Ο Αργαλειός και το ‘’Λουρομάρο’’

          Ο ήλιος κατέβαινε, γέρνοντας στον δυτικό ουρανό, και δεν θα σταματούσε μέχρι να  σκοτείνιαζε .  Τελικά βυθίστηκε αργά πίσω από τον δυτικό ορίζοντα , στα υψώματα της Καστανιάς, ωσάν ένα μεγάλο βαθύ χαλκωματένιο  Βεροιώτικο σινί, φρεσκοπλυμένο  και φρεσκοτριμμένο πρόσφατα,  στην άμμο του συνοικιακού γανωματή, ενώ η μέρα άρχιζε να  αυγατίζει ανάποδα, τις ώρες της παρουσίας της .

          Η αραιή ομίχλη απλώθηκε , και το πρώτο μούχρωμα , άρχισε ξαφνικά να σχηματίζει, αθώους ίσκιους, πίσω και κάτω από τα δένδρα.  Με το λυκόφως, η πρώτη νυχτερίδα, ξεκρέμασε το ανάποδο κορμί της, από τις σχισμές του πέτρινου σπιτιού, της Όλγας της Χατζημάτσογλου και πετώντας ταχύτατα, βούτηξε, υψώθηκε, γώνιασε και κάλυψε στιγμιαία ένα αστέρι που φάνηκε στον ουρανό……. Βγήκανε και άλλες……..
          Με το σκοτάδι, έρχεται η αλλαγή, και η απόσταση χάνεται και μηδενίζεται. Η νύχτα τα αντικείμενα, τα φέρνει όλα κοντά,  δίπλα , αγνώριστα μα και άλλο τόσο άγνωστα.  Οι  σκιές στον αέρα, πάνω ψηλά, πληθαίνουν και τρομαγμένα πουλιά, οι νυχτερίδες, πανικόβλητες, μαύρες σφυριχτές , με ιλιγγιώδες στριφογύρισμα, γύρω και κάθετα στον άξονα τους, σε διπλή κίνηση, λες και θέλουνε  με τα στόματά τους  να πιάσουν  δαγκώνοντας την ουρά τους, αληθινά βαμπίρ , ορμούν και χάνονται  προς το μήκος του υπόλοιπου ίχνους φωτός.
          Όταν σε λίγο, όλα σωπαίνουν και σβήνουν, η νύχτα θρονιάζεται οριστικά, με τις Βεροιώτικες δοξασίες για αερικά, να γεμίζουν κάθε γωνιά της, κοντά  ή  δίπλα με τα μαύρα στοιχειά τους , σε ακατανόητες καμπύλες και σχήματα, με απροσδιόριστη  άυλη  ύλη αφύσικη, με αλλαγή και εναλλαγή, με τρέμουλο  φόβου ψυχής, για το σκοτεινό, αδιάφορο και πάντα ξένο μαύρο. Είναι το άφωνο και άφωτο, ασύλληπτου σε νόηση σώμα του θεού, που με συνοδεία το συνεχές και αέναο βουητό της επεκτεινόμενης  κοσμικής ύλης, όπως ο Πεντζίας  αστροφυσικός, την βρήκε και την πρωτοπροσδιόρησε.
          Μετά την βροχή όλα γύρω φάνταζαν καινούργια, φαίνονταν νέα , πλυμένα στο ουδέτερο  Ph  της φύσης, με εκείνη τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, του μοναδικού αυτού αποσμητικού της, που δρα και ερεθίζει, ωσάν γυναικεία  μασχάλη  και γυρνά σε μνήμες κάποιου προγόνου, του Hommo  Sapiens, που  πάνω στα νοτισμένα από τη βροχή χωμάτινα σβόλια, ξαπλωμένος στη γη του, να ζει  τον πρωτόγονο υμέναιό του.  Παρόμοια και ο Παν, ο τραγοπόδαρος παγανιστής θεός των δασών, με τον μαγεμένο αυλό του, ξεθύμανε το πάθος του, στην αγκαλιά της μπεκρουλίαρας Σεμέλης.
          Πλυμένα και τα  στενά  σοκάκια της. Η  Βέροια λάμπει. Λουσμένη από τη νυχτερινή καταιγίδα, αποσύρει με τις  τεχνικά  επιφανειακές  ‘’νεροσυρμές ‘’  της, τις μπουντουβάγιες,  τα νερά από τους δρόμους της. Γύρω – γύρω στράγγιζαν τα απόνερα από τα αυλακωτά κεραμίδια, πάνω στα αγριόχορτα και τσουκνίδες που φύτρωναν στους τοίχους και ξεροντούβαρα.
