Η Παναγία Περίβλεπτος


Στη μέση της οδού Μπιζανίου μια μεγάλη απλοχωριά αριστερά είναι το προαύλιο του ναού της Παναγίας Περιβλέπτου, που στήθηκε τον 14ο αιώνα. Τα παιδικά μου γιατάκια κλωθογύριζαν γύρω της, αλλά οι θύμισές μου την φέρνουν μισοερειπωμένη, μ’ ένα δυο μικρά φωσάκια, τα εξωτερικά κρεμαστά στην είσοδο καντήλια της, να δίνουν στον ίσκιο της μια ιδέα άθλου επιβίωσης.
Τωρινή άλλη εικόνα. Αναγέννησης αέρας φύσηξε. Περιποιημένη, αναστημένη, σου δίνει τη χαρά να σκεφθείς πια αρσενικά νερά την παλιπότησαν, ώστε οι τοίχοι, οι πέτρες, οι κόγχες της, ολόκληρο το κορμί της να παλιγεννηθεί, πάνω στον ίδιο σκιρτημό δημιουργίας, μαζί με την υψηλή ακακία που στέκει δεξιά της. Εάν είναι η ίδια ακακία ή κάποιο παράρριζο απόγονός της, δεν γνωρίζω. Θυμάμαι μια ακακία να είναι δένδρο της εσωτερικής αυλής των μικρών σπιτιών, που περίκλειαν την εκκλησία προ 70 ετών. το 1943-44 χειμώνας.
Ντυμένος καλά, πήγα ν’ ανάψω ένα κεράκι στη χάρη Της, σταλμένος από τη μητέρα μου. Κατά την είσοδό μου στο περιαύλη του ναού, μου επιτέθηκε ένας μικρόσωμος σκύλος και μου ξέσκισε την ωραία μου καμπαρτίνα. Στεναχωρήθηκα για ό,τι μου συνέβη, περισσότερο δε ότι έπρεπε να πείσω τη μητέρα μου, ότι δεν καβάλησα κάποιο φράχτη παίζοντας. Μια άλλη φορά, σε κάποιο από τα σπίτια που γυρόκρυβαν και μάντρωναν στον περίαυλο του ναού, μέσα σε μεγάλο βαρέλι, σε εποχή τρύγου, με χώσανε γυμνόποδα να σπάζω σταφύλια. Στα πόδια μου είχανε κολλήσει στέμφυλα και στην κορυφή των μηρών σχηματίστηκε μια κόκκινη γραμμή, μέσα και έξω από τα μεριά μου. Ήτανε η ροζ αψάδα και αφράδα του μούστου.
Εξυπηρετούσε τα χρόνια εκείνα το ναό, ο παπα-Αναστάσης, ο εφημέριος των Αγ. Αναργύρων. Συχνά έκανε εσπερινούς καλώντας με τον ήχο της καμπάνας τους γύρω ενορίτες. Βιαστικός έφθανε, στη στιγμή δρόμωνε από το σταυροδρόμι την απόσταση μέχρι την πόρτα του ναού, χαιρετούσε βουβά με χειραψίες και ο ίσκιος του αμέσως διάβαινε το κεφαλόσκαλο της πόρτας και χανόταν μέσα στο μελίχλωρο φως της εκκλησίας. Προτού ανοίξει την ωραία πύλη, με αφόρετο το πετραχήλι του, άρχιζε αμέσως την ακολουθία του εσπερινού βιαστικός. Οι ψαλμοί γρήγοροι, ταχείς, σαν τον ίδιο και εγώ με πεθυμιά άπλωνα τ’ αυτιά μου κι άκουγαν για δύο από αυτούς ιδιαίτερα που με εντυπωσίαζαν τότε. «Εποίησεν σελήνην εις καιρούς και ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού» πρώτος και «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται».
