Όταν ράφτηκαν τα φύλλα

Εκείνο το απόγευμα οι γιατροί που παρακολουθούσανε τη μικρή άρρωστη, κάνανε συμβούλιο. Τρεις μαζί για πολλή ώρα. Πολύ της μόδας ήτανε τότε αυτά. Έπρεπε οι δύσκολες περιπτώσεις ασθενών να αντιμετωπιστούν από πολλούς μαζί γιατρούς.
Πίστευαν ότι η πρόγνωσης του θανατικού απαραίτητο ήταν, νάχει το κύρος πολλών. Η κοπελίτσα ψηνότανε από υψηλό πυρετό. Γνωστή η αρρώστια της, η φυματίωση, σε προχωρημένο στάδιο, με πολλή γρήγορη επιδείνωση. Και το είπανε στη μάνα της, λίγο δύσκολα με μισόλογα, μα πίστεψαν ότι κατάλαβε: Ότι φθινόπωρο θα σήμαινε το τέλος στο όριο της ζωής της, κι όλα θα τελείωναν για το κοριτσάκι της.
Ζάλη της ήρθε, ο νους της λεπτομέρειες δεν ξεχώρισε μα κατάλαβε κι αμέσως χάθηκε. Φουρτουνιασμένη η ψυχή της, άρχισε μια ανάβαση σε χείμαρρο ακατόρθωτη ή μήπως βλέπει μια ανατολή του ήλιου από τη δύση. Αναποδογύρισε ο λογισμός της, ζάλη πιο έντονη τη σκέπασε και πίστεψε ότι ο χρόνος έπρεπε ν’ αρχίσει να κυλά από τώρα ανάποδα, δηλαδή από το αύριο στο χθες. Και εκεί έπρεπε να μείνει. Και για να μην υπάρξει το αύριο, ο χρόνος έπρεπε να εξαπατηθεί. Μόνο ένας γελασμένος χρόνος, μεθυσμένος θ’ άρχιζε το σιντριβάνι του κόσμου να το συστέλλει και να το αναστρέφει. Το πολυσκέφτηκε αυτό και το χώνεψε καλά. Έπρεπε να βιαστεί και να τρέξει. Στο χέρι της και στη θέλησή της, μπορετό φαινότανε. Το αύριο να προφθάσει να μην φθάσει. Αρκεί να γρηγόρευε. Το φθινόπωρο πάση θυσία θα έμενε μακριά, μαζί και τα σημάδια, του ερχομού του.
Βιάστηκε να το κατασιγάσει, να το στεριώσει με σίγουρες λέξεις και έργα, να το βεβαιώσει άσφαλτα ότι η αλήθεια θα γίνει ψέμα. Για να μπορεί η ψυχή της να κάθεται στο πει υψηλό κλαδί της ελπίδας, να μιλάει και να κρατάει τα αχνά γόνατα, της κόρης της σφιχτά, να μην φύγει ο ακριβός ανθός της, κι ανηφορίσει προς τα πάνω.
- Μη βιάζεσαι ψυχή μου, άσε και μένα να ντυθώ, και να σε ντύσω, να βάλω στα χείλη σου κραγιόν, με ζεστό τόνο, έλεγες, εκείνο το περλέ το κοραλλί, που τόσο σ’ άρεσε. Βρήκα και το μέικ-απ, που περιέχει ροζ-μπεζ αποχρώσεις, για τη νεανική σου επιδερμίδα, και θα στο αγοράσω. Ο ουρανός είναι καλός γλυκιά μου, θα σ’ αρνηθεί, και καταπίνοντας ένα λόξυγκα πρόσθεσε. Δεν θα πεθάνεις, αγάπη μου…
Μετά ανάγειρε το νου της και κοίταξε τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια του παιδιού της, και τι μάτια!!! Κρύβανε θάλασσες και χάδια, στα πιο φωτεινά χρώματα, που ήτανε σύγχρονα ο αέρας και το νερό, ο ουρανός και το φως της, όταν την κοιτούσαν και γίνονταν άμεσα αγκαλιά αμμουδερή, κόρφος, αραξοβόλι, νοητικός δίαυλος μεταξύ τους. Άγιο μυστήριο, ακατάλυτος θάτανε ο αγώνας της, για να μένανε ανοιχτά, για χρόνια ζωντανά, τα ματάκια της ακόμη, κι ο χάρος νάχανε το δρεπάνι του. Ο αργοκίνητος θεός έπρεπε να βιαστεί, για να ξετοπώσει εκείνο το σούρουπο το φοβερό, να μην ακουστεί το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας του Άγιου. Κι η φλούδα της γης, η φθηνή, μια δρασκελιάς απόσταση, να μην ανοίξει το μικρό χαντάκι.
