Τ΄ ανθρώπινα


Η ταβέρνα του Βιργίλη, ζούσε δίπλα στο καφενείο «Αναγέννηση». Ήταν ένα μαγαζί μικρό Βολικό, που μέσα του ενώ ήταν γεμάτο από πελάτες, βασίλευε ησυχία. Τα ποτήρια στο χτύπημα του ακούγονταν σαν ήχοι μακρινοί και το φύσημα από τα σουφρωμένα χείλη στην ίσκα ή το κορδόνι της κάφτρας από το τσακμάκι, για να δώσει τη φωτιά στο τσιγάρο που κολλούσε πάνω της σαν φιλί, μισοαχούσε.
Στον  μήνα Απρίλη, οι αποβροχάρισσες ημέρες, έχουν τα πιο φωτεινά και λαμπρά πρωινά. Λάμπουν τα πλυμένα πεζοδρόμια και δρόμοι, και τα μαρμαρένια ρείθρα του δρόμου γυαλίζουν υγρά. Στην τειχισμένη μικρή αυλή του κ. Αναστάση Καρατζόγλου, μια ανάσα απόσταση από την ταβέρνα, οι γλάστρες στη σειρά, με πολύκλωνες γαρδένιες, είχανε στις ενώσεις, των τρυφερών μίσχων, κολλημένα ανοιχτά  άσπρα κουμπιά, τα  άνθη τους.  Ώριμοι καρποί, να πλαταίνουν και να πλουταίνουν την μικρή αυλίτσα, για μια άνοιξη τόσο μεγάλη, όσο και τα ίδια με την αίσθησή τους, χαρίζουν.
Εκεί συνέβαινε και το παράξενο, ότι ένιωθες την μυρωδιά τους, περαστικός του δρόμου, υγρή και έντονη στη μύτη, αλλά και την άκουγες από τα βήματα των περαστικών, που τη μεταφέρανε, ίσαμε έξω από την ταβέρνα. Ήταν η μυρωδιά του ήχου, η περπατητή μυρωμένη βουή σ’ αχόρταγα αυτιά.
Αργά τα βράδια, ακουμπούσανε εκεί, στην ταβέρνα ο Σπύρος Καϊμάκης και ο Δαμιανός Ευθυμιανίδης με τα μπουζούκια τους, και παίζανε λαϊκούς σκοπούς. Χωρίς μικρόφωνα και άλλα τέτοια. Χαϊδεύανε τις χορδές  και μόλις απαλά  ανασταίνονταν Τσιτσάνης, Μητσάκης Μπαγιαντέρας.
Στην αίθουσα τα φτηνά λιωμένα από την χρήση λευκά, τραπεζομάντηλα, τσιτωμένα  πάνω στα τετράγωνα τραπεζάκια, με παρέα  τα καθαρά  αλλά πολυμεταχειρισμένα κι αυτά, μεταλλικά σταχτοδοχεία, ταίριαζαν ασορτί με αλατιέρες χωρίς μαύρο πιπέρι, λόγω ακρίβειας,  και ένα μικρό σανιδένιο πατάρι, των δύο μουσικών, με μια κιθάρα αφημένη πάνω σε ένα ψαθί καρέκλας. Φτηνό ντεκόρ που έδειχνε την απλότητα των ανθρώπων που συχνάζανε εδώ μέσα, φορτωμένοι με τις καθημερινές έννοιες  και τις ανάγκες τους.
Πόσο πολύ απ’ τα ντουλάπια του μυαλού τους ανακαλιόταν ίσκιοι,  στριμώχνουνταν και ζόριζαν την καρδιά, την ώρα που το ξέχειλο ποτηράκι κρασί άφηνε στάμπα, τον λεκέ του, εμπρός τους.
Και εκείνο τα μπουζούκι με τις πενιές του Σπύρου και του Δαμιανού, τα δυό αυτά τακίμια,  με τα ταξίμια τους,  θέριευαν στ κουράγιο τους μεγάλους, τους παλιζωντάνευαν σαν ασπιρίνη, κι έκαναν πέρα τα πονάκια, από τα αλατιασμένα γόνατα και γοφούς και στο μεράκι, πάνω στη σπαστή στροφή, παράχρονο με τις νότες, δείχνανε στους νέους, το βέβαιο μπίτισμα* της δικής τους μαγκιάς.


Ένα απόδειπνο πρόσφορο, μιάς ανεπίστρεπτης αντριγιάς … Όλη η αίθουσα, ή όχι και μεγάλη, μαζί με το μεταποιημένο βαρέλι λαδιού σε ξυλόσομπα, έσταζε ένα ιδρώτα μουσικής με τις νότες της , στάλες ήχου να κολλούν στους τοίχους  ή  να μετακυλούν, σέρτικα χαρμάνια από αναφτέρουγες της ζωής  ιδέες και ελπίδες, που όμως είχανε από νωρίς σαβανωθεί και δεν άλλαζαν τα πράγματα.
