ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ...

Είναι φορές, εικόνες που ξάφνου αντικρίζεις, σε βρίσκουν απροετοίμαστο και τότε κύματα δυνατής συγκίνησις συνεπέρνουνε όλο σου το είναι και σε φεταφέρουνε στους άυλους κόσμους της εφιαλτικής ονειροφαντασίας, όπου δάκτυλα χωρίς σάρκα αγγίζουνε τις χορδές της ψυχή σου.
Πολλές φορές δεν είναι πάντοτε μεγάλο αυτό που σε αναστατώνει, τις πιότερες φορές είναι μικρό, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, μια σιωπή κει που περίμενες λόγια, μια εικόνα απ' τη φύση, μια φωτογραφία εφημερίδος.
Όμως οι συγκινήσεις αυτές της στιγμής μένουνε χαραγμένες εντός σου μαζί με άλλες κι' αδελφωμένες, το ίδιο σήμαντρο χτυπάνε, ηχώ της ψυχής σου, που με πίκρα σε σου κάνουνε να σκέπτεσαι πόσο ασήμαντη γίνηκε στις μέρες μας, που θέλουμε να τις καυχόμαστε ειρηνικές, μια ζωή οποιοδήποτε ανθρώπου, έστω λευκού, 'η μαύρου ή κίτρινου ή νέγρου.
Κάτι τέτοιο, δυστυχώς προ ημερών είδαμε και διαβάσαμε στις εφημερίδες όπου δυο λεβέντες του Νοτίου Βιετνάμ, κρατούσαν ένα κοκκαλιάρη και πεινασμένο Βιετ Κονγκ, τον οποίον σε τριε διαδοχικές εικόνες, πνίγανε μέσα σε ένα πυθάρι γεμάτο με νερό και με λεζάντα από κάτω, ότι με τέτοια παραδείγματα προσπαθούν οι Αμερικάνοι να σταματήσουν το ανρώπινο κύμα που επανρώνει τις αντάρτικες ομάδες...
Με πόνο, με αηδία, με φρίκη τα μάτια κολλήσανε πάνω στη φωτογραφία και το μυαλό ζαλισμένο από τον οπτικό εφιάλτη, φαντάσθηκε την αγωνία, τον πεδεμό, ον πόνο, τον ρόγχο της ζωής, που αγωνίζεται να κρατηθεί την ύστατη στιγμή με αργόσυρτη, άρυθμη αναπνοή σαν σφύριγμα ανατριχιαστικό, που μοιάζει με κλάμα ή με την πνοή του βορριά ανάμεσα στη βοή της νεροποντής. Κάτι που μοιάζει με τον ψίθυρο των φύλλων των κυπαρισσιών ενός νεκροταφείου. Ή ακόμα κάτι σαν μακρυνό κάλεσμα, σαν κάλεσμα από τον άλλο κόσμο...
Άνομα εγκλήματα, προσπάθειες σπασμωδικές, που δηλώνουν και φανερώνουν στα μάτια του κόσμου, τους σκοπούς και τις τάσεις για το απώτερο μέλλον, ενός κράτους που θέλει να συγκαταλέγεται μεταξύ των προηγμένων και πολιτισμένων κρατών, και μάλιστα όταν πρώτο αυτό καταδίκασε την φασιστικήν δεξία των ναζί στα εγκλήματα των στρατοπέδων Άουσβιτς-Νταχάου και κρέμασε τους αρχηγούς των, στην πολύκροτη δίκης της Νυρεμβέργης. Αλλά τότε επρόκειτο για άλλους...
Σήμερα τα επαναλαμβάνει και το ίδιο, σε πλείστες όσες περιοχές του πλανήτη μας, με το πρόσχημα  της Ελευθερίας των Λαών, μιας ελευθερίας όμως νόθου, αμφιβόλου ποιότητος και φυσικά σάπιας και βρωμερής προελεύσεως, σαν τους προστάτες της, και σαν τα χυδαία και διεφθαρμένα καθεστώτα που την αποδέχονται, με αρχηγούς δικτατορίσκους, πουλημένους και ξεπεσμένους, σαν καλή ώρα ναχουμε, τον πρώην δικό μας ΦΥΓΑΔΑ, που σε προχθεσινά φύλλα εφημερίδων ακόμη, εδήλωσεν ότι αν δεν ξεκαθαριστεί  η υπόθεση Λαμπράκη, αδυνατή να επιστρέψει, αφορμήν βρίσκων φοβούμενος όμως την λαϊκήν οργήν, που σήμερα έχει οριμάσει και ως θεία Νέμεσις θα επιπέση πάνω του αφανίζοντας από προσώπου γης, έναν αρχιφσίστα ονειρευόμενον καταστάσεις παρόμοιες με την οκταετίαν που διανύσαμεν, για να ικανοποιεί αρρωστημένας προσωπικάς φιλοδοξίας  του και να εξυπηρετή τα ¨καλά και άγια συμφέροντα" κομματαρχών, εργολάβων, και φυσικώτατα συγγενών του
ΕΛΑΤΕ ΚΥΡΙΕ ...

ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 17 Μαΐου 1965

ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ

Κάποιος απαλός άνεμος, κάτι σαν χάδι, άρχισε να δροσίζει τις καρδιές μας. Ένας βραχνάς καταθλιπτικός φεύγει, και μια ημέρα μεγάλη σε λίγο ανατέλλει...
Τα τελευταία σκοτάδια αρχίζουν να τραβιούνται βιαστικά στο κάλεσμα μιας καινούργια και Μεγάλης Ημέρας. Ο Θεός της Ελλάδας μας σε λίγο θα χαμογελά ευτυχισμένος αναπολώντας...
Άνοιξις και τότε. Η φύσις χαδιάρα, σκόρπιζε τα κάλλη της με απλοχεριά και χαμογελούσε ηδονικά, όπως άκουγε να τριζοβολούν ερωτιάρικα οι σπόροι στο χώμα, χύνοντας το σπέρμα τους μέσα στον μεγαλύτερο μητρικό κόλπο που λέγεται Γη...
Αισιοδοξίαι παντού. Ο Αγών που επί τόσα χρόνια εκυοφορείτο, ξέσπασε, υψώθηκε η Σημαία. Η Λευτεριά η πανώρια αυτή Θεά, άρχισε να στροβιλίζεται στον τρελό χορό της, ξεσηκώνοντας ξι' αναστένοντας καρδιές που την αποζητούν.
Η ζωή απόκτησε Νόημα, Πίστη κι' Ελπίδα. Οι ραγιάδες ξύπνησαν. Και το ξύπνημά τους, ήταν θεϊκό, τρομαχτικό, βίαιο. Συντρίμμια το πέρασμά τους, καταστροφή, πανικός. Και παντού Νίκη. Νίκη στην Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αράχωβα, Χάνι της Γραβιάς, ολοκαυτομα το Μεσσολόγγι, θυσία η Νάουσα, Τιτάνες οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, ημίθεοι οι Ψαριανοί και οι Χίοι, πολέμαρχοι οι Σουλιώτες... Γνήσιοι απόγονοι, εκλεκτής και υψηλής ράτσας, που στους κοινούς κινδύνους ενωμένοι αποτελούν θαύματα υψηλά, σχεδόν ακατόρθωτα, σαν τους Αρχαίους Σπαρτιάτες και Αθηναίους, που αιώνιοι εχθροί, στην δυσκολότερη καμπή της υπάρξεως των πόλεων των, επιτελέσανε το καθήκον των ασχέτως αν ανήκαν κι' οι Εφιάλται, που δυστυχώς και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν.
Όμως η φυλή μας θριαμβέυει. Συνεχίζει την πορεία της πάντα μπροστά, μ' ότι εκλεκτό διαθέτει. Κι' απόθεμα υπάρχει άφθονο. Λίγες ώρες μένουν από του να θαυμάσουμε σώματα, τα ευθυτενή, τα ξεχειλίζοντα υγεία, τα ηλιοκαή, το χαραλτηριστικότερο γνώρισμα της φυλής μας, να παρελαύνουν μπροστά μας, ενώ άυλοι φωτοστέφανοι ηρώων θα φαντάζουν στα μέτωπά τους και το ρυθμικό βάδισμά τους, με τον βρόντο του, θα ξυπνά όλους τους νεκρούς των απείρων  πολέμων μας, δίνοντάς τους την ευκαιρία από ψηλά, δια μια ακόμη φορά να σκύψουν τα βλέμματά τους και να δουν, ότι η Ελλάς, η Μαγική αυτή Χώρα, η Αιώνια, η Ακατάλυτη, η Μεγάλη, υπάρχει και εξακολουθεί την πορεία της, προς Δόξαν αιωνίαν.
Σ' αυτούς τους νεκρούς του 21 και σε όλους τους άλλους νεκρούς των παλαιοτέρων και νεοτέρων χρόνων, ας στραφεί η σκέψις μας , και η υπάρχουσα σε όλους μας, μυστική φωνής της Ελληνικής συνειδήσεως, ας πει δυο λόγια, κάτη σαν μνήμη ή σαν προσευχή.
Ήρωες και Γαινάρχαι της λευτεριάς μας. Εμείς που είμαστε παιδιά σας, σαρξ εκ της σαρκός σας, σας ευγνωμονούμε δια το θείο δώρο της λευτεριάς που μας χαρίσατε. Μας διδάξατε, ότι η ζωή αξίζει, όταν μπορεί κανείς να την θυσιάζει στα μεγάλα ιδανικά του ανθρώοπου, ου είναι η Λευτεριά, η Διακιοσύνη, η Δημιουργία, η Τιμή. Σας υποσχόμεθα ότι το βαρύ αυτό έργο που μας επωμίσατε, την συνέχεια δηλαδή του έργου σας, θα το φέρουμε εις πέρας: όχι μόνον επί του ποπεδίου της τιμής με τα όπλα στο χέρι, αλλά και επί των άλλων πεδίων. Και να γίνουμε οι δημιουργοί μιας καινούργιας ειρηνικής επανάστασις, ενός καλλίτερου και ελπιδοφόρου αύριου τόσο απαραίτητου για μια ευτυχισμένη ζωή των απογόνων σας και απογόνων μας, μακρυά από το καθημερινό άγχος, ενός αβαίβεου μέλλοντος, με την Δαμόκλειο σπάθη, του αγνώστου σε σας, Ατομικού πολέμου.
Αιωνία σας η μνήμη.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 21 Μαρτίου 1966

