Σκίτσα...


Βάδιζες στο στενό δρομάκι, κάτω από την πολύγωνη συνοικιακή πλατεία και μόλις η θωριά σου ξέκοφτε στο άνοιγμα του δρόμου, αρκετά κοπελίστικα μουτράκια, κολλούσανε στο τζάμι του μακρόστενου παραθύρου. Ήταν από την κάμαρη του μοδιστράδικου, αυτή η τσούρμα από πέντε έξι κοπέλες λιγνομεσάτες, άπηχτες, καθισμένες σε μακρύ μεντέρι και σε καρέκλες, σκυμμένες τρύπωναν κομμάτια από υφάσματα, που τάχανε κόψει, οι δύο αδελφές μοδίστρες, μεγαλοκοπέλες, τα αφεντικά. Η μεγάλη διπλωματούχα μοδίστρα κοφτοράφτρα με ψαλίδι, αυτή ήτανε η επαγγελματική της ονομασία, και η άλλη η μικρότερη ήταν ασπρορουχού-λενζερί, για κεντήματα τρουσό. Λεπτοδουλειά και κατοίκον, παρακαλώ…
Έτσι, όλη η εβδομάδα περνούσε στο μοδιστράδικο με δουλειά. Μπαινόβγαιναν κυρίες, δεσποινίδες, άλλες να δουν και άλλες να προβάρουν. Μπαινόβγαιναν και οι ματιές των κοριτσιών από τα παράθυρα στο δρόμο, όταν περνούσε κάποιο νόστιμο παλικάρι, σιγοκαμπάνιζε κι η δαχτυλήθρα στο δαχτυλάκι τους με τις καρφίτσες που διάλεγαν. Στο βάθος της κάμαρας, του ατελιέ που λέγανε, τσιτσίριζε συχνά η μικρή φλογίτσα στο καντήλι, μπροστά στο εικόνισμα, σταυροκοπιότανε αλαφροΐσκιωτες οι μικρές, κι ένας μεγάλος κίτρινος λεκές ανταύγεια, τάπωνε το ξύλινο θαμπό ταβάνι, σαν ιστός αράχνης μόνιμα.
Τα κυριακάτικα απομεσήμερα πάντα σχόλη, κι όταν το επέτρεπε ο καιρός βγαίνανε περίπατο οι δυο αδελφές, σεργιάνι στην Πλατεία Ωρολογίου, μέχρι κάτω στην Κεντρική οδό, που ήτανε τότε η μόνη ασφαλτοστρωμένη στράτα. Ήταν προσεγμένες στην εμφάνιση άψογα τσιτωμένες και αλύγιστες, χωμένες σε μοντέρνους κορσέδες, με τις κοιλιές πλάκα, έτοιμες να σπάσουν και να τσακιστούν σε στραβοπάτημα.
Οι φούστες σκούρες και με στριφτοραφές ολόγυρα, με πλατιές πιέτες, κλος, πηγαινοέρχονταν καμπανιστά, μία εδώ μία εκεί, κάτω από τους γοφούς μακρύτερα, και τις νόμιζες κοριτσάκια. Αλλά αυτές μ’ όλη τη σεμνότητά τους ήσαν πολυτάξιδες με υγρή μύτη και μάτια που φλεβάριζαν γρήγορα, όταν το απαιτούσε μαργιόλικα η συγκίνηση της στιγμής. Αρμενισμένες στ’ ανοιχτά και στ’ άπατα, είχαν περάσει και από κάτι, τάχα μου, σοβαρές σχέσεις και γνωριμίες για καλό σκοπό, με γεβεντισμένους γαλονάτους φυσαέρηδες, με ανατροφή και στυλ, αρσενικούς… κάβους.