          Λίγο μετά το χάραμα, ένας χλωμός φωτισμός, ρετάλι του Βοράστρι που έδυε, ωσάν φως αγέννητο ακόμη, άφηνε να θαμποφαίνονταν τρία ή τέσσερα  χαμηλόσπιτα, σειρά μακριά από βακούφικα, γνωστό θέαμα γύρω από τους αυλόγυρους των εκκλησιών τότε, μακρόστενα στημένα, με κοντές πόρτες εισόδου, χαμήλωνες, δίπλωνες σχεδόν για να μπεις, με μικρά τετράγωνα παράθυρα, φεγγίτες μόνο, στο ύψος του γοφού ενός περαστικού.  Τόσο χαμηλά, μα τόσο χαμηλά, που το λιγοστό φως του εσωτερικού της μικρής κάμαρης, αχνό και άτονο, λιγοστό, αβέβαιο, αναδυότανε εκ βαθέων….. Ένα ή δύο καντηλέρια κρεμασμένα ακουμπιστά στου τοίχους,  πρόχειρες υποτυπώδεις φαραωνικές δάδες, ακίνητες με τη μικρή φλογίτσα τους, να αφήνει μια αδύναμη λεπτή στήλη, μαύρου καπνού, που ψευτοανέβαινε κατακόρυφα και ψευτοσκορπούσε απλωτά… συντροφιά στον ήχο, στον ρυθμιστικό και μονότονο, στο ίδιο διάστημα χρόνου  πάντα, και το σχεδόν ερωτικό σούρσιμο της σαΐτας  μέσα στα διπλά χτένια, ανάμεσα στο υφάδι, μπαινόβγαινε- ένας πηγαινοσούρτης- συνεχής ήχος, με το γκάπα – γκούπα, ή το τάκου – τάκου στον αργαλειό, όπως το θέλει στο τραγούδι της , η αξέχαστη Σοφία  Βέμπο ….
          Ξεφωλιάστηκε  ο ήλιος από τα σύννεφα, πάτησε τον ντορό του και  βρήκε την ρότα του λάμποντας .  Χαρά  Θεού  πάλι, κι οι στάλες του βρόχινου  πάνω και δίπλα  στα πλαϊνά  των φύλλων, δένδρων  ή  θάμνων, έλαμπαν σαν διαμάντια. Χιλιάδες διαμαντάκια, μικρά σκληροστημένα, σχηματισμένα   και   καλοκομμένα, έτοιμα, βιαστικά   να   κυλήσουν,  να
κρεμάσουν, αδύναμες σταγόνες δάκρυα, και να πέσουν, σε ανοιγμένο πουγκί…στο Βεροιώτικο χώμα. 
          Μια μικρομέγαλη σάλα, θα μπορούσες να την πεις. ΄Ένα μακρόστενο τραπέζι, μπουφές, με μια βαριά  ξύλινη τάβλα, λουστραρισμένη και γυαλισμένη από την πολυκαιρία και συχνή χρήση  και δίπλα έως την απέναντι γωνία , ένα τζαμένιο τετράγωνο ντουλάπι – βιτρίνα , που μέσα του ευπαρουσίαστα απλωμένα, φαίνονταν ορεκτικά, τα  πρασάτα Βεροιώτικα λουκάνικα, τα καμπίσια ρουμλουκιώτικα λουκάνικα, με το άφθονο κόκκινο πιπέρι, μπούκοβο, και Μικρασιάτικα σουτζούκια Καισαρείας, βαριά και μερακλίδικα στη γεύση, με άφθονα μπαχαρικά, που τρωγόντουσαν άψητα, σαν συνοδός μεζές του τσίπουρου.
          Στη γωνιά αυτής της μικρής βιτρίνας, όρθιο στημένο, βρισκότανε ένα μπουκάλι – γυαλί, οκαδιάρικο, με ετικέτα ‘’ ούζο Τυρνάβου, αδελφών Κατσαρού, πολυκαιρισμένη‘’, γεμάτο Βεροιώτικο τσίπουρο από το μπακάλικο Παπαδήμου, με το στενό βυζί   στο στόμιό του, που ρύθμιζε την ροή, με κίνηση ρυθμική πάνω – κάτω σε ποσότητα στο ρακοπότηρο.
