Ο ένας που έκλαιγε…..

Το τραίνο αργούσε να φύγει. Από τον επόμενο Σ. Σταθμό, 23 χιλιόμετρα μετά, δεν δινότανε το ελεύθερο να μπει και να τροχιοδρομήσει, στη μονή Σιδ/κή γραμμή προς Θες/νίκη. Το «δοντοχτύπημα του θερμιασμένου » αργούσε, γιατί οι άκρες των πηνίων του τηλέγραφου μένανε χωρίς μαγνητική διέγερση και σιωπούσαν.
          Οι συγγενείς όσων ταξιδεύανε, μένανε ακόμη εκεί, στη στενή αποβάθρα του Σταθμού, δίπλα στις ράγες , όρθιοι παραστάτες, να περιμένουν την αναχώρηση του συρμού. Σχεδόν ακουμπούσαν τις ανοικτές πόρτες των βαγονιών και προσπαθούσαν να φωνάξουν, κουνούσαν τα χέρια, στέλνανε αεράτα φιλιά με σούφρωμα των χειλιών στην ανοικτή παλάμη, μέσα σε μια παράξενη βουή, δυνατή και επίμονη… Μπερδεμένες ομιλίες από πολλά στόματα, μιλάγανε όλα μαζί. Αυτό για στιγμές-στιγμές δυνάμωνε το βουητό κυριαρχούσε και μετά πάλι έπεφτε σε τόνο τόσο χαμηλό, που δεν ήσουν βέβαιος αν το άκουγες ή ήτανε ιδέα σου.
          Δίπλα άλλοι κλαίγανε και σκουπίζανε από τα μάγουλα τα δάκρυα, με τα ήδη βρεγμένα μαντήλια τους. Κρεμασμένοι μισοί, έξω από τα κατεβασμένα των βαγονιών παράθυρα, τα νέα εικοσάχρονα παιδιά της προς κατάταξη ΕΣΟ, καμώντουσαν πως γελούν. Γελούσαν σπασμωδικά, γιατί έπρεπε από αμηχανία να γελάσουν κι ορισμένοι άφηναν τη θέση τους στο παράθυρο και βιαστικά κατέβαιναν, πηδούσαν στην αποβάθρα, γάντζωναν αφύσικα σφικτά μερικά δάκτυλα, από παλάμες τεντωμένες, ανοικτές, λέγανε βιαστικά ύστερα λόγια και ξανανεβαίνανε πάλι, και πάλι πέρνανε το ίδιο πόστο, θέση στο παράθυρο, ισιάζοντας κάπως το κρεμασμένο άτακτο από τον αέρα κουρτινάκι.
          Η ταινία του τηλέγραφου, ξεκόλλησε από τη θέση της  και μαύρα σημαδάκια , στίγματα, γραμμές – παύλες εμφανίστηκαν… Το τραίνο σφύριξε μια δυο φορές, τρείς, και ξεκίνησε αργά, μετά φουριόζικα και πήρε τον μικρό κατήφορο με τις γυαλισμένες από λάδια μπιέλες του, στηριγμένες πάνω στους έξι μεγάλους τροχούς της ατμομηχανής, τρείς σε κάθε πλευρά, κι άρχισαν να μεταδίδουν την κίνηση από τον πιεσμένο και ελεγχόμενο ατμό, μπρος- πίσω, όλο και πιο δυνατά όλο και πιο γρήγορα. Οι οπές ασφαλείας του ατμού χαλάρωσαν, άνοιξαν τελείως και αυτός, υπερθερμασμένος, πλούσιος ξεχύνονταν, ξεφυσώντας χαμηλά και δίπλα, πάνω στις ράγες, τυλίγοντας την ατμομηχανή με θερμές λευκές νεφέλες , άλλοτε πυκνές και αδιαπέραστες, κι άλλοτε διαφανείς και παιχνιδιάρικες.
          Ολάνοικτα τα μάτια των νέων, χαϊδεύανε  και αποχαιρετούσαν στο απόσωσμα των ηλιαχτίδων τη Βέροια, που δεξιά τους και μέσα από τα πράσινα ανοίγματα, τα διάκενα μεταξύ των σειρών των δένδρων, σε ένα συνεχές γκελ φωτοσκιάσεων,  έμεινε ακίνητη και διαγραφότανε πια, μέσα σε αχλή, από τα  λυχνανάμματα  της προχωρημένης εσπερινής ώρας, αρμονική  μέσα απ’ όλα, μακρινή Πολιτεία.