Ο περίπατος, η βόλτα όπως τον λέγανε τότε, ήτανε μεγάλης διάρκειας, πολύωρης. Ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα, ορισμένης απόστασης και χρειάζονταν ευζωνικές γάμπες να τον αντέξουν. Ήτανε ένα συνεχές ρέμα κόσμου που πήγαινε και γυρνούσε, κύμα κόσμου, μέχρι που βράδιαζε. Τότε άρχιζε να πέφτει ο κόσμος, σκορπούσε και λιγόστευε και κυλιότανε γρήγορα κατά πάνω και κάτω σαν νερό που ξετρέχει σ’ αυλάκια, και η λύπη που σερνότανε στο χώρο ήταν διάχυτη, επειδή τέλειωνε το περιπατικό πανηγύρι. Έτσι λοιπόν, όταν ο ήλιος κουνιόνταν και χαμήλωνε, χαμήλωνε και το σκιόφωτο στην πόλη, τότε στο Ζαχαροπλαστείο Μπουσμαλή, γωνιακό επί της Κεντρικής, αράζανε οι δυο αδελφές, λίγο θορυβόρικα μετακινώντας τις ξυλοκαρέκλες, βγάζανε τα φασαμέν και οι πνοές τους στεγνώνανε τον ιδρώτα πάνω από την κρέμα προσώπου Tokalon, που άφθονη φρόντιζε να κρύψει τα μπιμπίκια ή άλλες μικρές ρυτίδες, που ήτανε αδύνατο να αφανίσει το πρώτο σοβάτισμα με την κρέμα πικραμύγδαλου ανάμικτη με υποψία υδραργύρου, πανάκια, παρασκευής Απόστολου Καβάκη, αρωματοπώλη.
Διαλέγανε από τον δίσκο δύο πάστες της αρεσκείας τους, κατά προτίμηση νουγκατίνες, πασπαλισμένες με άφθονο αμύγδαλο, κι όταν ξέσυραν το στόμα τους πίνοντας το νερό από το βαρύ νεροπότηρο, άφηναν τα χείλη τους το βυσσινί χαμόγελο με παχύ κραγιόν, στάμπα πάνω του, μάρκας Rosas Rubinstein. Ακριβή παριζιάνικη ποιότητα, που διέθετε το μαγαζί Σοφίας Παπουτσή, έναντι Ζαχαροπλαστείου Πράπα.
Η ώρα ήταν τέτοια, που έφερνε ακόμη κόσμο στο μαγαζί. Κι άλλα εμπριμέ φουστάνια θρόιζαν, μελαχρινά προσωπάκια με συνοδούς κάνανε βαβούρα, μετακινώντας καθίσματα για να βολευτούν, βλέμματα πέφτανε άσκοπα εδώ, αλλά και βλέμματα με σημασία εκεί. Μιλούσανε τα μάτια και τι λέγανε στα μάτια του, εκείνα της τα μάτια. Χύνανε όλο τους το φως δειλιασμένα και αμήχανα τα χέρια της ψάρευαν με το κουταλάκι κάτι ψίχουλα στο πιάτο. Ίδρωνε γκαρσόν και Μπουσμαλής να προλάβουν νερά και γλυκά σε δίσκους και πιατάκια, σε τρεις ομοστοιχίες τραπεζιών. Μέχρι που σκοτείνιαζε και βράδιαζε για καλά, κι ανάποδο πια από τα τακούνια το ποδοβρόντι, από τα μέσα προς τα έξω, οδηγούσε την έξοδο από το μαγαζί. Σκυφτοί ψάχνανε τις πατημασιές τους τη νύχτα, κάτω από το αναιμικό φως του Δημοτικού φωτισμού. Χανότανε μικρές παρέες στα στενούδια, μιλούσανε δυνατά, γελούσανε στην ακόμη κυριακάτικη αποφεγγιά. Δείχνανε οι κουβέντες τους τη χαρά πούτανε μεγάλη σα λύπη. Αύριο ξημέρωνε Δευτέρα…
* * *
Στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα θυμάμαι τη μεγάλη επιθυμία που μ’ έπιανε, όταν προσπαθούσα να δω, με μια ανάβαθη φουρτούνα της ψυχής, το πεσκέσι του νέου χρόνου, να το αγκριφώσω και μετά γυμνό το πρόωρο μελλούμενο, τ’ αυριανά, και αγέννητα ακόμη, να τα ψαχουλεύω από το υψηλό λιακωτό του νου. Σαν κατάσκοπος κρυφοκοίταζα μέσα απ’ αυτούς τους πρωτοχρονιάτικους νυχτόβιους στοχασμούς, το ανύπαρκτο ακόμη μέλλον, που για να γίνει παρόν, έπρεπε να καλπάσει ο χρόνος, εν ριπεί, να γίνει τώρα και εγώ να βρεθώ μπροστά σ’ έναν παρά φύσει ρυθμό γοργό, αμέστωτο και αναφομοίωτο, ασυνάρτητο και ανώριμο και κυρίως επειδή ήταν πρόωρος, άγνωστος τελείως. Μακρινός και ξένος από τον αθάνατο κορφομύτη κανόνα της υπομονής, που η ίδια ζωή ακολουθά μ’ εμπιστοσύνη.
