Ο ήλιος κατέβαινε, γέρνοντας στον δυτικό ουρανό, και δεν θα σταματούσε μέχρι να σκοτείνιαζε . Τελικά βυθίστηκε αργά πίσω από τον δυτικό ορίζοντα , στα υψώματα της Καστανιάς, ωσάν ένα μεγάλο βαθύ χαλκωματένιο Βεροιώτικο σινί, φρεσκοπλυμένο και φρεσκοτριμμένο πρόσφατα, στην άμμο του συνοικιακού γανωματή, ενώ η μέρα άρχιζε να αυγατίζει ανάποδα, τις ώρες της παρουσίας της .
Η αραιή ομίχλη απλώθηκε , και το πρώτο μούχρωμα , άρχισε ξαφνικά να σχηματίζει, αθώους ίσκιους, πίσω και κάτω από τα δένδρα. Με το λυκόφως, η πρώτη νυχτερίδα, ξεκρέμασε το ανάποδο κορμί της, από τις σχισμές του πέτρινου σπιτιού, της Όλγας της Χατζημάτσογλου και πετώντας ταχύτατα, βούτηξε, υψώθηκε, γώνιασε και κάλυψε στιγμιαία ένα αστέρι που φάνηκε στον ουρανό……. Βγήκανε και άλλες……..
Με το σκοτάδι, έρχεται η αλλαγή, και η απόσταση χάνεται και μηδενίζεται. Η νύχτα τα αντικείμενα, τα φέρνει όλα κοντά, δίπλα , αγνώριστα μα και άλλο τόσο άγνωστα. Οι σκιές στον αέρα, πάνω ψηλά, πληθαίνουν και τρομαγμένα πουλιά, οι νυχτερίδες, πανικόβλητες, μαύρες σφυριχτές , με ιλιγγιώδες στριφογύρισμα, γύρω και κάθετα στον άξονα τους, σε διπλή κίνηση, λες και θέλουνε με τα στόματά τους να πιάσουν δαγκώνοντας την ουρά τους, αληθινά βαμπίρ , ορμούν και χάνονται προς το μήκος του υπόλοιπου ίχνους φωτός.
Όταν σε λίγο, όλα σωπαίνουν και σβήνουν, η νύχτα θρονιάζεται οριστικά, με τις Βεροιώτικες δοξασίες για αερικά, να γεμίζουν κάθε γωνιά της, κοντά ή δίπλα με τα μαύρα στοιχειά τους , σε ακατανόητες καμπύλες και σχήματα, με απροσδιόριστη άυλη ύλη αφύσικη, με αλλαγή και εναλλαγή, με τρέμουλο φόβου ψυχής, για το σκοτεινό, αδιάφορο και πάντα ξένο μαύρο. Είναι το άφωνο και άφωτο, ασύλληπτου σε νόηση σώμα του θεού, που με συνοδεία το συνεχές και αέναο βουητό της επεκτεινόμενης κοσμικής ύλης, όπως ο Πεντζίας αστροφυσικός, την βρήκε και την πρωτοπροσδιόρησε.
Μετά την βροχή όλα γύρω φάνταζαν καινούργια, φαίνονταν νέα , πλυμένα στο ουδέτερο Ph της φύσης, με εκείνη τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, του μοναδικού αυτού αποσμητικού της, που δρα και ερεθίζει, ωσάν γυναικεία μασχάλη και γυρνά σε μνήμες κάποιου προγόνου, του Hommo Sapiens, που πάνω στα νοτισμένα από τη βροχή χωμάτινα σβόλια, ξαπλωμένος στη γη του, να ζει τον πρωτόγονο υμέναιό του. Παρόμοια και ο Παν, ο τραγοπόδαρος παγανιστής θεός των δασών, με τον μαγεμένο αυλό του, ξεθύμανε το πάθος του, στην αγκαλιά της μπεκρουλίαρας Σεμέλης.