Μόλις άκουγα και «καπνίζονται», ο νους μου αναθυμότανε την αυλή του καφενείου Σιταρά, κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τον Τούρκο Χότζα με το σαρίκι στο κεφάλι του, να ρουφά τον λουλά του, με τα αναμμένα κάρβουνα και το τουμπεκί στην κορυφή του, Αφιον χαρμάνι Προυσαλίδικο, να καπνίζει φτιάχνοντας δαχτυλίδια στάχινα…
Η λέξις «έγνω» από τον πρώτο ψαλμό είναι δεύτερος αόριστος του οιδα, το έμαθα μετά αυτό. Η μυρόβλητη πνοή του ναού και το σφύριγμα του κερομύτη μαυροκότσιφα, στημένου στο γεροκλάδι της ακακίας, μινούσε την υποδοχή της νύχτας, και ότι έπρεπε να φύγουμε...
Σήμερα η Παναγιά η Περίβλεπτος, όπως προείπα, έχει αλλάξει. Η αναπαλαίωση πέτυχε. Νικήθηκε ο καιρός. Στην κορυφαία ώρα του μεσημεριού, ο ναός ηλιοψημένος, χωρίς ίσκιους, με τα κύματα φωτός του ήλιου πάνω του, δείχνει ότι κουνιέται, στέκεται ακίνητος κι αναπνέει.
 Σωστή η ανταπόκριση παλιού και νέου υλικού. Κάτω από χοντρά κρύσταλλα στο δάπεδο του Ναού, βλέπεις τα πρωτόπρωτα αγκωνάρια της θεμελίωσης, φωτισμένα με προβολείς. Συμπαγή και σε μακρά σειρά, στιβαρά σε απόρθητη μοναξιά εκατοντάδων χρόνων, στήριζαν τον ναό της Παναγίας. Νιώθεις ότι από άνω της πέρασε το πνεύμα και μέσα μένει έγκλειστος ο νους με την αυστηρότητα και ερημιά που απαιτεί. Οι τέσσερις εσωτερικές κολώνες στο κέντρο του ναού, χοντρές, κοντές αδρές, σφηνωμένες κάτω από την οροφή σε ξαφνιάζουν. Με τον όγκο τους, οι δύο πρώτες, δίνουν το νόημα κι ο ναός πήρε νόημα, το νόημά τους και με τον τρισάγιο στοχασμό, όλος αγιοσύνη, αλάφρωσε κι αγκάλιασε την ιερότητα του χώρου.
Μαυλιστικό κυνήγι με αβεβαιότητα σε όλα της η δημιουργία γενικά. Η κάθε ημέρα που ξημερώνει δίνει αγωνία στην ψυχή και στην καρδιά ταραχή, για το αθώρητο ακόμη αποτέλεσμά της. Πόσες φορές κιοτεύεις, κάνεις πίσω, φράζει το στόμα σου, αλλά πάλι μια φτερούγα φτεροκοπά πάνω σου, σηκώνει ταραχή θεώνεται ο στόχος, η σκοπιμότητα, το έργο. Τέτοιες ανησυχίες ζούσαν σχεδόν καθημερινά οι τρεις άνδρες που ανέλαβαν το έργο της αναπαλαίωσης του ναού της Παναγίας Περιβλέπτου. Οι δύο συνταξιούχοι δάσκαλοι, απόμαχοι από χρόνια και ο πατέρας Γεώργιος Χρυσοστόμου, Αρχιμανδρίτης και εφημέριος της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων. Οι δύο δάσκαλοι είναι ο Κωνσταντινίδης Παρμενίων και ο Παρχαρίδης Γεώργιος. Σκληροί αγωνιστές αποδείχτηκαν επί 10 περίπου χρόνια. Πήρανε ένα εκκλησάκι ερείπιο και με μεγάλες προσπάθειες κίνησαν Αρχαιολογία Υπουρ. Πολιτισμού, βρήκαν συντηρητές, αγιογράφους και ό,τι άλλο έπρεπε για τον σκοπό αυτό. Μεγάλη ήταν κι η συμβολή του κόσμου σε εράνους, όπως και της Ι. Μητροπόλεως η συμβολή. Κάλυψε άμεσες ανάγκες το πλήθος των πιστών. Τώρα στολίδι, περιμένει να το καμαρώσει όλος ο κόσμος της Βέροιας και να δει το αποτέλεσμα της πιο τέλειας προσπάθειας, όταν σμίγουν Θεός και άνθρωπος.