Στηνόμουν διπλοπόδι στο μιντέρι του δωματίου, κολλημένος στο τζάμι. Μισοσηκωμένο το συρταρωτό παραθυρόφυλλο άφηνε την κρύα νύχτα να μπαίνει ψυχρή, ένα κομμάτι της όσο το άνοιγμα, και μ’ άρεζε η άδεια ησυχία της, κοιτάζοντας το αφώτιστο τίποτα, πασπαλισμένο με την κοσμική αλισάχνη των άστρων.
Ασυνείδητα έλεγχα την ανάσα μου, νάναι αθόρυβη, για να μην ταράξω τους σκοτεινούς γύρους της σιωπηρής πρωτοχρονιάτικης νύχτας. Άσκιαχτος δεν φοβόμουν, είχα τεντωμένη την πλάτη μου, ένιωθα τους μυς της σκληρούς σαν ψιλοσκαλισμένο ξύλο, με αρμούς νέους και χυτούς, κάπου σε νέα θέση να στηρίζουν φιλικά και δυνατά την ξαφνική ανταπόκριση του εαυτού μου με το νυχτιάτικο ξέκορμο τίποτα. Κάπου ψιλές, χαρούμενες φωνές ψάλανε τα κάλαντα του Νέου Χρόνου. Άκουγα και με ψίθυρο χεραγκαλιά συνόδευα το μοτίβο. Σεργιάνιζα με ζάλη γλυκιά, πίσω και εμπρός το χρόνο, ήθελα την ψυχή μου, μ’ όλες της τις απολήξεις, πάνω στο κλαδί της ελπίδας, να μετατοπίζει προς το καλύτερο καιρό και τόπο, τη ζωή μου.
Δεν το απόσωνα και μια άγρια κόχη της, νηστημάρα, αχόρταγη ταραζότανε, γέμιζε πανικό, ξέσκιζε το πέπλο, με πίσω του, τον χρόνο πάλι αδειανό. Και τότε πια αντάρτισσα όλη, σαν αγριεμένος μονιάς αυτή, σε σημαδιακή νύχτα, συναγρίευε και τον αφέντη νου, ώστε ξεπερνώντας το χρόνο, πατώντας τους νόμους, με τη φόρα του σύμπαντος, τον μετάλλαζε και μόνος του, χωρίς την θέλησή μου, άρχιζε να πλοκαμίζει. Με λειψή αντίσταση, χωρίς αντίλογο, μιλούσε, γκρέμιζε, σώριαζε και ξανάχτιζε τον κόσμο. Τον δικό μου κόσμο που με τόση προσπάθεια μαζί της είχα ορθώσει μέσα από παλιά.
Δεν την ήθελα καθόλου ανέγνοια, να λογοδοτεί στο νου, για την μέχρι τότε αντρίσια και όχι καπιστρωμένη ζωή της. Ούτε ν’ αναγκαστεί ν’ αλλάξει το σχήμα της, ώστε να γίνει πιο ελαφριά, αφαιρώντας το βάρος της σάρκας, που την τύλιγε. Κι ακόμη ούτε να μετατοπιστεί και να μετασαλέψει από την αλήθεια στ’ όνειρο, σε άφωτη φωταψία, ώστε να χαθούν και να μαδήσουν οι ανθοί της παράδοσης, της φυλής και της οικογένειας, γήινα θεμέλια, πρόωρα και αζυγάριαστα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάτικης ημέρας, με το ξύπνημά μου, ο αέρας ήτανε αλλιώτικος. Κάποιο νέο φως έμπαινε στο σπίτι, μαζί με τα παρήγορα βήματα, που αντηχούσανε στα σανίδια της σάλας και της κουζίνας και τον άνεμο που έκαναν τα ρούχα της Μάνας, στο βιαστικό πήγαινε έλα. Ένας χτύπος ακούστηκε κι ο θόρυβος του σπασμένου ρόδι, που άνοιξε με τα ζουμερά ρουμπινάτα σπόρια, πιτσίλισαν το ταψί. Καλή Χρονιά, σηκωθείτε. Η μάνα διέλυσε τα μάγια της νύχτας, μύρισαν οι χοιρινές μπριζόλες στην πιατέλα, κρασάτες, αλλά η ψυχή πρόλαβε και μούλωσε πάλι στην σάρκινη φυλακή της.
Δημήτρης Κλήμης

1) Γεβεντισμένος= δήθεν προβληματισμένος. Σμυρνιάς κουβέντα.

Σκίτσα...


