερέριζαν τσιριχτά, πνοές ποταμίσιες ίσως, παντοδύναμα λόγια και καλώντας τα αγαθά πνεύματα, μέσα από τον αέρα, από τα δένδρα, από τα χώματα, να γίνουν οι συνοδοί, των αποκαθαρμένων πια νερών του, μέχρι τον κάμπο της Ημαθίας...
Μετά τον Πολύμυλο το ποτάμι σφίγγεται, συνθλίβεται σχεδόν, μέσα σε δυο βουνά πελώρια και θεοκατοίκητα. Μετά βίας ανοίγει το δρόμο του στα κάθετα πλάγια τους. Τα Πιέρια και το Βέρμιο λυγίζουν πάνω στην κοίτη του και η φόρμα τους σε αδρές και στέρεες γραμμές εκεί απολήγει, μα μπορεί και να αρχίζει... Άγιες και ιστορικές τοποθεσίες χαμήλωναν και τέλειωναν πάνω στα βιαστικά νερά του.
Σκαλωτοί λόφοι από τις κορυφές του Αράπη της Καστανιάς σε κυλούσαν στον Αη Γιάννη. Χωριό σε ερείπια. Μόνον η εκκλησία μένει μικρή, στητή και σωσμένη, με την πόρτα της ξεκατίνωτη, πάντα να τρίζει ελαφρά στην ώθησή της, και οι Άγιοί της, στα κορνιζωμένα θηκάριά τους, να περιμένουν να δουν τον επισκέπτη, με τα πρόσωπά τους πράα, καλοσυνάτα κι αγαπητά, ώστε η έννοια της Αγιότητάς τους, να πλησιάζει να γίνεται ζεστή κι ανθρώπινη... Μόνον ο Αη Γιάννης με το πιάτο στα χέρια, πεσκέσι, φαίνονταν άγριος... Δυο κεράκια αναμμένα με τις κίτρινες φλογίτσες τους να μικρομεγαλώνουν τσιτσιρίζοντας αποσώνονταν στην αμμοδόχο χαμηλά, σημάδι και άλλων περαστικών, και το θυμίαμα, μικρή σπονδή τους, άφηνε τις γαλαζωπές σκιές του, να αιωρούνται έως τα τρουλωτά κοιλώματα της οροφής, με τα μελιχρά φέγγη του Ναού, στα πόδια του Παντοκράτορα Θεού. Εκείνος από την κορυφή υψηλά έβλεπε, απορούσε κι ευλογούσε Ευτυχισμένος, τους ανθρώπους και τη νύχτα που θα ερχόταν. Έπρεπε να ξεκουραστεί, να τεντώσει τα μέλη του και να αναγαλλιάσει κι αυτός, ο Θεός, από τα φαρμάκια και τις αιώνιες έγνοιες των ανθρώπων που τον πιλάτευαν ολημερίς…
Έξω από το Ναό, ανατολικά του, δεκάδες  κρανία στοιβαγμένα, και σε δύο σειρές ποστιασμένα, κοίταζαν το τίποτα, με τις γούβες των ματιών άδειες, τρύπες της αιώνιας νύχτας, το ένα πάνω στο άλλο, με τάξη και συνέπεια, ιερή οστεοφυλακίου...
Η ημέρα λαχτάρισε, ξέκοψε από τη νύχτα και ο Αυγερινός λαμπρός τέλειωνε το σεργιάνι του, μαζί με τις πρώτες ροδόφωτες σκιές της αυγής. Οι γύρω κορυφές παίρνανε φως και το πρωινό ερχότανε ζωηρό και εκπληκτικά καθαρό σαν άκοπο διαμάντι με πολλά καράτια. Τα βράχια στα ριζά του Μοναστηριού της Θεοτόκου Καλήπετρας, στέκονταν όρθια. Άγρια όρθια και όμορφα. Πιστοί πονεμένοι, μικρές ομάδες γυναικών φτάνανε πεζοί στη γιορτή της Θεοτόκου, μπαίνανε στην τοιχισμένη αυλή της, στο σώχωρο, με τα κοντά αγριολούλουδα και χαμομήλια που βλάστιζαν ελεύθερα παντού, φυσικό πυκνό τεμπήχι, πλούσια χλόη ατσαλάκωτη, σε χώμα πλούσιο γεμάτο φουσιά. Λίγα λουλούδια στα χέρια κρατούσαν οι πιστοί και με δειλά βήματα βάδιζαν για τον ναό μέσα στο ναό και μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, με τα μεγάλα μάτια δακρυσμένα τα εναπόθεταν χωρίς μιλιά, βουβά. Είχανε τόσα να της πουν!! Εκείνη άκουγε πονετικά τις αμίλητες φωνές τους...