Επισκεφτείτε το, κάθε Παρασκευή τελείται Θεία Λειτουργία όπως και πολλά απογεύματα Εσπερινός. Για τους δύο άνδρες δάσκαλους, θα μπορούσα να τους πω άξιους που συνέχισαν το εκπαιδευτικό τους έργο και για την πόλη όλη. Είναι οι δύο, ικανοί, που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτήν, χωρίς να χρειασθείς να κρατάς απομεσήμερα το φανάρι, του Διογένη και να ψάχνεις. Και για τον έναν απ’ αυτούς, τον Κωνσταντινίδη Παρμενίωνα, θα ήθελαν πολλοί εκκλησιαζόμενοι να τον δουν και να ακούσουν, ακόμη μια φορά, να διευθύνει τη χορωδία, σε μουσική Θ. Σακελλαρίδη την Μ. Σαρακοστή. Ο ίδιος δε να κυματίζει, με μισόκλειστα μάτια, και  να κυβερνά αυτήν, στο Θεοτόκιον των Χαιρετισμών «Την ωραιότητα της Παρθενίας σου…».
Για τον παπά-Γιώργη, τον ιερέα της ενορίας μας, και το εννοώ αυτό, στη Θεοβάδιστη μοναξιά της ιεροσύνης του ακολουθώντας τα χνάρια του Χριστού, αναπνοή και χνώτο, μαζί με τα ιερατικά του καθήκοντα, η ανθρώπινη ενασχόληση να του δίνει χαρά για τη βεβαιότητα, ότι δεν θα αναμέριζε ποτέ καθισμένος στην ποδιά του Θεού. Και ο θεοκατοίκητος νους του, καλά βρήκε το θρονί του, να μένει πάντα εκεί, κάμνοντας σκληρή κατοχή στην καρδιά του. Να τη ραγίσει και να την σπάσει. Ραγισμένη και σπασμένη η καρδιά, δόξα σοι ο Θεός, είναι πιο ευαίσθητη στον καθημερινό άμετρο, ανθρώπινο πόνο.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗ


Τι ξέδομα νου και καρδιάς είναι, όταν μπορεί ο Βεροιώτης να περιδιαβαίνει σεργιανίζοντας την πόλη σε ώρες σχόλης, γιορτινές και ησυχίας, ν’ ακούει μαυλιστικές φωνές σιγανές, να του ομιλούν και να τον καλούν, να μη μένει αδιάφορος με ξορκισμένο το χνώτο του θανάτου, αλλά να διακρίνει την ανατριχίλα της ζωής, που διαπερνά όλα τα άψυχα της προϊόντα πολιτισμού, σε μια πορεία εκατοντάδων χρόνων ανανεούμενης ποικιλίας. Αυτό το εξακολουθιτικό πολιτιστικό της πορείας δημιουργικό γίγνεσθαι, επιμένουν να τονίζουν οι φωνές της παλιάς Βέροιας, γιατί ό,τι μένει από τους νεκρούς αθάνατο είναι η αγιοσύνη και οι φωνές τους.
Έτσι μέσα από παλιά χαλάσματα εκκλησιών, μεγάρων, σπιτιών και αρχοντικών, όπως το Μπικελάθκο στον Αγ. Δημήτριο και της Ρακτιβανούδας με τους μουσανδρακούς οντάδες, στον Αγ. Πατάπιο, δίνει πρόσωπο στο απρόσωπο και μέτρο στην αμετρία. Αλλά και στα τότε καθημερινά άσημα όπως και γνωστά και ονομαστά σε χώρους, αλάνες, μαχαλάδες, κτίσματα. Από πάνω τους ο αέρας μετατοπίζεται, πάντα φρέσκος αθάνατος. Τα προστατεύει μετατρέποντας όλα αυτά σε σύμβολα, χρονικά ασάλευτα, συνεχίζοντας την παράδοση και ετοιμάζοντας την μελούμενη πορεία στην τέχνη, ώστε να παρουσιάζει πάντα την πολιτιστική ιστορία της Βεροιώτικης ομορφιάς. Ανανεωμένη τώρα και φωτισμένη με το νέο φως της οικονομικής ακμής, αποφυσά διώχνοντας κάθε σκόνη προακμής και παρακμής.