Δεν άλλαζαν και για τον Σωτήρη,  τον σερβιτόρο της ταβέρνας. Τον ψιλόλιγνο Σωτήρη, από της Καστοριάς τα μέρη, που ξεχάστηκε και έμεινε από τα χρόνια της κατοχής, αμανάτι στη Βέροια. Μοίραζε πάνω σε τάβλα, κόντρα πλακέ, τα ποτήρια του κρασιού, που στον πάτο τους γράφανε με  κεφαλαία  ανάγλυφα γράμματα «πιες το όλο» Περιττή φυσικά η παρότρυνση για τους θαμώνες…. ούτε ίχνος υγρασίας δεν έμεινε στον πάτο τους.
Λοιπόν ο στέκας ο Σωτήρης, με τις παλάμες κόκκινες πρησμένες από τις μόνιμες χιονίστρες, και τα δάχτυλα καθαρά… μαυρονυχιασμένα, σε κοσμικές ιδιαίτερες βραδιές γιορτών, φορούσε άσπρη ζακέτα και ποδιά μακριά.  Άφηνε με χάρη τα πιάτα με μεζέδες στα τραπέζια και όσο στύλωνε τα ποτήρια αργά πάνω τους, έριχνε και μάτι στους ανοιχτούς λαιμούς των γυναικών, με τα μεγάλα και μακριά ματόκλαδα, απαράλλαχτα μετάξινα κρόσσια, που τσάκιζαν καταπάνω, καμάρες ανάποδες, κατασκίαζαν τα μάτια ολόμερα, σαν κλαδιά ιτιάς, γερμένα σε καθαρό νερό.
Γυρομάτιζε και τις κομμώσεις των γυναικών, με τα μεγάλα του μάτια, τόσο μεγάλα που το καθένα έκανε για δυο… και έβλεπε ριγμένες μπροστά στα φρύδια τούφες μαλλιών «αιγκλόν» και πίσω πάνω από τους  λαιμούς, κότσους που τους κρατούσαν σε φιόγκους με ζώνες ταφτά Φέϊγ-Μορτ… και μικροδείχνανε οι τριαντάρες οι παλιές.
 Γυρνώντας για να φέρει  τα υπόλοιπα πιάτα και μαχαιροπήρουνα, στην μακριά από χοντρό πανί, δίμιτο ποδιά του, γιατί και τα πόδια του ήταν ζαλισμένα από τα ροζ πουκαμισάκια, τα ανοιχτά μπροστά, που τα κουμπιά τους, σε κάθε ανάσα, τσιτώνανε μέσα στις κουμπότρυπες, με μοτίφ και πολλά ντρασπαράν αποσώνονταν δε μεσάτα σε γοφούς αζουστέ, χωρίς φουρό, βουάλ και δα κρεμ και άλλα τέτοια παριζιάνικα κοσμικά, υψηλής μαχαλάδων ραπτικής, από μοδίστρες καλής ανατροφής και τέχνης, όπως κλος για μεγάλες και μικρές πιέτες …. Με ασορτί πάντα, τσάντα, γάντια  μαροκινερί…
Δίπλα στις όμορφες, φτάνανε, ασήκωτοι οι όμορφοι αρσενικοί, με παλτεσού ριγμένα στους ώμους, γκρίζες ρεπούμπλικες με λαδωμένα μπορ από  μπριγιαντίνη φτηνή, μάρκας μπριλ-κριμ . Του ενός η μια ρεπούμπλικα τρία δάχτυλα πίσω από το μέτωπο, γεννούσε σε αλάνικη θλίψη, οκάδες σακιά, και του άλλου τελείως πίσω στην κορυφή του κεφαλιού του, καθισμένη, θύμιζε ιδέα Τζαίημς Ντην « Ανατολικά της Εδέμ ».
Δεν άλλαζαν φυσικά τα πράγματα και για τον Αποστόλη, τον γεροδεμένο τριανταπεντάρη και μόνιμο απογευματινό παρόντα στην ταβέρνα του Βιργίλη. Ξώκειλε το σκαφίδι του  στη Βέροια  από τότε  που ο Γράμμος τελείωσε. Απόκοσμος, κουτσόπινε το κρασί του και σπάνια μιλούσε ή άλλαζε κουβέντες με του άλλους στην ταβέρνα. Μα οσάκις μιλούσε είχε βαρύ λόγο και μετά, πια βαριά σιωπή. Πάγωνε ο λόγος, χωρίς συνέχεια και έσβηνε. Ο εαυτός του ξέχωρος δεν αποτέλεσε ποτέ αιτία αναφοράς.