Ένας πετεινός στημένος στη μάντρα, κοκόρισε, το σήμαντρο σήχησε με τον δικό του ήχο, ξερό κροτάλισμα αργό-γρήγορο και τα γύρω υψώματα τα μακρινά, φαίνονταν τώρα με το μίσεμα του πρωινού πιο κοντινά. Ερχότανε ασημένιος ο Αλιάκμων, φίδιζε, είχε πάρει την ρότα του, κυλούσε αδιάκοπα, χωρίς να ξεδιαλύνεις αυτόν, που τον ωθούσε αέναα στη ροή του, μέχρι που ο "ήλιος θα έγνω την δύσην αυτού". Η δύναμη του  νερού έστηνε στις "χωσιές" των βράχων όπως και στους βατούς πόρους του, καλολίμανους μικρούς ποταμίσιους κολπίσκους, όπου το νερό με τον φυσικό κυματισμό του, έδειχνε να ζει, όταν απαλά ανέβαινε και κατέβαινε σαν αναπνοή... Σ' αυτές τις κλειστές "παλάμες του Θεού" δίπλα στα χοχλάδια της άσπρης ποταμιάς και μέσα στις αψές μυρωδιές του δάσους από καρυδιές, με μόνη λαμπηδόνα την ψυχή σου, βουκέντρα άγρια και αιχμηρή, την ένιωθες την ίδια να μεγαλώνει, εφτάζυμο προζύμι να φουσκώνει, για να παύει να σβολιάζει στο βάθος της ακούνητη… αλλά να ξυπνά και αν ζητά…
Τα θερμά καλοκαίρια ο ποταμός Αλιάκμων, δρόσιζε την κοιλάδα του. Ανασήκωνε τον αέρα που χαμηλά χάιδευε τα νερά του, τον μοίραζε και όταν πια έφθανε και έμπαινε, τελειώνοντας το ορεινό πετρομονοπάτι της κοίτης του στον καυτό Ημαθιώτικο κάμπο, τον ελεύθερο και ατέλειωτα μεγάλο σαν ωκεανό, ψήλωνε τα νερά του, γοργοφλεβάριζε τις ομορφιές του, του χαμογελούσε και σαν ψημένος πολυχρονίτης εραστής, νωχελικά άπλωνε τα νερά του παντού, τον πότιζε, τον πλημμύριζε και τον κάρπιζε με τα άμετρα φύτρα των σπόρων της γης… Όταν δε το λευκό αστέρι της ημέρας, το παράκανε με την πύρα του, το έδενε στο καπίστρι του και το έσερνε τις εκβολές του προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού, και εκεί τον άφηνε να σεργιανίζει του καιρού… μέχρις ότου γύρει και χαθεί μακριά στο  πλάι, πέρα από τα βουνά, στραφταλιστός από τις χιλιάδες καθρεφτάκια-κύματα, που μονόπατα χωρίς αφρούς, ανεβοχαμήλωναν αδιάκοπα και ηδονικά σαν ερωτικό παιχνίδι…
Στα σημερινά της εποχής μας χρόνια ο Αλιάκμων έχει αλλάξει. Πλούτισε με τρεις πρόσθετες τεχνικές του λίμνες. Έτσι έγινε η μεγαλύτερη αποθήκη πόσιμου γλυκού νερού της Ελλάδος.
Πολλές του τοποθεσίες, γνώριμες και αγαπημένες δικές μου, έχουν πλημμυρίσει και χαθεί οριστικά. Όπως πλαγιές και υψώματα, που στη δεκαετία του 1950 κυνηγώντας σ’ αυτές, «ξεπετάλωνα» τις βουνίσιες πέρδικες, τα περήφανα και όμορφα αυτά πουλιά θηράματα, που ζητούσαν νέο άνδρα για να ακολουθεί το ντορό τους. Μνήμες και μόνον μνήμες κι όσο μακραίνεις απ’ αυτές τόσο γερνάς κι άλλο τόσο ζυγώνεις τον Θεό. Θύμισες που κατακλύζουν το νου, πυργώνουν κυριαρχούν κι όταν κουραστούν και αποκουράσουν φεύγουν… Είναι μάταια συμπλέγματα από σκιές και ήλιο. Είναι άστρα που μας χαϊδεύουν τη νύχτα ανέγγιχτα ψεύτικα κι ονειρικά…
Και μένουν έτσι, άσημοι ψίθυροι, στην παρθένα μοναξιά μιας ανθρώπινης χλωμής ιστορίας…


