Εκείνο το απόγευμα οι γιατροί που
παρακολουθούσανε τη μικρή άρρωστη, κάνανε συμβούλιο. Τρεις μαζί για πολλή ώρα.
Πολύ της μόδας ήτανε τότε αυτά. Έπρεπε οι δύσκολες περιπτώσεις ασθενών να
αντιμετωπιστούν από πολλούς μαζί γιατρούς.
Πίστευαν ότι η πρόγνωσης του θανατικού
απαραίτητο ήταν, νάχει το κύρος πολλών. Η κοπελίτσα ψηνότανε από υψηλό πυρετό.
Γνωστή η αρρώστια της, η φυματίωση, σε προχωρημένο στάδιο, με πολλή γρήγορη
επιδείνωση. Και το είπανε στη μάνα της, λίγο δύσκολα με μισόλογα, μα πίστεψαν
ότι κατάλαβε: Ότι φθινόπωρο θα σήμαινε το τέλος στο όριο της ζωής της, κι όλα
θα τελείωναν για το κοριτσάκι της.
Ζάλη της ήρθε, ο νους της λεπτομέρειες
δεν ξεχώρισε μα κατάλαβε κι αμέσως χάθηκε. Φουρτουνιασμένη η ψυχή της, άρχισε
μια ανάβαση σε χείμαρρο ακατόρθωτη ή μήπως βλέπει μια ανατολή του ήλιου από τη
δύση. Αναποδογύρισε ο λογισμός της, ζάλη πιο έντονη τη σκέπασε και πίστεψε ότι
ο χρόνος έπρεπε ν’ αρχίσει να κυλά από τώρα ανάποδα, δηλαδή από το αύριο στο
χθες. Και εκεί έπρεπε να μείνει. Και για να μην υπάρξει το αύριο, ο χρόνος
έπρεπε να εξαπατηθεί. Μόνο ένας γελασμένος χρόνος, μεθυσμένος θ’ άρχιζε το
σιντριβάνι του κόσμου να το συστέλλει και να το αναστρέφει. Το πολυσκέφτηκε
αυτό και το χώνεψε καλά. Έπρεπε να βιαστεί και να τρέξει. Στο χέρι της και στη
θέλησή της, μπορετό φαινότανε. Το αύριο να προφθάσει να μην φθάσει. Αρκεί να
γρηγόρευε. Το φθινόπωρο πάση θυσία θα έμενε μακριά, μαζί και τα σημάδια, του
ερχομού του.
Βιάστηκε να το κατασιγάσει, να το
στεριώσει με σίγουρες λέξεις και έργα, να το βεβαιώσει άσφαλτα ότι η αλήθεια θα
γίνει ψέμα. Για να μπορεί η ψυχή της να κάθεται στο πει υψηλό κλαδί της
ελπίδας, να μιλάει και να κρατάει τα αχνά γόνατα, της κόρης της σφιχτά, να μην
φύγει ο ακριβός ανθός της, κι ανηφορίσει προς τα πάνω.
- Μη βιάζεσαι ψυχή μου, άσε και μένα να
ντυθώ, και να σε ντύσω, να βάλω στα χείλη σου κραγιόν, με ζεστό τόνο, έλεγες,
εκείνο το περλέ το κοραλλί, που τόσο σ’ άρεσε. Βρήκα και το μέικ-απ, που
περιέχει ροζ-μπεζ αποχρώσεις, για τη νεανική σου επιδερμίδα, και θα στο
αγοράσω. Ο ουρανός είναι καλός γλυκιά μου, θα σ’ αρνηθεί, και καταπίνοντας ένα
λόξυγκα πρόσθεσε. Δεν θα πεθάνεις, αγάπη μου…
Μετά ανάγειρε το νου της και κοίταξε τα
μάτια της. Εκείνα τα μάτια του παιδιού της, και τι μάτια!!! Κρύβανε θάλασσες
και χάδια, στα πιο φωτεινά χρώματα, που ήτανε σύγχρονα ο αέρας και το νερό, ο
ουρανός και το φως της, όταν την κοιτούσαν και γίνονταν άμεσα αγκαλιά
αμμουδερή, κόρφος, αραξοβόλι, νοητικός δίαυλος μεταξύ τους. Άγιο μυστήριο,
ακατάλυτος θάτανε ο αγώνας της, για να μένανε ανοιχτά, για χρόνια ζωντανά, τα
ματάκια της ακόμη, κι ο χάρος νάχανε το δρεπάνι του. Ο αργοκίνητος θεός έπρεπε
να βιαστεί, για να ξετοπώσει εκείνο το σούρουπο το φοβερό, να μην ακουστεί το
πένθιμο χτύπημα της καμπάνας του Άγιου. Κι η φλούδα της γης, η φθηνή, μια
δρασκελιάς απόσταση, να μην ανοίξει το μικρό χαντάκι.
