Καρναβάλι και πάλι


Η αποκριάτικη ειρωνεία των ημερών, δίνει το τραγικό και το κωμικό, στην απλότητα του ενιαίου και του ενικού. Αυτή η αδιόρατη διάσταση καθορίζει το αληθινό και προσποιητό, κι ολόπλευρα λειτουργεί, πλευροκοπώντας αφανιστικά τη διάθεση της ψυχής, χωρίς να ακυρώνει το ένα το άλλο.
Γοργοκίνητος και παιχνιδιάρης ο Θεός που αγκαλιάζει αυτές τις ημέρες του χρόνου τους ανθρώπους. Τις ψυχές τις ανθρώπινες, θέλω να ειπώ.
Πρωτομάστορας με μυαλό, αφήνει την φαντασία να δημιουργεί τη χάρη, στο λεύτερο παιχνίδισμα της σκωπτικής δύναμης του λαού, και να εναρμονίζει τις ανανεούμενες ανάγκες, της ανθρώπινης ζωής, σ’ έναν πιο ανάλαφρο, να αναπνέουν, αέρα. Ανάλαφρες και οι παγανιστικές και τοτεμικές μάσκες, ταπεινά σύμβολα, που εύκολα αναμερίζονται, σαν τελειώσει το τρελό κουδούνισμα τη Αποκριάς. Η βαθιά ενότητα των εκατοντάδων χρόνων προϊστορίας του εθίμου, φθάνει μέχρι τις ημέρες μας απαράλλακτα ίδια. Ώστε, να κόβεται το αόρατο μυστικό σχοινί που σου κρατά στην υποταγή και εξαφανίζεται ο κηδεμόνας τρόπος και χρόνος της ανθρώπινης λογικής. Λίγες ημέρες ξεγνοιασιάς, λίγες ημέρες γεμάτες αέρα και σωτήριες από τη φθορά που φέρνει η γαληνή ζωή. Ίσως λίγος χρόνος, ακόμη αναγαλλίασης με τους παμπάλαιους και παλιοκαιρίτικους προγόνους, με τις βουκολικές μουτσούνες, μέσα σε μυρωδιά από ανοιξιάτικα χαμομήλια και δριμιές χωματίλας. Βόσκημα σε αφύλαχτα λιβάδια με σεγκόντο μουκάνισμα ταύρου, που ανασηκώνει ταφόπετρες και δεν αφήνει ούτε τους πεθαμένους να πεθάνουν.
Καρναβάλι και πάλι… Η λυγεράδα μαζί με την τσαχπινιά και χάρη της Κολομπίνας με τη μάσκα σε ποικιλία μορφών και εναλλαγή προτύπων, βρίσκεται στην πολλαπλότητα της γυναικείας ομορφιάς. Οι κομψές, όμορφες γυναίκες, γίνονται ομορφότερες τις ημέρες της χαράς και διασκέδασης. Νιώθουν τον εαυτό τους ως τον καλό αγωγό του ήχου της μουσικής, κι η ελαφρά ταραχή που προέρχεται από αυτούς, μεταβάλλεται σε ρίγη ζωής, με αστραποβόλα μάτια και έξαψη. Σε μια αίθουσα αποκριάτικης χαράς, πρώτες βυθίζονται σ’ αυτό το χυτήριο του τρελού ξεφαντώματος και του προκλητικού εξωτισμού. Τα παθητικά μπλουζ και τα λάγνα ταγκό βοηθούν τα πόδια να τυλίγονται σε σωρούς από σερπαντίνες, όπως λικνίζονται στο ρυθμό της Αργεντίνικης μουσικής. Κι οι καστανιέτες με τον ξερό ήχο, μεταξυπνούν τ’ αυτιά από τις θερμές Ανδαλουσιάανες και τους αυθεντικούς «Ραστακουέρος» μασκαράδες.
Γιορτάσιμες οι ψυχές τους, σαν οργανάκια γραμμοφώνου, με τις πλάκες βινιλίου να κελαρύζουν τραγούδια κάτω από την μεταλλική ακίδα του διαφράγματος.