  1. Ιντζέ Καρασού: ψηλός μαυροπότομος ο Αλιάκμων
  2. Φουσιά: κοπριά σταυλίσια
  3. Τεμπήχι: χαλί, τάπητας

Το γνέψιμο της Άνοιξης

Ο χειμώνας από ημέρες ξεπόρτισε. Άλλαξε πρόσωπο ο Θεός, έβγαλε τη μάσκα και ο κόσμος μαζί με την Ημαθιώτικη γη δρασκέλησε τον χειμώνα. Οι κοντόπνοες χειμωνιάτικες ημέρες σώθηκαν, ξεπέζεψαν, κι όλα πάλι από την αρχή ξεκινήσανε. Το αόρατο γνέψιμο έγινε ορατό. Άρχιζε η Άνοιξις. Μυρωδιά από ανθισμένα δένδρα, μυρωδιές από χόρτα και οι δροσούλες να τρεμοπαίζουν λιγωμένες στα φύλλα. Το φως είχε πιάσει να γλυκαίνει... Στα βουνά τα χιόνια έλιωναν, τα μονοπάτια τους γλιστερά γυάλιζαν και στον κάμπο περνούσαν πότε-πότε κάτι χνώτα χλιαρά και μυρωμένα, που ξεπέταγαν και ξεσάλωναν την ψυχή. Αυτά τα γλυκά ανοιξιάτικα κύματα αέρος την γέμιζαν ανεμώνες και οι ελληνικοί ζέφυροι, απαλά ξέπνοα Δυτικοβοριαδάκια συναντούσαν και αναλούσαν τα χιόνια, υψηλά στο Βέρμιο, σε πεντακάθαρα νερά, κρουσταλλένια, μικρούς χείμαρρους, που κατέβαιναν τραγουδώντας αδιάκοπα και ξυπνούσαν τις ιτιές, ριγώντας τα φύλλα τους...


Άνοιξη και ο  τρελομάρτης κάλπαζε. Μπαινόβγαιναν τα νυκτοήμερά του, γρήγορα αλαφιασμένα, με τη νύχτα να κυνηγά την ημέρα νωρίς ακόμη, από τις απογευματινές τις ώρες, όταν η ημέρα λύγιζε και το φως του ήλιου αρπαζότανε από τα όμορφα βαμμένα χρώματα των τοίχων των σπιτιών, και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Γαντζωμένο περίμενε εκεί, μέχρι οι πρώτες χνουδωτές σκιές να φανούν από τη γη και να υψώσουν... και στην προχωρημένη νύχτα να γίνουν ένα, σκοτάδι πίσσα... “Περισκοπείν άστρων” από το στενό παράθυρο με τα αστέρια κρεμαστά να αχνοφέγγουν, θολόθαμπες άχρωμες στουρναρόπετρες, πυριτολίθαρα, να τσακμακίζουν και να ζητούν την ίσκα, να την σπιθίσουν για να καπνίσει...