Απαλός και πράος ο αέρας λίχνιζε τα ψηλωμένα χελιδόνια που ετοιμάζονταν να φύγουν. Και στις γειτονιές μαϊστράλησαν δροσερά τα άλλα μερονύχτια που κόνεψαν. Για το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, ο ατέλειωτος ουρανός ξεκινούσε μονόφθαλμος. Το φεγγάρι μάτι που μεσουρανούσε χαρούμενο όλο μέλι, είχε αρχίσει το δρόμο του στο πλάι τ’ ουρανού. Πάνω δε στην πορεία του, θα συναντούσε καρσί τη νύχτα, την υπναρού, θα της μετάγγιζε γλύκα, θα την αντροκοίταζε, και κοντά της χαδιάρης λεβεντονιός, άυπνος θα ξημέρωνε.  Κι είχε μικραίνει τις ημέρες του ο Αύγουστος. Στο απόσιγο της κάθε  ημέρας του, οι σκιές μίκραιναν και τα σοκάκια της πόλης, χώνευαν το φως και χωνευόντουσαν σ’ αυτό, γίνονταν πάχνη σύννεφο, ψήλωναν και τότε νέοι ίσκιοι δρόσιζαν τον κόσμο, σαν ένα τάσι φρέσκο νερό.
Κι από πάνω, υψηλά, Παναγιά μου ένα τόσο μεγάλο φεγγάρι… Πολλοί λέγανε, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, παρά λίγο νάναι ημέρα…  Κατοικούσαν μάνα και κόρη, σε σπίτι του εποικισμού. Μικρό ισόγειο με πλατύσκαλο, ένα μέτρο από τη γη. Είχε δύο δωμάτια και κουζίνα, που αυτή έβλεπε την πίσω αυλή. Μια χωμάτινη άπλα τετράγωνη, φραγμένη με  ξύλινους πασσάλους και πυκνό συρμάτινο δίχτυ, φύλαγε σχοινιά τεντωμένα, κρεμάστρες για πλυμένα ρούχα.
Και με πόση επιμέλεια και προσοχή κρατημένα, με ξύλινα μανταλάκια, της κορούλας της τα ρούχα και τα δικά της, λεύκιαζαν στο βλέμμα, επειδή ήτανε βυθισμένα σε λουλάκι, κι όταν αυτά στέγνωναν πεντακάθαρα, στα λευκά τους το άσπρο είχε βάθος.
Στην άκρη της, η αυλή προστάτευε ένα λιγόχρονο νεροπλάτανο, αυτοφυή απρόσκλητο, μα που βρήκε τη θέση του. Αυτός άφηνε τη σκιά του ξενομοναχεμένη, αλλά φιλόξενη, για τα καυτά καλοκαίρια, με τα πλατιά του φύλλα σκονισμένα, σε ανομβρία, και πράσινα τρυφερά τρεμάμενα, όταν η βροχή τα ξέπλενε. Κι ο ήλιος έπαιζε με το φως, ανάμεσά τους με φεγγίσματα σπαθοκομένα, σαν αγάπης ματιές. Ίσαμε που προλάβαινες να τις δεις, όταν ανάγειρες τα μάτια σου, προς τη μεριά τους.