Βάδιζες στο στενό δρομάκι, κάτω από την πολύγωνη συνοικιακή πλατεία και μόλις η θωριά σου ξέκοφτε στο άνοιγμα του δρόμου, αρκετά κοπελίστικα μουτράκια, κολλούσανε στο τζάμι του μακρόστενου παραθύρου. Ήταν από την κάμαρη του μοδιστράδικου, αυτή η τσούρμα από πέντε έξι κοπέλες λιγνομεσάτες, άπηχτες, καθισμένες σε μακρύ μεντέρι και σε καρέκλες, σκυμμένες τρύπωναν κομμάτια από υφάσματα, που τάχανε κόψει, οι δύο αδελφές μοδίστρες, μεγαλοκοπέλες, τα αφεντικά. Η μεγάλη διπλωματούχα μοδίστρα κοφτοράφτρα με ψαλίδι, αυτή ήτανε η επαγγελματική της ονομασία, και η άλλη η μικρότερη ήταν ασπρορουχού-λενζερί, για κεντήματα τρουσό. Λεπτοδουλειά και κατοίκον, παρακαλώ…
Έτσι, όλη η εβδομάδα περνούσε στο μοδιστράδικο με δουλειά. Μπαινόβγαιναν κυρίες, δεσποινίδες, άλλες να δουν και άλλες να προβάρουν. Μπαινόβγαιναν και οι ματιές των κοριτσιών από τα παράθυρα στο δρόμο, όταν περνούσε κάποιο νόστιμο παλικάρι, σιγοκαμπάνιζε κι η δαχτυλήθρα στο δαχτυλάκι τους με τις καρφίτσες που διάλεγαν. Στο βάθος της κάμαρας, του ατελιέ που λέγανε, τσιτσίριζε συχνά η μικρή φλογίτσα στο καντήλι, μπροστά στο εικόνισμα, σταυροκοπιότανε αλαφροΐσκιωτες οι μικρές, κι ένας μεγάλος κίτρινος λεκές ανταύγεια, τάπωνε το ξύλινο θαμπό ταβάνι, σαν ιστός αράχνης μόνιμα.
Τα κυριακάτικα απομεσήμερα πάντα σχόλη, κι όταν το επέτρεπε ο καιρός βγαίνανε περίπατο οι δυο αδελφές, σεργιάνι στην Πλατεία Ωρολογίου, μέχρι κάτω στην Κεντρική οδό, που ήτανε τότε η μόνη ασφαλτοστρωμένη στράτα. Ήταν προσεγμένες στην εμφάνιση άψογα τσιτωμένες και αλύγιστες, χωμένες σε μοντέρνους κορσέδες, με τις κοιλιές πλάκα, έτοιμες να σπάσουν και να τσακιστούν σε στραβοπάτημα.
Οι φούστες σκούρες και με στριφτοραφές ολόγυρα, με πλατιές πιέτες, κλος, πηγαινοέρχονταν καμπανιστά, μία εδώ μία εκεί, κάτω από τους γοφούς μακρύτερα, και τις νόμιζες κοριτσάκια. Αλλά αυτές μ’ όλη τη σεμνότητά τους ήσαν πολυτάξιδες με υγρή μύτη και μάτια που φλεβάριζαν γρήγορα, όταν το απαιτούσε μαργιόλικα η συγκίνηση της στιγμής. Αρμενισμένες στ’ ανοιχτά και στ’ άπατα, είχαν περάσει και από κάτι, τάχα μου, σοβαρές σχέσεις και γνωριμίες για καλό σκοπό, με γεβεντισμένους γαλονάτους φυσαέρηδες, με ανατροφή και στυλ, αρσενικούς… κάβους.