Πάντα της άνοιξης η παρουσία είναι συναρπαστική και γοητευτική. Ελπιδοφόρα με μια μοναδική μαγεία, να δίνει χρώμα στον κόσμο της ψυχής, όταν αυτή  θαμπώσει, γλυκό ήχο στο κελαρυστό νερό της βροχής, και πανικό για το νυχτερινό κελάηδεμα του αηδονιού, επειδή θα τελειώσει με τη νύχτα...



Αναπνοή στην αναπνοή του ανθρώπου, που πλαντασμένη ασφυκτιά και χάνει τον ρυθμό της, κόβεται, όταν ψυχανεμίζεται ένα γύρω, ότι είναι μπλοκαρισμένη και με τίποτα δεν γλιτώνει... Μισοκαθισμένος, πάνω στα κάγκελα της Εληάς, στα νιάτα μου, άφηνα τα πόδια μου να αιωρούνται, σε κίνηση εκκρεμούς, ενώ μερικά μέτρα χαμηλότερα άρχιζε η θάλασσα του βαθύ πράσινου. Τα χωράφια από  ημέρες είχανε χλοΐσει, στα φυτρωμένα σιτάρια, δείχνανε ένα κουτοκουρεμένο γρασίδι, ωσάν ένα κολλαριστό μονόφαντο σιέλ σεντόνι στρωμένο με γυναικεία επιμέλεια και προσοχή. Οι κυματιστές, πυκνές παπαρούνες σε συνέχεια, άλικα Πασχαλιάτικες άγριες στην ομορφιά του έντονα κόκκινου, παραδομένες και δοσμένες στον ερεθισμό του οργασμού της άνοιξης, μεταμορφωνότανε σ’ έναν ατέλειωτο σε πέρας κήπο, ώσπου τα μάτια σου μπορούσαν να φτάσουν και να καταγράφουν κάθε ανάσα των πετάλων, κάθε μαυλιστική κίνηση των σκούρων σέπαλων, σ’ ένα ρυθμό παραγωγής, ασύγκριτης ποιότητας νέκταρ, αλλά και ομορφιάς και φυσικής παρουσίας...



Αρκετά μακρύτερα, φαίνονταν τρεμοσβήνοντας από τις αντανακλάσεις του φωτός, τα μικρά τότε, σπίτια του χωριού Κουλούρα. Εκεί τέλειωνε ο ορίζοντας στα μάτια μου, κι ο ουρανός έσμιγε με τη γη, με άπειρη τρυφεράδα, όπως ακριβώς τα αντρικά χέρια, τυλίγουν τους ώμους της γυναίκας, που με θηλυκιά  εγκαρτέρηση αφήνεται σ’ αυτά...



Τα χελιδόνια, βιαστικά πρόσχαρα, αστραπές στα μάτια, ψάχνανε υψηλά, ραμφοχαϊδεύοντας και ψηλαφίζόντας τους τοίχους των σπιτιών, για στεγνές, στέρεες πέτρες, γωνιές σίγουρες για να “κλαρώσουν”.



Κι άλλα πετώντας λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα, σπάθιζαν τον αέρα και κάρφωναν τα ράμφη τους στα μικρά έντομα που είχανε ξελιθαργώσει οι γλυκές, θερμές πνοές του Μάρτη, από τη νάρκη του χειμώνα και χαμοπετούσαν μικρά σμήνη, σε νέφη σκούρα και κυματιστά.



Δυο ζεύγη νιόφερτα, από την Αραπιά, λελέκια, διαγράφανε μεσούρανα μεγάλους κύκλους, με την αυτή περιφέρεια και διάμετρο, τέλειοι ουράνιοι γεωμέτρες, με το ίδιο αφτέρουγο μονόκορδο και μονόκορμο ταλάντεμα, σχεδόν με ακίνητες φτερούγες, ψάχνοντας στέρεα ξεροκλάδια, καμπίσια δένδρα, μοναχικά ξεκομμένα να φωλιάσουν...