          Ξεχώριζαν το πέτρινο κάστρο της, οικία Βουζουλίδη τότε , δεμένη θαρρείς με ιμάντες, να   αιωρείται στην άκρη του μοναδικού Βεροιώτικου εξώστη…
          Τα δίδυμα γεννημένα, πάλλευκα καμπαναριά της Εκκλησίας του Α. Αντωνίου, διακρινότανε υψώνοντας κατακόρυφα   τους δίδυμους τρούλους, λαμπρούς, γαλαζόστακτους στην απεραντοσύνη του κενού και στην απληστία του Ουρανού.
          Σ’ αυτά τα καμπαναριά, τον Οκτώβριο του 1944, οκτάχρονο αγόρι, αετόπουλο, μαζί με το Τάτση Σερεμέτα και τον Μίτκα Γεωργιάδη, ένοικο του ξενώνα του Α. Αντωνίου, σπάσαμε τα σχοινιά τους, κτυπώντας τις καμπάνες.
          Γιορτινές ιαχές εκείνης της ημέρας… Διότι επί τέλους γλυτώναμε από κάτι μάτια, που είχανε την σκληράδα και το χρώμα του Γερμανικού ατσαλιού, και από  μισάνοικτα ειρωνικά χείλη, μ’ ένα  τσιγάρο κολλημένο λοξά σ’ αυτά… Απέναντι, στην πλατεία, έξω απο τον περίβολο της εκκλησίας, με τα καφενεία «Μπαζάκα» και «Αφών Σχοινιώτη» κλειστά , το πρώτο έφιππο τμήμα του ΕΛΑΣ, έκανε την εμφάνιση του, με όμορφους νέους αντάρτες…κόντευε  και  μεσημέρι….        
          Στο καπό της μηχανής, του παλιού «Γκαζοζέν» που ρήμαξε στοιχειό παραδίπλα , ένας άνδρας γερμένος πάνω του έκλαιγε…. Ήταν ο Φωκίων, ο Φωκίων Μπιτζέλης  ο ταξιτζής με τη Ford του  ’36 .
          Πιο απόμακρα εκεί που  ο ορίζοντας μισοτέλειωνε,  μισόγερναν μαζί του  και λιγοστά αραιά σύννεφα. Σκαλωμένα γερά, σε αόρατους ψηλούς «καλόγερους» μένανε ακίνητα, κρεμάσανε και τελικά δείχνανε θεόρατα στίγματα, από καπνιές, να ακουμπάνε πάνω σε μια σειρά  από τετράγωνα ορθογώνια  κουτιά , παιδικά παιχνίδια… Ήσαν οι  Στρατώνες της Βέροιας, βαμμένοι σε χρώμα κίτρινο εξωτερικά, και μ’  έναν  πανύψηλο ιστό, μια ολοστρόγγυλη κεραμιδένια καμινάδα, του γκρεμισμένου Μεταξουργείου, εμπρός και δεξιά όπως ανέβαινες την ανηφορική δημοσιά, ωσάν οβελίσκος ξεχασμένης νίκης….
          Πίσω του , ο Στρατώνας, έκρυβε μια βαθιά κοφτή χαράδρα, που στο βάθος της κυλούσε ο Τριπόταμος, φωνακλάς και πολύβουος, και όδευε προς τις Καμάρες.
          Πλατύ άνοιγμα με καθαρές άσπρες πέτρες, όπου πάνω σ’ αυτές στεγνώνανε βελέντζες και υφαντά, μετά από   τον νεροδαρμό  τους στο βαρέλι της νεροτριβής !!  Δύο  τρία σπίτια μονόπατα, ισόγεια χαμηλά, στην αριστερή όχθη «εν σειρά»  και απέναντι στη βάση βράχου, το πηγαίο Νάμα της Μπαρμπούτας.
