Ραψωδία των Ανέμων

Ο Τάσος Ράμσης, γεννήθηκε στη στο χωριό Λυκογιάννη και μεγάλωσε στη Βέροια. Σαν μαθητής, Δημοτικού και Γυμνασίου, περπάτησε στις πλατείες και στα στενά της, και στις αλάνες της πόλης αλώνεψε την παιδική του ζωή.
Έτσι, μεγαλώνοντας, είδε πολλών λογιών το θεό, να περπατάει στις δικές του στράτες. Πολλές φορές τον είδε ζευγά, στα πρωτοβρόχια του Οκτώβρη, να οργώνει τη χέρσα γης στο χωριό του, ταξιδευτή μετά και συνοδοιπόρο στα δικά του ταξίδια, κι’ άλλοτε συναγωνιστή, στο πάλεμά του. Ένοιωσε το αίμα του, μπόλι, να ρέει στις φλέβες του, κάνοντάς τον ικανό να ξετελεύει τα δύσκολα πορέματα της προσωπικής του ζωής. Αυτό το αίμα που τον δάνεισε, «το ξαμάρι»(1) από το είναι του, που λέμε, φύτεψε και στο γιατρό Λεωνίδα, τον ήρωα του βιβλίου του, στη « Ραψωδία των Ανέμων».
Η «Ραψωδία των Ανέμων», εκτυλίσσεται στο εξάμηνο που διήρκησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αλλά, σ’ άλλον τομέα, αγώνα και μάχης. Στα Βουλγαρικά σύνορα, κοντά στα δικά μας οχυρά του Ρούπελ, μ’ αγώνες σκληρούς, εξοντωτικούς, χωρίς να έχουν καμιά ψυχοπονιά. Κι είναι, κι’ ήταν, άγριο θεριό ο πόλεμος. Κατάπινε τους ανθρώπους, σαν άντερα αδειανά, και τους λόγιζε σε τρανές νεκροδοσιές καθημερινά.
Εδώ ήταν που ο γιατρός Λεωνίδας τάχθηκε να βοηθήσει, επιστρατευμένος. Δεχότανε αρρώστους, τραυματίες, τους προσέφερε τις πρώτες γλυκές κουβέντες και ιατρικές βοήθειες, τους αναστήλωνε και τους προωθούσε σε μεγάλα νοσοκομεία.
Περιορισμένη η ζωή του, στο μικρό στρατιωτικό ιατρείο, λιτή, στερούσε άγνωστες ή ξεχασμένες καθημερινότητες από αυτήν, με μεγάλη σημασία για την ίδια την ζωή, όπως τη διασκέδαση, το τραγούδι, τη μουσική, τον έρωτα.
Κι όπως όλα, γρήγορα συμβαίνουν στη δώθε ιστορία αυτή, ήρθε πρώτα η μουσική, μια ηλύσια μουσική, με ύφος φτασμένης ηρεμίας, και μετά ο έρωτας, με το ηλύσιο φώς του ,στην καταιγίδα του πολέμου, και στην απλότητα του άνδρα μαχητή.
Αυτά γέμισαν τον Λεωνίδα κι έπαψε ν’ ανασαίνει μόνος και γυμνός στην κρούσταλλη μοναξιά του πολέμου. Έκανε κι απόχτησε συντροφιά πια, κι έγινε ευτυχισμένος, γιατί πήρε με το μέρος του, την αγάπη εκείνης, μαζί με την ευλογία του φωτός, αυτή την απεραντοσύνη, ενός ολοκλήρου αγνώστου κόσμου, με τα πολλά πεπρωμένα, όταν συναντώνται οι ζωές. Μέσα από δυσκολίες επιβίωσης μεγάλες, λόγω Γερμανικής κατοχής της χώρας, φάνηκαν και σύννεφα βαριά στη ζωή τους, αλλά τρέξανε γοργόλαμνα κι αεράτα, ώστε η αγάπη τους θέριεψε, άνοιξε η πόρτα του Θεού, κι ονειρεύτηκαν γλυκά πως κιόλας ανέτειλε ο ήλιος. Ήταν τότε που βγήκαν από τα έγκατα της άνοιξης, με φωτιά σαράντα πήχες ψηλή, κι οι δυο γενήκαν ένα.
Ακόμη κι άλλα πολλά εξίσου ενδιαφέροντα για τον αναγνώστη, αποσώνουν το βιβλίο Όπως αυτό, να του μείνει του αναγνώστη εκείνη η αστάθεια, στο ουρανίσκο του, με το διψοξεδιψώ, όταν κρατά το νερό στο στόμα και δεν το καταπίνει. Και να διστάζει να γυρίσει σελίδα, επειδή τελειώνουν οι σελίδες του βιβλίου, μαζί με τον οργασμό ενός πυρρίχιου χορού ζωής.
Παρατηρώ επίσης, ότι πολλές γραμμές της ιστορίας από τη «Ραψωδία των Ανέμων» είναι καλογραμμένες και σε καθηλώνουν. Π.χ. στη σελίδα 51 «πριν φτάσει στο σπίτι, συνάντησε το λόφο» και στη σελίδα 84 «ένα εντεινόμενο προαίσθημα θλιβερής κατάληξης»

Είναι αλήθεια, ότι στις μεγάλες καταχνιές της ψυχής και του νου, των ηρώων της ιστορίας και στη θύμηση από τον κλονισμό του προσωρινού και φευγαλέου, η λύση ανακρεμάται στο τέλος. Ένας κόκκινος ήλιος, ένα λαμπερό «Super Nova», στον ανεπίστροφο δρόμο των γηρατειών, να τους κατευοδώνει στη χώρα, «der grosse schweiger»(2), με κοσμική σιγή.

  1. Ξαμάρι = από το ξέμεινε, έμεινε
  2. Der grosse schweiger = «η μεγάλη σιωπή» του Αϊνστάιν όπου Ε = αυτό άστο…
  3. Η «Ραψωδία των Ανέμων» του Τάσου Ράμση, «παίχθηκε» σε εβδομαδιαίες συνέχειες τον περασμένο χρόνο στην εφημερίδα μας «ΒΕΡΟΙΑ», κι είχε μεγάλο αναγνωστικό κοινό.
Εφημερίδα ‘’Βέροια’’ 7/1/2015