Απαλός και πράος ο αέρας λίχνιζε τα
ψηλωμένα χελιδόνια που ετοιμάζονταν να φύγουν. Και στις γειτονιές μαϊστράλησαν
δροσερά τα άλλα μερονύχτια που κόνεψαν. Για το τελευταίο δεκαήμερο του
Αυγούστου, ο ατέλειωτος ουρανός ξεκινούσε μονόφθαλμος. Το φεγγάρι μάτι που
μεσουρανούσε χαρούμενο όλο μέλι, είχε αρχίσει το δρόμο του στο πλάι τ’ ουρανού.
Πάνω δε στην πορεία του, θα συναντούσε καρσί τη νύχτα, την υπναρού, θα της
μετάγγιζε γλύκα, θα την αντροκοίταζε, και κοντά της χαδιάρης λεβεντονιός,
άυπνος θα ξημέρωνε. Κι είχε μικραίνει
τις ημέρες του ο Αύγουστος. Στο απόσιγο της κάθε ημέρας του, οι σκιές μίκραιναν και τα σοκάκια
της πόλης, χώνευαν το φως και χωνευόντουσαν σ’ αυτό, γίνονταν πάχνη σύννεφο,
ψήλωναν και τότε νέοι ίσκιοι δρόσιζαν τον κόσμο, σαν ένα τάσι φρέσκο νερό.
Κι από πάνω, υψηλά, Παναγιά μου ένα
τόσο μεγάλο φεγγάρι… Πολλοί λέγανε, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, παρά λίγο νάναι
ημέρα… Κατοικούσαν μάνα και κόρη, σε
σπίτι του εποικισμού. Μικρό ισόγειο με πλατύσκαλο, ένα μέτρο από τη γη. Είχε
δύο δωμάτια και κουζίνα, που αυτή έβλεπε την πίσω αυλή. Μια χωμάτινη άπλα
τετράγωνη, φραγμένη με ξύλινους
πασσάλους και πυκνό συρμάτινο δίχτυ, φύλαγε σχοινιά τεντωμένα, κρεμάστρες για
πλυμένα ρούχα.
Και με πόση επιμέλεια και προσοχή
κρατημένα, με ξύλινα μανταλάκια, της κορούλας της τα ρούχα και τα δικά της,
λεύκιαζαν στο βλέμμα, επειδή ήτανε βυθισμένα σε λουλάκι, κι όταν αυτά στέγνωναν
πεντακάθαρα, στα λευκά τους το άσπρο είχε βάθος.
Στην άκρη της, η αυλή προστάτευε ένα
λιγόχρονο νεροπλάτανο, αυτοφυή απρόσκλητο, μα που βρήκε τη θέση του. Αυτός
άφηνε τη σκιά του ξενομοναχεμένη, αλλά φιλόξενη, για τα καυτά καλοκαίρια, με τα
πλατιά του φύλλα σκονισμένα, σε ανομβρία, και πράσινα τρυφερά τρεμάμενα, όταν η
βροχή τα ξέπλενε. Κι ο ήλιος έπαιζε με το φως, ανάμεσά τους με φεγγίσματα
σπαθοκομένα, σαν αγάπης ματιές. Ίσαμε που προλάβαινες να τις δεις, όταν ανάγειρες
τα μάτια σου, προς τη μεριά τους.
