Τίμιος Πρόδρομος το Μοναστήρι

Ο σχεδόν μοναχικός δρόμος οδηγούσε από την πόλη στο Μεγάλο ποτάμι. Αριστερά και δεξιά του δρόμου ο καρπισμένος κάμπος, γεμάτος συκιές και αμπέλια, αλετρισμένος και σκαμμένος, με το χώμα του κατάκαρπο, με σοδειές από γεννήματα, με ξέχειλους ώριμους καρπούς, δικαίωνε τη γόνιμη γη της Βέροιας.
Στεγνοί, αδύναμοι χωριάτες περνούσαν με τα βόδια τους ζεμένα και αργοκίνητα κάρα με τριγμούς κυλούσαν ζυγιαστά σύμφωνα με το βαριοπερπάτημα των βοδιών. Ήσαν οι εργάτες της υπαίθρου, οι αγρότες, που χρόνια πολλά λάμνουν τα αμπάρια της γης και περιμένουν να ωριμάσουν και μελώσουν οι καρποί της, να τους γευτούν και να ζήσουν… Να δουν από το φύτρο του κλαδιού, ενός δένδρου το μικρό φύλλο, να ορμά, να θεριεύει και υψώνοντάς το, στο φως να σταυροκοπηθούν, μπροστά στο θαύμα της δημιουργίας…
Στο τελευταίο απογύρισμα του δρόμου, φάνηκε ο παχύς Αλιάκμονας να κυλά στην στενουργιά της κοίτης του, και το πορθμείο μικρό σημάδι, δεμένο στην άκρη της όχθης του.
Ήταν το «σάλι» το περαστάρι του ποταμού, από τη μια όχθη στην άλλη, τότε που η γέφυρα έλειπε και την αντικαθιστούσε το πρόχειρο αυτό πλεούμενο, στο πιο βαθύ και στενό πέρασμα του ποταμού. Ητο το σημείο από το οποίο και μετά, το ποτάμι έβλεπε την πεδιάδα, και άπλωνε τα νερά του στην αμμουδερή κοίτη του σε αλληλοδιάδοχα κύματα κατεβασιάς νερού, να τρέχουν, να ακουμπούν στα πλάγια της όχθης του, με λίγα άσπρα φτιασίδια από αφρούς, να καβαλάνε τις πέτρες και μετά να ξανακυλούν προς τα εμπρός και να ρέουν χωρίς να σπάσουν…
Το «σάλι» ξεφόρτωνε το ζωντανό πολύβουο φορτίο του στην απέναντι όχθη των Πιερίων. Ένα στενό δρομάκι, μια μικρή ανηφόρα και μετά ο δρόμος φαινότανε φιδίσιος να πιάνει τα υψώματα για τα χωριά τα αψηλά, του βουνού και κάπου ξέκοβε μέσα στην πυκνούρα για το  μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Δυο φορές, στα νιάτα μου είχα επισκεφθεί το μοναστήρι. Την πρώτη ήτο απόγευμα Σαββάτου όταν το συρόμενο πλεούμενο μας πέρασε απέναντι.
Ψιλόβρεχε, Νοέμβρης μήνας, και η αντάρα μαύρη, πυκνή σκέπαζε ίσαμε πάνω τα Πιέρια. Στα πλάγια της πορείας μας χαμηλές κουμαριές με τα ώριμα κούμαρα, φρούτα άγρια του βουνού, μα τόσο νόστιμα μας είχανε υποδεχθεί και μετά από πορεία ώρας πάνω στα λυχνανάμματα μπροστά μας έξαφνα στήθηκε μισοσκυμμένο μέσα στα μεγάλα δένδρα, αρχαία και πολυκαιρίτικα, επιβλητικό στην κινούμενη θολούρα, το μοναστήρι.