Κι οι κοπέλες της Βέροιας, οι όμορφες οι ανοιξιάτικες με το κορδονάκι του Μάρτη στον καρπό τους, φρεσκολουσμένες, με βλέφαρα να χαϊδεύουν απαλά τα μαύρα μάτια, τα μπιρμπιλωτά και με “στηθάκια αναμμένα... του κόσμου οι καημοί” όπως τάθελε ο Μαλακάσης ο ποιητής, ανάσαιναν βαθιά τον μυρωμένο της χλωροφύλλης αέρα, στο αδύναμο πρωινό θάμπος, μετά από ένα νυχτερινό όνειρο, συνηθισμένο χωρίς έξαρση, με κατάλοιπο μόνον, ενός γλυκού και απροσδιόριστου στο στομάχι κενού... Σε ελληνικά, ζεστά χρώματα, φυσικά σκούρα, με τόνους καστανούς, οι νέες, δεν είχαν σχέση καμία με αυτά τα σημερινά βαμμένα ξανθά μακαρόνια, όλες αυτές τις σημερινές Γκρέτχενς (Gretchens) ή τις βόρειες σε απομίμηση Σκανδιναβές Βαλκυρίες, με τα ξερά πατολειωμένα στάχυα και πρόσωπα γαλάζια, ανόρεχτα με λουλακί άτονο βλέμμα...



Άνοιξη, χωρίς το δάκρυ της Μ. Εβδομάδας δεν νογάται. Θεϊκή μπαγκέτα κατευθύνει το ουρανοδόξαρο της Βυζαντινής Μουσικής όλη τη Μ. Εβδομάδα σε ύμνους και τροπάρια. Και ο ιδρώτας του Ιησού “ωσεί θρόμβους αίματος” στην Γεσθημανή, μέχρι το “λαμά σαβαχθανί” στον Γολγοθά ήτο η αγωνία του, αν η ανθρώπινη ζύμη, θα δεχότανε το δικό του προζύμι για μια νέα γλυκιά ανθρώπινη σχέση και συμβίωση...



Οι τρεις στάσεις των εγκωμίων, τα ωραιότερα ποιητικά μοιρολόγια, μαζί με τους λεμονανθούς και τα ροδόνερα κατευοδώνουν και μοιρώνουν το σώμα του Ιησού. “Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες, θανατούσιν ως ξένον. Δος μοι τούτον τον ξένον, ινα κρύψω εν τάφω, ον ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίναι” ο ευσχήμων Ιωσήφ, εξαιτεί και κηδεύσας απέθετο. Αυλαία στο πονεμένο δράμα του Ιησού.



Στη Βέροια η ζωή συνέχιζε τον κύκλο της, μ’ όλα τα ανθρώπινα σουσούμια και σκέρτσα, όπως αγάπες, χωρισμοί, γέννες, βαφτίσια, εγγόνια, θάνατοι...



Έτσι λοιπόν, όσοι τον αψηφούσαν και δεν δοκίμαζαν να... κρυφτούν, ο χάρος τους ξεχώριζε και τους σημάδευε... Και τότε οι μεν γυναίκες βάζανε μαύρα τσεμπέρια, πένθιμα, οι δε άντρες άφηναν τα γένια τους να ποταμίζουν στο στήθος τους για μέρες, ανάλογα με το ύψος της θλίψης τους. Παράλληλα πιάνανε δουλειά οι μαραγκοί, οι παπάδες και οι ψάλτες. Και στον κατήφορο για “σακάτ”, η ιππήλατος Δημοτική νεκροφόρα, μαύρη και άραχνη, με τα κρόσσια και τις φούντες της, κρεμασμένες να πηγαινοφέρνουν, σύμφωνα με τον βηματισμό της φοράδας που στολισμένη κι αυτή, με μια ανάλογη μακρύποδη πλερέζα μέχρι τα πέταλα, εξασφάλιζε στον αδιάφορο “ταξιδευτή” τη σίγουρη άφιξή του στη “νύχτα” του τάφου. Η αγριοφωνάρα του Θεμιστοκλή Μπουλασίκη ιεροψάλτη του Ναού της Μητροπόλεως, με τους βρυχηθμούς της και τα λοιπά ψαλτάδικα τσαλίμια, γινότανε ο προπομπός λόγω ήχου, και τάραζε τη μακαριότητα της οριστικής κατοικίας... Τρομαγμένες και ξεσηκωμένες από τα κυπαρίσσια οι δεκαοχτούρες χαμηλοπετούσαν και τα κιρκινέζια σπινόφωνοι φωνακλάδες, συντέριαζαν το όλο σκηνικό με τον ήχο του τρίτου πλάγιου “δεύτε τελευταίον ασπασμόν”.