ΑΛΗΘΙΕΣ

Κρυφά-κρυφά, κάποιο δάκρυ, άρχισε να φαίνεται στις άκρες των ματιών του. Γρήγορα προσπάθησε να το κρύψη. Μου μιλούσε αρκετή ώρα, και εγώ τον άκουγα, προσπαθώντας να καταλάβω, γιατί αυτός ο άνθρωπος, ήθελε μέσα μου να ζωντανέψη το θρησκευτικό μου, συναίσθημα, να με κάνη να σκεφτώ, ότι εκτός από την ανεξικακία και την αγάπη στον πλησίον μας, υπάρχουν και οι παλιές φωνές, η παράδοσις, οι τύποι. Οι τύποι που δεν είναι απλές και άδειες μορφές, αλλά είναι η αναγκαστική εξωτερίκεψης μιας βαθειάς μας συγκίνησις είναι το σώμα της ψυχής μας, η βάσις της ψυχικής μας ουσίας, που δεν θα' χε που να πιαστή και θα χάνουνταν, αν έλειπαν αυτοί. Χωρίσαμε.
Ποσο δίκαιο είχε!!! Τα περασμένα είναι οδηγοί στα τωρινά, και δημιουργούν τα μελλούμενα!!!
Τα περασμένα αντιπροσωπεύουν δ΄ύο χιλιάδες ολόκληρα χρόνια, αφ' 'ότου γεννήθηκε το δικό μας Πιστεύω, πάνω σε μια θαυμάσια ουμανιστική διδασκαλία αγάπης, που ως βάσι της είχε τον άνθρωπο, τον "πλησίον".
Τα τωρινά δύσκολα να τα κρίνωμε, όμως μπορούμε κάτω από το πνεύμα αυτής της έντονης σε ρυθμό εποχής, μπορούμε να παραδεχθούμε, ότι μήτε εξαφάνησις, μήτε αθανασία υπάρχει, αλλά αφανίζεται ο καιρός και τόπος, το πρόβλημα αλλάζει μορφή, φτάνει στην ανώτατη του μορφή που ξεπερνά τον ανθρώπινο λόγο. Οι επόμενες εκατονταετηρίδες θα κρίνουν.
Όμως με βάσι τα σημερινά δεδομένα, τα μελλούμενα, δεν πρόκειται, είναι βέβαιον αυτό, να ακολουθήσουν την συνέχεια των δύο χιλιάδων χρόνων. Κάτι είναι που δεν πάει καλά, και νοσεί αθεράπευτα.
Χάθηκαν ίσως εκείνοι οι Άνθρωποι, οι Φορείς, οι Κήρυκες, οι Πατέρες, οι Απολογηταί, οι Μάρτυρες. Η Εκκλησία βρίσκεται σε κατάσταση μελαγχολίας, αναποφασιστικότητας και οδεύει αργά μεν, προς το παρόν, αλλά σίγουρα προς το χάος και την απομόνωση.
Κάποτε υπήρξαν χρόνοι, που το Ράσο, το ευλογημένο αυτό Ράσο, ανέμιζε σε κάθε ανθρώπινη εκδήλωση, είτε κυμματίζοντας πάνω σε Πύργους και Τείχη, είτε λασπωμένο σερνώτανε δίπλα σε άκληρους αρρώστους, φτωχούς, χήρες, και σκούπιζε τις μύτες και τα μάτια ορφανών παιδιών, που άφηνανπάνω του τα στίγματά τους, κι' όμως μοσχοβολούσε Λιβάνι.
Έτσι λοιπόν, κι' η πόλις μας σ' αυτά τα τελευταία χρόνια, είχε καμάρι της, ένα απλό, άσημο, άγνωστο στους πολλούς ρασοφόρο.
Έναν αγωνιστή, και κήρυκα, όχι μπομποδών εκφράσεων και χειρονομιών κληρικό, με υστερικές κραυγές έντονης θηλυπρέπειας, αλλά σεμνό και με λασπωμένα παπούτσια, που ξέροντας την αποστολή του, δημιούργησε ολόκληρο κτηριακό συγκρότημα, όπου βρίσκουν άσυλο, μόρφωση και τροφή, μικρά άδεια στομαχάκια.
Παιδιά απόκληρα, ορφανά, που η δύνη της ζωής, ίσως να τα καταντούσε ρεμάλια, τρομαγμένα στο βλέμμα του κληρικού αυτού βρίσκανε την αγάπη, κι' ο νους τους ηρέμησε και ημέρεψε και έγινε ένας ήσυχος λύχνος μέσα στο χάος.
Και όμως η κεφαλής της Εκκλησίας εδώ στη Βέροια άμοιψε τον άξιο αυτόν κληρικό, με την απόλυσί του, υπό τ΄ύπον "πιξ - λαξ".
Δεν απομ΄νει τώρα τίποτα άλλο, να γκρεμισθεί κ΄λαθε ι που εδημιούργησε αυτός ο λευίτης, για να μην μείνη πια τίποτα όρθιο, που να θυμίζει το πέρασμά του.
Σκέπτομαι ότι θα πρέπει προσεχώς, στο εγγύς μέλλον να επανέλθω. Αυτό ας το σκεφθούν, οι υποκινηταί της απολύσεως, του άξιου ιεροδιακόνου. Είναι καθήκον της συνειδήσεώς μου και απάιτησις όλου του φτωχού και πεινασμένου κόσμου της πόλεώς μας.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 14 Μαρτίου 1966