          Μεγάλα κομμάτια παστουρμά , ακανόνιστα σε σχήμα, ένα πάνω στο άλλο, συμπλήρωναν και γέμιζαν το χώρο. Ήταν η παραγωγή του μαγαζιού,  ο παστουρμάς του Τάσου Θώμογλου. Άριστη ποιότητα  το κρέας του, σιτεμένο και στεγνό, χωρίς λίπη, καθαρό κόκκινο,  τρυφερό, με ένα εκατοστό τουλάχιστον, πασαλειμμένο το τσιμένι να περιβάλλει προστατευτικά το κρέας.
          Αυτά και άλλα,  μαζί με δυο τεράστια μαχαίρια, κοπής του παστουρμά, τα παρομοίαζα τότε με ‘’χαβάνια’’ και τα εργαλεία τους._ Ήσαν  τα ‘’χαβάνια’’ ειδικά μαχαίρια, στηριγμένα σε μεγάλους τάκους – σανίδες, απαγορευμένα στη χρήση τους, από την Εφορία Καπνού, για τον ψιλοτεμαχισμό καπνόφυλλων.
          Πελάτες και θαμώνες γέμιζαν το χώρο. Τα ρακοπότηρα αδειάζανε γρήγορα, το κέφι ανέβαινε , και η ελληνική γλώσσα χανότανε μέσα στην μητρική γλώσσα των Μικρασιατών, την Τούρκικη. Ξεχώριζαν δυο κιρκάσιοι, ξερακιανοί πενηντάρηδες με τα μυτερά σκουφιά τους, μικρές πυραμίδες, και τα έντονα ζυγωματικά τους, που όντας ‘’ μακάριοι ‘’ δεν κατάφερναν να βρουν,  να συνεννοηθούν επιτέλους, για το ποιος έφταιγε ο Κεμάλ ο Τούρκος η ο Βενιζέλος ο Έλληνας, στη δική τους τραχιά γλώσσα, μετά τριάντα χρόνια.
          Εκεί κάτω στο ‘’ Λουρομάρο ‘’ τα νερά κυλούσαν, γάργαρα και ασταμάτητα φλύαρα, στο κεντρικό αυλάκι – αγωγό, σε ποσότητα μεγάλη, ίσως επτά με οκτώ τσάπες νερό.  Πότιζε το νερό λαχανόκηπους στο Καρατσάλι, θέριευε, τις δίπλα στη ροή του Κυδωνιές και Ροδιάς, δρόσιζε αυλές, με πονόψυχες υψηλές κληματαριές να χαρίζουν πλούσιο ίσκιο και ανάσα στους Βεροιωτάδες δουλευτάδες και αφεντικά. Μετά συνέχιζε και κάπου μακριά το αυλάκι πλαταινε, άπλωνε και το νερό ηρεμούσε ξέχειλα και χάνονταν…  Πυκνές βατσινιές  δάση αδιαπέραστα αυτές, μαζί με πλατύφυλλα νερόχορτα, με θύννες – νησίδες  σπαθόχορτο, δημιουργούσανε τα αδιάβατα απάτητα στο σύνολό τους ‘’βάρκα’’. Γειτονικές αγριαχλαδιές, στοιχισμένες ανάκατα, σε έδαφος σκληρό, αρμάδες ολόκληρες, με ακροκορυφές σαν πιάτα, ίσιες και πλατειές, φιλοξενούσαν εκεί μισοκρυμμένους φτερωτούς κυνηγούς, αργοκίνητες γερακίνες και σπαθάτα σαΐνια.
          Ένας κόσμος, ολόκληρος ντουνιάς, μια ολάκερη ζωντανή φύσις, έλαμνε και επιζούσε….δύσκολα μα επιζούσε.

                   Δημοσιεύθηκε στην ‘’ Βέροια’’ Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010.

Πίσω από τις αράχνες


Ήταν πάντοτε, η είσοδος στην πόλη μου, στη Βέροια , εύκολη από κάθε πλευρά της. Δρόμοι χωμάτινοι απλοί, για πεζούς και κάρα ή στρωμένοι με πέτρα, κροκάλα ποταμίσια, το περίφημο καλντερίμι, σ’ οδηγούσανε στο κέντρο της.  Στενά σοκάκια, λαβύρινθοι ίσως, αλλά βατά και γρήγορα.. Σε δεχότανε καλοσυνάτα, με τις όσες μύριες μυρωδιές της, από πετσί κα δέρμα, λάδια από σουσάμια , ταμπάκο και μπαχαρικά, αλλά και πολύ καβαλίνα.
