Μάης μήνας


Είσαι μόνος κι όλα σιωπούν στους χώρους σου. Η σιωπή απόλυτη και κυρίαρχη σε βοηθά να γυρίσεις νοερά, κόβοντας απότομα το απόσιγο, της σιγής τραγούδι, στις μακρινές δικές σου στιγμές. Με ανακυλιστό κούνημα ρετρό ζητάς να ακουμπήσεις σ’ αυτές τις πατρικές πέτρες, βράχινες εξάρσεις, στις από χρόνια χορταριασμένες γεμάτες φιλικά πνεύματα, παλιές μήτρες, που χάσανε το σχήμα τους και μόνο τριμμένα, χωνευμένα κόκαλα, γύψινα κατάλοιπα, σε ρηχό λασπερό μητρικό γήινο κόρφο, μένουν.
Κάπως έτσι κλεισμένος, ασφυχτικά περιορισμένος, με τη ψυχή να λυγά στην ακινησία, όταν ξαφνικά κάτι απροσδιόριστο συμβαίνει, ελευθερώνεσαι, υπερβαίνεις, αδειάζεις και σκυμμένος ημέρα ή βράδυ γράφεις. Μπορείς και δημιουργείς άλλες πραγματικότητες σε πρόσωπα ή τοπία ή ακόμη και σε αντικείμενα.
Είναι ο πεζός λόγος, ο δύσκολος με το σημείο εκείνο της απελπισίας, που πρέπει να υπερβείς, επειδή κάποια στιγμή όλα αδρανούν, είναι αδιάφορα, ασήμαντα και χωρίς σχήμα. Α-σχημα.
Ιδρώνεις, για να ξεπεράσεις αυτό το σημείο ξενομοναχεμένος, και πολλάκις με κρύο τρέμουλο να νομίζεις ότι το παν τέλειωσε και είσαι ανίκανος να περισσέψεις δυο αράδες ακόμη. Πενίας λίγωμα μήπως; Και οι άνεμοι, κουβάρια αδιάλυτα στο μυαλό σου.
Και ο μήνας νάναι Μάης. Χρυσομάης. Ένας μήνας κουβαρντάς, ανοιχτοχέρης, μοσχομύριστος, νοικοκύρης μήνας. Πλούσιος φορτωμένος σε χυμούς που πλουσιοπάροχα πλημμυρίζουν και ταΐζουν κάθε φυτικό κύτταρο δένδρινου κορμού.
Η δριμιά μυρωδιά από το χώμα και το πλούσιο χαμομήλι, σαν παχύ χαλί σε γεμίζει σύσπλαχνα αιωνιότητα και την ψυχή σου όμοια, σε σοφή αρμονισμένη γαλήνη, στον αιώνιο νόμο της Άνοιξης.
Δρασκελάς το πράσινο χαλί, γυμνοπόδης και οι πατούσες ακουμπούν τις ρίζες, κατεβαίνουν μέσα στο χώμα, δένουν μ’ αυτό και ψάχνουν να σμίξουν με τα ουρανικά νερά, στις μετάξινες κλωστές, τους συνεχείς πόρους, που μυστικά τα κυκλοφορούν αθέατα και μετουσιώνουν τη λάσπη σε ανθρώπινη γνώση για το θαύμα. Μάης πια… Πεινασμένες οι μέλισσες βουβουνίζουν και ανοίγουν το ραμφί τους στα αγριολούλουδα τρυγώντας το μέλι. Κι όταν ο όρθρος πια τελέψει, ορθρίσει ο κόσμος, δώσει ο ήλιος και καρφώνει το πρωινό, τότε ο αέρας μοιράζει τη Μαϊσια νιότη, με μυρωδιές σε απανωτές πνοές. Μυρίζει και το νέο καταστόλιστο χώμα διπλανό περιβόλι, αλλά κι ο χλοησμένος κάμπος γελάει με τα χαμαγκάθια του μέσα στο φως, ο δε πολυμάτης συνάστερος ουρανός, στεφάνι του κόσμου, μένει γαλάζια μπολίδα κροσσάτη…
Σκορπίζουν Μαήσια άνοιξη και οι φλογόφεγγες παπαρούνες αυτές οι πυρφόρες κόκκινες πεθυμιές και λαχτάρες, μένα δικό τους τριγμό ζωής, όπως και η γειτονική, με την πυκνούρα της, δασορκήνη «Χανούμ Μπουνάρ» που στραταρίζει στ’ αυλάκι το νερό της και κυλά πεταρίζοντας μέσα από τα πολυτρίχια, αγκαθωτά γένια, κολλημένα στα μάγουλα της πέτρινης νερομάνας, που δυνατά σαν πρέσα έσπρωχνε τη μάζα του νερού άτσαλα, να μπει στο λασπερό αυλάκι, και μετά να ησυχάσει πιο κάτω, στο πετραύλακο. Ευθύς εκεί λαγάριζε, άχνιζε, χοχλάκιζε σαν γυναικίσιο γέλιο, και τόπι πια ξετυλιγμένου χασέ απλωνότανε πάνω στα σκούρα και λευκά νέρινα χοχλάδια.
