Βιβλιοκριτική: «Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα»

«Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα» 

Βιβλίο του Παύλου Πυρινού 

Βιβλιοκριτική 

Μόνο αυτό, δε θα μπορούσε να πει, ο Παύλος Πυρινός, σαν τελευταίο λόγο. 

«Ξεθυμασμένη, ανήμπορη, άνεργη πώς χάθηκε η ζωή μου». 

Σωροί πίσω του, τα γεννημένα σ’ άσπρο χαρτί παιδιά του, κρέμονται αρμαθιές. Λάμπουν, γελούν κι αντιδονίζουν τα βιβλία του στις καρδιές του κόσμου, γιατί μιλούν για αξίες παλιές, πούσαν χαμένες κι άγνωστες σε μπαούλα εκκλησιών, κι έγνοιες υψηλές που υπηρετήθηκαν από ταπεινούς άσημους καντηλανάφτες Βεροιώτες. 

Πετυχαίνει ο Πυρινός να χαρίσει τη γνώση, για τα άγνωστα, μα και να αφήσει τη μνήμη καπάκι στο θάνατο. Το μαύρο μακελάρη. Δουλεύοντας και γεννώντας σωρούς τα βιβλία του, ξεχείλιζε την αυλή του με παιδιά κι αγγόνια απ’ αυτά. 

Είναι τα μόνα που δε γίνονται μπουκιές του χάρου. Η λησμονιά πάνω σ’ αυτά ουδέποτε ρίχνει χώμα. Κι η μπαμπακερή απανωσιά της αντάρας τ’ αποφεύγει. 

Παλιά τα κλασικά έπιπλα της βιβλιοθήκης, σήμερα τα κομπιούτερ, τα διατηρούν προσιτά κι ανώλεθρα στη μνήμη των ανθρώπων, και ζωντανά στα μάτια των αναγνωστών. 

Έτσι στητός, κι ορθόστομος παλεύει τη ζωή. Αντροκαλιέται μαζί της και ήσυχος άμα φανεί η ώρα του, θα σηκώσει το μάνταλο της πόρτας, θα την ανοίξει και μ’ ένα περιπαιχτικό χαμόγελο θα της πει, awf wiedersehen, φορώντας το θάνατο στη κεφαλή του κορώνα. Είναι η μεγάλη ειρωνεία. Μέσα στο πιο αληθινό τοπίο του βίου σου, τη μοναδική ώρα, κοροϊδεύεις όταν στεφανώνεσαι το θάνατο και αφήνεις σε συνέχεια τη ζωή, θέλει δε θέλει, να σε διαιωνίσει. Τη μαυροφόρα μνήμη της σάρκας, ο χρόνος με τον καθρέφτη τον πίσω, σκιάζει και τη διώχνει. Κυρίαρχος το παρόν. Πανδαμάτωρ γαρ. Κι έτσι μένει. 

Κι ο μέγας θρόνος της δημιουργίας, αμολάει σα δρυς, βαθιές τις ρίζες στο χώμα του χρόνου. 

Είναι ο καινούριος χαλκάς που κρατάει στέρεα τις αλυσίδες της ζωής και στεριώνεται ο κόσμος πάνω στο πνεύμα της γνώσης. Δύναμη και θεός, το βλογημένο σπέρμα του «αφήνω κάτι». 

Είναι κι άλλοι στην πόλη μας, δημιουργοί, που περισσότερα θα περισσέψουν. Μα τώρα μιλάμε για τον Πυρινό. Τον Παύλο Πυρινό. Τον πόντιο και θεολόγο καθηγητή και μετά Λυκειάρχη. Και εκεί μέσα στο βύθος και αχλύ του παρελθόντος, συμμαθητή, με γαλότσες αντί παπούτσια. Χειμωνοκαλόκαιρο πάντα ίδια ρούχα και παλτό. Μα σε λίγα χρόνια, μπόρεσε η ψυχή του να ξεπετάξει τη φλόγα, μέσα από το καμίνι του κορμιού. Κι ήρθε το πανεπιστήμιο. 

Τώρα με το νέο του βιβλίο, του «Βεροιώτικα και Ναουσαίϊκα σημειώματα» πρέπει να ψάλλουμε νέα γεννητούρια. Βιβλίο με καρπό πολύσπορο. Έχει μαύρους σπόρους γιατί είναι ώριμο. Και νόστιμο άμα το ψάξεις. Καθίζει εύκολα στον ουρανίσκο κι αργολιώνει. Σα ρόδι που αφρόσκασε και τινάχτηκαν οι σπόροι, κι αμέσως δροσέρεψε στο στήθος η καρδιά, κι έγινε ρόδι. Και χώρεσαν μέσα οι θύμισες του κόσμου κι έγιναν σπόροι. Με τάξη και ομορφάδα, σαν ανοιχτό αξόδευτο ρόδι. 

Στην πορεία, ο αχός του θα περάσει τα ψηλά βουνά, για νάβρει φρέσκο περιβόλι και να αυτοφυτέψει την αρετή του ανθρώπου, του καλού ανθρώπου, του παλιού. Η νέα αυτή σπορά, η μπροστάρα, θα ξαναγιομώσει τη γης, με καινούριο ανθρώπου σόι, με ζεστή καρδιά, που να περμαζώξει κάθε ωραίο, τίμιο, σωστό, που αφήνουν στα κείμενά τους, ως υπόδειξη ο Πυρινός και πολλοί άλλοι. 

Βρείτε το και διαβάστε το. Και το μάτι σας θάναι βλογημένο. Χορτασμό δε θάχει, κι όταν ακόμη τελειώνουν οι σελίδες του. Και το χείλη σας θάναι βλογημένο. Χορτασμό δεν θάχει, γιατί θα ψελλίζει τις συλλαβές του τις παλιές, με τη γνώση του μεθυστικού λιαστού κρασιού, και με γεύση ψυχής καλύτερη. 

Είναι φαινόμενο σ’ αυτήν την περίπτωση. 

Με τη δίψα να ξεδιψάτε και με την πείνα να χορταίνετε. 

Εφημερίδα ‘’Βέροια’’ 22-10-14