Λοιπόν θυμότανε, το περασμένο φθινόπωρο από νωρίς ο νεροπλάτανος της αυλής της, νάχει γεμίσει το χώρο της σκιάς του με φύλλα, πολλά φύλλα, πεσμένα κι ο αέρας τα ’παιρνε και τ’ άπλωνε παντού, και θρόιζαν δυνατά τη νύχτα στο κύλισμά τους, σαν νυχτιάτικες κουβέντες. Μουρμουρητό ανάμειχτο με σιωπή κατά τα κέφια του αγωγιάτη βραδινού αέρα.
Αυτό ήταν το φθινόπωρο το πλανερό που δεν έπρεπε νάρθει. Δεν ήταν εποχή του χρόνου μόνο, αλλά και κίνδυνος για αυτήν, μια σκοτεινή ερημιά, μια σπαραχτική αγωνία, για τη φριχτή αλήθεια τη θανατερή. Με το θρόνιασμα της εποχής, θάχανε το μονάκριβό της βλαστάρι, την κόρη της. Και το φθινόπωρο με το νεκρικό φεγγάρι, έπρεπε να μείνει μακριά.
                 Δεν βασανίστηκε για πολύ ακόμη. Έβγαλε από την αποθήκη, τη δίποδη σκαλίτσα. Κρέμασε στο λαιμό της μια λαιμαργία βαμβακερό νήμα και με μια χοντροβελόνα άρχισε να ράβει τα φύλλα του πλατάνου. Τα έραβε προσεχτικά. Για πολλές-πολλές ώρες τα στέριωνε στους μακρύς μίσχους, κάνοντας φροντισμένο σφιχτό ράψιμο. Ξεκίνησε, από χαμηλά, από την ποδιά του δένδρου, μέχρι υψηλά την κορφή του. Τα ραμμένα φύλλα θα μένανε για πάντα στο δένδρο, δεμένα-κρεμασμένα. Οριστικά, το καλοκαίρι θα θρόνιαζε μόνο στην αυλή της. Φθινόπωρο και το μέγα κρύο, ο χάρος, δεν είχαν θέση καμία στο σπίτι της.
Τα χρόνια που πέρασαν, δεν ημέρεψαν ούτε γιάτρεψαν τη ψυχή και το νου της μάνας. Έχασε κάθε αίσθηση του υλικού σώματός της. Τίποτε δεν βάραινε, τίποτε δεν πίεζε, τίποτε δεν αντιδρούσε. Κακός τη ψυχόδερνε αέρας από τότε που όλα σάλεψαν όταν στένεψε η γης, την  ημέρα του χαμού του παιδιού της και χλίαιναν οι θεοί της. Μέσα της, πια έκρυβε, έθαβε κάθε ανθρώπινο συναίσθημα χαράς, λύπης, και πόνου. Τα ραμμένα πλατανόφυλλα έμειναν λίγο περισσότερο χρόνο δεμένα στα κλαδιά. Ο χειμώνας αμέσως μετά τα γύμνωσε. Και στην πορεία της ζωής της, οι αυλακιές του χρόνου σιγοσφράγιζαν τον πόνο της.
Η Φωτεινή, μετά από χρόνια, πήρε τ’ όνομα, της Βεροιώτικης ντοπιολαλιάς, Φουτένη. Πολύ θλιμμένη, πάντα καλόβολη με τους γείτονες. Εκεί στον αδειανό, αφώτιστο, παγωμένο το χειμώνα ναό της Αγίας Άννας, φρόντιζε νάναι φρεσκοπλυμένο το κατώφλι πάντοτε, κι ο σγουρός βασιλικός και τα λίγα βεργάτα άσπρα κρίνα ποτισμένα το καλοκαίρι, στην είσοδο του ναού.