Λοιπόν θυμότανε, το περασμένο φθινόπωρο
από νωρίς ο νεροπλάτανος της αυλής της, νάχει γεμίσει το χώρο της σκιάς του με
φύλλα, πολλά φύλλα, πεσμένα κι ο αέρας τα ’παιρνε και τ’ άπλωνε παντού, και
θρόιζαν δυνατά τη νύχτα στο κύλισμά τους, σαν νυχτιάτικες κουβέντες.
Μουρμουρητό ανάμειχτο με σιωπή κατά τα κέφια του αγωγιάτη βραδινού αέρα.
Αυτό
ήταν το φθινόπωρο το πλανερό που δεν έπρεπε νάρθει. Δεν ήταν εποχή του χρόνου
μόνο, αλλά και κίνδυνος για αυτήν, μια σκοτεινή ερημιά, μια σπαραχτική αγωνία,
για τη φριχτή αλήθεια τη θανατερή. Με το θρόνιασμα της εποχής, θάχανε το
μονάκριβό της βλαστάρι, την κόρη της. Και το φθινόπωρο με το νεκρικό φεγγάρι,
έπρεπε να μείνει μακριά.
Δεν βασανίστηκε για πολύ
ακόμη. Έβγαλε από την αποθήκη, τη δίποδη σκαλίτσα. Κρέμασε στο λαιμό της μια
λαιμαργία βαμβακερό νήμα και με μια χοντροβελόνα άρχισε να ράβει τα φύλλα του
πλατάνου. Τα έραβε προσεχτικά. Για πολλές-πολλές ώρες τα στέριωνε στους μακρύς
μίσχους, κάνοντας φροντισμένο σφιχτό ράψιμο. Ξεκίνησε, από χαμηλά, από την
ποδιά του δένδρου, μέχρι υψηλά την κορφή του. Τα ραμμένα φύλλα θα μένανε για
πάντα στο δένδρο, δεμένα-κρεμασμένα. Οριστικά, το καλοκαίρι θα θρόνιαζε μόνο
στην αυλή της. Φθινόπωρο και το μέγα κρύο, ο χάρος, δεν είχαν θέση καμία στο
σπίτι της.
Τα χρόνια που πέρασαν, δεν ημέρεψαν
ούτε γιάτρεψαν τη ψυχή και το νου της μάνας. Έχασε κάθε αίσθηση του υλικού
σώματός της. Τίποτε δεν βάραινε, τίποτε δεν πίεζε, τίποτε δεν αντιδρούσε. Κακός
τη ψυχόδερνε αέρας από τότε που όλα σάλεψαν όταν στένεψε η γης, την ημέρα του χαμού του παιδιού της και χλίαιναν
οι θεοί της. Μέσα της, πια έκρυβε, έθαβε κάθε ανθρώπινο συναίσθημα χαράς,
λύπης, και πόνου. Τα ραμμένα πλατανόφυλλα έμειναν λίγο περισσότερο χρόνο δεμένα
στα κλαδιά. Ο χειμώνας αμέσως μετά τα γύμνωσε. Και στην πορεία της ζωής της, οι
αυλακιές του χρόνου σιγοσφράγιζαν τον πόνο της.
Η Φωτεινή, μετά από χρόνια, πήρε τ’
όνομα, της Βεροιώτικης ντοπιολαλιάς, Φουτένη. Πολύ θλιμμένη, πάντα καλόβολη με
τους γείτονες. Εκεί στον αδειανό, αφώτιστο, παγωμένο το χειμώνα ναό της Αγίας
Άννας, φρόντιζε νάναι φρεσκοπλυμένο το κατώφλι πάντοτε, κι ο σγουρός βασιλικός
και τα λίγα βεργάτα άσπρα κρίνα ποτισμένα το καλοκαίρι, στην είσοδο του ναού.