Όλη η καβαλίνα ανάμεικτη από Αγελάδες- Άλογα –Κατσίκες έκαναν μια ειδική σύνθεση οσμής , ένα σύνθετο τελικά θυμίαμα, που υψωνόταν κατακόρυφα στον ουρανό, αφού πρώτα κάλυπτε την πόλη, ωσάν θυσία στον Κύριο , για την αφθονία και τον πλούτο των αγαθών της γης, που απλόχερα χάριζε καρπίζοντας αυτή. Ήταν μια λιγωμένη θηλυκιά ύπαρξη, με μόσχους μυρωδιάς από βρεγμένο χώμα, στους κόρφους και στα λαγανά της.   Ήταν μια Άγια πόλη.
Τα κελαρυστά  τρεχούμενα νερά , και τα διάφανα αυτά του Τριπόταμου που βιαστικός διέσχιζε κάθετα την πόλη, άφηναν να αιωρούνται σταγονίδια δροσιάς το πρωί, και όλο αυτό το δρολάπι, αχνιστά κυλιότανε πάνω της, πότε φιδοσερνάμενο χαμηλά,  ίσανε στο χώμα και πότε ορμούσε  στα ψηλά, κοντά στους προεξέχοντες οντάδες και σαχνισιές. Εκεί συναντούσε τα κόκκινα πρωινά βέλη του ήλιου, που έβαφε τον ουρανό χρυσαφί, και οι σκιές της νύχτας τραβιόντουσαν.
Τα πρώτα τιτιβίσματα των σπουργιτιών ζάλιζαν, ανακατεύοντας τον σαν κρύσταλλο καθαρό αέρα, και ξαφνικά σιωπούσαν όταν ο ουρανός γινότανε καταγάλανος, και τα δένδρα από γκρίζα πράσινα.
Κοπάδι από κατσίκες, στην αρχή λίγες, πλήθαιναν, φτάνοντας στην έξοδο της πόλης, με τον τσομπάνο να τις οδηγεί στα ψηλώματα του Λιανοβρόχι ή πάνω από αυτό. Άφθονες αγριογκορτζιές και χαμηλό πουρνάρι, ήταν η τροφή του κοπαδιού.
Μικρά βαθιά ή αβαθή φαράγγια χαρακτήριζαν  αυτή την έρημη και μοναχική περιοχή, με το μικρό γραφικό ποταμάκι, το Λιανοβρόχι, να φιδοστρέφεται , να σπάει σε γωνιές και να ισιώνει μετά, μέχρι να ενωθεί με τον Βεροιώτικο βασιλικό ποταμό, τον Τριπόταμο.
Πριν όμως, την κοίτη του , πλαισίωναν αριστερά και δεξιά , μικροί ροζιασμένοι , στραβοί από τους ανέμους κέδροι. Γαντζωμένοι πάνω στα γδαρμένα χείλη της κοίτης, κρατούσαν ακόμη , τα όσα μπορούσαν με τις αδύναμες ρίζες τους, χώματα και πέτρες, ενώ η βάση του γκρεμού , δίπλα στο αχνιστό νερό που κυλούσε , άλλοτε αργά και νωχελικά άλλοτε βιαστικά και φουριόζικα, ανάλογα με την κατωφέρεια του εδάφους, με σκέρτσα, τσακίσματα και γουργουρητά , σαν νέα γυναίκα, ήταν γεμάτη από τα ίδια της τα ερείπια.
Βράχια και χαλίκια.
Εκεί που γώνιαζε η κοίτη του , οι υδρατμοί πιέζονταν, σταματούσαν και να πετούν και να χαϊδεύουν  την επιφάνεια του νερού, τότε υψώνονταν και ανυψώνονταν , και το μικρό συννεφάκι τους γινότανε μια μικρή όμορφη αφάνα, και όπως ο ήλιος τη χρύσωνε, μικρά εναλλασσόμενα ουράνια καμπυλωτά τόξα, με κομμένες τις απολήξεις τους, και δεκάδες μικρούς  χαριτωμένους,  ιριδισμούς , διαδέχονταν το ένα το άλλο , με συνέπεια και αλληλουχία και συνέχεια, σαν την παγκόσμια σταθερά στους Γαλαξίες, που έχει ορίσει, να είναι το πρωτόνιο 1830 φορές βαρύτερο από το ηλεκτρόνιο.