Μια τοποθεσία μοναδική, που οι παλιοί τεχνίτες από χρόνια είχαν διαλέξει. Είχαν αναμερίσει πουρνάρια και πέτρες, χώματα και βράχους και χώθηκαν  βαθιά μέσα της, αφήνοντας να φανεί και να λάμψει η δροσερή της ψυχή, με το πράσινο του δάσους, μ το μεγαλείο της ισορροπίας του τόπου και του χώρου, με τον ίλιγγο του γκρεμού και τις κρεμαστές βραχοσπηλιές: ένα καταφύγι ανθρώπινης περισυλλογής… Υποταγμένο πλέον το τοπίο, αγιάζει με το τέμενος του Ναού. Μια τρίκλιτος Βασιλική στήνεται και η Μονή πια, μελισσοκόφινο του Θεού, περιχαράζεται με φρουριακό στυλ και ύφος… Ο δικός μας Βεροιώτης, ο όσιος Αντώνιος και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος παπουλάκος της ελληνικής υπαίθρου, ημερεύουν τα βραχοτόπια και τις μαύρες βραχοσπηλιές του μοναστηριού, με τις παρουσίες τους… Μένουν στα ασκηταριά και υπομένουν στα σκληρά κλινάρια τους τη ζωή του ερημίτη…
Μπροστά στη μονή η βροχή δυνάμωσε τόσο, που νόμιζες ότι έριχνε νερό με τα σταμνιά. Οι κορυφές των Πιερίων τυλιγμένες στη μεγάλη κακοκαιρία, είχανε αφανιστεί. Της πυργόπορτας η δοξαρωτή πόρτα ανοιχτή, εμπρός και σε σειρά μέχρι πίσω, μια αραδαριά ρασοφόροι ήσαν σε αναμονή του Αρχιερατικού Επιτρόπου, μισοκαλυμμένοι, από τις αστρέχες του τείχους, βρέχονταν και γυάλιζαν σαν κυπαρίσια. Οι κορυφές τους, τα κορφοκέφαλά τους φυλάγονταν με τσόχινα καλπάκια, που σταλάζανε χοντρές ρόγες  νερού… Κι αυτές, υδάτινοι ερημίτες, κυλούσαν βιαστικά στα πισωλαίμιά τους και στα χνουδωτά αυτιά τους…
Μια μικρή αυλή πέτρινη, και το περιαύλη στο Αρχονταρίκη στοργικά προστάτευε δυο μικρά δένδρα, δυο μικρές, όμορφα φουντωμένες μουσμουλιές, στολισμένες με λευκά άνθη, σε μεγάλες αρμαθιές να κρέμονται. Η μουσμουλιά ανθίζει τον Νοέμβριο και η ευωδιά της ήταν διάχυτη έντονα γύρω. Είναι μια γλυκιά μεθυστική και ερεθιστική αίσθηση μέσα στα πρώτα χειμωνιάτικα ρίγη του μήνα. Είναι το θαύμα του πράου χειμωνιάτικου ήλιου, που κάνει το μάτι και το νου να βλέπει και να μην πιστεύει σ’ αυτό που βλέπει. Σαν να ήρθε η άνοιξη από ένα μελλούμενο πρόωρο αντιφέγγισμα…
Η κοντόπνοη χειμωνιάτικη μέρα τέλειωνε άσχημα. Αστραπές σπαθοκόβανε το Μοναστήρι, ο καιρός δυνάμωνε, άγριος φύσαγε ο ποταμίσιος αέρας και το μπουγάζι, της κοίτης του, τον κατέβαζε μάζα συμπαγή, με ουρλιάσματα σειρήνων, σαν μια φλογέρα που η κάθε της τρύπα είχε και το δικό της παράφορο τέμπο…
Ο κυρίως ναός έδινε την προστασία του, αφήνοντας έξω τα στοιχειά της καταιγίδας να τραβοπαλεύουν. Μέσα σκούρο απογευματινό μεσόφωτο, με δυο καντήλια να καίνε και στην άπνοια του χώρου μοσχοβολούσε η κλεισούρα μελισσοκόφινης κερήθρας και ροδολίβανο… Οι ψαλμοί του εσπερινού, μελωδικά μουρμουριστοί σε συνέχεια, χωρίς ανάσα και διακοπές, από τον γέροντα μοναχό Αρσένιο, ρύθμιζαν και απορύθμιζαν, ανάλογα με την ένταση του τέταρτου πλάγιου ήχου, την ηχώ του χώρου της εκκλησίας, σε ένα συνεχές φουρφουρητό μεταξύ Σταυροθεοτοκίου και επιλύχνιας Ευχαριστίας…
