Οι ρίζες μας

Και η ψυχή μου μαζί με το νου, όταν σιγά - σιγά, αρμοδένονταν στο φως, και γίνανε τα δύο ένα, αυτό το κατάψυχα που λέμε, πάλευε να θυμηθεί, από πότε παλιά, πόσο αρχαία πριν ήταν, ώστε να συνεχίζει να συντηράει το δάσος σαν πατρίδα της.
Αναρωτήθηκα, ήταν εκατό χρόνια, χίλια χρόνια, αιώνες χρόνια χωρίς τέλος. Πολλά ανθρωποσόγια, μέσα μου αναβρύουν, απ’ τα θαμπά χαράματα του ανθρώπου. Αλλά και πολλά ανθρωποσόγια, λαοί σα δάση, απ’ τα χώματα ανέβηκαν και μετά πάλι μες στα χώματα γύρισαν, παχαίνοντας τη γη, με τα κουφάρια τους.
Πολλές θάτανε, οι όμορφες προγόνισσές μου, που πυρκαγιές σηκώνανε, όταν λαγόνι με λαγόνι, έσμιγαν στα ξώμαντρα, στις πυκνούρες και στα λιακωτά του δάσους, με μαλλιαρούς χωρίς ουρά, πρώτους ανθρώπους, και σκυμμένες απόσωναν με υπομονή της γυναικός το χρέος. Και μετά, με πλακούντες, λώρους και αιματοστάλες ράντιζαν στη γέννα πάνω, την πράσινη γης, το πράσινο του δάσους. Ώστε η ψυχή μου σήμερα, μπορεί να αναβαστάει, τον χώρο της σποράς της, τον τόπο της αλήθειας, χωρίς να φοβάται και να τρέμει τον ουρανό. Να της αρέσει η γης, και το δάσος και να νιώθει πάνω της, χώμα πολύ, και μέσα σ’ αυτό να θαλαμώνει ήρεμη, με συντρόφους πια σκιές. Γιατί λίγνεψαν θαμμένοι στα χώματα, αυτοί π’ αγάπησαν ολάκερη τη γης, τα νερά της, τα βουνά και τα δάση. Σ’ αυτά πάνω κρατιόντουσαν να μη χαθούν, πελεκώντας το θεό, της πιο τρανής αρετής, νάναι λεύτεροι, ν’ αλωνεύουν σε χώματα αφράτα που θρύβουν, στήνοντας και το καλύβι της συνέχειας, του γιου ή της κόρης.
Και στα βαθιά γεροντίκια τους, όταν αχάριαναν με ζάρες το κορμί, και χαλνούσαν το ψωμί του κάκου, στερώντας το από τους νέους γλυκά, πρεπίζανε το χάρο, ως καλοδεχούμενο, σφαλνώντας τα μάτια αδειανοί, στο προσήλιο…
Είχα προσπεράσει με γρήγορο βήμα τη Ντουκάτα. Το Σέλι χάνονταν πιο μακριά μαζί με τη βρύση του Ντέμου και στην Τρύπα του Μιχάλη, το νυχτόβροχο κελάριζε σε συρμές. Το δάσος το μέγα αυτό σώμα του θεού, το πρώτο μου σπίτι, απλωτό βρεχότανε χορτάτο, καταπράσινο, και στη γαλανή μπασιά, του ορίζοντα, στύλωνε το κορμί του, κι ήθελε να αποφύγει της νύχτας τα παραμορφωτικά και πλανέματα.
Έβλεπα τις κορφές του Βερμίου. Και τι  καμάρι πούχαν!!!
Δασοσκεπασμένος. Με τις οσμές του βουνού, να παίζουν βαθιά στα ρουθούνια μου, αργόλιωνα στον ουρανίσκο, γεύσεις από άγρια φρούτα, βατόμουρα και φράουλας.
Το μονοπάτι κατηφόριζε, κι η μεγάλη λογγιά, είχε κολλήσει θαρρείς πάνω μου και γίναμε ένα. Κοιτούσα δεξιά κι όλος ο τόπος, το δάσος έστρεφε δεξιά. Κοιτούσα αριστερά, το ίδιο πάλι, στροφή αριστερά, κουνιότανε το βουνό, σαν φτερούγα.  Ο ήλιος έγερνε, η μέρα έστρεφε στο γυρισμό της, προβάλλοντας το ηλιοβασίλεμα.
Είχα παρατηρήσει, ότι ποτέ το ένα ηλιοβασίλεμα δεν μοιάζει με κάποιο άλλο ηλιόγερμα.  Κι είναι όμορφη η δύση του ήλιου, όταν κατακόκκινος κυλιέται και τον καταπίνουν τα δένδρα. Δεν αδειάζουν οι ουρανοί τότε, στο σημείο εκείνο, αλλά ένα ξέχωρο φως από τον ουρανό, καινούρια φλογογής γεννάει, κι αφήνει άγνωρη γεύση κι άλλη ομορφιά.
Για παράδειγμα, τούτη η ώρα η αποσπερνή, στο Ξερολίβαδο μυρίζει ξερή βελόνα πεύκου. Πιο ψηλά, εδώ στο Σέλι, το φως μαλακώνει και μυρίζει βουνίσια δροσιά και χαμηλότερα, στο λόγγο της Μαρούσιας, δίπλα στον Αϊ-Νικόλα μοσχολίβανο, κι από τις άγριες ροδονιές τριαντάφυλλο.
Χωνωτό μπαλκόνι, είναι η Μαρούσια. Μα στην πλαγιά της, άμα σταθείς, ζεις την ιστορία και δέχεσαι την αύρα του παλιού οικισμού, του χωριού, κι απολαμβάνεις μια αφιλόκερδη ανατριχίλα ομορφιάς, σ’ αυτό το τοπίο με τ’ όνομα Μαρούσια, που τόσα έχει πρωτογράψει και περιγράψει ο Γιώργος Χιονίδης, για την πονεμένη και λυπημένη ιστορία, του θανατογραμμένου αυτού χωριού.
Σ’ αυτά τα μέρη, η καρδιά μερεύει, ο νους ξαστερώνει, κι όλο το κορμί μαζί με τη ψυχή είναι έτοιμο να δεχθεί το θάμπος τ’ ουρανού. Και το θάμπος εδώ στη μπασιά του δάσους, είναι παντού χυμένο μ’ απαλό τόνο. Τρυπώνει με τις τελευταίες φωτεινές δέσμες στα μονοπάτια, τα ψάχνει, κι αγύριστα φεύγει. Κι ο κόσμος αλλάζει. Ξεκλειδώνει η γης τις μυρωδιές της. Μύρισε η γης, βουνό και δάσος. Μας τα φέρνουν δώρα οι πνοές των ανέμων. 

1) Ντουκάτα, Τρύπα του Μιχάλη, Βρύση του Ντέμου= Τοπωνύμια του Ανατολικού Βερμίου.

2) Μαρούσια= Χωριό που κατεστράφη, στον ξεσηκωμό της Νάουσας το 1822. Εκτός του Γεωργίου Χιονίδη και ο Ε.Μ.Ι.Π.Η. δια χειρός του π. Βουδούρη Γ. Αθανασίου αφιέρωσε ένα πολυσέλιδο βιβλίο στην ιστορία του.