Ο Αλιάκμων

Οι ξεροπόταμοι, ασπριδεροί, γεμάτοι μικρές κροκάλες και τσακισμένα γυαλιστερά από την πολυκαιρία μικροκλάδια, όταν έβρεχε στα βουνά και τα  νερά κατέβαιναν ορμητικά, παρίσταναν τους ποταμούς για μια δυο ημέρες. Μετά έσβηνε η βιασύνη τους, σώνονταν οι θυμωμένοι αφροί τους κι άφηναν να κυλά, μόνος και περήφανος, ο μεγάλος ποταμός, ο βασιλιάς Αλιάκμων.
Ο ποτάμιος μυθικός θεός, με πατέρα τον Ωκεανό και μητέρα την Τηθύα, με το σύνθετον όνομα του Ομηρικού Αλς και Άκμων και με την ιστορική, βέβαια, καταγωγή μιας Μακεδονικής γνήσιας Βασιλόφλεβας νερού.
Άφηνε πίσω με το κύλισμά του, ο Ιντζέ Καρασού κορφοβούνια και λακκώματα, κάστρινα βράχια θεόρατα, πλαγιές και υψώματα, όπως Ραπαντίνα Βούτσι, Μπαρό και Μάλι-μάδι. Συναντούσε δε στον Κρανιώνα, τη διχάλα από τα νερά του Γράμμου, κι ολόκληρος πια ο Αλιάκμων, συμπληρωμένος έβαζε πανιά, πότε αφρίζοντας και πότε γλαρωμένος, να φιδίζει βόας κουλουριαστός εδώ και μαύρος, και πιο κάτω δε ανακόντα πράσινη, αργοξετύλιχτη και ασάλευτη νυσταγμένη, να χαίρεται, το θολό και αποβροχάρικο ζεστό φως του απομεσήμερου... Υψηλά και πάνω του, τα λιγοστά θαμπά συννεφάκια ταξιδεύανε συνοδοιπόρα μαζί του. Ακολουθούσαν τα καθαρά και διαυγή νερά του, και ανέμελα μορφώματα άφηναν να καθρεφτίζονται και να μπαίνουν είδωλα ανάποδα στο νερό του, στην ποταμίσια τρεχούμενη λικνιστική αυτή κούνια, και να πετούν αργά ή γρήγορα κοντά και… μέσα του. Άλλοτε δε, σε μια γρήγορη πνοή του ανέμου, να σκεπάζουν τον ήλιο, με μια ταχύτατη εναλλαγή φωτός-σκιάς. Τότε ο νερένιος κόσμος χαμηλά, φάνταζε μια χαρούμενος και πότε θλιμμένος...
Μετά τη γέφυρα του Γιάγκοβου, κοντά στα Γρεβενά, ο αρχοντοπόταμος Αλιάκμων αγκαλιάζει και φιλά τον ποταμό Βενέτικο, που φουρφουριστός και γελαστός σαν Αμερικάνος μεσήλικας τουρίστας, της εποχής μου, με σταυρωτό κόκκινο σακάκι και χρυσά κουμπιά, πλουμίζει και πλουτίζει τα νερά του Αλιάκμονα με τη συμβολή του, και στο πρωινό θαμπογάλαζο φως, όταν η Μαγιάτικη ανατολή του ήλιου, ξεμύτιζε, στα πλάγια της κάθετης όχθης του ποταμού, ψηλοανέβαιναν κρεμαστά αχνιστά πούσια, άσπρα σεντόνια, που λυγούσαν μέσα στη χαράδρα μπλέκοντας και πλέκοντας μυστηριακά λευκές κορδέλες, ρυθμικές κυκλοτερές αποκριάτικες σερπαντίνες. Και η τριζάτη πανάκριβη της φύσης μουσελίνα από αδιάλυτη πάχνη κρέμονταν ακίνητη, ωσάν γαλακτερός πρωινός ατμός...
Ένα μικρό πουλάκι, τόσο δα, ένα αηδονάκι μέσα από τα πυκνά βάτα ακούστηκε. Και το ξημέρωμα άλλαξε με μιας, άλλαξε ο κόσμος. Μια γλυκιά πίκρα αβάσταχτη γέμισε με μουσικούς τόνους, καλύπτοντας ολόκληρες οκτάβες... Οι πόροι του σώματος γίνονται αυτιά, για να μπορέσουν εύκολα να αποχορτάσουν το θαύμα της μουσικής του τρίλιας, με την ξέχωρη γοητεία, της πρωινής αυτής τελετουργίας, ενός εαρινού ρεσιτάλ από φτερωτό σολίστα... Μέχρι και ο Γεροπλάτανος με τα δροσερά νάματα να κελαρίζουν στα πόδια του, έγειρε τα ακροκλάδια του για να ακούσει τη μουσική τελειότητα από ποτέ, ακόμη κι ύστερα από έναν αιώνα ζωής...