Ο περίπατος, η βόλτα όπως τον λέγανε τότε, ήτανε μεγάλης διάρκειας, πολύωρης. Ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα, ορισμένης απόστασης και χρειάζονταν ευζωνικές γάμπες να τον αντέξουν. Ήτανε ένα συνεχές ρέμα κόσμου που πήγαινε και γυρνούσε, κύμα κόσμου, μέχρι που βράδιαζε. Τότε άρχιζε να πέφτει ο κόσμος, σκορπούσε και λιγόστευε και κυλιότανε γρήγορα κατά πάνω και κάτω σαν νερό που ξετρέχει σ’ αυλάκια, και η λύπη που σερνότανε στο χώρο ήταν διάχυτη, επειδή τέλειωνε το περιπατικό πανηγύρι. Έτσι λοιπόν, όταν ο ήλιος κουνιόνταν και χαμήλωνε, χαμήλωνε και το σκιόφωτο στην πόλη, τότε στο Ζαχαροπλαστείο Μπουσμαλή, γωνιακό επί της Κεντρικής, αράζανε οι δυο αδελφές, λίγο θορυβόρικα μετακινώντας τις ξυλοκαρέκλες, βγάζανε τα φασαμέν και οι πνοές τους στεγνώνανε τον ιδρώτα πάνω από την κρέμα προσώπου Tokalon, που άφθονη φρόντιζε να κρύψει τα μπιμπίκια ή άλλες μικρές ρυτίδες, που ήτανε αδύνατο να αφανίσει το πρώτο σοβάτισμα με την κρέμα πικραμύγδαλου ανάμικτη με υποψία υδραργύρου, πανάκια, παρασκευής Απόστολου Καβάκη, αρωματοπώλη.
Διαλέγανε από τον δίσκο δύο πάστες της αρεσκείας τους, κατά προτίμηση νουγκατίνες, πασπαλισμένες με άφθονο αμύγδαλο, κι όταν ξέσυραν το στόμα τους πίνοντας το νερό από το βαρύ νεροπότηρο, άφηναν τα χείλη τους το βυσσινί χαμόγελο με παχύ κραγιόν, στάμπα πάνω του, μάρκας Rosas Rubinstein. Ακριβή παριζιάνικη ποιότητα, που διέθετε το μαγαζί Σοφίας Παπουτσή, έναντι Ζαχαροπλαστείου Πράπα.
Η ώρα ήταν τέτοια, που έφερνε ακόμη κόσμο στο μαγαζί. Κι άλλα εμπριμέ φουστάνια θρόιζαν, μελαχρινά προσωπάκια με συνοδούς κάνανε βαβούρα, μετακινώντας καθίσματα για να βολευτούν, βλέμματα πέφτανε άσκοπα εδώ, αλλά και βλέμματα με σημασία εκεί. Μιλούσανε τα μάτια και τι λέγανε στα μάτια του, εκείνα της τα μάτια. Χύνανε όλο τους το φως δειλιασμένα και αμήχανα τα χέρια της ψάρευαν με το κουταλάκι κάτι ψίχουλα στο πιάτο. Ίδρωνε γκαρσόν και Μπουσμαλής να προλάβουν νερά και γλυκά σε δίσκους και πιατάκια, σε τρεις ομοστοιχίες τραπεζιών. Μέχρι που σκοτείνιαζε και βράδιαζε για καλά, κι ανάποδο πια από τα τακούνια το ποδοβρόντι, από τα μέσα προς τα έξω, οδηγούσε την έξοδο από το μαγαζί. Σκυφτοί ψάχνανε τις πατημασιές τους τη νύχτα, κάτω από το αναιμικό φως του Δημοτικού φωτισμού. Χανότανε μικρές παρέες στα στενούδια, μιλούσανε δυνατά, γελούσανε στην ακόμη κυριακάτικη αποφεγγιά. Δείχνανε οι κουβέντες τους τη χαρά πούτανε μεγάλη σα λύπη. Αύριο ξημέρωνε Δευτέρα…
* * *
Στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα θυμάμαι τη μεγάλη επιθυμία που μ’ έπιανε, όταν προσπαθούσα να δω, με μια ανάβαθη φουρτούνα της ψυχής, το πεσκέσι του νέου χρόνου, να το αγκριφώσω και μετά γυμνό το πρόωρο μελλούμενο, τ’ αυριανά, και αγέννητα ακόμη, να τα ψαχουλεύω από το υψηλό λιακωτό του νου. Σαν κατάσκοπος κρυφοκοίταζα μέσα απ’ αυτούς τους πρωτοχρονιάτικους νυχτόβιους στοχασμούς, το ανύπαρκτο ακόμη μέλλον, που για να γίνει παρόν, έπρεπε να καλπάσει ο χρόνος, εν ριπεί, να γίνει τώρα και εγώ να βρεθώ μπροστά σ’ έναν παρά φύσει ρυθμό γοργό, αμέστωτο και αναφομοίωτο, ασυνάρτητο και ανώριμο και κυρίως επειδή ήταν πρόωρος, άγνωστος τελείως. Μακρινός και ξένος από τον αθάνατο κορφομύτη κανόνα της υπομονής, που η ίδια ζωή ακολουθά μ’ εμπιστοσύνη.