Η αδιαφανής φασκιά , που τον τύλιγε κράταγε σφιχτά τα μυστικά του, στα σωθικά του μέσα, και η φλόγα της ελπίδας για αλλαγή που τον φλόγιζε, γίνονταν τελικά, όπως το’ βλεπε, ολοζωής ανέλπιδο άφλογο φως.
            Μα εκεί , πάνω στο ύψωμα, μνήμα Λιάμιτ, στο Πόγραδέτς, ήτανε αλλιώτικο το φως του πρωινού  στις 12-12-1940. Ήτανε το φως από τη φλόγα του Ελληνικού παρελθόντος και της Ελληνικής σκέψης. Ήτανε το φως από τη φλόγα της ελπίδας, της τιμής και της δόξας της. Ήσαν οι φλογερότερες  φλόγες που φλόγιζαν τον φλογισμένο από την πίστη αγώνα του Έθνους.
            Ειδικότητα μιναδόρος στον Ελληνικό στρατό, πήρε διαταγή, μαζί με άλλους τρείς, να βγάλει από τον ορεινό δρόμο, προς το χωριό Γιοκωβίστα, ένα βράχο που τον στένευε και εμπόδιζε τις εφοδιοπομπές και τα κανόνια να περνούν γρήγορα το σημείο εκείνο. Είχε είκοσι μασούρια δυναμίτη και το ανάλογο βραδύκαυστο με πυροκροτητές μαζί του.  Κάτω από τον ορεινό δρόμο, το βράδυ, αθόρυβα είχανε φθάσει Ιταλοί στρατιώτες ξεκομμένοι και σταλιάσανε σαν φάσες εκεί, σηκώσανε και τα αντίσκηνά τους,  τρία.  Ήτα ένας ουλαμός πολυβόλων.
            Μέσα στο γλυκοχάραμα και με μισό μέτρο χιόνι,  τους είχε  δικούς του, ο λόχος του πίσω, στριμωγμένους στη μικρή ρεματιά. Με γρήγορες μπαταριές από τα τέσσερα  Mannlicher, και πρόχειρες χειροβομβίδες από δυναμίτη, τους ζάλισε, γυάλισε το μάτι τους, αποβασίλεψε από τρόμο, και έτσι καπνισμένους σαν μελίσσι,  τους χάλασε μέχρι έναν.
            Μετά πάλι μπροστά ίσαμε το ποτάμι Τομορίτσα στην Αλβανία και μετά πίσω ίσαμε το Βέρμιο στην Ελλάδα. Ημέρες Αντίστασης, 16ο  Σύνταγμα Βερμίου, μάχες κατά των Γερμανών, δίπλα στον Καπετάνιο Μεσημέρη.
            Άλλοι στους καταρράκτες της νιότης τους, θυμόντουσαν μεράκια ερωτιάς σε θηλυκά με αγριεμένα σφυρά, αλλά αυτός τα μόνα που αναθυμότανε, ήτανε διάσελα που δρασκέλιζε και τη μυρωδιά της μπαρούτης κολλημένης στα ρουθούνια του.  Ακόμη  και η νοσταλγία του, κυριαρχημένη, χωνεμένη στις φωτοσυρμές της, σταματούσε στον πεταλωτή του χωριού του  ή το πολύ – πολύ στις γυναίκες που βγάζανε από φούρνους σπιτικούς, νωρίς προτού σταυρώσουνε χρονικά το μεσημέρι, ζεστά, πλαστά, πινακωτής ψωμιά, με ρόδινη κόρα χαρακωμένη.
            Για δυο χρόνια συνέχεια στον κοντεμό του Πάσχα, μαδούσε βαγιόφυλλα στο Ηγουμενείο και γέμιζε στοίβα  κουσιόρια,*  για την πρώτη Ανάσταση του Λαζάρου, στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.  Μετά ο μεταφορέας Νινίκας  Μέρκος τον είχε παραγιό  να φροντίζει και να περιποιείται τα άλογα. Ο μικρός Κωστάκης, ο γιός του Νινίκα , συχνά τον σβέρκωνε  με τα μικρά του ποδαράκια. Και στις βόλτες του οι δυό ….ήσανε ένας.
            Εκεί τον γνώρισα, δέθηκα μαζί του, για λίγο και από εκεί χάθηκε ο Αποστόλης. Να ζει ;

·         Μπίτισμα :    Τελείωμα
·         Κουσιόρια:     Μεγάλα πανέρια

                                                        Δημοσιεύθηκε στην Εφημ. Βέροια 13/4/2011