Γιατί η αλήθεια μένει μόνο μία εδώ. Η φτώχεια και η ανέχεια δεν αφήνει πλάσμα πολιτισμού. Η ζωή, μικρή αστραπή, δεν χορταίνει να συντηρείται μόνο, θέλει  ν’ απλώνεται και να καταχτάει, κι όταν αυτή χορτάσει τις ανάγκες της, τότε αρχίζει να χαίρεται και να ζητά στο βλέμμα, τη μέθοδο του Θεού, το φως και την ανάπαψη στα τέλεια και όμορφα έργα.
Τα πάλευκα μάρμαρα εισόδων, με την όμορφη κατασκευή των ψηφιδωτών δαπέδων με τις πολυχρωμίες τους, προστατευμένες αυλές, μέσα σε τοίχους από κογχυλοφόρες πορόπετρες, αιώνιες, δηλώνουν τη νίκη του αέναου Βεροιώτη φειδία νου, πάνω στο χρόνο, χωρίς ποτέ οι παραστάσεις τους να ασχημονούν και να κορδακίζουν.
Αυτά είναι τα δικά μου, αλλά και άλλα πολλά, πολύ περισσότερα, γράφει γλυκά και όμορφα, στο θαυμάσιο νέο βιβλίο του «79 άρθρα, 4 διηγήματα και σχόλια» ο φίλος μου Θ. Πολυχρονιάδης, ο γιατρός μου.
(Μόνο μία φορά με αγκρίφωσαν σαν άρρωστο τα χέρια του. Ευτυχώς…)
Ώρες πολλές το διαβάζω, το μελετώ, και πουθενά δεν βρήκα την αιτία να το σηκοχτυπήσω κάτω. Μεγάλος θαυμασμός για τον κόπο του!! Μα τι κόπος και χρόνος δημιουργικός είναι αυτός!! Τι δυνάμεις ορατές και τρικυμισμένες κρύβουν ειδικά οι τελευταίες σελίδες, τα 3 διηγήματά του. Ολοφάνερη στο ένα από αυτά η μοναξιά του ανθρώπου, του μοναχικού ανθρώπου. Η τρυφερότητα και η θλίψη του, αυτά τα δύο μαζί, είναι οι χουγιαχτάδες που ξετρυπώνουν την ευτυχία του και τ ην στήνουν χλωμή, ώσπου να αρχίσει το αίμα να ζεσταίνει τα πόδια, ν’ ανεβεί και να φθάσει στα αντικνήμια, στα μεριά, στη νεφραριά…
Και εκείνο το «πάλι ταξιδεύεις;». Φοβερό επιδόρπιο του λόγου, σκέτη κραυγή. Με βύθισε σε ανοιχτές θάλασσες νοητικές και άκριες ξέρες στο ουρανοθάλασσο. Που πρέπει να αράξω; Στα βαθιά νερά του ή στα όμορφα ακρογιάλια με τον γλυκό φλοίσβο της αφηγηματικότητας;
Σπουδαία η παρουσίαση των πολιτιστικών στο βιβλίο του. Πρόσωπα, γέννημα θρέμμα Βεροίας, όπως καλλιτέχνες άξιοι των Εικαστικών, του Θεάτρου, της Σκηνοθεσίας, φιλόλογοι και Επιστήμων Πυρηνικής Φυσικής, όλοι συνυπάρχουν μέσα στο βιβλίο του Θ. Πολυχρονιάδη, διατηρώντας κλιμακωτούς όλους τους αναβαθμούς της ζωής στα πρόσωπά τους, με την ανθρώπινη νόηση να κυριαρχεί σαν τρόπαιο αθάνατο. Ποτέ σελίδες βιβλίων δεν πρόκειται να αναρτηθούν σε Μουσειακούς τοίχους ως άψυχα εκθέματα, αλλά σαν εξευγενισμένο ανθρώπινο προϊόν, ζεστό απαλό θα κοσμεί βιβλιοθήκες με την ύλη του, όπως  υποστηρίζει και κηρύττει ο Γιώργος Χιονίδης, ο άγιος, βράχος της πόλης μας.