Κολλητά με το Νεκροταφείον βρισκόταν τότε, εν ενεργεία το Νηματουργείον των Αφών Χατζηνικολάκη. Επιχειρηματίες τα 5 αδέλφια, όλη την ημέρα βολόδερναν εκεί, εργαζόμενοι και οι ίδιοι. Μια καλοκαιρινή ημέρα με συναντά ο γείτονάς μου ο Χαρίλαος Χατζηνικολάκης, ένας από τους πέντε. Βεροιώτικη ομιλία και Βεροιώτικη προφορά. Δεκαπεντάχρονος εγώ τότε, μου λέει:



“Η Φιλιππάκης η τρανός, κυζηρά ένα πιδί, για λίγον κιρό. Να συμμαζέπς τις κόρδες απ’ του ουργουστάσιου. Το μιρούσιου 23 δρχ. χωρίς τον ΙΚΑ. Άκσες χωρίς τον βιρανέ του ΙΚΑ. Θέλτσ; Ιπέμι αγλήγουρα”. Ο Φίλιππος ήτο ο μικρότερος των πέντε αδελφών, αλλά το “τρανός” πήγαινε στο ότι ήταν το αφεντικό στο εργοστάσιο. Δέχτηκα και πήγα. Αλλά γρήγορα το μετανόησα, επειδή δούλευα 10 ώρες την ημέρα συνεχώς και εξαντλητικά και ίδρωνα. Πολύ ίδρωνα σαν να άνοιγαν πάνω μου βρύσες, και οι ώμοι μου πονούσαν και οι καρποί των χεριών μου πονούσαν και η μέση μου πονούσε από το συνεχές ανασήκωμα. Συναντούσα καθημερινά στις έρημες σκεπαστές αποθήκες κοντόχοντρες κερατωμένες οχιές, σκόνη πολύ, καθισμένη παντού, κι ένας αέρας βρώμικος και η βρωμιά του αιωρείτο στο κιτρινοκόκκινο φως της σκονισμένης ηλεκτρικής θαμπής λάμπας...



Κουβαλούσα και τακτοποιούσα δέματα με μπλε κόλλες τυλιγμένα και τα αριθμούσα με πινέλο. Ήταν τετράγωνα ορθογώνια δέματα, με κουβαρίστρες μεγάλες, σχοινιά, σχετικά με πάχος λεπτό, αλλά πολύ στερεά, παραγωγής τους. Τα λέγανε κόρδες. Έτσι, λοιπόν, κουραζόμουν πολύ κι ήθελα να τα παρατήσω, κι έπειτα κουραζόμουν ακόμη περισσότερο και ξεχνούσα να τα παρατήσω, ζούσα κάθε λεπτό μέσα στην αραχνιασμένη αποθήκη, χωρίς την ελπίδα να ξεφύγω στο φως, κλεισμένος μέσα της, χωρίς τη διαχωριστική οροφή, το ταβάνι, από τα δοκάρια που συγκρατούσαν τα κόκκινα πλατειά κεραμίδια “Φιλίππου”.


Έμενα εκεί και δεν τα παρατούσα, γιατί είχαν τη δυνατότητα του “πουθενά” μετά, αν τα παρατούσα...


1) Περισκοπείν άστρων = κοιτώ την πορείαν τους.