Ακόμη και η επιφάνειά του έμενε ασυνόδευτη πια, από τα μικρά και μεγάλα λιγόζωα έντομα. Αν θυμότανε μόνο, κάπου κάπου καμιά πλουμιστή πεταλούδα, ακουμπούσε τα κλώστινα ποδαράκια της, πάνω στη τρεχούμενη επιφάνειά του, άβαρη σαν σκιά.
Λίγο ψηλότερα, δυο μεγάλα πεύκα στημένα όπως δυο πόδια ανοιχτά, στο πρωινό ανέμη, φύλαγαν σκοποί, το πλούσιο νερό και ανέβλυζε. Και τα φύλλα τους, πράσινες τρεμοβελόνες αεικίνητες, ξαφνιάζανε από τα συνεχή σφυρίγματα του πετροχελίδονου και τα βιαστικά πετάγματά του. Να ανηφορίζει ξαφνικά, σαν να πλαντούσε μέσα στο μητρικό του στοιχείο του, τον αέρα και το φως. Ανέβαινε πιο πάνω απ’ αυτά και ζητούσε την ανάσα του σε πιο αραιά κι ανάλαφρη θαμπή αυγή, στο ύψος του ουρανού.
Κουκουβισμένος στη βάση του κορμού των πεύκων, ο αγροφύλακας της περιοχής, με πηλίκιο κορωνάτο και πράσινο φαρδύ σιρίτι, με ξάφνιασε, όπως βιαστικός έτρεχα να γεμίσω τα δυο μου παγούρια, νερό από την πηγή. Ήταν γνώριμος και δάσκαλός μου κυνηγός.
Ντημητρό ντουρ. Γκελ μπουρντά. Ντούι, σίντι Ντημητρό.
Μπιρ μπιρλμπιούλ αλτσάκ οτίγιορ.
(Δημήτρη στάσου. Έλα εδώ. Άκου τώρα Δημητρό ένα αηδόνι χαμηλά κελαηδεί).
Πράγματι, σ’ αυτή τη γλυκιά χαμηλή προσταγή, σταμάτησα απότομα, σβάρνισα τα μάτια μου, τον είδα και τη στιγμή εκείνη, μια πρώτη ηλιαχτίδα έπεσε πάνω του και αντιφέγγισε στο χρυσό κουμπί της στολής του και πέταξε σπίθες.
