Η ΦΑΣΣΑ


Σ’ εκείνο το φθινόπωρο, οι Φάσσες είχαν κατέβει από τα βουνά της Ζιάκας, της Νότιας οροσειράς της Πίνδου βιαστικές, κι είχαν απλώσει σ’ όλο το βουνό Βέρμιο. Μυρμήγκιαζαν τα μεγάλα κοπάδια, σαν σύννεφα κι είχαν κάνει κατοχή, όλα τα λυκοκρεμάσματα και τις βαθιές χαράδρες. Τα βράδια σταλιάζανε στις οξιές, με μπουκωμένες τις σγάρες τους, από τον τρυφερό καρπό τους, το βαλανίδι και κάθε πρωί αβίαστες, πάντα στο ουρανοθάλασσο για τον πρωινό τους περίπατο, αρμένιζαν στα χάι του, αργές σκιές που σκοτείνιαζαν για λίγο τα θαμνολίβαδα, πράσινα νησιά, μέσα στη δασική πεύκη και στο έλατο.
Εγώ είχα βολευτεί στην πλαγιά, κάτω από τη Μπάρα του Σελίου σε καρτέρι. Ήτανε  κρύο, το πρωινό αγιάζι πιρούνιαζε το πρόσωπο. Το κορμί το προστάτευαν τα μάλλινα ρούχα και μια ζέστη γλυκιά, μ’ έναν ελαφρό ιδρώτα απόκριση, περικύκλωναν το σώμα. Ο άτολμος ήλιος μοίραζε τις αχτίνες του παντού, μα ακόμη το φως του φεγγαριού στην απέναντι δυτική κορφή, σαν δαδίσια αναλαμπή δεν έλεγε να κατηφορίζει. Δύο βουβοί πλανήτες κυτιόντουσαν, φιλτραρισμένοι, στα δικά τους ασήμια…
Το καρτέρι της Φάσσας θέλει υπομονή, και στο κυνήγι της δείχνει ότι η σίγουρη κάρπωσή της από τον κυνηγό είναι μακρινό... όνειρο.
Κοπαδιαστά το πουλί αυτό, στις υπερυψωμένες της βόλτες με τα λευκά της μάτια, ελέγχει καλά το έδαφος και κάθε τι, ξένο προς το περιβάλλον του δάσους, τ ην διώχνει. Επομένως, ο κυνηγός χρειάζεται κάλυψη, ακινησία, μαζί με ετοιμότητα και να βιδώνεται στη θέση του επί ώρα, για να βάλει Φάσσες στην τσάντα του. Τα φυσίγγια να είναι ισχυρά και με σκάγια ψιλά μέχρι και Νο9.
Μεγάλο πετούμενο η Φάσσα έχει εντυπωσιακό κυνήγι και δεν αφήνει κυνηγό ασυγκίνητο. Δύσκολος αντίπαλος δεν νικιέται εύκολα. Για ν’ αρχίσεις να βάζεις στην τσάντα σου πουλιά, θα πρέπει να μετράς πολλές αποτυχίες προηγούμενα. Έτσι μόνο γίνεσαι ικανός. Προηγείται το επίθετο «καψομπαρουτάς, με πολλές… γιορτινές βολές και κρυφές ματιές καημού και ζήλιας στο μασουράτα κρεμαστάρια άλλων συγκυνηγών.
Επειδή δεν είναι ιδιαίτερα πρωινές στο ξύπνημά τους, δεν εμφανίζονται τα ξημερώματα. Περιμένουν τον ήλιο να ξεμυτίσει πριν ξεσταλιάσουν από τα υψηλά δένδρα στα ο ποια κουρνιάζουν. Έτσι, μετά της 8 το πρωί, στο αναγύρισμα του βουνού, εμπρός από το κύρτωμα της μεγάλης λάκκας, οι δύο προπομποί του κοπαδιού, ξεκίνησαν ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους. Αστροβολίδες πέρασαν, χαμηλά μου, ξύνοντας τις κορυφές των πεύκων. Αρχίσανε τον ερευνητικό τους κύκλο, κι όταν βρέθηκαν εκεί που έπρεπε, στο τελείωμα της στροφής τους, έπεσαν η μια κατόπιν της άλλης, με δυο ντουφεκιές, σφήκας κεντρί. Και το μάτι μου να μοχτά να ορίσει τη θέση τους άσφαλτα, φυλακίζοντας σύγχρονα μέσα του, τους κάλυκες που έφευγαν από τη θαλάμη άταχτα, με την οσμή του μπαρουτιού στα ρουθούνια.
Και πάλι ησυχία και αναμονή και το βλέφαρο να τσιμπλιάζει από το βουνίσιο δρολάπι.
