Ο Στέφος και κάτι ψιλά…..

Έβλεπα τον τεράστιο φωτερό του όγκο, με τις σκούρες χλωρασιές του, τα δάση, σαν τον αντίκριζα από τις χαμηλωσιές και τις ισάδες του κάμπου, να φαντάζει μακρινός, μέσα στα ύψη χαμένος και την απεραντοσύνη του ουρανού…
Σύννεφα τον περιδιάβαζαν, άλλοτε βιαστικά, ανεμοπόρα και άλλοτε αργά, και με τις ώρες ξεροστάλιαζαν ακίνητα, στις άκρες του, κρεμασμένα αυτά, σαν ρούχα που τα αποξέχασαν πάνω στα σχοινιά μιας αυλής…
Και την ώρα της αντάρας, σε χειμωνιάτικους καιρούς, μια μπαμπακερή καλύπτρα, να τον κρύβει από πάνω-κάτω, απ’ τις κορφές του, μέχρι τις υπώρειες του, ήσυχα, απόλυτα και ολότελα…
Τότε δεν υπήρχε τίποτε να ξεχωρίσεις ή να δεις, εκτός από την απόσταση από μένα μέχρις εκεί ή την υποψία ότι γκρίζοι λόφοι γυμνοί, δασωμένοι λόφοι πράσινοι, άγνωστα φαράγγια δύσκολά σε πρόσβαση, κρυβόταν πίσω από πάλλευκο προσωρινό χειμωνιάτικο σεντόνι. Τους δε λύκους να ουρλιάζουν και να ταράζουν τις γαλήνιες σκυπηρές σκοτεινές νύχτες, με νότες χαμηλές, άγριες, υψηλές, μετά να σβήνουν και η κακοφωνία αυτή να γίνεται αχός, να παρασύρεται από τον άνεμο, να φεύγει και οι νύχτες να ξαναγίνονται ήσυχες, έστω και χωρίς την συντροφιά ενός μοναχικού φεγγαριού. Λοιπόν ήρθε η ώρα να περπατήσω και να πατήσω κι εγώ αυτό που από χρόνια πίσω, μακρινά λάτρευα. Το όνειρό μου, Το βουνό Βέρμιο…
Μαζί με τον αδελφό μου, τον Κλέωνα, ζωσμένος με τα απαραίτητα, και στον ώμο κρεμασμένο το παλιό FIN LONTON, του πατέρα, πρωτοανέβηκα στους πρώτους λόφους του, ανηφόρησα τις πρώτες απανωτές υπώρειες του και έφτασα στην κορυφή, εκεί πάνω από την Κουμαριά. Το «καστρί».
Κάτω χαμηλά απλωνότανε δάση και οξιές και δρυς. Η νύχτα σελαγούσε ακόμη, τις μικρές πρωινές ώρες.
Διάβαινε γρήγορα και ένα μοναχικό αστέρι διακρινότανε πλάγια στον ουρανό. Κάτω χαμηλά, δίπλα μας το κελάρυσμα του νερού, που σε νεροφαγιά κυλούσε, άφηνε ένα ήσυχο ήχο να πλανιέται τριγύρω, κι ένας μαυροκότσιφας τίναξε τα φτερά του… και πέταξε.
Το φεγγάρι έγερνε προς το τέλος του, λαμπερό ακόμη στην κύρτωση του ορίζοντα, μα φαινότανε σαν ξεχασμένο φανάρι πάνω και ψηλά, από το βουνό. Ο Καρά-Ντερές, το φαράγγι με τα κάθετα τοιχώματα-πλαγιές του, φάνταζαν κατάμαυρα στον φόντο του ουρανού και αχνά, ακόμη μακριά φαινότανε σαν υποψία τα ισώματα του Καρά-Τσαΐρι.