          Η Άγια Νερομάνα, η περίφημη πηγή, η πόσιμη και δροσερή, με το «ανέρωτο »νερό  της , μεταμορφωμένο σε φλεγόμενη μυθική Κίρκη, για όσους  «αλλοτινούς»  άνδρες ξεδιψούσαν  πίνοντάς το, άφηναν πίσω τους ανάμνηση μόνο τον γλυκό  ανωθρώσκοντα  καπνό της Ιθάκης τους…Όμορφη Βέροια, μας ζάλωσες άλυτα !!! Σ’ αυτόν το χώρο η ησυχία και η ομορφιά παρούσες. Με τη δική τους πλούσια κατανόηση , διακριτικά αφήνανε το ποταμίσιο νερό αβούητο, να  κελαρύζει, καβαλώντας τις νερόπετρες μέσα στην κοίτη του στεριωμένες, με λευκό δαντελένιο κορσέ αφρού και πάντα μα πάντα με το ίδιο περίτεχνο σχέδιο, Βεροιώτισσας κεντήστρας.
          Απροσδιόριστα, έφερα την εντύπωση, όταν σκυφτός στη νερομάνα πηγή, με τις παλάμες να χορταίνω νερό, ότι με σκέπαζε και με φρόντιζε προστατευτικά μια τοπική ανεξήγητη μοναστηρίσια γαλήνη, διάχυτη παντού εκεί γύρω…
          Η νύχτα θεοσκότεινη, διέλυσε και τους τελευταίους της παρέας από συγγενείς  ή   φίλους στον Σ. Σταθμό, που βιαστικά πια ξεκινούσαν για την επιστροφή τους στα σπίτια τους.  Βαθειά , μακρινά μέσα σε νυχτερινές κουρτίνες , τρεμόσβηνε ο ήχος  από νότες, ακορντεόν με τη «Μισιρλού».
          Η Ποντιακή λύρα , σε ένα αργό  «Ομάλ»  συνόδευε τον πόντιο τραγουδιστή.
          « Θα πάω και στρατιώτης θα ίνουμε λοχίας,
               Θα πάω και θα έρχομαι   να καύκω την καρδίανς »
          Συχνά , τέτοιε συναντήσεις – καταστάσεις , έζησα την δεκαετία του 1906, όταν εργαζόμουν στη Διεθνή Μεταφορική Εταιρία «ΣΕΝΤΕΡ» με έδρα τον Σ. Σ. Βεροίας. Δεν υπήρχε πιο εύκολος τρόπος ταξιδιού,  από το τραίνο. Η πλατεία του Σ. Σταθμού, και ο δρόμος άρχιζαν με μιας να μυρμηγκιάζουν, όπως το τραίνο, με τα βαγόνια του ανοιχτά ξεφορτώνανε τους επιβάτες άνδρες γυναικομάνι και παιδιά.  Το ίδιο γινότανε κι όταν αυτός ο κόσμος επέστρεφε, συνήθως το απόγευμα. Η μικρή πλατεία κόρωνε, από κόσμο πολύβουο, απρόσεκτο που την λέρωνε με χαρτιά από σακούλες και φλούδες πορτοκάλια,  μικροί σωροί εδώ και εκεί.
          Τα αποτσίγαρα από στριφτά τσιγάρα, κάτω πεταμένα, υψώνανε τον καπνό τους νηφάλια, μέχρις όταν το ρεύμα αέρος, από το τραίνο που ερχότανε και στάθμευε στην αποβάθρα, να τον διαλύσει. Σ’ ένα ωραίο παλιό σπίτι,  μεγάλο δίπατο, με το ισόγειο στυλιζαρισμένο μαγέρικο  - καφενείο , με τετράγωνη αυλήσια πόρτα, ξύλινη  μονόφυλλη,  πάντα ανοικτή, δεχότανε πελάτες.  Από πάνω  στον δεύτερο όροφο  εξείχε ένα πλατύ μπαλκόνι,  απ’ όπου ξεχείλιζαν πολλές κρεμαστές πρασινάδες και λουλούδια από γλάστρες που το κυκλώνανε και το φορούσαν Κυριακάτικα, καθημερινώς ρούχα….Στην αυλή τραπέζια ξύλινα τετράγωνα, με ψάθινες καρέκλες, μισογεμάτα από περαστικούς,  και σ’ ένα από αυτά, κουτσό που λόξιζε,  δυο ανοικτόχειλες  κανάτες με κρασί,  αδειάζανε και μοιράζανε ακριβοδίκαια  σε τρεκλούς  απονύχτες τον χρυσαφένιο τους Βάκχο.