Στην πόλη κάθε ανθρώπινη παρουσία η ενέργεια δημιουργεί ηχώ. Το πέταλο ενός αλόγου όταν σφυρηλατείται στο αμόνι, κόκκινο από τη φωτιά στο καμίνι, ο χτύπος από το σφυρί που ανεβοκατεβαίνει  ακούγεται πάντα κουφοδυνατός , και σε κάθε χτύπημα αλλοιωμένος , λόγω της κλήσης που δίνεται στο μέταλλο – πέταλο , από τον σιδερά πεταλωτή.]
Ο καπνός από καμένα ξύλα , άπλωνε την μυρωδιά , χαμηλά στους δρόμους πρώτα, ψήλωνε έφθανε  εκεί στα καφασωτά, που τα στήριζαν, ξύλινοι δοκοί , κρεμασμένοι πάνω από τους δρόμους, και θύμιζαν στο γυναικομάνι πίσω στο μαγειρειό, ότι ο φούρνος της γειτονιάς άναψε και ότι έπρεπε να ετοιμαστεί ο Βεροιώτικος  νταβάς. Πότε φασολάδες, πότε ψάρια τούρνες με καρύδια,  πότε μελιτζάνες ιμάμ, πότε τουρλού με λαχανικά  ή τον ονομαστό και νόστιμο χασάπ- νταβά.  Πρόθυμος ο φούρναρης, θα δεχότανε το σινί, μεγάλο ταψί, όταν επρόκειτο για πίτα,  ή το πήλινο δοχείο με το περιεχόμενό του , τον κοινώς λεγόμενο νταβά.
Στην γειτονιά μου , εκεί στο δρόμο  Εθνικής Τραπέζης τότε, ήταν ο φούρνος του Μπάρμπα Νάκου.  Γιάννης Σίμος έγραφε η καπνισμένη πινακίδα πάνω από την πόρτα. Μοναδικός και περίεργος ο ίδιος, είχε τα χούγια του , όπως π.χ. επί σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση , δεν έλεγε καλημέρα ή άλλον χαιρετισμό, παρά το Χριστός Ανέστη, η ανταπαντούσε με το Αληθώς Ανέστη.



Στραμμένος στο άνοιγμα του φούρνου , μπορούσε με την πλάτη στο δρόμο να χαιρετά και να πειράζει λεκτικά τους περαστικούς του δρόμου , γνωρίζοντας αυτούς από τον βηματισμό τους μόνο ακόμη , τα φορτωμένα με κοφίνια- λαχανικά άλογα, όπως ερχότανε από τους λαχανόκηπους, γνωρίζοντας τους ήχους από τα πέταλά τους, να χαιρετά τους  συνοδούς τους παραγωγούς.
Παραγωγικός και ο ίδιος, είχε πολυμελή οικογένεια. Πολλά παιδιά, πέντε ή έξη, δεν θυμάμαι ακριβώς . Και εδώ είναι που οι μακαντάσηδες Βεροιωτάδες, όταν άφηναν το σκεύος  ή το τσουκάλι , τον νταβά που λέμε, του έδιναν οδηγίες, ώστε το φαγητό να μην έχει γεύση από «νέρες» (νερό).
Φεύγοντας, έξω από τον φούρνο, σκύβοντας κάτω από τα ανοιχτά «κεμπέγγια» του, του φώναζαν, τάχα συνωμοτικά, αλλά αρκετά δυνατά .
« Νάκο, βάλτου μέσα… κι άστον να στραγγίσει » εννοώντας τον νταβά ; Μάλλον. Ένα « Ξεπατώσου βερανέ » ήταν η απάντηση.
          Ύστερα από 65  περίπου χρόνια τι μπορώ να πω…. Να είναι αγιασμένα τα κοκαλάκια του , όπου και αν είναι, στη μάνα γης ριζωμένα….