Πλυμένα και τα στενά σοκάκια της. Η Βέροια λάμπει. Λουσμένη από τη νυχτερινή καταιγίδα, αποσύρει με τις τεχνικά επιφανειακές ‘’νεροσυρμές ‘’ της, τις μπουντουβάγιες, τα νερά από τους δρόμους της. Γύρω – γύρω στράγγιζαν τα απόνερα από τα αυλακωτά κεραμίδια, πάνω στα αγριόχορτα και τσουκνίδες που φύτρωναν στους τοίχους και ξεροντούβαρα.
Λίγο μετά το χάραμα, ένας χλωμός φωτισμός, ρετάλι του Βοράστρι που έδυε, ωσάν φως αγέννητο ακόμη, άφηνε να θαμποφαίνονταν τρία ή τέσσερα χαμηλόσπιτα, σειρά μακριά από βακούφικα, γνωστό θέαμα γύρω από τους αυλόγυρους των εκκλησιών τότε, μακρόστενα στημένα, με κοντές πόρτες εισόδου, χαμήλωνες, δίπλωνες σχεδόν για να μπεις, με μικρά τετράγωνα παράθυρα, φεγγίτες μόνο, στο ύψος του γοφού ενός περαστικού. Τόσο χαμηλά, μα τόσο χαμηλά, που το λιγοστό φως του εσωτερικού της μικρής κάμαρης, αχνό και άτονο, λιγοστό, αβέβαιο, αναδυότανε εκ βαθέων….. Ένα ή δύο καντηλέρια κρεμασμένα ακουμπιστά στου τοίχους, πρόχειρες υποτυπώδεις φαραωνικές δάδες, ακίνητες με τη μικρή φλογίτσα τους, να αφήνει μια αδύναμη λεπτή στήλη, μαύρου καπνού, που ψευτοανέβαινε κατακόρυφα και ψευτοσκορπούσε απλωτά… συντροφιά στον ήχο, στον ρυθμιστικό και μονότονο, στο ίδιο διάστημα χρόνου πάντα, και το σχεδόν ερωτικό σούρσιμο της σαΐτας μέσα στα διπλά χτένια, ανάμεσα στο υφάδι, μπαινόβγαινε- ένας πηγαινοσούρτης- συνεχής ήχος, με το γκάπα – γκούπα, ή το τάκου – τάκου στον αργαλειό, όπως το θέλει στο τραγούδι της , η αξέχαστη Σοφία Βέμπο ….
Ξεφωλιάστηκε ο ήλιος από τα σύννεφα, πάτησε τον ντορό του και βρήκε την ρότα του λάμποντας . Χαρά Θεού πάλι, κι οι στάλες του βρόχινου πάνω και δίπλα στα πλαϊνά των φύλλων, δένδρων ή θάμνων, έλαμπαν σαν διαμάντια. Χιλιάδες διαμαντάκια, μικρά σκληροστημένα, σχηματισμένα και καλοκομμένα, έτοιμα, βιαστικά να κυλήσουν, να
κρεμάσουν, αδύναμες σταγόνες δάκρυα, και να πέσουν, σε ανοιγμένο πουγκί…στο Βεροιώτικο χώμα.
Μια μικρομέγαλη σάλα, θα μπορούσες να την πεις. ΄Ένα μακρόστενο τραπέζι, μπουφές, με μια βαριά ξύλινη τάβλα, λουστραρισμένη και γυαλισμένη από την πολυκαιρία και συχνή χρήση και δίπλα έως την απέναντι γωνία , ένα τζαμένιο τετράγωνο ντουλάπι – βιτρίνα , που μέσα του ευπαρουσίαστα απλωμένα, φαίνονταν ορεκτικά, τα πρασάτα Βεροιώτικα λουκάνικα, τα καμπίσια ρουμλουκιώτικα λουκάνικα, με το άφθονο κόκκινο πιπέρι, μπούκοβο, και Μικρασιάτικα σουτζούκια Καισαρείας, βαριά και μερακλίδικα στη γεύση, με άφθονα μπαχαρικά, που τρωγόντουσαν άψητα, σαν συνοδός μεζές του τσίπουρου.