Τρέχανε τα νερά του ποτάμιου μυθικού θεού στην κοίτη του, ανακυλιστά, σκουντουφλώντας στα πέτρινα χοχλάδια για χρόνια. Το βουητό τους δε, σταθερό και συνεχές ήταν μουρμουρητά από προαιώνιες θύμισες ξορκισμού, για μυστηριακές δυνάμεις της βουνίσιας νύχτας στα ξέφωτα, όπου φεγγαρίσια ξωτικά, σκιές πέπλων, τερέριζαν τσιριχτά, πνοές ποταμίσιες ίσως, παντοδύναμα λόγια και καλώντας τα αγαθά πνεύματα, μέσα από τον αέρα, από τα δένδρα, από τα χώματα, να γίνουν οι συνοδοί, των αποκαθαρμένων πια νερών του, μέχρι τον κάμπο της Ημαθίας...
Μετά τον Πολύμυλο το ποτάμι σφίγγεται, συνθλίβεται σχεδόν, μέσα σε δυο βουνά πελώρια και θεοκατοίκητα. Μετά βίας ανοίγει το δρόμο του στα κάθετα πλάγια τους. Τα Πιέρια και το Βέρμιο λυγίζουν πάνω στην κοίτη του και η φόρμα τους σε αδρές και στέρεες γραμμές εκεί απολήγει, μα μπορεί και να αρχίζει... Άγιες και ιστορικές τοποθεσίες χαμήλωναν και τέλειωναν πάνω στα βιαστικά νερά του.
Σκαλωτοί λόφοι από τις κορυφές του Αράπη της Καστανιάς σε κυλούσαν στον Αη Γιάννη. Χωριό σε ερείπια. Μόνον η εκκλησία μένει μικρή, στητή και σωσμένη, με την πόρτα της ξεκατίνωτη, πάντα να τρίζει ελαφρά στην ώθησή της, και οι Άγιοί της, στα κορνιζωμένα θηκάριά τους, να περιμένουν να δουν τον επισκέπτη, με τα πρόσωπά τους πράα, καλοσυνάτα κι αγαπητά, ώστε η έννοια της Αγιότητάς τους, να πλησιάζει να γίνεται ζεστή κι ανθρώπινη... Μόνον ο Αη Γιάννης με το πιάτο στα χέρια, πεσκέσι, φαίνονταν άγριος... Δυο κεράκια αναμμένα με τις κίτρινες φλογίτσες τους να μικρομεγαλώνουν τσιτσιρίζοντας αποσώνονταν στην αμμοδόχο χαμηλά, σημάδι και άλλων περαστικών, και το θυμίαμα, μικρή σπονδή τους, άφηνε τις γαλαζωπές σκιές του, να αιωρούνται έως τα τρουλωτά κοιλώματα της οροφής, με τα μελιχρά φέγγη του Ναού, στα πόδια του Παντοκράτορα Θεού. Εκείνος από την κορυφή υψηλά έβλεπε, απορούσε κι ευλογούσε Ευτυχισμένος, τους ανθρώπους και τη νύχτα που θα ερχόταν. Έπρεπε να ξεκουραστεί, να τεντώσει τα μέλη του και να αναγαλλιάσει κι αυτός, ο Θεός, από τα φαρμάκια και τις αιώνιες έγνοιες των ανθρώπων που τον πιλάτευαν ολημερίς…
Έξω από το Ναό, ανατολικά του, δεκάδες  κρανία στοιβαγμένα, και σε δύο σειρές ποστιασμένα, κοίταζαν το τίποτα, με τις γούβες των ματιών άδειες, τρύπες της αιώνιας νύχτας, το ένα πάνω στο άλλο, με τάξη και συνέπεια, ιερή οστεοφυλακίου...
Η ημέρα λαχτάρισε, ξέκοψε από τη νύχτα και ο Αυγερινός λαμπρός τέλειωνε το σεργιάνι του, μαζί με τις πρώτες ροδόφωτες σκιές της αυγής. Οι γύρω κορυφές παίρνανε φως και το πρωινό ερχότανε ζωηρό και εκπληκτικά καθαρό σαν άκοπο διαμάντι με πολλά καράτια. Τα βράχια στα ριζά του Μοναστηριού της Θεοτόκου Καλήπετρας, στέκονταν όρθια. Άγρια όρθια και όμορφα. Πιστοί πονεμένοι, μικρές ομάδες γυναικών φτάνανε πεζοί στη γιορτή της Θεοτόκου, μπαίνανε στην τοιχισμένη αυλή της, στο σώχωρο, με τα κοντά αγριολούλουδα και χαμομήλια που βλάστιζαν ελεύθερα παντού, φυσικό πυκνό τεμπήχι, πλούσια χλόη ατσαλάκωτη, σε χώμα πλούσιο γεμάτο φουσιά. Λίγα λουλούδια στα χέρια κρατούσαν οι πιστοί και με δειλά βήματα βάδιζαν για τον ναό μέσα στο ναό και μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, με τα μεγάλα μάτια δακρυσμένα τα εναπόθεταν χωρίς μιλιά, βουβά. Είχανε τόσα να της πουν!! Εκείνη άκουγε πονετικά τις αμίλητες φωνές τους...
