Τα Εφέσια γράμματα

Τω καιρώ εκείνο, η αλάνα της Εκκλησίας του Αγ. Αντωνίου στα μάτια μου τα παιδικά ήταν απέραντη. Μεγάλη άπλα με ακακίας δέντρα και άλλα πλατύφυλλα όπως και Βάγια, δάσος. Κι έναν κόσμο πολύχρωμο, ένα χάος πολύσπερμου κόσμου, χαμένο στην αυλή της και στα μεγάλα δωμάτια του ξενώνα της Εκκλησίας. Πόντιοι, Καυκάσιοι, Ρώσοι, Τσερκέζοι, Ανατολίτικες μελαχρινές ράτσες, Μογγόλοι.
Αντρόγυνα με ένα τσούρμο παιδιά, με έντονα ζυγωματικά, στρογγυλά ή σχιστά μάτια μαύρα. Και από ονόματα μπορούσες να διαλέξεις όπως Βαλότια, Μίτκα, Γιούρα, Βάνια, Κώτης, Ταμάρα, Ιβάν, Ναριμμάν, Ιτκα, Ωριόλ, Σεκρέτ, Σουκρή και τη μικρούλα Εμινέ τη δίχρονη, που μύριζε τη ξινή μυρωδιά από γάλα και ιδρώτα μασχάλης, όπως ακριβώς η λεπτή μα όμορφη νιόπαντρη μικρομάνα της, η Σουέτ.
Όλοι τότε, είχανε τη δική τους μυρωδιά. Η όσφρησή μου πρωτολειτούργησε και μπόρεσα να βάλω σε σειρά τις ράτσες, να τις κατατάξω και να γνωρίζω τον καθένα από την αποφορά του. Ξεκόρμιζε η μυρωδιά του όταν πλησίαζε και μάντευα, ότι αυτή που περνούσε ήταν η Σουρμουϊτσα η Αρμένισα, το ίδιο και με τους άλλους. Φάρδυνε και πλάταινε για μένα η αυλή της Εκκλησίας, στις οσμές.
Τα δωμάτια του ξενώνα, μεγάλα τετράγωνα, είχανε βολέψει όλον αυτόν τον ξενομπάτη κόσμο. Σε μερικά από αυτά, με κρεμαστές μπατανίες είχανε χωρίσει στα δύο τον χώρο τους. Ζούσανε δυο οικογένειες, με τα παιδιά τους να βρίσκουν θέση στο παράθυρο και να περιμένουν τον ήλιο τα μεσημέρια, να μεσουρανεί για να τρυπώνει από τα τζάμια μέσα στη κάμαρη. Χρυσός και παιχνιδιάρης, να σέρνεται στα σανίδια του πατώματος, να φωτίζει και να ενοχλεί τις αράχνες του δαπέδου, στις γωνιές τους. Έβρισκε και τον τρόπο να μπαίνει στα ακούρευτα μαλλιά των παιδιών, που ζεστοφέγγανε με αδιόρατους αχνούς, χωνότανε και στα μουντά λευκολαίμιά τους, με τις χωρίς γιακά πουκαμίσες τους, μακρινές ίσαμε τις γάμπες. Επέμενε με τις αχτίνες του ακόμη να τα φέγγει, έτσι ασαπούνιστα και σκούρα, από την απλυσιά και έμοιαζαν σαν αραποσίτια Βεροιώτικα γαλατερά.
Διαφέντευε ο ήλιος τη ζωή, μέσα στις άσπρες κάμαρες, τις προσηλιακές που γλυκοπύρωναν από τα φιλιά του, αποθεώνοντας επάνω στα χλωμά παιδιά με τις πουκαμίσες τους, αντεριά μέχρι τις γάμπες τους, το φως του.
Και εκεί που σωνότανε το κτίσμα του ξενώνα, μακρινάρι ατέλειωτο, αμέσως μετά η γειτνίαση με το ναό του Αγ. Θεολόγου. Στη σειρά μια αράδα συκιές κοντές, με διδυμάρικους κορμούς ίσιους ή πλεγμένους μεταξύ τους, αδύναμους ξερικούς, αλλά με Αυγουστιάτικα σύκα, μελωμένα αμπελίσια, ίδια φύτρα με τις συκιές από το αμπέλι της γιαγιάς Τζουτζούλους, μάνας του κυρ Στεφανή του Ακριβόπουλου.