Άπλωσα την ματιά μου και την έταξα μέχρι εκεί που έβλεπα. Ως τη Γραμμένη που ξεχώριζε καθάρια ο κόσμος της, με την παγωμένη σιωπή του πρωινού στις κορυφές της πανύψηλης οξιάς, του δάσους που ξυπνούσε, και της φύσης που άφηνε τον λήθαργο της νύχτας, κι έμπαινε στην ημέρα μ’ ένα πλήθος προσδοκούμενες από κυνηγούς εμπειρίες, εικόνες και συναισθήματα, οσμές και ήχους και τον χρόνο να ζορίζεται και ν’ ανασυντάσσει τις παραστάσεις του, σε αποτύπωμα νοητικό, όταν η σιγή της ντουφεκιάς έμενε στο «δόχι μου» περισσότερο, επειδή οι στόχοι ξεκομμένοι αναδεύτηκαν, κι είχαν διαγουμιστεί κι από άλλους κυνηγούς.
Στο κοντινό με τη θέση μου καρτέρι, σωρός από μολυβόπετρες και χαμηλό πυκνό, έκρυβε τα γκρέμια μια χαράδρας βαθιάς, όπως και κυλίστρες και κούρνιες από βουνίσιες πετροπέρδικες, που μετά τον έντονο πρωινό λάλο στο χάραμα, ποδάρισαν με ταχύτητα κι ανέβηκαν κι έβαλαν τα υψώματα και τα κρυσταλλωμένα πεύκα, απόσταση φράχτη, μέχρι που κάποιο νέο σκιάξιμο, τις έκαμε να τιναχτούν και να βροντήξει το μεταλλικό τους πέταγμα στον αέρα.
Με κύλισε ο κατήφορος, ο φίλος ξέκοψε πίσω στ’ αυτοκίνητο. Θα μ’ εύρισκε πάλι όταν θα συνάλλαζε το φως με τους ίσκιους έξω από τη Νάουσα. Η πλούσια βλάστησης, η έντονη πρασινάδα με τα πυκνά δάση, και τα κρύα νερά, ο χτύπος του τρυποκάρυδου, όλα αυτά μαζί πως γίνονταν ένα κι έδιναν ζωή στον αέρα γύρω μου και σοφίλιαζαν με τον κόσμο μέσα σ’ αυτά τ’ αμόλευτα βουνά που με τύλιγαν;
Τα κοπάδια από τις Φάσσες στο βάθος του χώρου, πάλι αναδεύτηκαν, βρήκαν νέες πίστες προσγείωσης να κονέψουν, στα δάση, σ’ αυτό το δέρμα της Ημαθίας γης που κάλυπτε τα βουνά.
Προχώρησε το γιόμα. Ο ήλιος έγερνε και το δειλινό άχνιζε στις κορυφές του βουνού, όπου άσπρα συννεφάκια είχανε θρονιαστεί σ’ αυτές, λευκοί σκούφοι. Η απέραντη χορτονομή, βουνίσιο λιβάδι εμπρός μου φιλοξενούσε πολλά γελαδομόσχαρα, που βοσκούσαν και κουτουλούσαν παίζοντας και μερικά άλογα, σκόρπια, μικρή αγέλη, ξεχώριζε με δυο κατακόκκινα φαρί, περήφανα με χαίτες όρθιες. Μύριζαν τα πουλάρια που βύζαιναν τις φοράδες μάνες. Στην απέναντι κορυφή που δέσποζε στο  μακρύ σύρραχο, τα νάνα κέδρα κρύβανε τον πόντιο βουκόλο, που με φωνές, ά άξα βούδ, ό όχαβούδ, νημάτιζε και έσπρωχνε το βοϊδοκόπαδο, προς το μονοπάτι με τη σβουνίσια σκόνη, που κατέβαζε στο χωριό.
Μια μπροστάρα, ξεκομμένη δαμάλα, πρωτάρα καρπισμένη, στον μήνα της, φάνηκε με προσεχτικό βήμα να κατεβαίνει στο πλάι της κορυφής, αφήνοντας πίσω μακριά της τη σύμμιχτη βουή, από κυπριά και τσόκανα του μεγάλου κοπαδιού, που εγώ με άφραστη γλύκα αφούκραζα. Ξαφνικά αλλαξοστράτισε απότομα μαζί μ’ έναν συνοδό ατίθασο ντανά, εμπρός σε μια φαρμακούσα οχιά και πήρανε το μονοπάτι-νεροφαγιά, που ’βγαζε στο χωριό, μέσα από δάσος καστανιές. Κι ήταν οι καστανιές κορμοί από νέα μάτια, μπόλια με βελτιωμένες ποικιλίες από το μεράκι των χωρικών. Μισάνοιχτοι οι αχινοί τους, έτοιμοι να λευτερώσουν τα κάστανα. Το δάσος τους έφτανε μέχρι τα ρέματα κάτω, εκεί στη σμίξη με τους ίσκιους που τράνεβαν στην αυτηλιά.