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Πιστεύαμε κάποια μέρα, ότι θάρθη σύντομα ο καιρός που σάν Έλληνες θα νιώθαμε και μεις την χαρά που νιώθει καθείς, όταν ύστερα από χρόνια χωρισμού, σμίγει με τα αδέλφια του.
Είταν μια ενμόμυχη πάντα ευχή μας νάρθη η ώρα που η Ελλάς των 113 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων θα ηυξανε την επιφάνειάν της, με το νησί μας, την Κύπρο.
Πόσοι αγώνες... Τί θυσίες...Οι Έλληνες πάντα με το πλευρό των συμμάχων στις δύσκολες ώρες, ανταμείβονταν  με λόγια, πλούσια σε υποσχέσεις ψεύτικες... σαν γυναικείους όρκους σαν χαρές και σαν λύπες... σαν χαμόγελα και σαν δάκρυα... σαν απογοητεύσεις και σαν προσδοκίες... σαν εφιάλτες και σαν όνειρα του αλκοόλ...
Και μεις πιστεύαμε... Ελπίζαμε... Ξεσηκωθήκαμε.
ΚΑΡΑΟΛΗΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, φωτεινά ορόσημα ανδρείας και ολοκαυτώματος, στήνουν χορό γενναίων, με τις άυλες μορφές τους πάνω από το νησί τους. Και ξαφνικά η Κύπρος πουλιέται. Το καλοκαιρινό πανηγύρι της χαράς μεταβάλλεται σε φθινόπωρο, που τα πάντα παραλύουν κάτω από το προμήνυμα του τέλους... Το καταπράσινο χρωματιστό πανηγύρι των ελπίδων ξεθωριάζει και γίνεται κίτρινη απελπισία... Κάπου-κάπου, μέσα απ' τα λόγια του πρώην μεγάλου μας Ανδρός, ή κατά την ακριβή ονομασία  Κυρίου Τρουχίλλιου, λάμπει λίγο ξεθωριασμένο χρυσάφι στα βάθη του ορίζοντα της δύσεως φυσικά για το πολύ απώτερον μέλλον, όμως δεν παύουν τα σύννεφα να καιροφυλακτούν να παγιδέψουν οδυνηρά την τελευταία απόπειρα χαράς, τα υπόλοιπα των ξεφτισμένων μας ελπίδων.
Τα τελευταία μας γέλια πνίγηκαν γιατί στέρεψαν οι πηγές της αισιοδοξίας... Και γύρω από την αιώρα των Κυπρίων Νεκρών μας, προβάλλοντας από τις σελίδες του Μύθου η Αφροδίτη, ήρθε να χορέψη, μέσα σε σύννεφο από λιβάνι, που το πεθαμένο τους όνειρο που την έκανε πιο σκοτεινή, με ο νεκρικό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη της με παράπονο.
Τώρα πάλι η Κύπρος βρίσκεται "εν γρηγόσει" από καιρό.
Τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο ίσως.
Οι Αμερικάνοι δολοπλοκούν, η Δημοκρατική Κυβέρνησις πιεζόμενη ολιγωρεί και ο πολύς και μεγάλος Ο.Η.Ε. σιγκοντάρει το παιχνίδι, των κυρίων του Αμερικάνων με κάτι θολούς τρόπους, παράξενες αποφάσεις, ανισσόροπα σχέδια, και τέλος Εκθέσεις τύπου κ. Πλάζα μετά της γραμματέως του, που ειδικά αυτή η τελευταία έκθεσις αμαυρώνει την ανθρώπινη νοημοσύνη και δικαιοσύνη, παραδεχόμενη μεν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως ενός υπόδουλου λαού, ανούμενη δε ούτο για τον Κυπριακό λαό ειδικά, ίσως επειδή για τον εμπνευστή της ο ποδόγυρος μιας αποδεδειγμένης πράκτορος της Ιντελλιτζες Σέρβις, είναι το υλικό αντιστάθμισμα για την πορωμένη και διαφθαρμένη τύπου Αμοράλ συνείδησι του. Και μή χειρότερα.