Σε
κάθε δε, νέου φεγγαριού τη μαρμαρυγή, καταδιωγμένη από το χρόνο της τρίτης
εποχής του έτους, γεμάτη πίκρα και ερημιά, μαζεύει τις πονεμένες αναμνήσεις της
για ώρες και προς τα ξημερώματα γονατιστή, μονολογεί:
Κύριε…
Κύριε δύσκολες στιγμές, χρόνια τώρα περνώ. Κι εσύ δεν μου μιλάς. Δεν με
παρηγορείς. Βγάλε από το στόμα σου, ένα γλυκό λόγο, φανερώσου να σε συντύχω,
βόηθα και γλύκανε λιγάκι το χρέος της πίκρας μου. Κάθε βράδυ τη θλίψη μου
μεταλαβαίνω.
Σε βλέπω Σταυρωμένο, άνεμος γεμάτος
φοβέρα. Σε βλέπω Αναστημένο, άνεμος γλυκός της Αγάπης. Πανικός κι ελπίδα,
θάνατος και έρωτας είσαι Κύριε. Πληθαίνεις μέσα μου τις νύχτες, κυριαρχείς και
επιβάλεις κάθε φορά μια καινούργια σιωπή, που στον αθόρυβο άνεμό της
σκορπίζεται η ψυχή μου. Άδειασαν τα σπλάχνα μου, στρατάρισε το αίμα μου,
αφανίστηκε… Δεν βλέπεις που και η γης, σταύρωσε τα χέρια της, ανήμπορη. Κύριε…
σε παρακαλώ. Σκότωσέ με, άλλο δεν πάει πια… Αφάνισέ με… Αφουγκράστηκε, καμιά
φωνή δε σάλεψε το μυαλό της, σαν απόκριση. Πισωγύρισε μόνο και ξανάφερε ο
λογισμός της, πώς ήταν μια φορά και έναν καιρό το γέλιο της κόρης της. Λύγισε
το κορμί της, το μέτωπο συνάντησε το χώμα και μετά κοίμιζε το σώμα της,
ανονείρευτο, αρμολυμένο στις ρίζες του, στο χώμα που το ’πλασε… Έτσι, για να
συνηθίζει…
Πριν δέκα χρόνια, ίδιο μήνα σαν τώρα, η
Φωτεινή πέθανε. Όταν συνάντησε το Θεό δυσφόρησε… Χωρίς ζάρες είχε το πρόσωπό
του ο Θεός, αχάραγο από τις ανθρώπινες πεθυμιές, όταν με τ’ ατσίνουρα μάτια
της, κόγχες πια, τον καλοκοίταξε. Καμιά έγνοια… βιαστικά τον προσπέρασε, όταν
φύσηξε γαληνό αεράκι, γεμάτο δροσιές από νοτισμένα ροζ σύννεφα και γελαστή
βουή, ο παράδεισος.
Οι φυραμένες φλέβες της, στις σγουρές
και αμέστωτες ακόμη φτερούγες της, άρχισαν να γεμίζουν, και της έγινε μπορετό
να ψάχνει το πιο μεγάλο φωτοστέφανο, στο πιο μικρό γλυκό προσωπάκι. Της κόρης
της.
Υ.Γ. Η κυρίως ιδέα του
διηγήματος είναι από το ποίημα «Τα φύλλα» της ποιητικής συλλογής «Δειλινό χωρίς
πυξίδα» της Θεσσαλονικιάς ποιήτριας κας Μάγδας Σκουντριδάκη που ζει στην Αθήνα.
Εξαίρετη και αγαπημένη
φίλη της κας Πόπης Γ. Χιονίδου
Δημοσιεύθηκε την 10
Ιουλίου 2013 στο 2003 Τεύχος της Εφημ. ‘’Βέροια’’