Απ’ όλους αυτούς, πρόσωπα πολιτιστικά ξεχωρίζω δύο. Είναι αυτά, που σαν επιστήμη αγγίζουν την ψυχή μου τέλεια. Ο πρώτος ο Θωμάς Γαβριηλίδης, ο φιλόλογος. Τον παρομοιάζω σαν μεγάλο κομμάτι από μονοκόμματο γρανίτη που στη βάση του έχει πηγή για τον διψασμένο, που πίνει αλλά δεν ξεδιψά, γιατί περιμένει κι άλλο ασώπαστο γάργαρο νερό.
Βλέπω αυτόν τον δημιουργό του λόγου να παλεύει με μια ουσία σκληρή, ισάξιά του, τον αρχαίο λόγο. Σ’ αυτόν στοχεύει το φως του και διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας, φανερώνοντας λέξεις, σαν άγριες φοράδες, που τόσο δύσκολα δαμάζονται, σε σειρές και στίχους. Το καταφέρνει, είναι ο νικητής, αλλά βγαίνει νικημένος, επειδή πάντα αυτό που άξιζε να ειπωθεί μένει ανείπωτο, επειδή είναι ακόμη άγνωστο και καλά κρυμμένο στις πισσωμένες χιλιετίες της αδιαπέραστης σιωπής. Ο αρχαίος λόγος εκτός από στοχασμός και τέχνη είναι και ανήφορος με βεβαιότητα ή αβεβαιότητα, ένας λόγος άμετρος σε απόσταση, σαν αρχαία Ελλάδα.
Η δεύτερη η Παναγιώτα Φωκά, πυρηνικός φυσικός, ερευνήτρια σα εργαστήρια του Ευρωπαϊκού CERN, κόρη αγαπητών φίλων συμπολιτών. Πόσο υψηλά πρέπει να ανεβεί το φίδι στο δέντρο της γνώσης, ώστε να μπορέσει να αποβάλει τα σύνδρομα της ανθρώπινης ζωής και τα μέχρι τώρα κοινά και παραδεχτά μαθηματικά στέρεα του χρόνου και της ύλης του μακρόκοσμου και να δεχτεί με ονειροπόλημα και μουσική Hirten gesang του Μπετόβεν τον μικρόκοσμο των Κβάντα; Τόσο υψηλά φαίνεται ότι στέκεται η νόησης της Παναγιώτας Φωκά και μέσα σε περιφορές-περιστροφές, ελλειπτικές τροχιές, ορμές, στροφές και ιδιοστροφορμές υποατομικών σωματιδίων να ξεχωρίζει και να ομιλεί και να κατευθύνει τα γκραβιτόνια τα γλονόνια και γλουόνια κουάρκ, τα μεσόνια και τα πιόνια, τα κβάντα του Πλανκ. Δηλαδή, τη κβαντομηχανική θεωρία. Το αίμα της σίγουρα θα κυλά σε θερμοκρασίες υψηλής κλίμακας Κέλβιν, αλλιώς πώς θα άντεχε τα παράξενα στον χωρόχρονο, να επιτρέπει την τσαπατσουλιά της εντροπίας να μεγαλώνει σταθερά και το νοικοκυριό της νεγκεντροπίας να μικραίνει σταθερά. Σήμερα στα εργαστήρια του CERN οι ερευνητές μαζί με την Βεροιωτοπούλα θέλουν να αποδείξουν την ύπαρξη του μποζονίου Χιγκς, χάρις στο οποίο πήραν μάζα και υπόλοιπα υποατομικά σωματίδια μετά το URKNALL. Είναι το μποζόνιο το σωματίδιο του Θεού, αυτό το υψηλό κουάρκ (TOP Quark). Ίσως ο νέος γραμμικός επιταχυντής αδρονίων των 50 χλμ. ευκολύνει τους ερευνητές του CERN περισσότερο. Το δε πείραμα με τον ερευνητικό σταθμό ALICE είναι ειδικά σχεδιασμένο για να διευθύνει τη βαθύτερη δομή και οργάνωση του εξωτικού πλάσματος κουαρκ-γλοιονίων.
Θόδωρε φίλε μου. Γέμισες την καρδιά μου. Να είσαι καλά.

1. Hirten gesang= ποιμενικό τραγούδι απο την Pastorale του Μπετόβεν
2. URKNALL= Το big bang γερμανικά