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 19 Απριλίου 1965

ΠΑΝΤΟΤΕΙΝΟ ΣΤΙΓΜΑ...

Συμπόνια συνάνθρωποι... Μια κραυγή οδύνης ας ακουστή απ' όλους μας, γι' αυτούς που σήμερα πάσχουνε, εξ αιτίας του πρόσφατου κακουργήματος των Γιάγκηδων, των δύστυχων Βιετναμέζων.
Οι καϋμένοι οι άνθρωποι! Χρόνια τώρα πολεμούν τα σάπια και ανήθικα καθεστώτα, που τους επιβάλλουν οι Αμερικάνοι, εν ονόματι της Ελευθερίας, και τώρα που η δύναμη γιγάντεψε, και θέριεψε κι' άπλωσε ρίζες και αρχίζει να καρποφορή, πετώντας έξω από την χώραν τους κάθε ξένο και μιαρό, τους τσάκισαν χτυπώντας αδιάκριτα νέους, γέρους, παιδιά, γυναίκες, βρέφη, με το ύπουλο και απαίσιο όπλο τν χημικών αερίων. Φαντασθήτε κτηνωδία!!! Φρίκη!!!
Χιλιάδες άνθρωποι να τρέχουν έξαλλοι να γλυτώσουν. Από ποιόν; Από τον αέρα. Να κυλιούνται κάτω και να μουγκρίζουν, όλοι μια μάζα, χλωμοί, γεμάτοι σπασμούς, τυφλοί, σχεδόν πεθαμένοι.
Η γλώσα να πρίζεται, τα χείλη να σκάνε, το λαρύγγι τους να καίη, τα μάτια να δακρύζουν και τσιπλιάζουν, τα πνευμόνια να ασφυκτιούν,  τα χέριανα κινούνται σπασμωδικά πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, τα δάκτυλα να συσπώνται και τέλος να χαλαρώνονται ήρεμα-ήρεμα, βρίσκοντας την απολλύτρωσι.
Κι' είναι ένας ήσυχος λαός, πράος, γεμάτος ανεκτικότητα.
Δεμένος με την γή του, αγωνίζεται να ζήση. Οι σκέψεις του περιορίζονται στο παρόν. Ο ήλιος υψώνεται, εκεί κάθε μέρα σ' έναν καινούργιο κόσμο, όπου το χθες ξεχνιέται, γίνεται ένα τίποτα, μηδέν μαζί με την νύζτα που πέρασε, κι' όπου το αύριο έρχεται χωρίς αγωνίες, αφού τίποτα δεν χτίζεται πάνω του.
Αγαπημένοι με τον Βούδδα τους, πιστεύουν στο Νιρβάνα την απόλυτη εξαφάνηση, την αθάνατη ένωση του σύμπαντος, που ξεπερνά τον ανθρώπινο λόγο.
Κι' έρχονται οι Γιάνκηδες, τους διαιρούν. Εγκαθιστούν στο ένα τμήμα την πολυθρύλητη και πολύγνωστη για το τέλος της Οικογένεια των Κ. Νου ξοδεύουν οι τελευταίοι τον ιδρώτα του λαού σε φανφάρες, σε Σαλόνια, και μονίμως εγκαθίσταται η τρομοκρατία και η βία.