Εκεί στο απόσκιο είχε στεριώσει μία παράγκα, ένας σεριανιστής της ζωής κι έκανε κατοχή της σκιάς της, μετά από χρόνια περιπλάνησης στην πολυβασανισμένη Μ. Ανατολή. Τον άδειασαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες κι έμεινε μουσαφίρης στη Βέροια. Ήταν ο Στέλιος με τα μικρά γαλάζια μάτια, που τα βράδια όταν από πάνω του τα άστρα έτρεμαν κι οι κωλοφωτιές άναβαν τα φαναράκια τους, αυτός παίζοντας τα δάχτυλά του, πάνω στην ξύλινη τάβλα, συνόδευε με χτύπους τα Βουδουίνικα τραγούδια, όλο πάθος παράπονο και κραυγή, που σιγόλεγε κι ένα λαγήνι κρύο νερό, το Σελάμ Αλέκουμ, κι ο αναστεναγμός της καμήλας ήσαν τα όσα έβλεπε αναπολώντας.
Ασίκης, παιδί τζιμάνι κοσμογυρισμένος, με αλλοπρόσαλλες στράτες, μια γη μια θάλασσα, είχε δέσει συντροφιά με κοντραμπατζήδες στα νιάτα του. Έφτανε στη Μ. Ανατολή, σε άγνωρα χώματα και σε ηλιοκαμένες χώρες, όπου τα βουνά στο δυνατό φως της ημέρας γαλαζώνουν και μετά αφανίζονται. Σε βεδουϊνικα χωριά, με γαλατένια πρωινή καταχνιά στάλιαζε και σε φαραωσυκιές από κάτω, τα πρωινά μαγαρισμένος, η λιγδερή φελάχα, του στόλιζε τ’ αυτί με αράπικο γιασεμί.
Την Κυριακή και  μόνο Κυριακή με το σταυρωτό γιλέκο φορεμένο, σκυμμένος χαμηλά, ξεχώριζε με προσοχή την κουμάνια του και διάλεγε τη μυρισμένη φούντα, την έκανε τσιγαριλίκι, μέσα σε ταμπάκικο ρώσικο τσιγαρόχαρτο. Προσεχτικός, μακριά από τα μάτια του χωροφύλακα Γιάννη του Ασφαλίτη, που εκεί γύρω τον έφερνε η κακιά ώρα, κι ήταν άπονος, σκληρός στα ντέρτια του Στέλιου. Πολλές φορές ο Στέλιος εύρισκε τον Ταγματάρχη Ριζά, διοικητή της Ασφάλειας πιο ανθρώπινο απέναντί του, όταν με το χαμόγελο, τον έβγαζε από το γραφείο του και του ευχότανε «εις το επανιδείν».
Νεράιδες και ντουμάνια τον τύλιγαν. Αμά τζούρωνε ο νους του γέμιζε χουρμαδιές και αμμούδες, σε καράβια αρμένιζε και τον κουβαλούσανε, τρεχαντήρια του ξεμπάρκαραν και καμήλες διπλοκάμπουρες τον φέρνανε, μέσα από το αξεδιάλυτο μουρμουρητό της ερήμου, στο Μπερούτι, στο Χαλέπι και στη Δαμασκό.
Πρώτο σφυρί στο πυρωμένο ατσάλι για τα Δαμασκηνά σπαθιά, μέσα στα Μαρωνίτικα και Βεδουϊνικα αργαστήρια, και μάγειρας με την ξύλινη κουτάλα, σαν κουπί, όταν γυρόφερνε κύκλους Δερβισάδικους, την ώρα που ο Μουεζίνης με το πράσινο σαρίκι, διπλοχούφτωνε τ’ αυτιά του και καλούσε τους πιστούς στην προσευχή με το ρητό του κοράνι: Λα Αλλάχ, Ίλλαχ-Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ-Ουλ-Ρεσούλ-Ουλάχ.