Και οι άγιοι στα εικονίσματά τους, όρθιοι από χρόνια, θολάκουγαν το ουρλιαχτό της καταιγίδας και μάτωναν… Ας ήσαν λιπόσαρκες ζωγραφιές, άδεια κορμιά από σάρκα, αέρινοι, ήσαν όμως έτοιμοι να γίνουν ουράνια φλόγα, στο έλεος του Θεού, να τιναχτούν έξω από τα τζαμωτά θηκάρια των εικονισμάτων και οι φτερούγες τους δίμετρες σκιές, μοσχολιβάνιστες μαυροφτέρουγη θεϊκή πρόνοια, να καμπυλώσουν και να αγκαλιάσουν τους ανθρώπους προστατευτικά με αγάπη… να τους σώσουν… Μεγάλες κυράδες, χωρικές προσκυνήτριες, γονατιστές, μπροστά στην Παναγιά, με τρεμάμενο φως της ασημένιας καντήλας να φωτοσκιάζει το πρόσωπό της, την παρακαλούσανε να βάλει τέλος στην κοσμοχαλασιά. Με τα μάτια τους στραμμένα κατάκορμά της, περιμένανε ώσπου η χάρη της Παρθένας τους γνέψει και τους αντιφωνήσει ότι πήρε το μήνυμά τους…
Από τα σφαλιστά παραθύρια του πρόναου, το πρώτο φως, το αντιφέγγισμα της νέας ημέρας φάνηκε. Όλα καθαρά και η λαγαράδα, της πρωινής ώρας, άφηνε το πλάτος του ορίζοντα ατέλειωτα να ποταμίζει, μέχρι την άκρη του κόσμου…
Ψαρογένης ο γέροντας Αρσένιος, κάτω από τον ξενώνα, στο κατώι σε σκεπασμένη αυλή, μαζί με ακόμη δύο βοηθούς του, στο βρασμένο γάλα «έκοβε πιτιά» από ξεραμένα στον ήλιο στομάχια αρνιών.
Η μαγιά πρωτόγονη, αλλά σίγουρη χρησιμοποιείτο για την Παρασκευή νόστιμου άσπρου τυριού και κασέρι. Οι τσαντήλες κρεμασμένες στη σειρά, σουρώνανε και το νερόγαλο στάλαζε σε μισούς τενεκέδες με φουσκάλες.
Κουνήθηκε από τον καντηλανάφτη καλόγερο, η κρεμαστή γλώσσα της καμπάνας του ναού της μονής, κι ο βαθύς, ήρεμος ήχος της, δόνησε τον αέρα, έγινε αγραφομουσικής αχνάρι, υψώθηκε, σκέπασε τα καταράχια ένα γύρω και μετά βούτηξε στην ποταμίσια χαράδρα, πάνω από τα νερά, έγινε νερένιος αχός, νεροκύλησε και χάθηκε…
Ξέκοψε ο καιρός, η  νεροποντή του χθες, θύμηση πια, και το χώμα του δάσους, ρούφηξε το πολύ νερό. Νιόλουστα όλα γύρω, μοναστήρι, ουρανός, ήλιος, γη, μύριζαν σαν φρεσκοπλυμένο ρούχο…
Διάφανα σύννεφα, καραβάκια ταξιδευτές διάβαιναν τον ουρανό. Ο βοριάς δρίμωνε κι αυτά αρμένιζαν καταμεσής του, με όρτσα τα πανιά στηθόπλωρα, κάργα οι φλόκοι και οι γάμπιες, με τα πισανέμια να τα σπρώχνουν ούρια, στον απύθμενο και άπατο θόλο του ουρανού. Και ο ήλιος ψηλωμένος γελούσε, γιατί γλύτωσε από το παραβάν που του είχανε στήσει τα σύννεφα. Λαμπίριζε και ζέστανε τη γ η, συνεχίζοντας την πανάρχαια θεϊκή δουλειά του, να βοηθάει τα γεννήματα να μεστώσουν, τα πουλιά να στήσουν τις από πηλό ή χορτάρινες φωλιές τους, και τους ανθρώπους της μονής, τους καλογέρους, να τους τονώσει το ηθικό, για να αντέξουν τον ανήφορο, που μόνοι τους διάλεξαν για να υπερβούν τα σύνορά τους, τον άνθρωπο…
Οι ίσκιοι μίκραιναν, απόλυσε η εκκλησία, οι σκιές αλλάξανε θέση, έγιναν κάθετες. Και ο πατήρ Αρσένιος ο καλόγερος, πηγαινοέρχονταν στην αυλή με το αντερί του ξέχειλο από τη φαρδιά πέτσινη ζώνη της μέσης του, με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά να κρέμεται στα πλάγια κουδουνιστή, καλούσε τους πιστούς στην τράπεζα για καφέ και γλυκό του κουταλιού.