Σε κάθε δε, νέου φεγγαριού τη μαρμαρυγή, καταδιωγμένη από το χρόνο της τρίτης εποχής του έτους, γεμάτη πίκρα και ερημιά, μαζεύει τις πονεμένες αναμνήσεις της για ώρες και προς τα ξημερώματα γονατιστή, μονολογεί:
Κύριε… Κύριε δύσκολες στιγμές, χρόνια τώρα περνώ. Κι εσύ δεν μου μιλάς. Δεν με παρηγορείς. Βγάλε από το στόμα σου, ένα γλυκό λόγο, φανερώσου να σε συντύχω, βόηθα και γλύκανε λιγάκι το χρέος της πίκρας μου. Κάθε βράδυ τη θλίψη μου μεταλαβαίνω.
Σε βλέπω Σταυρωμένο, άνεμος γεμάτος φοβέρα. Σε βλέπω Αναστημένο, άνεμος γλυκός της Αγάπης. Πανικός κι ελπίδα, θάνατος και έρωτας είσαι Κύριε. Πληθαίνεις μέσα μου τις νύχτες, κυριαρχείς και επιβάλεις κάθε φορά μια καινούργια σιωπή, που στον αθόρυβο άνεμό της σκορπίζεται η ψυχή μου. Άδειασαν τα σπλάχνα μου, στρατάρισε το αίμα μου, αφανίστηκε… Δεν βλέπεις που και η γης, σταύρωσε τα χέρια της, ανήμπορη. Κύριε… σε παρακαλώ. Σκότωσέ με, άλλο δεν πάει πια… Αφάνισέ με… Αφουγκράστηκε, καμιά φωνή δε σάλεψε το μυαλό της, σαν απόκριση. Πισωγύρισε μόνο και ξανάφερε ο λογισμός της, πώς ήταν μια φορά και έναν καιρό το γέλιο της κόρης της. Λύγισε το κορμί της, το μέτωπο συνάντησε το χώμα και μετά κοίμιζε το σώμα της, ανονείρευτο, αρμολυμένο στις ρίζες του, στο χώμα που το ’πλασε… Έτσι, για να συνηθίζει…
Πριν δέκα χρόνια, ίδιο μήνα σαν τώρα, η Φωτεινή πέθανε. Όταν συνάντησε το Θεό δυσφόρησε… Χωρίς ζάρες είχε το πρόσωπό του ο Θεός, αχάραγο από τις ανθρώπινες πεθυμιές, όταν με τ’ ατσίνουρα μάτια της, κόγχες πια, τον καλοκοίταξε. Καμιά έγνοια… βιαστικά τον προσπέρασε, όταν φύσηξε γαληνό αεράκι, γεμάτο δροσιές από νοτισμένα ροζ σύννεφα και γελαστή βουή, ο παράδεισος.
Οι φυραμένες φλέβες της, στις σγουρές και αμέστωτες ακόμη φτερούγες της, άρχισαν να γεμίζουν, και της έγινε μπορετό να ψάχνει το πιο μεγάλο φωτοστέφανο, στο πιο μικρό γλυκό προσωπάκι. Της κόρης της.

Υ.Γ. Η κυρίως ιδέα του διηγήματος είναι από το ποίημα «Τα φύλλα» της ποιητικής συλλογής «Δειλινό χωρίς πυξίδα» της Θεσσαλονικιάς ποιήτριας κας Μάγδας Σκουντριδάκη που ζει στην Αθήνα.
Εξαίρετη και αγαπημένη φίλη της κας Πόπης Γ. Χιονίδου

Δημοσιεύθηκε την 10 Ιουλίου 2013 στο 2003 Τεύχος της Εφημ. ‘’Βέροια’’


Ραζ, ο τσιγγάνος

Ο ήλιος κατέβηκε χαμηλά, έγειρε. Ο αέρας δρόσισε, όπως το λιανοσούρουπο, τον κατέβαζε φρέσκο από το βουνό, κι άφηνε τη δροσιά του στα χώματα. Τα νότιζε και η γης μύριζε αποβροχάρα, μέσα στην πάρωρη ημέρα που τελείωνε.