Αυτός δεν ανακατεύοντας τα σαλέπια και τους σοροπάτους χαλβάδες, στα στενόμεκρα καζάνια, έριχνε τα ξόρκια και τις αράπικες βασκανίες, για να πετύχει το μείγμα.
Όταν δε πετούσε, με τη φούχτα του, το κουκουνάρι με τα άσπρα μύγδαλα, μέσα στο χαλβά, τότε τα Εφέσια γράμματα, με τις μαγικές φράσεις, σαν βογγητά επίκλησης ξεκόρμιζαν από το στήθος του: άσκιον, κατάσκιον, λίγξ, τετράξ, Δρώψω, Ζάμψ, Χθύπτης, με ανάλογους χτύπους της πατούσας του, στα ξύλινα πατάρια. Κι ο αέρας πάνω απο το καζάνι τέντωνε καυτός, σύντυχε με τις πεθυμιές του λόγου του, ήρθανε σκιές, αερικά, αόριστα σχήματα, μπερδεύτηκαν, μαζεύτηκαν, σπρώξανε το πνεύμα στην κορυφή του ατμού μέσα σε μια βουή χοχλασμού. Αμα η φωτιά μαζεύτηκε ο χόχλος έγινε ανάσα, πνοή, μετά ξέπνεμα, κι όλα μολογούσαν ορατά, το Αόρατο.
Σε μια πετυχημένη μαγική ιεροπραξία λένε ότι το άστρο το πολικό σαλεύει.
Εδώ στη Βέροια ζούσε με θελήματα, ήταν πρόθυμος και αλλαξολογάς στις κουβέντες του. Καθάριζε αποχετεύσεις και άδειαζε βόθρους, πράγμα που όταν τόκανε, έλεγε ότι χρειαζότανε μεράκι και φαγητό. Το πρώτο για νάχει το κουράγιο να πάρει τη δουλειά και το δεύτερο για να μπορεί να κάνει εμετούς και να αδειάζει το γεμάτο στομάχι του. Με άδειο; Ο ξεπεσμός του θάτανε μίζερος και η ταπεινή υπόστασή του θα ταπεινωνότανε ακόμη με την απόδειξη της πείνας του. Έτσι λοιπόν γεμάτο στομάχι και εμπρός στην αηδία, εμετός.
Δώσε κι άλλα Θεέ μου στον άνθρωπο, όσα υφαίνονται στο εργαστήρι σου, θ' αντέξει. Ακόμη λύτρωσέ τον κι απο την ελπίδα. Κι αυτό θα το βαστάξει.
Μια παλιά ξύλινη περασιά-γέφυρα ένωνε τις όχθες του Τριποτάμου στην έξοδό του από την πόλη, λίγο πριν τα νερά του ανταμώσουν και κινήσουν το Νηματουργείο των Αφών Χατζηνικολάκη, εκεί που βυθίζανε, την ημέρα των Θεοφανείων, τον Σταυρό. Μέσα στη μικρή κοιλάδα, αριστερά κάτω από πλατάνια, ήταν στημένος ένας νερόμυλος, πετροντούβαρο όλος. Με τον κυρ Γιώργο Ντουφόπουλο μυλωνά, αεικίνητο στη δούλεψη και στα πράγματα λειτουργίας του Μύλου. Πότε οι μυλόπετρες θέλανε σκάλισμα, πότε τα νερά του Μυλαύλακου λιγόστευαν, κι έπρεπε να βραχεί για να φουσκώσει πάλι το νερό, πότε να βοηθήσει να ξεφορτωθούν τα ζώα από τα πιτακωμένα σακιά με καλαμπόκι, ενώ τ’ αυτί του το είχε πάντα προσηλωμένο στο γύρισμα της μυλόπετρας και στο κουφοπέταμα του ήχου που έβγαινε απ’ αυτές.
Ο μυλαύλακας ήταν υψηλότερα και παράλληλος με την  κοίτη του ποταμού, γεμάτος νερό με κλίση προς τον Μύλο. Το ν ερό του έπεφτε ορμητικό προς τη ξύλινη ρόδα με την υπόγεια φτερωτή, την αρμοδεμένη με την μεταλλική χελιδόνα και το βαγένι και να κουνά με οδοντωτό τροχό, σε  συνεχές τρέμουλο το μασούρι και το βαρδάρι με την τριχιά, αδειάζοντας έτσι, αργά το σκαφίδι με το γέννημα πάνω και μέσα στην τρύπα της μυλόπετρας, που γύριζε ρυθμικά, σαν πνεύμα αγαθό, αλέθοντας τους σπόρους.