Απέναντι το Βρωμοπήγαδο με τον δρόμο του, ωσάν Μαίανδρος, να το διασχίζει, ενώ αριστερά μας και απέναντι ο Αγελαδόσταυρος με τις πλαγιές του. Λόφοι και ισώματα με κατάσπαρτες αγριολεύκες που με φόντο τον ορίζοντα έμοιαζαν αναποδογυρισμένοι πολυέλαιοι εκκλησίας….
Το φως της ημέρας έριχνε όλο και πιο δυναμικά, γρήγορα και παρήγορα την παρουσία του. Ξημέρωνε. Μπροστά στην ομαλή πλαγιά, ένας ξυλοκόπος, πρωινός, έπιασε δουλειά κι έβλεπα το τσεκούρι του να ανεβοκατεβαίνει και με κάποια καθυστέρηση άκουγα του ήχους, αλλοιωμένους από την απόσταση…
Φάνηκε πάνω από το φαράγγι ένα γεράκι να κάνει αργούς και μεγάλους κύκλους, όταν ξαφνικά από το πουθενά τρία λαγόπουλα αθόρυβα στα πατήματά τους, σαν ίσκιοι, με ρουθουνίσματα, αργά μεθοδικά, με τέχνη ψάχνανε για ντορό λαγού, και πίσω τους ερχότανε ο Στέφανος.
Έτσι γνώρισα τον φίλο του αδελφού μου, Στέφανο Γεωργιάδη, από το χωριό Κουμαριά. Έναν θαυμάσιο άνθρωπο, και σπουδαίο κυνηγό, λαγοκυνηγό.            Αψεγάδιαστος στο ντουφέκι, δεν είχε καμία σχέση με ανάλογους καψομπαρουτάδες λαγοκυνηγούς της εποχής εκείνης. Μαζεύοντας κλαδιά από εκεί τριγύρω, άναψε σύντομα φωτιά, που σε λίγο φούντωσε, μεγάλωσε κι άφησε την πύρα της να απλωθεί απάνω μας στοργικά. Οι φλόγες έπαιζαν, δημιουργώντας παράξενες, απόκοσμές σκιές μέσα στο πρωινό ημίφως, καθώς τις κινούσε ένας απαλός αέρας που φυσούσε ανάμεσα στις βελόνες των χαμηλών κέδρων και στα φύλλα των δένδρων.
Τότε ο Στέφανος, θέλησε να μιλήσει με τα παιδιά του…..
Έτσι μας είπε. Πήγε λίγο παράμερα και βάζοντας τις παλάμες των χεριών του, σαν χωνί γύρω από το στόμα του, άρχισε να βγάζει ένα ουρλιαχτό, μιμούμενος ακριβώς τους λύκους… Μετά την δεύτερη επανάληψη, ήρθε η απάντηση. Πρώτα από μακριά, ένα συρτό ουρλιαχτό λύκου, μονόλυκου, και μετά από παντού, από τις γύρω πλαγιές, από τον Καρά-Ντερέ κάπου χαμηλά, από τις κορφές που χάνονταν προς το Ξερολίβαδο… Από τις χαμηλωσιές του Βρωμοπήγαδου, εκεί που ανταμώνουν τα πυκνά πουρνάρια και τα αδιάβατα παλιούρια, μετά νιάματα και τα χωράφια της ιδιοκτησίας Σπανού.
Μετά όλα ησύχασαν. Ένα μοναχικό, ξεχασμένο ορτύκι φώναξε ερωτικά μέσα στο πρωινό, αλλά δεν πήρε απάντηση…
Άφωνος μάρτυς, κυριολεκτικά άλαλος, έφερα στον νου μου, κάτι παρόμοιο που αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Τα μυστικά του Βάλτου», όπου ο Γιατρός Αντωνάκης, εξαφάνιζε από προσώπου γης, τα σκυλιά των χωριών του Βάλτου των Γιαννιτσών, για λίγες ώρες.
Η φωτιά χώνεψε, έσβησε και εμείς ξεκινήσαμε ανεβαίνοντας ψάχνοντας για θηράματα, ξεφωλιάσαμε δυο λαγούς και κοπάδια από πέρδικες τρομαγμένες από του σκύλους, ζητούσαν σαν προστασία στο βάθος της χαράδρας. Μετά από ώρες, ψηλά στο ξέγναντο και στις ράχες του Βερμίου, ζητήσαμε τον ανασασμό, την στάση με το κολατσιό.