Ξημέρωσε και η ημέρα κόπιασε κάτασπρη. Το πρώτο αηδόνι συνέχιζε τις τρίλιες του, μετά άλλο κι άλλο, μακρύτερα. Ο πυκνόφυλλος όχτος, του «Χανούμ Μπουνάρ» ξεχείλισε αηδόνι. Ανέβαινε από τις βρεγμένες κληματσίδες των αναρριχητικών φυτών το τραγούδι του, και μέσα στις δροσιές του, έκρυβε τα λαρύγγια του Θεού, που γέμιζαν νύχτες και πρωινά με μαγικούς ήχους από Μαγιάτικα ρεσιτάλ. Ένα υπαίθριο μουσικό σαλόνι, ένα άλλο Musik Vereins είχε στηθεί, κι ο Ανοιξιάτικος αγέρας, χέρι τρυφερό, δροσερό, μάνας χέρι γλιστρούσε σα μέλι κι έπιανε όλο το κορμί μέχρι και τη καρδιά…
Κι αυτή λιγωμένη, πάντα ρέμπελη, ορθάνοιχτη, πλάτυνε σαν απαλάμης φούχτα, έπιανε τα πουλιά, τα τύλιγε προστατευτικά μέσα της, οσμίζοντας τη ζεστασιά του κορμιού των και γινότανε ένα μαζί τους. Καρδιά με καρδιά. Καρδιά με καρδιές. Το πρωινό ξεχείλισε από ντέρτι και οι αχνοί του, βαριονοτισμένα τρόπαια στάζοντας δροσούλες, άγγιζαν τη γη.
Κι ο αγροφύλακας Χατζής έμεινε ακίνητος χλωμός από την άφραστη γλύκα του πολύκορδου σκοπού, που ξάνοιγε άπλωνε κι ημέρευε τον τόπο όλο. Ηλικιωμένος, υψηλός αγριομάτης με κρεμαστά μουστάκια και τριχωτή ανατολίτικη μύτη. Έλληνας της Ανατολής. Στην πατριαρχική μετανάστευση της ράτσας μας, η οικογένειά του είχε πλωρίσει και άραξε στη Βέροια. Έμπειρος και ικανός κυνηγός. Τότε ακριβώς τον γνώρισα, στο ξεπέταγμά μου και ακολούθησα τον ίσκιο του στα μονοπάτια του λόγγου στο καταχείμωνο, με αχλόηστη γη και ανάνθιστη ανεμώνη. Δύσκολη η έρευνα για ντορό, του αγριόχοιρου, στη ξερασμένη γης. Μοχτούσε ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια, να τα  ξεκόψει ν’ αναμερίσει τις δυσκολίες τους στην αναγνώρισή τους, και σίγουρος να φτάσει στο γιατακωμένο θήραμα. Έτσι, μέσα από τις πυκνούρες του γάβρου και του πουρναριού να το ξετοπώσει να το προγκίξει με τις «στάμπες» των γουρονόσκυλων κι αυτό αλαφιασμένο να βγει, να δώσει «μάτι» στα ανυπόμονα σε χωσιές, καρτεροντούφεκα.
Σ’ αυτόν έβλεπες και το παράξενο, να σε αγριοματιάζει, χωρίς μίσος και κακία. Σε κοιτούσε δειλιασμένος μάλλον, παρά επιθετικός. Κι εγώ τον θωρούσα και σκεφτόμουνα. Κρίμα την όμορφη βραχύκανη αραβίδα, carcano που κρεμότανε ανάποδα, με την κάνη προς τα κάτω, από τον ώμο του.
Αυτός λοιπόν ψυθιριστά, στη γλώσσα του, την τουρκική, με πρόσταξε να ακούσω τη φύση. Και μέσα στην ερημιά και την ησυχία του πρωινού, όλο πάθος, ξεγύμνωσε την καρδιά του, την ανατολίτικη και συσταζούμενη, και άφησε να σμίξουν ουρανός και γη, μέσα στις νότες τις μαγικές που βγαίνανε από κάθε πυκνούρα, κάθε λογγιά. Αυτές οι αδιάβατες για πεζοπόρο, πράσινες λόχμες, με τα μεγάλα καραγάτσια βίγκλες τα ξερόκλαδά τους στις ανοιξιάτικες τρυγόνες, ήτανε τα φυσικά κλουβιά, τα πράσινα ηχεία που αγκάλιαζαν τους απλωμένους μακρύς λαιμούς, κι όλος ο τόπος αηδονούσε στ’ αυτί του πρωινού την ευτυχία.

-          Χανούμ Μπουρνάρ: βρύση της Χανούμισας
-          Mallincher Carcano: Ιταλική στρατιωτική αραβίδα του 1940