Πολλά υψηλά πλατάνια με κορμούς λιγνούς νέους σκίαζαν τον νερόμυλο. Ένας όμως ήταν μεγάλος και παλιός. Σωστός γεροπλάτανος. Στη βάση του «δέση και καζάνα» φούσκωνε και πλημμύριζε τον μυλαύλακο του Μύλου, κι ένας κισσός απλωμένος με λαίμαργη πράσινη φυλλωσιά, έπνιγε τον κορμό του. Μια διπλανή ιτιά μαζί με τον κισσό, νεφέλωναν εκατοντάδες σαλευούμενους σπουργίτες ανελλιπώς «προ λύχνων αφάς» φλύαρους και με αναφτέρουγά τους, δίνανε το ηχητικό ταπέτο συνοδείας για το εσπερινό ασώπαστο τραγούδι των νερών.
Είναι μυστήριο τι μπορεί η μνήμη να περισώσει από μία μακρόχρονη ζωή. Αναστορήθηκα τα όσα της έδωσα και τι δεν πήρα, εικόνες από ταξίδια, από μεγάλα ποτάμια, από μεγάλες πόλεις, πλούσια μεσημέρια, λαμπερά βράδια σε λεωφόρους και σε κέντρα, κι αυτή διαλέγει στερνά, μικρές χαρές, θύμισε από ζεστασιά ανθρώπινη, τρυφεράδα από μια πηγή που αναβλύζει, αγάπη από ένα βλέμμα με ξένο χνώτο.
Έτσι είναι ίδιες και ασάλευτες και τρυφερές οι μνήμες από τη Βέροια που με άντρισε και με γέρασε, μετρώντας με βήματα τους δρόμους της, σε στενά σοκάκια της, που μόλις τα ξέκοφτες από τη γωνιά τους, σ’ έπιανε το καθαρό δροσάνεμο του βουνού ή οι ανάσες της ποταμιάς του Τριποτάμου. Παλιές μου θύμισες, γωνιές, ανύπαρχτα πεζοδρόμια με αναιμικές παπαρούνες και χαμομήλια, καλντερίμια με σημαδεμένες αμίλητες πέτρες στο φως, με φλόγα φως, άσπρες, που ακτινοβολούσανε από μακριά.
Σημάδια οι βρύσες με το λάλο νερό τους και ποτίστρες βαθόμαβιες. Μικρές τετράγωνες μπάρες, που σε κάθε απόγευμα, τη νερένια επιφάνειά τους, θυμιατίζανε, τα όσα τόσα κυπροκούδουνα σκύβανε, με τις λαιμαργιές και δροσιζότανε τα ζωντανά.
Προσκυνητάρια μου τα άφεγγα στενά δρομάκια της Κυριώτισσας, με τα πετρομάχα τετράγωνα πετροντούβαφα των αρχοντικών της, να απορροφούν τους ήχους της καμπάνας του Αγίου Σάββα, όταν η ημέρα όρθριζε ή έκλεινε το ψαλίδι της και χανόταν το φως κι από τις εσωτερικές αυλές σκαρφάλωναν πυκνά οι ιαλόπες, τα νυχτολούλουδα και μεταλλάζανε τους μακρόστενους κάλυκες σε ανθάκια.
Ήταν οι μόνες ομορφιές εσπερινές ανατολές…
1) Βαλότιας, Μίτκας, Γιούρας, Βάνιας = Βλαδίμηρος, Μήτσος, Γιώργος, Γιάννης
2) Κουμάνια = προμήθεια, προμήθειες
3) Σελάμ αλέκουμ: νάχεις ειρήνη
4) Λα - Αλλάχ, Ίλλαχ - Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ - Ούλ - Ρεσούλ - Ουλάχ = ένας Θεός υπάρχει, και προφήτης του ο Μωάμεθ
5) Προ λύχνων αφάς = προτού ανάψουν τα φώτα.