Πιο δίπλα μια μικρή ραχούλα, προς στιγμή φάνηκε να καπνίζει, όπως ένα σκούρο συννεφάκι που την κάλυψε περαστικό…
Το βαρύ σέρτικο Νο 7 Παπαστράτος άνοιξε και δυο τσιγάρα του βρήκαν τη θέση τους ανάμεσα στα δάκτυλα του Στέφου και του αδελφού μου. Κι είπανε πολλά για τώρα, για σήμερα και για αύριο. Έτσι κουβέντα να κάνουν στην ανάπαυλα. Μα όταν θυμηθήκανε τα παλιά, εκεί κοντά 1943-44, 22 μήνες γεμάτους, τότε γύρω μας ξαφνικά όλα άλλαξαν, δεν άλλαξαν αλλά έγιναν ονόματα, όπως Αρσούμπαση Πλαλίστρα, Αλή Χότζα κι ακόμη Εiμπιλί, Καλύβια, Καστανιά, Γεωργιανοί, Τριπόταμος, κυνηγητά και μάχες ανταρτοομάδων του ΕΛΛΑΣ με γερμανικά αποσπάσματα.
Ρωτούσα, ρουφούσα και μετρούσα, κατάπινα αποστάσεις, πλαγιές, υψώματα, με το μάτι μόνο, αχόρταγος, άπληστος κάνοντας τα χιλιόμετρα μέτρα…μια χεριά δίπλα μου, μια δρασκελιά ακόμη…
Κι ο αδελφός μου, μου εξηγούσε και μού ’δειχνε τα μέρη και τις τοποθεσίες, όπου μπροστά από λίγα χρόνια, κουβαλώντας το Γερμανικό πολυβόλο – τουρτούρα, το Maschine Gewehr 42, λάφυρο από την Wermacht σε προηγούμενη μάχη, δίπλα και μαζί με τον Καπετάν Μαύρο, ενταγμένος στο ΕΛΛΑΣ κυνηγούσανε του Γερμανούς, στα ψηλοράχια του Βερμίου.
Δεν μιλούσα και κατάπινα τις διηγήσεις του, άπληστα, αχόρταγα όπως προείπα, αφού με τα λόγια του μέσα μου, εσώψυχα εδημιουργήτο μια παράξενη και άξενη άβυσσος ερημιάς, εκεί όπου δεν υπήρχε ερημιά πριν.
Ήταν η ερημιά αυτή που μένει, μετά από τον αγώνα, τη μάχη το ξέσκισμα, το ασταμάτητο τρεχαλητό, τον πόνο και το κλάμα. Ήταν η ερημιά που μένει, όταν ο ορίζοντας αρχίζει να τρέμει, και να χορεύει μπροστάρης και τα βουνά και τα χαμηλοφάχια και τα υψώματα στο Seelow, πριν από το Βερολίνο, να γίνονται ρευστά, να ισοπεδώνονται, από τις χιλιάδες τανκς του Ζούκωφ και του Κόνιεφ, και μετά το Άσπρο ‘Άλογο του Ζούκωφ, με τον ίδιο καβαλάρη, στην Κόκκινη Πλατεία, να περνά μπροστά από το Κρεμλίνο και η Σημαία των Ναζί στα πόδια του ατσάλινου Στάλιν…
Ήταν η ερημιά αυτή που μένει όταν προδώσουν και προδοθούν τα όνειρα…
Ήταν το άδειασμα μιας ψυχής….

Υ.Γ. Ο Κλέων και ο Στέφος, χρόνια τώρα μου λείπουν….

Εφημερίδα "Βέροια", 21.10.2009