Στη γωνιά αυτής της μικρής βιτρίνας, όρθιο στημένο, βρισκότανε ένα μπουκάλι – γυαλί, οκαδιάρικο, με ετικέτα ‘’ ούζο Τυρνάβου, αδελφών Κατσαρού, πολυκαιρισμένη‘’, γεμάτο Βεροιώτικο τσίπουρο από το μπακάλικο Παπαδήμου, με το στενό βυζί στο στόμιό του, που ρύθμιζε την ροή, με κίνηση ρυθμική πάνω – κάτω σε ποσότητα στο ρακοπότηρο.
Μεγάλα κομμάτια παστουρμά , ακανόνιστα σε σχήμα, ένα πάνω στο άλλο, συμπλήρωναν και γέμιζαν το χώρο. Ήταν η παραγωγή του μαγαζιού, ο παστουρμάς του Τάσου Θώμογλου. Άριστη ποιότητα το κρέας του, σιτεμένο και στεγνό, χωρίς λίπη, καθαρό κόκκινο, τρυφερό, με ένα εκατοστό τουλάχιστον, πασαλειμμένο το τσιμένι να περιβάλλει προστατευτικά το κρέας.
Αυτά και άλλα, μαζί με δυο τεράστια μαχαίρια, κοπής του παστουρμά, τα παρομοίαζα τότε με ‘’χαβάνια’’ και τα εργαλεία τους._ Ήσαν τα ‘’χαβάνια’’ ειδικά μαχαίρια, στηριγμένα σε μεγάλους τάκους – σανίδες, απαγορευμένα στη χρήση τους, από την Εφορία Καπνού, για τον ψιλοτεμαχισμό καπνόφυλλων.
Πελάτες και θαμώνες γέμιζαν το χώρο. Τα ρακοπότηρα αδειάζανε γρήγορα, το κέφι ανέβαινε , και η ελληνική γλώσσα χανότανε μέσα στην μητρική γλώσσα των Μικρασιατών, την Τούρκικη. Ξεχώριζαν δυο κιρκάσιοι, ξερακιανοί πενηντάρηδες με τα μυτερά σκουφιά τους, μικρές πυραμίδες, και τα έντονα ζυγωματικά τους, που όντας ‘’ μακάριοι ‘’ δεν κατάφερναν να βρουν, να συνεννοηθούν επιτέλους, για το ποιος έφταιγε ο Κεμάλ ο Τούρκος η ο Βενιζέλος ο Έλληνας, στη δική τους τραχιά γλώσσα, μετά τριάντα χρόνια.
Εκεί κάτω στο ‘’ Λουρομάρο ‘’ τα νερά κυλούσαν, γάργαρα και ασταμάτητα φλύαρα, στο κεντρικό αυλάκι – αγωγό, σε ποσότητα μεγάλη, ίσως επτά με οκτώ τσάπες νερό. Πότιζε το νερό λαχανόκηπους στο Καρατσάλι, θέριευε, τις δίπλα στη ροή του Κυδωνιές και Ροδιάς, δρόσιζε αυλές, με πονόψυχες υψηλές κληματαριές να χαρίζουν πλούσιο ίσκιο και ανάσα στους Βεροιωτάδες δουλευτάδες και αφεντικά. Μετά συνέχιζε και κάπου μακριά το αυλάκι πλαταινε, άπλωνε και το νερό ηρεμούσε ξέχειλα και χάνονταν… Πυκνές βατσινιές δάση αδιαπέραστα αυτές, μαζί με πλατύφυλλα νερόχορτα, με θύννες – νησίδες σπαθόχορτο, δημιουργούσανε τα αδιάβατα απάτητα στο σύνολό τους ‘’βάρκα’’. Γειτονικές αγριαχλαδιές, στοιχισμένες ανάκατα, σε έδαφος σκληρό, αρμάδες ολόκληρες, με ακροκορυφές σαν πιάτα, ίσιες και πλατειές, φιλοξενούσαν εκεί μισοκρυμμένους φτερωτούς κυνηγούς, αργοκίνητες γερακίνες και σπαθάτα σαΐνια.
Ένας κόσμος, ολόκληρος ντουνιάς, μια ολάκερη ζωντανή φύσις, έλαμνε και επιζούσε….δύσκολα μα επιζούσε.
Δημοσιεύθηκε στην ‘’ Βέροια’’ Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010.