          Τα άλογα του Μέρκου  Γκανάρα, μεγαλόκορμα, δυνατά, ζεμένα στα μακρόστενα  ειδικά κάρα για μεταφορές, αραγμένα, μασουλούσαν την κριθαρένια τροφή τους, ήρεμα, με τη μούρη χωμένη στο σακούλι που τόχανε κρεμάσει στον λαιμό.  Ακόμη  πολλά  ελεύθερα, γυμνοκάπουλα  άλογα πιο πέρα βοσκούσαν μακάρια, το κυματιστό πλούσιο χορτοράδικο που φύτρωνε εκεί γύρω, με δυο πουλάρια νεογέννητα να παίζουν κάτω από τις κοιλιές των μανάδων τους. Μεγαλόρογες, κουδουνοστόλιστες  κατσίκες , και μερικά γαλάρια πρόβατα, πληρώνανε την εικόνα που θύμιζε « κισλάδες», στα αχανή από γήλοφους καταπράσινα βοσκοτόπια – τσαΐρια των σλαβόφωνων χωριών της Λίμνης των Γιαννιτσών.
          Διέλευση ελεύθερη συρμού, γινότανε πάντα πολύ πρωινές ώρες. Ήταν ένα εμπορικό τραίνο, που κατηφόριζε προς Θες/νίκη, μια φορά την εβδομάδα, και εγώ ξενύχτης, λόγω εργασίας το περίμενα να περάσει. Πήγαινα στις σιδηροδρομικές γραμμές, ανέβαινα στο βαγόνι μιας διπλανής γραμμής, κι όταν  αυτό έφθανε ορμητικά βίαιο, καβαλώντας τα ψαλίδια με κρότους σιδερικών, το τύλιγα με τα μάτια μου  και ανέμενα  από το φουγάρο του να ξεχυθούν μετά από την πλήρη τροφοδοσία του καυστήρα με κάρβουνο  εγγλέζικου « κωκ » μεγάλες και πυκνές μαύρες τουλίπες καπνού, δαχτυλίδια αλληλοδιάδοχα  και συνεχή, ωσάν ένας ολόκληρος εσμός  από τελώνια της ανατολής , μαύρα αερικά, σε απίθανους χορούς .  Να ανοίγονται, να ψηλώνουν,  μετά στριφόνια να στρέφονται,  άσπαστη πλεξούδα , από σκούρα μαντήλια χορού.  Πάλι σε φαρδομάνικα ράσα να ανοίγουν ή  μακρόστενα πανωκαλύμαυκα, με κόκκινα σειρήτια , από αντανακλάσεις, να αναστρέφονται τα μέσα έξω,  και να καταλήγουν πλυμένοι  σκέτοι υδρατμοί,  γαντζωμένοι στις πλαϊνές βατσινιές  και να μένουν εκεί, δροσοσταλίδες έτοιμες να χαθούν.

          Η πρωινή ατμόσφαιρα διάχυτα χαρούμενη ήτο εκεί κυριαρχούσα, με την  αγαλλίαση για την αψεγάδιαστη νέα  ημέρα που ξεκινούσε, κι’ άφηνε την ανατολή, τελείως διαυγή, να καρπίζει φως και να μοιράζει ελπίδες.  Με μια  ξεκάθαρη διαφορά, από το άλλο φως, το απογευματινό « φως ιλαρόν » τον εσπερινό της Εκκλησίας που προμήνυε  το τέλος της και τη νύχτα…

                   ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Στο προηγούμενο κείμενό μου, με τίτλο « Ο αργαλειός και το    Λουρομάρο»  ανέφερα από άγνοια, ότι τα βεροιώτικα λουκάνικα ήταν πρασάτα.  Ευτυχώς ο αγαπητός κ. Γιώργος Καλογήρου με διόρθωσε. Οι Βεροιώτες τα ετοιμάζανε με την δική τους μοναδική συνταγή, χωρίς πράσα.       Τον ευχαριστώ.  

Εφημ. Βέροια 3 Φεβρουαρίου 2010