Τα Εφέσια γράμματα


Τω καιρώ εκείνο, η αλάνα της Εκκλησίας του Αγ. Αντωνίου στα μάτια μου τα παιδικά ήταν απέραντη. Μεγάλη άπλα με ακακίας δέντρα και άλλα πλατύφυλλα όπως και Βάγια, δάσος. Κι έναν κόσμο πολύχρωμο, ένα χάος πολύσπερμου κόσμου, χαμένο στην αυλή της και στα μεγάλα δωμάτια του ξενώνα της Εκκλησίας. Πόντιοι, Καυκάσιοι, Ρώσοι, Τσερκέζοι, Ανατολίτικες μελαχρινές ράτσες, Μογγόλοι.
Αντρόγυνα με ένα τσούρμο παιδιά, με έντονα ζυγωματικά, στρογγυλά ή σχιστά μάτια μαύρα. Και από ονόματα μπορούσες να διαλέξεις όπως Βαλότια, Μίτκα, Γιούρα, Βάνια, Κώτης, Ταμάρα, Ιβάν, Ναριμμάν, Ιτκα, Ωριόλ, Σεκρέτ, Σουκρή και τη μικρούλα Εμινέ τη δίχρονη, που μύριζε τη ξινή μυρωδιά από γάλα και ιδρώτα μασχάλης, όπως ακριβώς η λεπτή μα όμορφη νιόπαντρη μικρομάνα της, η Σουέτ.
Όλοι τότε, είχανε τη δική τους μυρωδιά. Η όσφρησή μου πρωτολειτούργησε και μπόρεσα να βάλω σε σειρά τις ράτσες, να τις κατατάξω και να γνωρίζω τον καθένα από την αποφορά του. Ξεκόρμιζε η μυρωδιά του όταν πλησίαζε και μάντευα, ότι αυτή που περνούσε ήταν η Σουρμουϊτσα η Αρμένισα, το ίδιο και με τους άλλους. Φάρδυνε και πλάταινε για μένα η αυλή της Εκκλησίας, στις οσμές.
Τα δωμάτια του ξενώνα, μεγάλα τετράγωνα, είχανε βολέψει όλον αυτόν τον ξενομπάτη κόσμο. Σε μερικά από αυτά, με κρεμαστές μπατανίες είχανε χωρίσει στα δύο τον χώρο τους. Ζούσανε δυο οικογένειες, με τα παιδιά τους να βρίσκουν θέση στο παράθυρο και να περιμένουν τον ήλιο τα μεσημέρια, να μεσουρανεί για να τρυπώνει από τα τζάμια μέσα στη κάμαρη. Χρυσός και παιχνιδιάρης, να σέρνεται στα σανίδια του πατώματος, να φωτίζει και να ενοχλεί τις αράχνες του δαπέδου, στις γωνιές τους. Έβρισκε και τον τρόπο να μπαίνει στα ακούρευτα μαλλιά των παιδιών, που ζεστοφέγγανε με αδιόρατους αχνούς, χωνότανε και στα μουντά λευκολαίμιά τους, με τις χωρίς γιακά πουκαμίσες τους, μακρινές ίσαμε τις γάμπες. Επέμενε με τις αχτίνες του ακόμη να τα φέγγει, έτσι ασαπούνιστα και σκούρα, από την απλυσιά και έμοιαζαν σαν αραποσίτια Βεροιώτικα γαλατερά.
Διαφέντευε ο ήλιος τη ζωή, μέσα στις άσπρες κάμαρες, τις προσηλιακές που γλυκοπύρωναν από τα φιλιά του, αποθεώνοντας επάνω στα χλωμά παιδιά με τις πουκαμίσες τους, αντεριά μέχρι τις γάμπες τους, το φως του.
Και εκεί που σωνότανε το κτίσμα του ξενώνα, μακρινάρι ατέλειωτο, αμέσως μετά η γειτνίαση με το ναό του Αγ. Θεολόγου. Στη σειρά μια αράδα συκιές κοντές, με διδυμάρικους κορμούς ίσιους ή πλεγμένους μεταξύ τους, αδύναμους ξερικούς, αλλά με Αυγουστιάτικα σύκα, μελωμένα αμπελίσια, ίδια φύτρα με τις συκιές από το αμπέλι της γιαγιάς Τζουτζούλους, μάνας του κυρ Στεφανή του Ακριβόπουλου.