Η ώρα κυλούσε, ο κόσμος χανόταν έφευγε, και σε λίγο η ερημιά σκέπασε τη σιωπή μαζί με το φως που είχε χαθεί και το σκοτάδι βιαστικό κατέβαινε.
Στην άκρη του ορίζοντα προς τη Δύση, κόνεψε ο Αποσπερίτης, παγωμένος, λαμπρός. Ακίνητος περίμενε να ψηλώσει το φεγγάρι για να αρχίσουν την αντίδρομη πορεία τους, να συναντηθούν μεσούρανα, πάνω από τον Τίμιο Πρόδρομο το μοναστήρι, να κανακέψουν ο ένας το άλλο, χαριτωμένα, με φώτα τρεμάμενα κεντίδια, σε αχνιστά μισοφέγγη μακρινά… Και στο γαλακτερό ξημέρωμα εκεί πριν την Ανατολή του ήλιου, μετά από ώρες, το ΄ίδιο τώρα άστρο να λάμπει, να τρέμει και να αγρυπνά, φύλακας ουράνιος του μοναστηριού, ο Αυγερινός…
Την ημέρα της εορτής του Τιμίου Προδρόμου 29 Αυγούστου, εκατοντάδες προσκυνητές φτάνανε στο Μοναστήρι και ο πανηγυριώτικος διάκοσμος τους περίμενε. Στημένοι μικροί πάγκοι, εδώ και εκεί, όπως βόλευε ο μικρός χώρος, με πραμάτειες διάφορες πολύχρωμες, μεταλλικά παιχνίδια και ξύλινα, παιδικές από κάμποτ ύφασμα ποδιές, ανδρικά παντελόνια από ρετσίνα, σαλιαρίστρες για μωρά, σουγιάδες διάφοροι. Χοντρές κυράδες, άβολες να πουλούν χοντροπλεγμένες κοντές κάλτσες, σκουτιά, και δίπλα κατάχαμα απλωμένα κεριά, λιβάνια μόσχου και τριαντάφυλλου να τα προσφέρουν ταγαριασμένοι αγιορείτες καλόγεροι, με γκρίζα μακριά γένια, να τα κρατούν απαλά στις φούχτες τους, να τα χαϊδεύουν, σαν της ρόκας, τα απογένια, που στην απόληξή της τα αφήνει κυματιστά το πρωί να αχνίζουν στον ήλιο…
Παραπονιάρικα βελάσματα ακούστηκαν κοντά στο χαμηλόρεμα που δίπλα του θα σφάζανε τα ζωντανά κουρμπάνια του Θεού, Βαρβαριώτες χωρικοί. Δύο τρία κοράκια βυθίστηκαν από το πουθενά, και με κρωξίματα, πιάσανε απάγγιο, προσχαμήλωσαν, στον τρούλο της Εκκλησίας, και συμπλήρωσαν το σκηνικό, με τα παγώνια στο κοτέτσι, νευρικά να αντιδρούν με φωνές στους παρείσακτους ουρανοκατέβατους, νεκροκηδευτές των βουνών…
Κι ο ουρανός, χάος, γαλοζοπράσινο βάθος, έμοιαζε θαλάσσιος βυθός, μακρινής εξωτικής μαργαριτοφόρας ατόλης.