Τα καματερά υπομονετικά, απόσωναν το μερομόχτι τους, με όργωμα του τελευταίου υπόλοιπου χωράφι και τόκαναν νιάμα. Το υνί βυθισμένου βαθιά, άφηνε φαρδιά γραμμή, ξεπατώνοντας το χώμα, που αναποδογύριζε, με παχιά σκουλήκια πάνω του, κι όλο η βουκέντρα νημάτιζε τα ζωντανά να σκύβουν σέρνοντας τον ζυγό, χωρίς αντίλογο.
Τρία - τέσσερα πανύψηλα καραγάτσια μακραγναντεύονταν στο βάθος του κάμπου με ασημί κυματισμούς, κι  άσπροι κώνοι από τσαντίρια πολλά, που μερικά κάπνιζαν με μονόστηλες σειρές καπνού, ανακάτευαν τον ορίζοντα με αντανακλάσεις του σύλογγου ουρανού.
Ο Ραζ πλησίασε τα τσαντίρια.  Πόσους θα’ βρισκε από τους παλιούς δικούς του φίλους, δεν ήξερε.  Έλειπε πολλά χρόνια . Έπρεπε τότε να λείψει, να χαθεί.  Είχε φυγαδευτεί  από τη μάνα του, τη Ράλα, στη Γερμανική κατοχή, θεοσκότεινα μέσα στη νύχτα, γιατί η φυλή του δεν θα συγχωρούσε ποτέ το φέρσιμό του και την κατάδοση ομοφύλων του , στους Ναζί. Ομολόγησε   όταν υπέκυψε στα βασανιστήριά τους, κι όταν κατέδωσε πρόσωπα, πολλούς πήρε ο χάρος, μετά στα στρατόπεδά τους , στη Γερμανία.
Δεν μπήκε στο χωριό.  Κρύφτηκε στο σύδεντρο μέσα στο λάκκωμα, στα «πενήντα δέντρα», όπως το λέγανε. Εδώ νέος έκανε τις τρέλες του  κι όταν τα νιάτα καβαλήσανε πια το χρόνο, μέστωσαν κι ωρίμασε ο καιρός , εδώ άρχισε  το ερωτικό κρυφολείτουργο με τις γενετήσιες καταιγίδες της νιότης του, όταν καταπάλευε τον όργο  της όμορφης Μάγιας,  της αγαπημένης του.
Ξαναβρήκε και ξαναείδε το μέρος. Δεν άλλαξε ούτε το μικρό λακκάκι, όπου της παρθενιάς της το αίμα , έβαψε τ’ αντρογόνατά του , κι ο κόρφος της, ο κόσμος όλος, ο πλούτος όλος, είχε αρχίσει να φουντώνει από ζωή.
Έγειρε, άπλωσε την παλάμη κάτω από το μάγουλό του και κοιμήθηκε. Τον πολυκάντηλο ουρανό την νύχτα, μαζί με τ΄ αστέρια του, να καίγονται  και να κουνιούνται, με τον αέρα να συμπαίνει στη φωτιά τους, ξυπνώντας δυό τρείς φορές αντίκρισαν τα μάτια του, μα πάλι τα βλέφαρά του ύπνωσαν βαριά.

Πρωί και ο χώρος των Ρομά ,  ξύπνησε. Οι φωνές τους ανηφορίζουν, γεμίζει ο κόσμος ανθρωποφωνοκόπι και μια περίσσια ζωχλαλοή αγκαλιάζει τα τσαντίρια και τον Μαρτιάτικο  φουσκοδένδρη αέρα.  Φρέσκα φτασμένα τα χελιδόνια  τα λίχνιζε ο ζεστός νοτιάς, αυτός ο αγωγιάτης της Αφρικής και της Μεσογείου.