Εκεί στο απόσκιο είχε στεριώσει μία παράγκα, ένας σεριανιστής της ζωής κι έκανε κατοχή της σκιάς της, μετά από χρόνια περιπλάνησης στην πολυβασανισμένη Μ. Ανατολή. Τον άδειασαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες κι έμεινε μουσαφίρης στη Βέροια. Ήταν ο Στέλιος με τα μικρά γαλάζια μάτια, που τα βράδια όταν από πάνω του τα άστρα έτρεμαν κι οι κωλοφωτιές άναβαν τα φαναράκια τους, αυτός παίζοντας τα δάχτυλά του, πάνω στην ξύλινη τάβλα, συνόδευε με χτύπους τα Βουδουίνικα τραγούδια, όλο πάθος παράπονο και κραυγή, που σιγόλεγε κι ένα λαγήνι κρύο νερό, το Σελάμ Αλέκουμ, κι ο αναστεναγμός της καμήλας ήσαν τα όσα έβλεπε αναπολώντας.
Ασίκης, παιδί τζιμάνι κοσμογυρισμένος, με αλλοπρόσαλλες στράτες, μια γη μια θάλασσα, είχε δέσει συντροφιά με κοντραμπατζήδες στα νιάτα του. Έφτανε στη Μ. Ανατολή, σε άγνωρα χώματα και σε ηλιοκαμένες χώρες, όπου τα βουνά στο δυνατό φως της ημέρας γαλαζώνουν και μετά αφανίζονται. Σε βεδουϊνικα χωριά, με γαλατένια πρωινή καταχνιά στάλιαζε και σε φαραωσυκιές από κάτω, τα πρωινά μαγαρισμένος, η λιγδερή φελάχα, του στόλιζε τ’ αυτί με αράπικο γιασεμί.
Την Κυριακή και  μόνο Κυριακή με το σταυρωτό γιλέκο φορεμένο, σκυμμένος χαμηλά, ξεχώριζε με προσοχή την κουμάνια του και διάλεγε τη μυρισμένη φούντα, την έκανε τσιγαριλίκι, μέσα σε ταμπάκικο ρώσικο τσιγαρόχαρτο. Προσεχτικός, μακριά από τα μάτια του χωροφύλακα Γιάννη του Ασφαλίτη, που εκεί γύρω τον έφερνε η κακιά ώρα, κι ήταν άπονος, σκληρός στα ντέρτια του Στέλιου. Πολλές φορές ο Στέλιος εύρισκε τον Ταγματάρχη Ριζά, διοικητή της Ασφάλειας πιο ανθρώπινο απέναντί του, όταν με το χαμόγελο, τον έβγαζε από το γραφείο του και του ευχότανε «εις το επανιδείν».
Νεράιδες και ντουμάνια τον τύλιγαν. Αμά τζούρωνε ο νους του γέμιζε χουρμαδιές και αμμούδες, σε καράβια αρμένιζε και τον κουβαλούσανε, τρεχαντήρια του ξεμπάρκαραν και καμήλες διπλοκάμπουρες τον φέρνανε, μέσα από το αξεδιάλυτο μουρμουρητό της ερήμου, στο Μπερούτι, στο Χαλέπι και στη Δαμασκό.
Πρώτο σφυρί στο πυρωμένο ατσάλι για τα Δαμασκηνά σπαθιά, μέσα στα Μαρωνίτικα και Βεδουϊνικα αργαστήρια, και μάγειρας με την ξύλινη κουτάλα, σαν κουπί, όταν γυρόφερνε κύκλους Δερβισάδικους, την ώρα που ο Μουεζίνης με το πράσινο σαρίκι, διπλοχούφτωνε τ’ αυτιά του και καλούσε τους πιστούς στην προσευχή με το ρητό του κοράνι: Λα Αλλάχ, Ίλλαχ-Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ-Ουλ-Ρεσούλ-Ουλάχ.
Αυτός δεν ανακατεύοντας τα σαλέπια και τους σοροπάτους χαλβάδες, στα στενόμεκρα καζάνια, έριχνε τα ξόρκια και τις αράπικες βασκανίες, για να πετύχει το μείγμα.