Καρναβάλι και πάλι…
Κοινή η πορεία τους, στα θεία ατάραχα νυχτέρια, με έγνοιες νεανικές, με τραγούδι ερωτικό το μεσονύχτι, με της ξυλοθερμάστρας το φως, να αγρυπνά, πέρασαν τα χρόνια τους, και το ήσυχο κάτασπρο χιόνι ρίζωσε στα κεφάλια τους. Κι αναμνήσεις πατούσαν φρένο, τέτοιες ημέρες κι έκαναν μόνιμη στάση σε κείνες τις μεθυστικές στιγμές της γνωριμίας τους…
Την πρώτη, ολόπρωτη φορά, όταν άγνωστοι μεταξύ τους κι ο ένας αγνοούσε την ύπαρξη του άλλου… Οι ματιές τους συναντηθήκανε τη στιγμή που οι νότες του «Ρεπρός ντ’ αμούρ» από τις χορδές του πιάνου, γέμισε την αίθουσα. Κλώτσησε το στήθος του, και ξεκίνησαν μια γλυκιά μονομαχία στο σαΐτεμα των ματιών. Φλόγες οι σαϊτιές τους, τραβοπαλεύανε να μυήσουν και να μυηθούν αθέλητα, στης αγάπης το φως, που διώχνει το σκοτάδι, κι η νιότη, στην καρδιά της καρδιάς της, με τον μυστικό στρόβιλο του έρωτα, φτάνει στην αρμονία. Εκεί κοντά είναι και το ονειρικό κάλεσμα για την γνωριμία και τον έρωτα.
Αποκριάτικο ρεβεγιόν… Μετά χορός στη μεγάλη πίστα του κέντρου και το χέρι του να κρατά τη μέση της ελαφρά, με μια μουσική βαλς να έρχεται από κάπου μακριά, να της μιλά συνέχεια και τα λόγια του να γίνονται νότες, μέσα στους κυματισμούς της μουσικής.
Στο τραπέζι του, δύο ανοιχτόχειλα ποτήρια με σαμπάνια. Μια δεύτερη φιάλη Καΐρ, χώθηκε στο παγωμένο κουβαδάκι, κόκκινη η σερπαντίνα σφύριξε και τυλίχτηκε στο λαιμό τους, δύο επιπλέον σφηνάκια πίπερμαν έγιναν το σάλπισμα, για τις θαμμένες ομορφιές κάτω από το καυτό δέρμα τους.
Ημίφως, χορός, οινόπνευμα, έρωτας, τους ζάλισαν κι όλα τα μυστικά περάσματα του κορμιού εκείνης άνοιξαν, υποδουλώθηκαν σε μια σκηνοθεσία μιας μικρής άβολης γωνιάς του δρόμου και ενός άγριου ερωτισμού. Λατρευτήκανε, κι από τότε οι καρδιές τους, κάθε βράδυ, αηδονούσανε στ’ αυτιά της νύχτας την ευτυχία τους…
Βόλεψε για πιο άνετα, ένα μαξιλαράκι του καναπέ στην πλάτη του, πίεσε το μπουτόν κι ο δίσκος του πικ-απ άρχισε να γυρίζει σιωπηλά στον εαυτό του, έως ότου το διάφραγμα αυτόματα λύγισε επάνω του. Τώρα το «Ρεπρός ντ’ αμούρ» με τις νότες του, δεν έχει την αζιλιτέ και την φρεσκάδα του τότε. Έχουνε προστεθεί ήχοι καραβάνας και τριγμοί πολυχρονίτικοι… Γοργοφλεβάρισε το δωμάτιο, την έψαξε στη θέση της. Ασυνήθιστος, πρωτάρης ακόμη στη φυγή της… Του ’φυγε για να την φωνάζει και να την ζητά. Πάντα της άρεσαν κάτι τέτοια παιχνίδια… Μόνο που τώρα είναι πάλι Καρναβάλι, κι αυτός έρημος, κλαδώνει ο νους του, και πετά στο τότε… ως πότε με πεθαμένο κέφι, με νερωμένο κρασί, με ανύπαρχτα φιλιά, με ξεκούρντιστα βιολιά, με βραχνά και παράτονα τραγούδια, με ανία και νύστα, με νύχτες καρφωμένες απελπιστικά στην ίδια ώρα γιατί στα στερεμένα μάτια του, χοροπηδούν βασανιστικές Ερινύες, οι θύμισες, από μια ολάκερη ζωή που έκλεισε. Απόψε είναι Αποκριά και Καρναβάλι. Όλοι γελάνε, κι αυτός με θολωμένα μάτια εκεί… μ’ εκείνη… Με πείσμα σ’ εκείνη…

Καρναβάλι και πάλι…
Σκοτείνιαζε. Η πόλις φτιασιδωνότανε για την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Οι δρόμοι με τα φώτα τους χρωματίζανε τα ανοίγματα του ουρανού κόκκινα. Ο «Αβέρωφ» ένα στενό μαγαζάκι, στη συμβολή τριών δρόμων, άφηνε το φουγάρο του, να σηκώνει καπνό, κι η  μυρωδιά από καβουρδισμένα φιστίκια κι αμύγδαλα, καμένη ζάχαρη, με αέριο ασετιλίνης σκάλωνε δριμύ στη μύτη.