Γυροκοίταξε ο Ραζ ο τσιγγάνος, γέμισε το βλέφαρό του, τσαντίρια  και ψηλό χορτάρι, που στο λίγο αέρα χαμοτρικύμιζε. Σκυλιά γαύγιζαν  και χωράφια, ζώα, γυναίκες, παιδιά , μποστάνια, όλα αυτά ήτανε της φάρας του. Αρχοντοφάρα η φυλή του , με μάνα του τη Ράλα τη λαγωνιάρα και καλόγεννη , την ανοιχτοστήθα που έδενε και έδινε  σε κάθε γέννα κορφάτο ανθό. Χανότανε οι ρίζες της γενιάς του , στο χρόνο, που ξόρκιζε  από πάνω του τις λασπορίζες της ράτσας του, τις ξέχωνε  τις έπλυνε κι άφηνε αίμα βασιλικό στις φλέβες, κι όλο το λέχος του ξεπλένονταν μαζί και τα σκούρα ανθρωποσόγια των τσιγγάνων.
Όταν πάτησε τα είκοσι του χρόνια, κι η φωνή του χόντρυνε, η μάνα του η Ράλα τον καλοκοίταξε, τον καλομάτιασε, είδε το γερό του κορμί και σκέφτηκε.  Η ώρα του καλή, θα ζήσει. Έχει γερά γόνατα, στέρεα. Σύντομα θα νεφρώσει και η σπορά του θα γεννοσπορίσει, θα δώσει πολλά παιδιά. Με τη Μάγια, μέση με μέση θα πιαστούν, θα σμίξουν και με το φιλί τους θα ρίξουν ρίζες σε γλυκούς ανθούς. Κι έγινε βαρβάτος άνδρας.
 Η μακρόχρονη απουσία από τα τσαντίρια της φυλής του, έγινε αιτία να κάνει μακριά ταξίδια, να γνωρίσει θάλασσες και στεριές, και σήμερα τα βαθιά του μαύρα μάτια, να επιβεβαιώνουν τις γυναίκες που γνώρισε. Ήταν λευκές, άσπρες σαν τα χιόνια, ήταν γκέισες κίτρινες λοξομάτες, ήταν μαύρες με θολούς βολβούς, σε στρογγυλές λαμπήθρες, αλλά και ρούσες αραποσιτένιες, σαν το σίτινο 1 ψωμί από ασίτινο 2 αλεύρι του νερόμυλου. Τα ψαρά του μαλλιά ποταμίζαν στις πλάτες του. Ήτανε κατσαρά, αχτένιστα, φυκιασμένα…
Τον καλωσόρισαν όταν μεσημέριασε και πλησίασε τη μεγάλη φωτιά. Χαμήλωσε να πιει κρασί μαζί τους. Πεινούσε όπως και οι άλλοι, μα κανείς τους δεν απλοχέρισε, ούτε γλώσσιασε, εμπρός στα αχνιστά πιάτα με τα κρέατα και τα βραστά ραδικόχορτα.
Περιμένανε και το σφαγάρι από το λάκκο να ξεχώσουν, να το αναγδάρουν και με γυροβολιά το στρωμένο σοφρά να κυκλώσουν, μοιράζοντας το τραγί και διαβάζοντας τη διάφανη κουτάλα του στο φως. Έπρεπε τα απόκρυφα λωβά σημάδια, τα χαραγμένα σε σκιές να ξορκίσουν και τα άσχημα μελλούμενα να αποτρέψουν, με αμολόγητα ξορκολόγια από τις γριές μαΐστρες της φυλής του. Γέμισε ο χώρος γύρω του Ρομά, κουκούβισαν, άναψαν τσιγάρα, μισόκλεισαν τα μάτια, αυτόν ψάχνανε, κι αμίλητοι άρχισαν να καπνίζουν.
Πιο πέρα ένα λιγνό κυπαρίσσι αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες κι ένα αόρατο γιδοκόπαδο, έστελνε ένα μόλις ανάλαφρο κουδούνισμα στ’ αυτιά. Θηλυκό τοπίο, όλο τρυφεράδα με γυναίκες καρπερές, πάντα ερωτευμένες, πάντα ερωτικές, με τους άνδρες τους.
Στολισμένες, άγριες ροδωνιές με ανάσες γυναίκας και μαστίχας, δίνονται απόλυτες στον αγαπημένο τους, σαν ανανεούμενες παρθένες, κάθε φορά. Δεν είναι γι’ αυτές η ζωή, το ανώτατο αγαθό, αλλά το πάθος. Κρατούν μέσα τους για καιρό το θυμό ή την αγάπη, σωπαίνουν και ξάφνου τις συνεπαίρνει ο δαίμονας του πάθους και ξεσπούν φρενιασμένες.