Όταν δε πετούσε, με τη φούχτα του, το κουκουνάρι με τα άσπρα μύγδαλα, μέσα στο χαλβά, τότε τα Εφέσια γράμματα, με τις μαγικές φράσεις, σαν βογγητά επίκλησης ξεκόρμιζαν από το στήθος του: άσκιον, κατάσκιον, λίγξ, τετράξ, Δρώψω, Ζάμψ, Χθύπτης, με ανάλογους χτύπους της πατούσας του, στα ξύλινα πατάρια. Κι ο αέρας πάνω απο το καζάνι τέντωνε καυτός, σύντυχε με τις πεθυμιές του λόγου του, ήρθανε σκιές, αερικά, αόριστα σχήματα, μπερδεύτηκαν, μαζεύτηκαν, σπρώξανε το πνεύμα στην κορυφή του ατμού μέσα σε μια βουή χοχλασμού. Αμα η φωτιά μαζεύτηκε ο χόχλος έγινε ανάσα, πνοή, μετά ξέπνεμα, κι όλα μολογούσαν ορατά, το Αόρατο.
Σε μια πετυχημένη μαγική ιεροπραξία λένε ότι το άστρο το πολικό σαλεύει.
Εδώ στη Βέροια ζούσε με θελήματα, ήταν πρόθυμος και αλλαξολογάς στις κουβέντες του. Καθάριζε αποχετεύσεις και άδειαζε βόθρους, πράγμα που όταν τόκανε, έλεγε ότι χρειαζότανε μεράκι και φαγητό. Το πρώτο για νάχει το κουράγιο να πάρει τη δουλειά και το δεύτερο για να μπορεί να κάνει εμετούς και να αδειάζει το γεμάτο στομάχι του. Με άδειο; Ο ξεπεσμός του θάτανε μίζερος και η ταπεινή υπόστασή του θα ταπεινωνότανε ακόμη με την απόδειξη της πείνας του. Έτσι λοιπόν γεμάτο στομάχι και εμπρός στην αηδία, εμετός.
Δώσε κι άλλα Θεέ μου στον άνθρωπο, όσα υφαίνονται στο εργαστήρι σου, θ' αντέξει. Ακόμη λύτρωσέ τον κι απο την ελπίδα. Κι αυτό θα το βαστάξει.
Μια παλιά ξύλινη περασιά-γέφυρα ένωνε τις όχθες του Τριποτάμου στην έξοδό του από την πόλη, λίγο πριν τα νερά του ανταμώσουν και κινήσουν το Νηματουργείο των Αφών Χατζηνικολάκη, εκεί που βυθίζανε, την ημέρα των Θεοφανείων, τον Σταυρό. Μέσα στη μικρή κοιλάδα, αριστερά κάτω από πλατάνια, ήταν στημένος ένας νερόμυλος, πετροντούβαρο όλος. Με τον κυρ Γιώργο Ντουφόπουλο μυλωνά, αεικίνητο στη δούλεψη και στα πράγματα λειτουργίας του Μύλου. Πότε οι μυλόπετρες θέλανε σκάλισμα, πότε τα νερά του Μυλαύλακου λιγόστευαν, κι έπρεπε να βραχεί για να φουσκώσει πάλι το νερό, πότε να βοηθήσει να ξεφορτωθούν τα ζώα από τα πιτακωμένα σακιά με καλαμπόκι, ενώ τ’ αυτί του το είχε πάντα προσηλωμένο στο γύρισμα της μυλόπετρας και στο κουφοπέταμα του ήχου που έβγαινε απ’ αυτές.
Ο μυλαύλακας ήταν υψηλότερα και παράλληλος με την  κοίτη του ποταμού, γεμάτος νερό με κλίση προς τον Μύλο. Το ν ερό του έπεφτε ορμητικό προς τη ξύλινη ρόδα με την υπόγεια φτερωτή, την αρμοδεμένη με την μεταλλική χελιδόνα και το βαγένι και να κουνά με οδοντωτό τροχό, σε  συνεχές τρέμουλο το μασούρι και το βαρδάρι με την τριχιά, αδειάζοντας έτσι, αργά το σκαφίδι με το γέννημα πάνω και μέσα στην τρύπα της μυλόπετρας, που γύριζε ρυθμικά, σαν πνεύμα αγαθό, αλέθοντας τους σπόρους.