Τα πόδια φτέρωσαν ακόμη περισσότερο τα βήματα με τον μεγάλο κατήφορο να τ’ απλώνει και να τα κάμει δρασκελιές. Ένα ίσιωμα χορταριασμένο, μια μικρή πλαγιά πουρναροζωσμένη και φάνηκε σαλευούμενος με τα μεγάλα πλατάνια, χαμηλά μας ο πλουσιόβλαστος Αι-Νικόλας, και σιγάνοιγαν οι φυλλωσιές του στο βραδινό δροσάνεμο των βουερών νερών του. Όταν αυτά κυλώντας μέσα από τα τρόχαλα της ποταμιάς, τα αστέρευτα σε πλήθος, έκαναν τα νέα ν’ αφρίζουν και να κρύβουν από κάτω τους, τις ασημένιες πέστροφες, διαλεχτή τροφή σε Ναουσαίους ψαράδες.
Κι ήταν φωταγωγημένος, λαμπρός ο Αι-Νικόλας. Ήταν όμορφος και έδειχνε στη θέση του σίγουρος, όπως μασούλιζε ήσυχα τον ήλιο και τις σκιές του, μέσα στην ομίχλη του χρόνου εδώ και αιώνες.
Ασώτευε το γέλιο του περίσσιο στους επισκέπτες του και η υποδοχή τους με τα μεγάφωνα των Κέντρων στη διαπασών, τους αρμάτωνε για πολύωρα γλέντια και χορούς. Κι όλος ο αέρας μοσχοβολούσε από το άρωμα της αόρατης άνοιξης, μέσα στους μακρόσυρτους κρυφοσάλευτους ίσκιους του μαγεμένου τοπίου.
Στο γωνιακό απάνεμο τραπέζι το δίδυμο των κυνηγών, ξεκούραζε τα μέλη του, απλώνοντας χέρια και πόδια. Ήρθε κι η νόστιμη χοιρινή τηγανιά, με θεριεμένη την πείνα αν την καταβροχθίζει. Ήρθε και το μπρούσκο Νάουσα κρασί, φελιασμένο σ’ όμορφο μπουκάλι, αίμα ντόπιο που στέρευε το σάλιο, το ’κοβε. Καταχτυπούσε η γλώσσα στο στόμα, μετά από κάθε γουλιά, ευχαριστημένη το κατάπινε, και το κρασί κυλούσε μέσα μας. Γεμίζαμε κι αδειάζαμε τα ποτήρια.
Το μυαλό μου τέντωσε, ξεφέλιασαν με το δεύτερο μπουκάλι οι γωνιές του, κλάδωσε κι ο κόσμος χώρεσε, δεν χώρεσε μόνο αλλά και ξεχείλισε, μέθυσε η ζωή άπλωσε και ανέστησε την περασμένη φορά, την αξέχαστη φορά, με μορφές αγαπημένες σε οικογενειακή εκδρομή, τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδελφό, όλοι χαμένοι πια, κι ο λογισμός ξεστράτισε. Σπίθισαν τα μάτια, πικροζορίστηκε η ψυχή πρόταξε τον ρυθμό της, τον ακολούθησε σκαλίζοντας στο καλούπι της, τα εκμαγεία των λατρεμένων και με το δυνατό μάτι της, είδε το ντύμα του χρόνου να γίνεται γαλήνη, κι άκουσε για μοναδική φορά το χορτάρι να φυτρώνει. Κι έγινε πάλι η ψυχή κορμί, όπως τα θέλει η ζωή. Το επιδόρπιο ένας μικρός κεσές κυδώνι γλυκό, μ’ έντονη τη γεύση του γλυκολούλουδου έπνιξε στη γένεσή του, το μπούκωμα. Έξω από τη τζαμαρία, ουρανός και βουνά χάνονταν στο σκοτάδι. Ήλιος και νύχτας ένα βήμα. Νύχτωσε. Το γκαρσόν ανασκάλεψε με τη διχάλα τη θράκα στο τζάκι, κίνηση ρουτίνας, και σπίθισαν τρομαγμένα μικρά φωσάκια. Σπιθοφωτιές. Ξεχώθηκαν και αδύναμα μικρά τσάκνα που στην άκρη τους τσακμάκιζε η φλόγα, μέχρι που άναψαν πάλι και φώτισαν δειλά τον γαλάζιο καπνό τους. Σε μικρούς στενούς κύκλους οι γύροι του καπνού αχνόλιωναν στο άγγιγμα του αέρα, γίνονταν ένα κι αμέσως μετά ο αέρας έμεινε άδειος, κρύο αποφλόγι στην υψηλή καμινάδα.
Έξω στις οξιές πάνω από τον Αι-Νικόλα οι Φάσσες γουργούριζαν χωνεύοντας το τρυφερό βαλάνι…
Δημήτριος Κλήμης

1) Δόχι μου= θέση, καρτέρι
2) Κούρνια= λάκκος μικρός
3) Ντανάς= μοσχάρι αρσενικό