Μέσα τους πατωσιές πολλές τα σημάδια, πολυχρονίτικα, ασύδοτα, ελεύθερες γδυμένες μνήμες, απροσδιόριστες, αόριστες, στημένες στο κάποτε. Σ’ εκείνο το κάποτε που έπινε η ψυχή τους όρθια τον ήλιο και η σκιά της ήτανε ο καρπός που δρόσιζε το σώμα.
Κι όταν αργά τη νύχτα νιώθουν, παρά άκουγαν τα βήματά τους, έξω από τις σκηνές, να έρχονται, στριμώχνονταν μέσα στα προσκεφάλια, χλωμές, περιμένοντας τον κύρη τους, τον άνδρα τους, και μετά δεν κάτεχαν αν ήταν χαρά ή πόνος, μέσα στα σπλάχνα τους να θρονιάζεται, παρά μονάχα βαθιά, δόξαζαν το θεό, που τις έκανε γυναίκες. Και μετά από τόσα χρόνια, κρατούσαν στο μυχό του μυαλού τους, τη γλυκιά τρομάρα που πήρανε τη πρώτη νύχτα με τον άνδρα τους.
Το συμβούλιο της φυλής, μέχρι το βράδυ τον άκουγε. Και τον άκουσε σιωπηλό. Είπε πολλά, δικαιολογήθηκε, ότι ήτανε νέος, ζήτησε συγνώμη. Μα τώρα με γεράματα, φορτωμένες οι πλάτες του, ας καταλάβαιναν πολύ καλά, ότι κοντά ήτανε η κατηφόρια της γης, όπου θα χώνευε δίπλα στις ριζομάνες από τα πανύψηλα κυπαρίσσια.
Περίμενε σκυφτός. Γερμένο το κεφάλι του με σκέψεις που δεν έφερναν τη λύση στο πρόβλημα, της παραμονής του. Αδιέξοδο, όταν φύσηξε το μυαλό του και τα στήθια πήραν φόρα για τ’ απάνω. Τα διδυμάρια μάτια του αναχούλεψαν πιο βαθιά  το νου, συγκόρμιασαν με το παρελθόν κι όλα έγιναν τώρα φωτεινά. Θα πήγαινε με τη μοίρα του, θα πήγαινε ήσυχα από πίσω της ολοζωής μέχρι να την αποτελέψει. Ποτάμι είναι η μοίρα και πάει. Ποτάμι κι αυτός και η ζωή του. Αρκετές ημέρες γυρογύριζε στα παλιά του λημέρια, όπου πέρασε τη νιότη του. Περίπατοι στην άκρη της μεγάλης ποταμίσιας νεροφαγιάς, με τις κάτασπρες κροκάλες και το πυκνό σγουρό πουρνάρι. Εδώ είναι το πατρικό του χώμα πυκνοκατοικημένο με τα ντόπια πνεύματα, από τις παιδικές του θύμισες. Η επιστροφή του αυτή του ’δινε, μια κρυφή ανατριχίλα, σα νάταν θανάτου πρόγεψη, που ανέβαινε από το δικό του μεγάλο σπλάχνο, τη γη του.