Πλημμύρα κόσμου στον ολόφωτο πλατύ δρόμο, μέχρι εκεί που ακουμπούσε στο πάρκο της Εληάς και τον χώριζε στα δύο, νόμιζες ότι μια αναποδογυρισμένη κλεψύδρα είχε στηθεί ανάμεσά του, από τ ην οποία έπρεπε εμείς όλοι να γλιστρήσουμε βαδίζοντας, ξεπερνώντας την ισορροπία της τρέλας από φωνές, σφυρίγματα, καραμούζες, σακουλάκια χαρτοπόλεμου, κομφετί.
Μια δυνατή παρέα από νέες κοπέλες, μισοπερπατώντας και μισοχορεύοντας πέρασε, κι ένα νεανικό άρωμα μαλλιών άφησε την πνοή του, στους γύρω. Από το στενό δρομάκι μιας παρόδου, μια παρέα κοζάκων με γιαταγάνια ορμώντας, κάνανε την εμφάνισή τους και από πίσω τους αμέσως μετά, χάλκινα πνευστά με δυνατό νταούλι, είχανε για κεφαλάρια τον Λευτέρη και Δημήτρη Δροσινό, αδελφούς.
Ξέχωροι άνδρες, που αν αυτοί δεν λαλούσαν πρώτοι στο κάλεσμα των γλεντοκόπων ημερών, η γιορτινή φλόγα δεν θα συσήλιζε στο τζάκι, ούτε και ο Αποκριάτικος ήλιος θα ανέτελλε το πρωί καμαρωτός. Κόκκινα ζωνάρια φαρδιά και μακριά ακουμπούσαν στα γόνατά τους λυμένα. Η υψηλή ανδρική κορμοστασιά τους, παρίστανε τον χαραχτήρα της Αρχοντικής Βέροιας, της παλιάς της, γεμάτης αναθυμιάσεις, από ρεύματα και ρευστά, και συγκροτημένη σαν συσσωρευτής χρόνου, μέσα από την πορεία της Ιστορίας, χαρίζει στους απογόνους της την παρουσία της σαν σιωπηλό και διαχρονικό ενέχυρο, πολιτισμού.
Ένας κλόουν, μοναχός, γυαλιστερός με βιολετί αστείο φόρεμα, χοροπηδούσε στη μέση του δρόμου, μ’ ένα μονόχορδο, υποτίθεται βιολί και από πίσω του, γέλια βίαια ξεχύνονταν σαν κουβάδες νερό, με τον  παππού Σερεμέτα, ντυμένο αρκουδάρο, να κουνά απειλητικά την μαγκούρα του, σε παρέες μικρών παιδιών ή όμορφων δεσποινίδων, με τις χρωματιστές φούστες τους, και συρματωμένα μεσοφόρια, που ανάδευαν, στο αεράκι τις πτυχές τους και μια αρωματισμένη ζεστασιά άπλωνε το κύμα της. Ένας αδύναμος, αδιόρατος ερωτισμός διάχυσης, επέπλεε στο πλήθος, σαν στεφάνη των ημερών, που δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα σ’ όλη της, την λαμπερή πληρότητα, συμπύκνωση και συμπλήρωση, αλλά με την ανάκατη χρονικά θηλυκότητα, με τα μπερδεμένα χρόνια του μικρού παιδιού, της Λολίτας, και της κοπέλας-γυναίκας.