Σχόλασε η Εκκλησία. Τέλεψε το χρέος των πιστών με το Αϊ-Γιάννη και το Θεό. Οι αχνοί από τα ψητά και βραστά κουρμπάνια, γαργαλούσαν τα πεινασμένα στομάχια. Η ψυχή καβουκιασμένη ζητούσε κι αυτή να τονωθεί. Έπρεπε το κορμί να φάει, να θεριέψει δίπλα του κι αυτή, για να μπορεί να συνεχίζει την πάλη της, μαζί του, όπως το θέλει ο Θεός…
Το στρωμένο, μακρύ τραπέζι στην τράπεζα του μοναστηριού το σταρένιο, φρέσκο ψωμί, με άφθονο τυρί φέτα σε  πιάτα και το ολόλευκο σιδερωμένο τραπεζομάντιλο, με τρίγωνες διπλωμένες άσπρες πετσέτες πάνω του, προίκες της μονής, χόρταιναν το βλέμμα με νοικοκυριό σπιτιού. Φιλοξενία αξεπέραστη, με τα πιάτα γεμάτα, να συμπληρώνουν το μεσημεριανό γεύμα. Με σεγκόντο ένα σιγανό αδιάλυτο μουρμουρητό να κυριαρχεί, από ομιλίες, πιρούνια βιαστικά και πιάτα να χτυπούν, όλο το Αρχονταρίκι ανάβραζε και αναχάραζε από την παρουσία του Μητροπολίτη Βεροίας Αλέξανδρου στην κορυφή της Τράπεζας. Ευλόγησε το πλούσιο, χορταστικό τραπέζι για όλους, ο ίδιος όμως αρκέστηκε σ’ ένα μεγάλο άδειο πιάτο, με λίγες στεγνές μαύρες ελιές, ντομάτα και πρόσφορο…
Πάλλευκος παππούς, με το βλέμμα του όλο φως και σοφία. Ίσιος και σε κοίταζε στα ίσια. Οσάκις από το βήμα της Ωραία Πύλης Κήρυττε το εκκλησίασμα εκστατικό έγερνε τ’ αυτιά του και τον ακολουθούσε… Οι δε ομιλίες του αυτές κάποτε έφερναν θλίψη και πόνο κι ίσως παράπονο, όμως τα συναισθήματά του αυτά, δεν αφαιρούσαν τη θεϊκιά ισορρόπηση από τα λόγια του… Ήταν ένας παππούς γλυκός, όλος αγάπη, ένας παρήγορος, πολυνούσης Δεσπότης…
Χλιαρό, άτονο πολύπαθο αεράκι φυσούσε, πετούσε παλιές αναθυμήσεις στο μυαλό, νεανικές πεθυμιές όνειρα και χίμαιρες. Νυχτοπαρωρίτης η καρδιά, για χρόνια δυνάμωσε την ψυχή και τη μέστωσε. Έτσι η ουσία με την πράξη φάνηκαν πολύ αργότερα, στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, όταν ο παπά-Γρηγόρης, μέσα σε μία δεκαετία, μου βάπτισε τα πρώτα τρία, λατρεμένα θεριά, τα εγγόνια μου. Ευτυχώς τα στιβαρά του χέρια, μέσα σ’ ένα αθάνατο Αγιορείτικο βάπτισμα τα κατάφεραν, να λυγίσουν τα ποδαράκια τους και να χωθούν στον αγιασμό.
Τρεις  φορές ένιωσα ευτυχισμένος στο περιαύλη του Ναού, χαρούμενος και γελούσα. Γελούσε μαζί μου κι η πλαγιά του βουνού, με το Μοναστήρι κολλημένο στ’ ακροράχια της, να χάνονταν στα προμεσημεριανά καυτά χαϊδολογήματα του ήλιου, μ’ εμπιστοσύνη κι οι δυο τους. Είχανε πίστη στο γερο – Αλιάκμονα, που χαμηλά τους, ασήμιζε και αναρροούσε τις δροσιές του προς τα ψηλώματα. Ακριβοδίκαια τις μοίραζε, τις κατασκόρπιζε, πάχνες πια, επάνω τους και στο χορτάρι… Κι όλα ήσαν καλά…

1)      Νυχτοπαρωρίτης= ξενύχτης
2)      Ρετσίνα: είδος υφάσματος