Στηνόμουν διπλοπόδι στο μιντέρι του δωματίου, κολλημένος στο τζάμι. Μισοσηκωμένο το συρταρωτό παραθυρόφυλλο άφηνε την κρύα νύχτα να μπαίνει ψυχρή, ένα κομμάτι της όσο το άνοιγμα, και μ’ άρεζε η άδεια ησυχία της, κοιτάζοντας το αφώτιστο τίποτα, πασπαλισμένο με την κοσμική αλισάχνη των άστρων.
Ασυνείδητα έλεγχα την ανάσα μου, νάναι αθόρυβη, για να μην ταράξω τους σκοτεινούς γύρους της σιωπηρής πρωτοχρονιάτικης νύχτας. Άσκιαχτος δεν φοβόμουν, είχα τεντωμένη την πλάτη μου, ένιωθα τους μυς της σκληρούς σαν ψιλοσκαλισμένο ξύλο, με αρμούς νέους και χυτούς, κάπου σε νέα θέση να στηρίζουν φιλικά και δυνατά την ξαφνική ανταπόκριση του εαυτού μου με το νυχτιάτικο ξέκορμο τίποτα. Κάπου ψιλές, χαρούμενες φωνές ψάλανε τα κάλαντα του Νέου Χρόνου. Άκουγα και με ψίθυρο χεραγκαλιά συνόδευα το μοτίβο. Σεργιάνιζα με ζάλη γλυκιά, πίσω και εμπρός το χρόνο, ήθελα την ψυχή μου, μ’ όλες της τις απολήξεις, πάνω στο κλαδί της ελπίδας, να μετατοπίζει προς το καλύτερο καιρό και τόπο, τη ζωή μου.
Δεν το απόσωνα και μια άγρια κόχη της, νηστημάρα, αχόρταγη ταραζότανε, γέμιζε πανικό, ξέσκιζε το πέπλο, με πίσω του, τον χρόνο πάλι αδειανό. Και τότε πια αντάρτισσα όλη, σαν αγριεμένος μονιάς αυτή, σε σημαδιακή νύχτα, συναγρίευε και τον αφέντη νου, ώστε ξεπερνώντας το χρόνο, πατώντας τους νόμους, με τη φόρα του σύμπαντος, τον μετάλλαζε και μόνος του, χωρίς την θέλησή μου, άρχιζε να πλοκαμίζει. Με λειψή αντίσταση, χωρίς αντίλογο, μιλούσε, γκρέμιζε, σώριαζε και ξανάχτιζε τον κόσμο. Τον δικό μου κόσμο που με τόση προσπάθεια μαζί της είχα ορθώσει μέσα από παλιά.
Δεν την ήθελα καθόλου ανέγνοια, να λογοδοτεί στο νου, για την μέχρι τότε αντρίσια και όχι καπιστρωμένη ζωή της. Ούτε ν’ αναγκαστεί ν’ αλλάξει το σχήμα της, ώστε να γίνει πιο ελαφριά, αφαιρώντας το βάρος της σάρκας, που την τύλιγε. Κι ακόμη ούτε να μετατοπιστεί και να μετασαλέψει από την αλήθεια στ’ όνειρο, σε άφωτη φωταψία, ώστε να χαθούν και να μαδήσουν οι ανθοί της παράδοσης, της φυλής και της οικογένειας, γήινα θεμέλια, πρόωρα και αζυγάριαστα.
Το πρωί της πρωτοχρονιάτικης ημέρας, με το ξύπνημά μου, ο αέρας ήτανε αλλιώτικος. Κάποιο νέο φως έμπαινε στο σπίτι, μαζί με τα παρήγορα βήματα, που αντηχούσανε στα σανίδια της σάλας και της κουζίνας και τον άνεμο που έκαναν τα ρούχα της Μάνας, στο βιαστικό πήγαινε έλα. Ένας χτύπος ακούστηκε κι ο θόρυβος του σπασμένου ρόδι, που άνοιξε με τα ζουμερά ρουμπινάτα σπόρια, πιτσίλισαν το ταψί. Καλή Χρονιά, σηκωθείτε. Η μάνα διέλυσε τα μάγια της νύχτας, μύρισαν οι χοιρινές μπριζόλες στην πιατέλα, κρασάτες, αλλά η ψυχή πρόλαβε και μούλωσε πάλι στην σάρκινη φυλακή της.
Δημήτρης Κλήμης

1) Γεβεντισμένος= δήθεν προβληματισμένος. Σμυρνιάς κουβέντα.