Οι αφέντρες κυράδες της Βέροιας, με τις ολόσωμες φορεσιές τους, με το μεταξένιο  φακιόλι και το άσπρο ή έγχρωμο μαντήλι στο λαιμό, ξεχώριζαν για την αρχοντιά και την περηφάνια του δέντρου της οικογένειας, ενώ οι κοπέλες με την λάμψη στα μάτια της όμορφης νιότης, είχαν την σπιτίσια εκείνη χάρη που έχουν τα κορίτσια, που γνωρίζουν κοπτική ραπτική, μαγειρική, νοικοκυριό σπιτιού, ερωτεύονται όμως τον Γκρέγκορυ Πεκ ή τον Τάουρον Πάουερ, αλλά παντρεύονται τον Βεροιώτη Γρηγόρη ή τον Μετσιώτη Θανάση.
          Ήταν και αυτή μια κάποια εποχή, παλιά που την έζησα έντονα, άμεσα ,  παθιασμένα…που  τώρα μόλις θυμάμαι και περιμένω…
Γιατί η αναμονή είναι πάντα σκληρή, σχεδόν χειρότερη από το τέλος της αναμονής….

Δημοσιεύθηκε στην « Βέροια » της Τετάρτης 2 Δεκεμβρίου 2009.

Και πάλι πίσω

          Μέσα στις θάλασσες του μυαλού μου, χρόνια τώρα σέρνω, εωθινά και εσπερινούς, λιογέρματα και απόδειπνα, εξαντλητικά νυχτέρια και φωτερές ανατολές, συνεχή εικοσιτετράωρα, που μαζί την πρόοδο της Επιστήμης  στα στοιχεία της ύλης  και την πρόοδο στην έρευνα των συναισθημάτων και αισθημάτων της ψυχής ήσαν οι σύντροφοί μου, στην αναζήτηση για αλήθεια και φως.
          Τα μελετούσα και μαζί τους ζητούσα παθιασμένα πάντα, να βρω και να πάρω τα στοιχεία εκείνα, που θα βοηθούσαν να καταλάβω , από πού άρχιζε, ξεκινούσε δηλαδή, το συναίσθημα της Νοσταλγίας, το πρώτο από όλα, που αλύπητα με βασάνιζε, από γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα φευγάτα πίσω μου χρόνια πριν.
          Πολλές φορές , όλα αυτά και καθένα ξέχωρα, παράλληλα με την λήθη στο χρόνο, που κλέβει τα χρόνια και τις αναμνήσεις μας αδυσώπητα, δημιουργούσαν ένα βουητό, ένα συνεχές κροτάλισμα του μυαλού, που σκέπαζε σαν θόλος και έπνιγε και έσβηνε τις δυνατές φωνές όλων των ανθρώπων, που μεταλλαγμένες τελικά, γίνονταν μουρμουρητά στη σιωπή…..      
          Εκεί μένανε μόνο, περίεργα ασάλευτα, τα βλέμματα από τα μάτια.. αυτή η θάλασσα των ματιών… που από την ενηλικίωση μου και μετά, με συνόδευαν γνωστά ή άγνωστα, φιλικά ή αδιάφορα στη ζωή μου, στους δρόμους της πόλης μου, Βέροιας.
          Πρωί – βράδυ, πετούσανε το μαύρα πουλιά, κοπαδιαστά, αμέτρητα, σκεπάζοντας τον ουρανό, ο οποίος προς στιγμή βάρυνε στο φως, κι όταν παιχνιδίζοντας, χωρίζονταν σαν βεντάλιες, μισά από εδώ και μισά από εκεί, αυτός άνοιγε στη μέση, κι έμενε πάλι αδειανός, ένα ουράνιο χάος…
          Όντας συνεπαρμένος από το φως, ταξίδευα στο κενό , νοιώθοντας πως όλα γίνονταν ένα, πάνω – κάτω , όλα πιέζονταν και συμπιέζονταν, μίκρυναν και σμίκρυναν χώρος και χρόνος μαζί , δρόμοι, σπίτια, νερά, δένδρα…κι ότι ακόμη ανάσαινα  στη χώρα του ουρανού….στη Βέροια μόνος και γυμνός…
          Πετροστρωμένοι οι δρόμοι της, και οι μικρούλες ανηφοριές με ακανόνιστα σκαλοπάτια, αλλά άνετα πλατύσκαλα τα ανεβοκατέβαινε εργατόκοσμος  πρωί – απόγευμα των δύο εργοστασίων – νηματουργείων και στα ρουθούνια μου φώλιαζαν καπνοί τσιγάρων,  όπως διασταυρώνονταν μαζί μου, το εργατομάνι,  νοιώθοντας  τις μυρωδιές από καπνά « μπασμάδες » μάρκας « Καπερνάρου » σε κουτί πακέτο ασπρογάλανο , των είκοσι σιγαρέτων.