Καθολικοί οι ίδιοι, συχαίνονται τον Βούδδα. Οι παπάδες τους ωργιάζουν στην προπαγάνδα. Μα ο λαός μένει πιστός στους δικού του ιερωμένους στους απλούς, στους λιτούς, στους ασκητάδες, στους μύστας της ηδονής του Νιρβάνα, που γίνονται στο τέλος φωτεινοί Πυρσοί. Αηδιάζει στην θέα και στην πίστη μιας ξένης θρησκείας, γεμάτη από παπάδες με χοντρά φιλήδονα χείλια και φαρδειά γυναικεία καπούλια.
Χρόνια τώρα ο πόλεμος μαίνεται. Κι' είναι πόλεμος άγριος, πρωτόγονος, τρομερός. Η μάζα του λαού, σε λίγο θα έψαλλε τα επινίκεια, κόντευε η ώρα της νίκης, του λυτρωμού, έφθανε η μεγάλη στιγμή ...
Ώσπου τα χημικά αέρια κάνουν το  θαύμα τους. Ο λαός πληρώνει και πληρώνει ακριβά, με το ίδιο Τάλαντον της ζωής του, που το χάνει οδυνηρά, αδυσώπητα, αμείλικτα.
Βρέφοι χάνουν το φως τους, τυφλώνονται, χωρίς να δουν την ομορφιά της πλάσης γίνονται αιώνια θύματα κάποιου κακού Τελώνειου.Των Αμερικάνων. Νέων. τα χέρια τους μένουν παράλυτα χωρίς να μπορούν στο εξής να κρατούν στιβαρά το αλέτρι οργώνοντας τη γη, ανδρών τα πόδια αχρηστεύονται μή μπορώντας πια να εξοικονομήσουν τα προς  τοζην.
Και το πελώριο Άγαλμα της Ελευθερίας, με τον Πυρσό στο χέρι, μπρος στο λιμάνι της NEW JORK - λαμπρή ειρωνεία - φωτίζει τον Καταστατικό Χάρτη του Ο.Η.Ε. με τις πομπώδεις λέξεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΙΣΟΤΗΣ - ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ που υπόσχεται μεταξύ των λαών, αλλά αυτό δεν εμποδίζει ένα δύο μεγάλους, να μισούν εν ονόματι της Ελευθερίας, να καταπολεμούν, να πιέζουν και να φθονούν εν ονόματι της Ισότητος και τέλος να καίνε τα κορμιά και να σκορπούν χημικά αέρια εν ονόματι τη Αδελφωσύνης. Αλήθεια, περίεργα πράγματα...


ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 5 Απριλίου 1965

ΑΣ ΜΗΝ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΝΕ...