Χαμογέλασε με πίκρα κι ατένισε τον κάμπο. Παχύ το χορτάρι του, υψηλό, θα ’θελε μια ανάσα στα χόρτα αυτά να πάρει, λίγα λεπτά μόνο… Ζήλεψε τη γη που χρόνια τώρα μπορεί να κοντοστέκεται και να σιγομασουλίζει τα χιλιάδες χρόνια πίσω της και τα χιλιάδες χρόνια εμπρός της, χωρίς να τη νοιάζει. Ο αέρας δρόσισε, μύρισε χωματίλα, κάπου θα ’χε βρέξει. Μια αστραπή τρεμόπαιξε κι αμέσως μια άλλη…
Τ’ απόσκια πέσανε, η νύχτα πλάκωσε, σηκώσανε πάλι φωτιές να φάνε. Κι όταν από ψηλά φάνηκαν τ’ άστρα, κι άναψαν τα λαδοφάναρα, άρχισαν να ’ρχονται τα ψωμιά και ταψιά με κρέας κι οι μασέλες να σαλεύουν πάνω κάτω από κοψίδια σουβλιστά. Το κρασί μέσα στις γυάλες άφριζε, έκανε γιορτάνι στα λαιμιά τους με φουσκάλες. Ήταν παλιό και μπρούσικο κι αψύ. Αψύς ήταν και ο ήχος από το τουμπελέκι, που εκείνη την ώρα αντιλάλησε, κι έδωσε ήχο για σερτό χορό.
Βεργάτες, μισόγυμνες, σκούρες οι γυναίκες κρατούν στα χέρια ντέφια και με τα δάχτυλά τους τουμπανούν, βγάζοντας ξερούς ήχους από ξύλινα κρόταλα, τις καστανιέτες. Οι πατούσες με τα ποδοδάχτυλά τους ξυπνούσαν το χώμα κι άρχισαν το χορό. Στη στιγμή αναφτέρωσαν τα κορμιά τους τρέμοντας, τρικύμισαν οι κοιλιές τους, σπάθισαν οι ματιές τους και στις αντιλαμπές της φωτιάς λάχνιζαν τα χνώτα τους και γέμισε η αυλή τους από μυρωδιές ιδρωμένης μασχάλης.
Άρχισε να γαλακτώνει ο μαύρος ουρανός και τ’ αστέρια θολότρεμαν. Σηκώθηκε ο Ραζ να φύγει, έψαξε με τα μάτια του τα λίγα δικά του πράγματα, τα είδε, πήγε να τα πάρει. Μα σαν έφτασε από πάνω τους, σκύβοντας μετάνιωσε, ανάγειρε πάλι, κι έφυγε.
Ο δρόμος τώρα άσπριζε μακρύς, κι αυτός ένα σημάδι μαύρο που σε κάθε βήμα του γίνονταν μεγαλύτερο, όπως πλησίαζε στη μεγάλη συστάδα, στην πυκνούρα από δάφνες και μυρτιές χωμένες στη ρεματιά. Πιο μετά, στα πρώτα νερά, τα πλατάνια ίσκιωναν και με το δροσάνεμο τους συντραβούσαν τα λιμνασμένα νερά, τα κυματούσαν και απαλά τα μετασάλεβαν σιωπηλά.
Στη “χωσιά” κρυμμένοι καλά, τρεις τον κονταγνάντεψαν. Ζυγιάστηκαν οι κάνες στο μάτι, σιγάχνισαν στις παλάμες τους, ο νοτιάς μέστωσε, τους χάιδεψε από εμπρός και οι τρεις σκαντάλες πέσανε μαζί σαν μία. Και οι τρεις βροντές σπατάλεψαν στο στρόβιλο του αέρα τη βουή τους κι ακούστηκαν σαν μία.
Δέχτηκε κατάστηθα ο Ραζ τα βλήματα. Ανατρίχιασε μέσα στην αστραπή, και τόσο λίγη του φάνηκε η ζωή του, όσο μια στιγμή. Οι τρεις της μοίρας μαντατόροι, σκιές αράδιζαν, γλιστρούσαν όχτο στον όχτο, πηδούσαν τα νερά. Καινούργιος ήλιος βγήκε…
Το βούκινο της φυλής λύτρωσε και ξεμαντάλωσε τις καρδιές, από το άγος, τον πόνο και τη σαπίλα.

1) σίτινο=     σιταρένιο ψωμί
2) ασίτινο= ακοσκίνιστο αλεύρι, πιτυρούχο.
     

     Δημοσιεύθηκε Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013 στο 2001 Φύλλο  της Εφημ.  ‘’ Βέροια’’