Ένας πετεινός στημένος στη μάντρα, κοκόρισε, το σήμαντρο σήχησε με τον δικό του ήχο, ξερό κροτάλισμα αργό-γρήγορο και τα γύρω υψώματα τα μακρινά, φαίνονταν τώρα με το μίσεμα του πρωινού πιο κοντινά. Ερχότανε ασημένιος ο Αλιάκμων, φίδιζε, είχε πάρει την ρότα του, κυλούσε αδιάκοπα, χωρίς να ξεδιαλύνεις αυτόν, που τον ωθούσε αέναα στη ροή του, μέχρι που ο "ήλιος θα έγνω την δύσην αυτού". Η δύναμη του  νερού έστηνε στις "χωσιές" των βράχων όπως και στους βατούς πόρους του, καλολίμανους μικρούς ποταμίσιους κολπίσκους, όπου το νερό με τον φυσικό κυματισμό του, έδειχνε να ζει, όταν απαλά ανέβαινε και κατέβαινε σαν αναπνοή... Σ' αυτές τις κλειστές "παλάμες του Θεού" δίπλα στα χοχλάδια της άσπρης ποταμιάς και μέσα στις αψές μυρωδιές του δάσους από καρυδιές, με μόνη λαμπηδόνα την ψυχή σου, βουκέντρα άγρια και αιχμηρή, την ένιωθες την ίδια να μεγαλώνει, εφτάζυμο προζύμι να φουσκώνει, για να παύει να σβολιάζει στο βάθος της ακούνητη… αλλά να ξυπνά και αν ζητά…
Τα θερμά καλοκαίρια ο ποταμός Αλιάκμων, δρόσιζε την κοιλάδα του. Ανασήκωνε τον αέρα που χαμηλά χάιδευε τα νερά του, τον μοίραζε και όταν πια έφθανε και έμπαινε, τελειώνοντας το ορεινό πετρομονοπάτι της κοίτης του στον καυτό Ημαθιώτικο κάμπο, τον ελεύθερο και ατέλειωτα μεγάλο σαν ωκεανό, ψήλωνε τα νερά του, γοργοφλεβάριζε τις ομορφιές του, του χαμογελούσε και σαν ψημένος πολυχρονίτης εραστής, νωχελικά άπλωνε τα νερά του παντού, τον πότιζε, τον πλημμύριζε και τον κάρπιζε με τα άμετρα φύτρα των σπόρων της γης… Όταν δε το λευκό αστέρι της ημέρας, το παράκανε με την πύρα του, το έδενε στο καπίστρι του και το έσερνε τις εκβολές του προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού, και εκεί τον άφηνε να σεργιανίζει του καιρού… μέχρις ότου γύρει και χαθεί μακριά στο  πλάι, πέρα από τα βουνά, στραφταλιστός από τις χιλιάδες καθρεφτάκια-κύματα, που μονόπατα χωρίς αφρούς, ανεβοχαμήλωναν αδιάκοπα και ηδονικά σαν ερωτικό παιχνίδι…
Στα σημερινά της εποχής μας χρόνια ο Αλιάκμων έχει αλλάξει. Πλούτισε με τρεις πρόσθετες τεχνικές του λίμνες. Έτσι έγινε η μεγαλύτερη αποθήκη πόσιμου γλυκού νερού της Ελλάδος.
Πολλές του τοποθεσίες, γνώριμες και αγαπημένες δικές μου, έχουν πλημμυρίσει και χαθεί οριστικά. Όπως πλαγιές και υψώματα, που στη δεκαετία του 1950 κυνηγώντας σ’ αυτές, «ξεπετάλωνα» τις βουνίσιες πέρδικες, τα περήφανα και όμορφα αυτά πουλιά θηράματα, που ζητούσαν νέο άνδρα για να ακολουθεί το ντορό τους. Μνήμες και μόνον μνήμες κι όσο μακραίνεις απ’ αυτές τόσο γερνάς κι άλλο τόσο ζυγώνεις τον Θεό. Θύμισες που κατακλύζουν το νου, πυργώνουν κυριαρχούν κι όταν κουραστούν και αποκουράσουν φεύγουν… Είναι μάταια συμπλέγματα από σκιές και ήλιο. Είναι άστρα που μας χαϊδεύουν τη νύχτα ανέγγιχτα ψεύτικα κι ονειρικά…
Και μένουν έτσι, άσημοι ψίθυροι, στην παρθένα μοναξιά μιας ανθρώπινης χλωμής ιστορίας…


  1. Ιντζέ Καρασού: ψηλός μαυροπότομος ο Αλιάκμων
  2. Φουσιά: κοπριά σταυλίσια
  3. Τεμπήχι: χαλί, τάπητας