Πολλά υψηλά πλατάνια με κορμούς λιγνούς νέους σκίαζαν τον νερόμυλο. Ένας όμως ήταν μεγάλος και παλιός. Σωστός γεροπλάτανος. Στη βάση του «δέση και καζάνα» φούσκωνε και πλημμύριζε τον μυλαύλακο του Μύλου, κι ένας κισσός απλωμένος με λαίμαργη πράσινη φυλλωσιά, έπνιγε τον κορμό του. Μια διπλανή ιτιά μαζί με τον κισσό, νεφέλωναν εκατοντάδες σαλευούμενους σπουργίτες ανελλιπώς «προ λύχνων αφάς» φλύαρους και με αναφτέρουγά τους, δίνανε το ηχητικό ταπέτο συνοδείας για το εσπερινό ασώπαστο τραγούδι των νερών.
Είναι μυστήριο τι μπορεί η μνήμη να περισώσει από μία μακρόχρονη ζωή. Αναστορήθηκα τα όσα της έδωσα και τι δεν πήρα, εικόνες από ταξίδια, από μεγάλα ποτάμια, από μεγάλες πόλεις, πλούσια μεσημέρια, λαμπερά βράδια σε λεωφόρους και σε κέντρα, κι αυτή διαλέγει στερνά, μικρές χαρές, θύμισε από ζεστασιά ανθρώπινη, τρυφεράδα από μια πηγή που αναβλύζει, αγάπη από ένα βλέμμα με ξένο χνώτο.
Έτσι είναι ίδιες και ασάλευτες και τρυφερές οι μνήμες από τη Βέροια που με άντρισε και με γέρασε, μετρώντας με βήματα τους δρόμους της, σε στενά σοκάκια της, που μόλις τα ξέκοφτες από τη γωνιά τους, σ’ έπιανε το καθαρό δροσάνεμο του βουνού ή οι ανάσες της ποταμιάς του Τριποτάμου. Παλιές μου θύμισες, γωνιές, ανύπαρχτα πεζοδρόμια με αναιμικές παπαρούνες και χαμομήλια, καλντερίμια με σημαδεμένες αμίλητες πέτρες στο φως, με φλόγα φως, άσπρες, που ακτινοβολούσανε από μακριά.
Σημάδια οι βρύσες με το λάλο νερό τους και ποτίστρες βαθόμαβιες. Μικρές τετράγωνες μπάρες, που σε κάθε απόγευμα, τη νερένια επιφάνειά τους, θυμιατίζανε, τα όσα τόσα κυπροκούδουνα σκύβανε, με τις λαιμαργιές και δροσιζότανε τα ζωντανά.
Προσκυνητάρια μου τα άφεγγα στενά δρομάκια της Κυριώτισσας, με τα πετρομάχα τετράγωνα πετροντούβαφα των αρχοντικών της, να απορροφούν τους ήχους της καμπάνας του Αγίου Σάββα, όταν η ημέρα όρθριζε ή έκλεινε το ψαλίδι της και χανόταν το φως κι από τις εσωτερικές αυλές σκαρφάλωναν πυκνά οι ιαλόπες, τα νυχτολούλουδα και μεταλλάζανε τους μακρόστενους κάλυκες σε ανθάκια.
Ήταν οι μόνες ομορφιές εσπερινές ανατολές…
1) Βαλότιας, Μίτκας, Γιούρας, Βάνιας = Βλαδίμηρος, Μήτσος, Γιώργος, Γιάννης
2) Κουμάνια = προμήθεια, προμήθειες
3) Σελάμ αλέκουμ: νάχεις ειρήνη
4) Λα - Αλλάχ, Ίλλαχ - Ιλλαλάχ, Μωχάμεδ - Ούλ - Ρεσούλ - Ουλάχ = ένας Θεός υπάρχει, και προφήτης του ο Μωάμεθ
5) Προ λύχνων αφάς = προτού ανάψουν τα φώτα.