Καρναβάλι και πάλι…
Η άσφαλτος μπροστά στον κινηματογράφο «Σταρ» γυάλιζε από το φεγγαρίσιο φως κι ο Μωρίς Σεβαλιές με την όμορφη Μιστεγκέτ, χαμογελούσαν από τις τελαριασμένες σε προθήκες φωτογραφίες τους, ενώ τα καφενεία με ιδρωμένα τζάμια, άδειαζαν τους λιγοστούς θαμώνες τους, για να δεχθούν αργότερα στους ίδιους μαζί με άλλους, να γλεντούν στις μπάσες ή ψιλές νότες της μουσικής.
Το καμπανάκι, σαν πρωτοπόρο κλάξον, από το παϊτόνι του Μέρκου Γκανάρα, άνοιγε δρόμο μέσα από το χαρούμενο πλήθος, φορτωμένο νιάτα, με τον ίδιο να κρατά τα γκέμια των δύο όμορφων αλόγων με τους μακρύς λαιμούς. Ήσαν «τσίφτι» άλογα, δηλαδή άλογα που ήσαν μαθημένα να έχουν τον ίδιο κοινό τροχασμό, ώστε το αμαξάκι να έχει ευθεία πορεία στην κίνησή του.
Παρτάλας και Καράς τα ονόματα των αλόγων, με χάμουρα πέτσινα, ακριβά, στολισμένα με πολλά σουσούμια και γλυκόηχα κουδουνάκια, που ντιντίνιζαν, κάνοντας γιορταστικό το πέρασμά τους.
Μαγαζιά ολοφώτιστα, πλουμισμένα με πολύχρωμα μπαλόνια, δίμετρες πλεγμένες φυσαρμόνικα σερπαντίνες, ψεύτικα ασημένια γοβάκια κρεμαστά, μάσκες Ζορό, σκουφιά έγχρωμα χάρτινα, ροκάνες. Κι όλος αυτός ο γιορτινός διάκοσμος καλούσε τον κόσμο να μπει στις αίθουσες και να περάσει τη βραδιά του γλεντώντας ως το πρωί.
Σπουδαία τέτοια μαγαζιά και ιστορικά, για τους νέους της εποχής εκείνης ήτανε η «Αναγέννηση» και το «Σκρετ». Η πρώτη λειτουργούσε ως καφενείο-μπιλιάρδο, όλο τον χρόνο, εκτός της Αποκριάς. Τότε μάζευε στην αποθήκη το μπιλιάρδο και τις στέκες και ελευθέρωνε τον όλο χώρο της στήνοντας ένα μικρό πατάρι για τα μουσικά όργανα. Η ρούμπα, η σάμπα, το μάμπο, το μπούγκι-μπούγκι από νιόφερτους χορούς, όπως και η γλυκιά κομπαρσίτα με το βαλς χορεύονταν τον περισσότερο χρόνο της νύχτας.
Το «Σκρετ», άλλη περίπτωση αυτό. είχε μια όμορφη, μικρή αυλή, γεμάτη από ήλιο. Και γύρω της, θυμάμαι, ότι κρεμότανε γεράνια από γλάστρες. Χαμηλά στο παράθυρο ένα κλουβί με καναρίνι φιλοξενείτο στη φαρδιά ποδιά του παραθύρου και η αίθουσά του χαμηλή, είχε τους δικούς της πιστούς φίλους και θαμώνες. Και στις γιορτές τα κλαρίνα με τα χάλκινα ήσαν η αιτία του ξεφαντώματος. Ξεχείλιζαν απανωτά τα ποτήρια με κρασί, μουστακαλήδες Μικρασιάτες, Θρακιώτες, στεγνοί από την πολλή δουλειά, κόχευαν ο ένας τον άλλον με μισόκλειστα πονηρά μάτια και τα κατεβάζανε ξεροσφύρι, αμίλητοι, χωρίς μεζέ. Η γλώσσα τους μόνο σε κάθε ρουφιά και μετά, έσκαζε μέσα στο στόμα τους μ’ ένα κλατς…
Δεν μεθούσαν εύκολα, γιατί ο αγώνας της ζωής τους ήταν μεγαλύτερος και νικούσε το κρασί.
Καρναβάλι και πάλι… με την ευχή, του χρόνου πάλι Καρναβάλι.