          Σε σχολές και αργίες με χειμωνιάτικο τοπίο, η Βέροια αργούσε να ξυπνήσει. Αναπαυότανε τυλιγμένη σε άσπρους ατμούς που αργά – αργά ανεβαίνανε από τον κάμπο, την σκέπαζαν, και εκεί που ξανοίγανε, ξετρύπωναν σκεπές κωνικές υψηλές ή ελαφρά κυρτωμένες, με το παλιό τούρκικο κεραμίδι σαν αυλάκι, σκεπασμένες και με τις καμινάδες να εξέχουν, καραβίσια φουγάρα, που βγάζανε έναν σκούρο ή γαλαζωπό καπνό, γεμάτο μακαριότητα και ειρήνη ή κι όταν το απαλό πρωινό αεράκι, που άρχιζε να φυσά κυματιστό, σερπετό, έδειχνε, τα φουγάρα να καπνίζουνε παλαβά άτακτα κι ο καπνός να σκορπά και να χάνεται, προτού καν υψωθεί σαν στήλη.
           Αλλού πάλι, γυναίκες με την αρχοντική υπέροχη Βεροιώτικη φορεσιά, να βαδίζουν πολλές και όλες μαζί, μετά φαρδιά και άνετα πλούσια σε στολίδια φουστάνια, τις εκατοντάδες πιέτες καλοσιδερωμένες πάνω τους,  χείμαρροι να χύνονται, και να κατεβαίνουν από τους γοφούς ως τα τακούνια.
          Τότε στο δρόμο ζωγραφίζονταν ένα γυναικείο μπαλέτο, που δεν βάδιζε, αλλά αέρινα γλιστρούσε, με φόντο τους υψηλούς πέτρινους των σπιτιών τοίχους και τις θολωτές ωσάν φαλλούς σε σχήμα εισόδου πόρτες, αποδέλοιπο μιας αρχιτεκτονικής τούρκικης νοοτροπίας.
          Κι όλο αυτό  έπαιζε και ολοκληρωνότανε  εξαιτίας του χώρου και του χρόνου, σε σχέση με την απόσταση και την κίνηση. ( Εδώ μπαίνει ο Αϊνστάιν).
          Ώστε, τραβηγμένος πίσω από το κάδρο του ανοίγματος του παραθύρου στο σπίτι μου, νόμιζα ότι παρακολουθώ, μια βουβή ταινία του μεσοπολέμου. Το κάδρο λειτουργούσε σε φραγή του χώρου. Και άμα πλησίαζα και ήμουν πια μέσα  και κάτω από το τελάρο του παραθύρου, τότε  ξετυλίγονταν εμπρός μου, μια απλωσιά με την απεραντοσύνη μιας λήψης ή φωτογραφίας από την κινηματογραφική ταινία « ΟΥΡΑΝΟΣ »του Τάκη Κανελλόπουλου ή το « ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ »του Άγγελου Αγγελόπουλου.
Βαριοχιονισμένα  Χριστούγεννα, σήμαιναν μάντρωμα στα σπίτια και ξάπλα στις κάμαρες – οντάδες, που τα αναμμένα ολημερίς τζάκια, προς το απομεσήμερο κατάφερναν να τα ζεστάνουν, με τα καυσόξυλα της οξιάς να σκορπίζουν απλόχερα και σπάταλα τις μεγάλες δυνατές και φωτεινές φλόγες, δημιουργώντας  απόκοσμες σκιές στο μισόφεγγο του βραδινού, τότε έπαιρνε άλλη όψη το τριγύρω  περιβάλλον.
Ήτανε σαν να ταξίδευες σε άλλους χώρους κόσμων , γλαρωμένος από  δυο μαστραπάδες μπρούσικο κόκκινο κρασί , σταγμένο από το αμπέλι , του Τζιότζου  Σερεμέτα,  στην περιοχή της Κολογριάς , μέσα σε μια κάμαρα σκεπασμένη από θρύλους, εκατό χρόνων και πλέον.