Θεέ μου, ας μην ξαναρχότανε... Την φρίκη του την νοιώσαμε, την ζήσαμε, την α ι σ θ α ν θ η κ α μ ε, ίσα με το μεδούλι μας, και κει μέσα αλαφιασμένη ρίζωσε, κόλλησε, έγινε "Σαρξ εκ της σαρκός μας", πόνος αδυσώπητος και τόσα χρόνια μας τυραννά σαν μια φοβερή Ερινύα με μίσος...
Ο πόλεμος... Ο Θεός της σύγχρονης εποχής. Δεν υπάρχει χρόνος, μήνας, ώρα, λεπτό που σε κάποια έστω κι' απόμερη γωνιά της γης να μην έχει απλώσει τα φοβερά πλοκάμια του πίνοντας αίμα ανθρώπινο, ζεστό, αχνιστό αίμα.
Ηδονίζεται ρουφώντας το χουγιαστά, με σφύριγμα χαράς μέχρι κάτω, μεθάει, τραγουδάει, γελάει με γέλιο που το σιγκοντάρουν χιλιάδες σφαίρες, οβίδες, βόμπες. Μέσα Σατανικά... που κρύβουν στην κοιλιά τους τον θάνατο βαλμένον από "Σοφούς" που κατανάλωσαν ώρες και ώρες για να τα κάνουν πιο φοβερά, πιο θανατερά.
Τί μίσος Θεέ μου... Το ανθρώπινο γένος χωρισμένο στα δύο, ο ένας φορά Τουρμπάνι κι' όχι Καπέλλο, γιατί ο ένας είναι Κόκκινος κι' ο άλλος Άσπρος.
Και κόσμος χάνεται συνεχώς νέοι γεμάτοι ζωή που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το Τάλαντον που τους προίκισε η φύσις, κρυμμένοι βαθιά μέσα σε χαρακώματα, με μια καρδιά που φτεροκοπάει από φόβο, σαν βρεγμένα πουλιά τρέμουν, λιγούν, και παιθένουν, με τις κοιλιές ανοιγμένες, με τα μυαλά τιναγμένα και χυμένα έξω, και τις παλάμες ανοιγμένες, προς τα επάνω, για μια ύστατη φορά οργισμένοι εύλογα, κακίζουν έναν, κάποιον, γνωστόν ή άγνωστον Θεόν, που επιτρέπει να γίνωνται αυτά, επειδή οι άνθρωποι από δημιουργίας έγιναν "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" ίδιοι του... Κι' ίσως, ποιός ξέρει, άγνωσται αι "βουλαί το Υψίστου" μπορεί κι' ο ίδιος να τους εμφύσησε μια δόσι έχθρας, από τότε που έδιωξε τους Πρωτόπλαστους από τους Κήπους της Εδέμ.
Κι' η έχθρα αυτή σήμερα με αληθινό πρόσωπο, ωργανωμένη, ωπλισμένη, σχεδόν πάνοπλη, κυριαρχεί κι' αυτής ακόμη της Αγάπης που κήρυξε ο Μεσσίας.
Φοβερό το κακό. Η πρόοδος του πολιτισμού μας αγριεύει περισσότερο, θεριεύει τις αρπακτικές μας τάσεις, όλο και πιο πολύ και σαν ξέσπασμα βρίσκουμε τον πόλεμο.
Μα ας ελπίσουμε, ότι σύντομα οι λαοί θα καταλάβουν ότι με τους πολέμους δεν κυριαρχούν σε τίποτα, και η Ειρήνη θα εδραιωθή για πάντα στον πλανήτη μας, κάνοντας την ζήση μας ποιο όμορφη.
Είθε να είμαστε οι τελευταίοι, που γνωρίσαμε τον πόλεμο. Κι' είθε η ευεργετική λήθη, κάποια μέρα, ύστερα από χρόνια να μας κάνη, μέσα από τους ατμούς της λησμονιάς, να αρχίζουμε να διηγώμαστε πολέμους σαν παραμύθι στα εγγόνια μας, αρχίζοντας "μια φορά και έναν καιρό..."

ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Δευτέρα, 15 Μαρτίου 1965

Σκηνές νεανικού Ρομαντισμού

Σε συνέχεια με όσα έγραψα, στο προηγούμενο θέμα μου, για το Αυγουστιάτικο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου, σχεδόν την ίδια, περίπου χρονικά εποχή, μέσα εκεί στην δεκαετία του 1950, στου μακρινούς, για τώρα, ροδώνες της νεότητας μου, σχεδόν έφηβος, ήμουν νέος, περίεργος, πλούσιος σε ιδέες και… νηστικός.
Ανήσυχος και ερευνητικός, έψαχνα, πάλευα και τελειωμό δεν είχα. Άυπνα νιάτα. Το θηρίο μέσα μου σωσμό δεν είχε…
Η Πλατωνική πενία και ο Πλατωνικός πόρος, ασίγαστα και σχεδόν τυραννικά, γεννούσαν μέσα μου τον έρωτα, που τα όνειρά του, σχεδόν πάντα, χτιζότανε πάνω σε βασανιστικές χίμαιρες, μάταιες ελπίδες, και γκρεμιζότανε μέσα σε καταρράκτες νυκτερινών λαμπερών άστρων. Η αναζήτηση ζούσε παράλληλα με την ελπίδα. Το ελπιδοφόρο αύριο, γινότανε κουραστικό και απροσδιόριστο χανόταν στον χρόνο μέσα..
Θυμάμαι: Ωραία νύχτα, νύχτα αγάπης.
Χαμογέλασε γλυκά στην μέθη της. Ανόητοι και απαλοί στίχοι από τα παραμύθια του Όφμαν. Προσωρινή ανάσα, μια θαλάσσια αύρα της Βαρκαρόλας του, ένα ατλάζι του πελάγου στην άκρη, που μου θύμιζε την απλωσιά της θάλασσας, τις καθαρές αμμουδιές της, απλωμένες ανάσκελα, την απέραντη, την άσωστη…τη χωρίς τέλος. Και γεννιότανε πάλι η ελπίδα από την αρχή.
Ο Λοχίας Κωστούλας, με τη απορία του, γιατί η κωλοφωτιά έχει το «φωσάκι» πίσω, ενώ πετά προς τα εμπρός, μου έφερνε τις πνοές των ανέμων από τη «ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ» του Στρατή Μυριβήλη και οι «Ραβδιστάδες» του και οι «Μαζώχτρες» στην πρωινή αχλή της Μυτιλήνης, μακρινές σκιές, ρόδινες σκιές, με ιριδισμούς σε απόσταση και χρόνο, να παρουσιάζουν το φαινόμενο Ντόπλερ. Να μακραίνουν και να μικραίνουν, για τους «Προσκυνητάδες της Λαγνείας».
Μετά, Σοπενάουερ, Μπέρξον, Καντ, και ο τρομερός Νίτσε από τον μεγάλο μας Καζαντζάκη. Ανάστατη η ψυχή μου…έτρεχα να κρυφτώ, χανόμουν. Ο Θεός είναι απόγονος και όχι πρόγονος του ανθρώπου, πέθανε ο Θεός και αιώνιος είναι ο θάνατός του, κήρυττε ο Νίτσε. Η Γέννηση της τραγωδίας, ο Αιώνιος Γυρισμός, ο Υπεράνθρωπος, η δεκάχρονη τρέλα του, το Μάτι του Θεού, και το ένα μάτι του Κοντούζωφ, που διέλυσε τον Κορσικανό μετά την μάχη του ποταμού Μπερεζίνα, μέσα στον Ρωσικό χειμώνα.
Και ο Άγιος να είναι εκεί, δίπλα μου, με τη μεγάλη του εκκλησιά, που τότε μύριζε τρυγημένη κερήθρα, μοσχομύριζε αγνό αγιασμένο κερί, και σήμερα απορρυπαντικά.
Στις μαγιάτικες, δροσερές Κυριακές, η φωνή του Παπά- Θανάση Κοντόπουλου, δυνατή γλυκιά σε μινόρε, σε μάγευε, και το Τέμπο του Πέτρου Καζινάρη στο Χερουβικό, άφηνε με τις ανάσες του, να ξεχωρίζει η φωνή του Αρχιμανδρίτη Κύριλλου Σοφτά, «εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ο Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού, και εν θρόνω υπήρχες Χριστέ μετά Πατρός και Πνεύματος πάντα πληρών ο απερίγραπτος…».
Και πάλι ο Πέτρος Καζινάρης, μελωδικός, τέλειος γνώστης της Μουσικής Βυζαντινής Τέχνης, συνέχιζε το Χερουβικό, όταν «Ως Ζωηφόρος, ως Παραδείσου ωραιότερος όντος, και Παστάδος πάσης Βασιλικής, αναδέδειχτε λαμπρότερος Χριστέ ο Τάφος σου» συμπλήρωνε από το βάθος του Ναού, ο αρχιμ. Κύριλλος Σοφτάς .
Και το μυστήριο συνετελείτο. Νάτος ο Θεός μέσα από την Ελληνική Γλώσσα, την ικανή, την μοναδικά ικανή, που μπορεί να περνά από το ωραίο στο υπέροχο, με τις Δοτικές της και τις Κλητικές της…
Στην ευχή, την ύστατη ώρα, στο μένω δεν μένω, στο φεύγω δεν φεύγω, στο ζω ή τελειώνω, λίγο πριν τη μοιραία κορύφωση του τέλους, στο μυαλό μου, στη σκέψη μου να μένουν οι Δοτικές:
«Εδιψησε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω, και ανύδρω…»