Ένα πετυχημένο σε περιεχόμενο και εμφάνιση, νέο βιβλίο του Ο.Σ.(1) κυκλοφόρησε, με τίτλο «Γράμματα από το Μόναχο». Οι σελίδες του περιέχουν τα πνεύματα της ερημιάς του συγγραφέα, και κινούν το χέρι του, να γράψει, με τα λαμπίσματα του μυαλού, αντάμα, και με της καρδιάς του, τις δρίμες, από τις μολεμένες μέρες του πολέμου.
Συνέβαλλε και η παρότρυνση από την πατρίδα του Γιώργου Χιονίδη «άμα φτάσεις, γράψε μας»(2). Κι ήταν αρκετό αυτό για τον Ο.Σ. να γράψει πολλά κι όμορφα στα γρήγορα. Μέσα σ’ ένα φθινόπωρο. Δύο χρόνια μετά, γράφει και το «Περίπατο στα ψηλώματα». Σημείωμα το λέει. Αλλά απλό κι απέριττο σαν την αλήθεια είναι.
Αυτοί λοιπόν οι δύο τίτλοι, έγιναν αιτία να ξελογιαστώ σύννυχτα, με βουνίσιες θύμισες, από το βουνό μας το Βέρμιο ο ένας κι ο άλλος να με ξεφωνίσει και να γρικίσω ξανά το ωραίο Μόναχο.
Αυτή τη θαυμάσια πόλη της Βαυαρίας, που κοντά της έζησα 30 τόσα χρόνια και κάθε χαραυγή πρόβαλλε δροσάτη, με κράχτη ένα δράκο θεό, την ξενιτιά, να πνίγει τη ψυχή.
Το ωραίο Μόναχο, που οι ίσκιοι, ο αέρας και το φως το ανάπηξαν, σιγά-σιγά, αφήνοντάς του ν’ ανηφοράει στον ήλιο, με τα παλιά του ντύματα, τις παλιές του καπνιές κι αράχνες. Και το καινούριο κάθε εποχής, το σύγχρονο που λέμε, να στέκεται δίπλα, στο παλιό, και να νομίζεις, ότι όλα μαζί παλιά και νέα, τώρα κινήσανε και μόλις φτάσανε, όπως το ξημερώνει-νυχτώνει, στους αιώνες.
Στη μεγάλη αυτή πόλη, δρόμοι άνετοι, πάρκα πυκνά, πλατείες άνετες, αγορές πολλές και διάφορες, σε αποστάσεις χρόνου μεταξύ τους, κι όμως νιώθεις ότι όλα είναι δίπλα, ενωμένα και σιμοχνοτούν. Παρασυρμένος λαχταράς, κι απλώνεις το χέρι σου, να φουχτώσεις το θαύμα. Ώρες κι ώρες διόδεψα σε περιπάτους, μ’ άγνωστους. Μετά τους συνήθισα κι ένοιωθα τον κόσμο αυτόν να σηκώνει μπόι. Τους δεχόμουνα.
Βάδισα στα δημόσια νεκροταφεία σε ώρες σχόλης. Βολτάριζα στα δρομάκια τους, ψαχουλεύοντας με τα μάτια τους τάφους. Έβλεπα και τους ανοιχτούς λάκκους, που λίγουροι περίμεναν να γεμίσουν, αφήνοντας στα πλάγια, τα λιχνισμένα χώματά τους, με δόντια και μικρά οστά, από προηγούμενους. Και η δική μου καθημερινότητα, άνοιγε κι έκλεινε στη Grossmarkthalle. Στη Λαχαναγορά του Μονάχου.
Ήταν η μόνη, στα χρόνια της μεγάλης εξαγωγής φρούτων που αγκάλιασε το Ροδάκινο και δεκάδες φορτία εικοσάτονα ανά μέρα, τα τσαντήρωνε στα stand της, τ’ απλοκάμιζε μετά σ’ όλη τη Γερμανία και τάκανε μάρκα.
Όπως επίσης κι ένα ακόμη δυναμικότερο γεωργικό προϊόν. Το σπαράγγι. Το ελληνικό σπαράγγι, που ανδρώθηκε έφτασε στην κορύφωση της ζήτησής του, και μετά χάθηκε, γιατί μονοπώλησαν τις μεγάλες ποσότητές του, οι πολλοί μικροί συνεταιρισμοί. Ήταν ο λαός στην εξουσία. Και στην οικονομία.
Γειτνίαζε η λαχαναγορά και μ’ ένα πάρκο πυκνό, με νερά άφωνα, ήρεμα, με χαμηλά φυτά και χόρτα, που ανεμοπορούσαν από το πρωί στον άνεμο κι ένα συνεχές βουητό των μοτέρ στους διπλανούς δρόμους, ενοχλούσε την ησυχία.
Πλατείες, όπως η am Harras Platz, η Goethe Platz, η Marien Platz, βρεγμένες και υγρές, έχοντας λουσμένα τα μαλλιά τους στη δροσιά, από τους «Μουσώνες» των Άλπεων, άφηναν να πετούν γέλια πνιχτά, οι πέτρες τους, τα πρωινά. Και με το λίγο γλυκό φως, που περίσσευε νωρίς τ’ απόγευμα, τ’ όριχναν ολόγυρά τους, ξελαγαρίζοντας το μουντό ουρανό.
Η Sendlinger Tor είναι πλατεία πάντα καλεστική κι αγέραστη, με τον υψηλό οβελίσκο στο κέντρο της, που όταν ο ήλιος δύει, μαγευτικά χρώματα την τυλίγουν από αντανακλάσεις. Βλέπεις, η μάλλον νιώθεις τότε, έναν παλμό δύναμης να κυριαρχεί, από μια εσωτεικής ζωής ρυθμού και αρμονίας πηγή. Τα χώματα μυρίζουν, σα να γεννιέται η γης. Είναι η στιγμή, που το φως της μέρας, έχει νικήσει και επιβάλλεται, πλαταίνοντας, στο αιώνιο, την πόλη του φωτός, το Μόναχο.
- Ο.Σ. = Ορέστης Σιδηρόπουλος
- Ο Γιώργος Χ. Χιονίδης ασκούμενος εικοσιπεντάχρονος δικηγόρος τότε, ήταν ο Δ/ντής Σύνταξης της τοπικής Εφημερίδας ( Ο Φρουρός της Ημαθίας) Είχε προτείνει στον Ο.Σ. φίλο του, να γράφει εντυπώσεις και σκέψεις του, από το Μόναχο τις οποίες θα δημοσίευε μετά η Εφημερίδα. Ο Γιώργος Χ. Χιονίδης, είναι ο μετέπειτα μοναδικός και διαπρεπής ιστορικός της πόλης μας.
Εφημερίδα ‘’Βέροια’’ 19 Νοεμβρίου 2014