          Αρώματα κουζίνας, από  τα μαγέρικα στην Κεντρική οδό , που την πόλη διέσχιζε, μοιράζοντας αυτή στα δύο , ανάμικτα από καπνούς καυσόξυλων , έρποταν ίσαμε το ανθρώπινο μπόι. Όση και η ανθρώπινη ευτυχία κατά τον Κομφούκιο τον Ασιάτη.
          Εκεί μένανε να ερεθίζουνε μύτη και οισοφάγο, προκαλώντας άφθονα σάλια.  Πρόθυμα θα δοκιμάζανε οι περαστικοί, ριγανάτο από ζυγούρι στην ταβέρνα του Κώστα Ματζίρη  ή τηγανισμένους κεφτέδες, με γράμματα κολλημένα σ’ αυτούς, από τον Κάμινα. Γιατί ο Κώστας ο Κάμινας  αλεύρωνε κεφτέδες , πάνω στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Μακεδονία. Έτσι, μετά τον δέκατο κεφτέ, υγραίνονταν  αλεύρι και εφημερίδα και πάνω τους κολλούσε  ολόκληρη η Ελληνική Αλφάβητο.
          Ο Δήμος ο Ζνύχας,  παραγιός και βοηθός του Λύχνα  στην ταβέρνα του,  τακτικά ετιμωρείτο με ορθοστασία, στον τοίχο, δίπλα στα υπαίθρια  τραπέζια, προς τέρψιν  των θαμώνων, επειδή δύο οκάδες ραβανί Χοχλιούρου και δύο οκάδες λουκουμάδες Μητρέγκα ήτανε για πρόφταση. Έτσι αν και πολύ νέος στην ηλικία, η κοιλιά του με τέτοιο γέμισμα κρεμούσε, κι’ ακουμπούσε στα γόνατά του.
          Γνωστά και τα 4 – 5 φαρμακεία της Βέροιας. Άνοιγες την πόρτα για να περάσεις μέσα στο εσωτερικό τους και φάτσα απέναντι ξεχώριζες στον τοίχο κρεμασμένη μια φωτογραφία – σκίτσο, με τον φαρμακοποιό να κρατά με το ένα χέρι αγκαλιά ένα γουδί και στο άλλο ένα γουδοχέρι, και να κοπανά, ετοιμάζοντας την « Ρετσέτα » του Γιατρού, τη συνταγή δηλαδή   και   δίπλα  ένα   μπουκαλάκι   που  έγραφε  πάνω  του  τη  λέξη
 « Λάβδανον ». Μια πανάκεια και λύση για όλα.
          Κουρεία με καλοακονισμένα ψαλίδια και ξυράφια και στα ράφια τριγύρω γυάλινα βάζα με βδέλλες, πεινασμένες , έτοιμες να κολλήσουν στον σβέρκο , σαν φάρμακα για την πίεση.
          Μοναδικός προμηθευτής της βδέλλας, ήταν ο μωαμεθανός , ραχιτικός στο σώμα, Αμπντής, ο μετέπειτα βαπτισθείς Ορθόδοξος Χριστιανός που έλαβε το όνομα Αντώνης , και κουμπάρος μου, επειδή βάφτισα μια κόρη του, με το όνομα Φωτεινή.
          Σ’ αυτά το ποτάμια του « πίσω »μαζί με την αντιστροφή του βέλους του χρόνου να βυθίζεται στο παρελθόν μου, είναι πια σίγουρα κοντά, το απειροελάχιστα μικρό.
          Τα πηγαία νερά, οι μεγάλοι πηγαίοι κρουνοί, που κάποτε πλημμύριζαν τις Σαραντόβρυσες , τώρα στέρεψαν, δεν έχει μείνει τίποτα….
          Λοιπόν εκτός από την επιμονή σε σωστή αναλογία στο κρασί της ζωής, με το ποτήρι γεμάτο μέχρι απάνω, ξέχειλα, να είναι όμως ανάμικτο , μισό από την γήινη ύπαρξη μου, όσο κρατήσει αυτή και το άλλο μισό από την ανυπαρξία, τον αιώνιο αφανισμό. Και το πιο σπουδαίο και σημαντικό :  να προλάβεις να φωνάξεις , άσπρο πάτο, ήρεμα , αγνά, χωρίς ψευδαισθήσεις μεταφυσικές, κροτίδες και βεγγαλικά……


       Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  « Βέροια » στις 16 Δεκεμβρίου 2009